Δημήτρης Παπανικολόπουλος*
Οι εκδόσεις Έρμα μάς παραδίδουν ένα εξαιρετικό βιβλίο για την πολύ σημαντική αναρχική, φεμινίστρια, άθεη, συνδικαλίστρια, Έμμα Γκόλντμαν. Μέσα από δεκατρία διαλεγμένα κείμενά της και μια κατατοπιστική εισαγωγή της φεμινίστριας ακτιβίστριας Άλιξ Κέιτς Σούλμαν [Alix Kates Shulman], το ελληνικό κοινό μπορεί να απολαύσει τον πλούτο της σκέψης μιας αληθινής πρωτοπόρου.
Υποστήριξε το δικαίωμα ψήφου απέναντι σε όσους θεωρούσαν τις γυναίκες ανίκανες γι’ αυτό, ωστόσο ασκούσε κριτική στις σουφραζέτες, τονίζοντας πως η πολιτική δημοκρατία δεν θα έφερνε την κοινωνική δημοκρατία. Ομοίως, θεωρούσε απαραίτητη την απελευθέρωση τόσο από τους εξωτερικούς καταναγκασμούς όσο και από τους εσωτερικούς, τις ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις.
Η πραγματική απελευθέρωση ξεκινά «μέσα στην ψυχή της γυναίκας», έγραφε, υπογραμμίζοντας ότι η γυναίκες θα έπρεπε να απεγκλωβιστούν από τους κοινωνικούς ρόλους τους και να αδιαφορούν για την κοινή γνώμη, αν θέλουν να ανακαλύψουν την ουσία και το νόημα της ζωής, και να μετατραπούν σε μια πρωτόγνωρη δύναμη που θα μετασχηματίσει τον κόσμο.
Πολύ γνωστή –και πέρα για πέρα εύστοχη– είναι η σφοδρή κριτική της στον θεσμό του γάμου. «Ο γάμος και ο έρωτας δεν έχουν τίποτα κοινό», έλεγε, καθώς έβλεπε τον γάμο σαν μια «οικονομική συμφωνία», σαν ένα «ασφαλιστικό σύμφωνο» που περιορίζει και τους δύο συζύγους, αλλά περισσότερο τη γυναίκα. Και συνέχιζε: Ο γάμος εγκλωβίζει τη γυναίκα, την καθιστά υπηρέτρια του άντρα και μητέρα των παιδιών του, σε βαθμό η ίδια να χάνει την προσωπικότητά της. Και ενώ υποτίθεται ότι η κοινωνία προστάτευε τη σεξουαλικότητα της γυναίκας ως το «μοναδικό» της «πλεονέκτημα», η γυναίκα είχε πλήρη άγνοια για ό,τι αφορούσε το σεξ, κάτι που η Γκόλντμαν θεωρούσε πηγή δυστυχίας και σωματικής ταλαιπωρίας για την έγγαμη γυναίκα. Μάλιστα, εξηγεί περίφημα τα καθοδικά σπιράλ όλων των παραγόντων που συνδέονται μεταξύ τους και συντείνουν στο ίδιο δυσμενές αποτέλεσμα: Ο εγκλωβισμός στο σπίτι κάνει τη γυναίκα αδαή, εξαρτημένη, και γι’ αυτό βαρετή και ανυπόφορη. Και ακολούθως, αντιστρέφει την κοινωνική κατηγορία: Αυτή η κοινωνική συνθήκη κάνει προβληματικό τον θεσμό του γάμου και όχι οι απελευθερωτικές τάσεις των γυναικών. Σ’ αυτές τις τελευταίες στάθηκε πάντοτε αρωγός: εκφραζόταν κατά του σεξουαλικού ελέγχου των γυναικών, υπέρ των σεξουαλικών σχέσεων από την εφηβεία, υπέρ του ελεύθερου, εκτός γάμου, έρωτα, υπέρ της ελεύθερης μητρότητας, υπέρ του ήρεμου και συναινετικού διαζυγίου για τις περιπτώσεις όπου ο γάμος ήταν δυσάρεστος για τους συζύγους. «Αν ο έρωτας δεν ξέρει πώς να δίνει και να παίρνει χωρίς περιορισμούς, τότε δεν είναι έρωτας αλλά μια δοσοληψία που πάντα συνυπολογίζει τα υπέρ και τα κατά», υποστήριζε και κατέληγε: «Η μικροπρέπεια χωρίζει, η μεγαλοψυχία ενώνει. Ας είμαστε ανοιχτόμυαλοι και γενναιόδωροι». Σε αυτό το πλαίσιο, δήλωνε πως ήταν κατά της ζήλιας: «Η ζήλια είναι πράγματι ένα ανεπαρκές μέσο για να εξασφαλίσεις τον έρωτα, αλλά είναι ένα ασφαλές μέσο για να καταστρέψεις την αυτοεκτίμησή σου».
