Γρηγόρης Αγκυραλίδης*
Το πρώτο που μπορούμε να σχολιάσουμε για το μισογυνισμό του Ροΐδη είναι ότι απλά αντικατοπτρίζει αιώνες και αιώνες πατριαρχίας και μισογυνισμού. Είναι ολοφάνερο ότι ήταν κάθετα αντίθετος στο εκκολαπτόμενο φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα της εποχής. Αυτό σίγουρα έρχεται σε αντίθεση με το να χαρακτηρίζεται «σύγχρονος». Εμφανίζεται μάλλον ως μία φαλλοκρατική, πατριαρχική και σεξιστική καρικατούρα που ακόμα και κατά την εποχή του συνάντησε αντιδράσεις. Ιδωμένος δε υπό μία σύγχρονη οπτική, αυτή η πτυχή του, τουλάχιστον, μοιάζει μάλλον κωμική…
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στη Σύρο το 1836. Καταγόταν από εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια. Ταξίδεψε αρκετά, σε χώρες όπως Γερμανία, Ιταλία και Αίγυπτο. Στη διαδρομή αυτή απέκτησε εγκυκλοπαιδική μόρφωση παρακολουθώντας μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Γύρω στο 1860 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με την οικογένειά του. Καταστράφηκε οικονομικά με την υπόθεση των μετοχών των μεταλλείων Λαυρίου το 1873, αφού ήταν ανάμεσα στα πολλά κορόιδ…εεεε… θύματα του πατέρα της… εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, Ανδρέα Συγγρού. Θεωρείται από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες και δοκιμιογράφους, με το έργο του να χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερα πνευματώδη γραφή του. Πέθανε στην Αθήνα, το 1904.
Εμβληματικότερο έργο του θεωρείται η «Πάπισσα Ιωάννα», που εκδόθηκε το 1866, ένα ενδιαφέρον, καυστικό και… σεξουαλικό road story ανά την Ευρώπη, στο οποίο σατιρίζει την υποκρισία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας του Μεσαίωνα. Το έργο αυτό προκάλεσε σάλο στον ελλαδικό χώρο της εποχής και η Ιερά Σύνοδος τον αφόρισε (αν και αργότερα ήρε τον αφορισμό). Λόγω του έντονου αντικληρικαλισμού του βιβλίου, ο Ροΐδης είναι καταγεγραμμένος στη γενική προοδευτική αλλά και φιλελεύθερη συνείδηση ως ένας καινοτόμος και ριζοσπάστης διανοούμενος. Είναι όμως ακριβώς έτσι; Let’s dive a bit deeper, που λένε και στα αρβανίτικα!
Με όχημα τη σαρκαστική ειρωνεία στην υποκρισία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ταρακούνησε την καθεστηκυία τάξη της εποχής του και συγκρούστηκε έντονα με την ηγεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας. Ποια ήταν όμως η κατάσταση στην τελευταία την εποχή εκείνη; Ήδη πριν αλλά και κατά το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ (παρά το τραγικό του τέλος) αρχικά και τον Καλλίνικο Ε’, στη συνέχεια, αντιμετώπιζε αρνητικά κάθε εξεγερσιακή προοπτική αλλά και το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου και συνολικά τις επιστήμες, ενώ στράφηκε ενάντια στην ίδια την ελληνική επανάσταση. Μετά την ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της Ελλαδικής Εκκλησίας με έδρα την Αθήνα, υπό το σκεπτικό ότι η Εκκλησία του νέου ελληνικού κράτους δεν μπορεί να υπάγεται σε έναν Οθωμανό υπήκοο, υπό την εξουσία του Σουλτάνου, το διοικητικό της όργανο, η Ιερά Σύνοδος δεν έχανε την ευκαιρία να δείχνει την μικροψυχία της και να επεμβαίνει διαρκώς στα πολιτικά και κοσμικά πράγματα. Τα δε μοναστήρια, όπως η ίδια διαπίστωσε, είχαν γίνει κέντρα σεξουαλικών οργίων, με αποτέλεσμα να κλείσει τα περισσότερα από αυτά. Παράλληλα, στην Κωνσταντινούπολη, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Στ’ εξέφραζε σκοταδιστικό και οπισθοδρομικό λόγο, καταφερόμενος ακόμα και εναντίον της νεοεισαχθείσας τότε τακτικής του εμβολιασμού, προληπτικά απέναντι σε ασθένειες από τον πρωτοπόρο Γάλλο επιστήμονα Λουίς Παστέρ (ουπς – κάπου το ‘χω ξανακούσει αυτό!) Ο ίδιος δε, εισήγαγε τον όρο «Λουθηροκαλβίνοι» αναφερόμενος συνολικά στον Δυτικό κλήρο, Ρωμαιοκαθολικό και Προτεσταντικό. Επομένως, ενώ...
Το Σάββατο 1 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε στα Εξάρχεια στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα η καλεσμένη εκδήλωση – συζήτηση “για την αναρχική οργάνωση στο εδώ & τώρα” καθώς και παρουσίαση της έκδοσ;hς μας “Η Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών και ο διάλογος πάνω σε αυτή”.
Όπως υποστηρίξαμε τόσο στην εισήγηση που ακολουθεί, όσο και στον διάλογο που ακολούθησε, η οργάνωση αποτελεί μια κινηματική και ιστορική αναγκαιότητα των καιρών, εξαιρετικά φλέγουσα και επιτακτική για να αποκτήσει το κίνημά μας τα απαιτούμενα ερείσματα, την απαιτούμενη επιρροή μέσα στην κοινωνική και ταξική πάλη, για να συμβάλλει με την δύναμη της δράσης και των προτάσεων...
Την 1η Μαρτίου 1944, πραγματοποιήθηκε μια σειρά συντονισμένων γενικών απεργιών στην κατεχόμενη από τους Ναζί βόρεια Ιταλία. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, ο αριθμός των απεργών ανερχόταν σε 1,2 εκατομμύρια, ενώ ένα άρθρο στους New York Times έκανε λόγο για τρία έως έξι εκατομμύρια.
Οι απεργίες αφορούσαν επιφανειακά οικονομικά ζητήματα με αιτήματα όπως το πάγωμα των τιμών των τροφίμων, αυξήσεις στους μισθούς και τις μερίδες και την καταβολή επιδομάτων. Όμως οι απεργίες στόχευαν επίσης στην υπονόμευση του φασιστικού κράτους και οργανώθηκαν από συμμετέχοντες στην αντιφασιστική αντίσταση.
Μεγάλα εργοστάσια στη βόρεια Ιταλία, ιδίως στο Μιλάνο και το Τορίνο, έκλεισαν. Υπήρξαν επίσης...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018