Παρ’ όλη τη στράτευσή της όμως στον αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση, ισχυριζόταν ότι «η ελευθερία της γυναίκας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελευθερία του άντρα» και ότι, αν πρόκειται η γυναικεία χειραφέτηση να ολοκληρωθεί, οι γυναίκες θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την αντίληψη «ότι ο άντρας και η γυναίκα εκπροσωπούν δύο ανταγωνιστικούς κόσμους». Ομοίως, θεωρούσε ότι τα παιδιά χρειάζονται και τους δύο γονείς ενώ εκφραζόταν υπέρ του ελέγχου των γεννήσεων για χάρη τόσο της γυναίκας όσο και του άνδρα και των παιδιών.
Στο σημείο όμως που θα ήθελα να σταθώ είναι ότι η Έμμα Γκόλντμαν υπήρξε σπουδαία διανοούμενη. Έγραφε κατανοητά, λιτά, χρησιμοποιώντας κρουστικά επιχειρήματα, κάνοντας χρήση ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων, εμπιστευόμενη την επιστήμη. Και –κάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τα σύγχρονα ρεύματα του φεμινισμού– η ανάλυσή της ήταν διαθεματική.
Ας δούμε ένα παράδειγμα: διαλέγω την πορνεία. Σύμφωνα με την Γκόλντμαν, η πορνεία έχει στην αφετηρία της στην κακοπληρωμένη εργασία, αλλά και στη σκληρή και άθλια ζωή στο σπίτι, δηλαδή στην «οικονομική και κοινωνική κατωτερότητα» της γυναίκας. Η πορνεία τροφοδοτούνταν από τη διφυή ηθική που θεωρούσε ότι μόνο οι σεξουαλικές ορμές των αγοριών πρέπει να ικανοποιούνται όταν εμφανιστούν στην εφηβεία, όχι των κοριτσιών που θεωρούνταν σε αυτή την περίπτωση ξεστρατισμένες και οδηγούνταν αναπόφευκτα στην πορνεία. «Επομένως, η ίδια η κοινωνία δημιουργεί τα θύματα από τα οποία αργότερα ματαίως προσπαθεί να απαλλαγεί», έγραφε, για να καταλήξει πως η πορνεία δεν θα εξαλειφθεί αν δεν μετασχηματιστεί η κοινωνική ηθική και δεν τερματιστεί η κακοπληρωμένη εργασία. Και επειδή το ζήτημα της σεξεργασίας αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ δευτέρου και τρίτου κύματος φεμινισμού, παραθέτω και μια αυτούσια –καθόλα χρήσιμη– παράγραφο της Γκόλντμαν: «η καθημερινή ρουτίνα, η αγγαρεία, η μονότονη καθημερινότητα της υπηρέτριας και κυρίως το γεγονός ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει στη συντροφικότητα και τη χαρά ενός σπιτικού αποτελούν υπολογίσιμους παράγοντες που την εξαναγκάζουν να αναζητήσει την ανανέωση και την ψυχαγωγία στην αίγλη και στην ψεύτικη λάμψη της πορνείας. Με άλλα λόγια, η υπηρέτρια που αντιμετωπίζεται ως σκλάβα, που δεν έχει ποτέ το δικαίωμα στον εαυτό της και που εξουθενώνεται από τις ιδιοτροπίες της αφεντικίνας της, μπορεί να βρει διέξοδο στην πορνεία, όπως συμβαίνει με την εργάτρια ή την πωλήτρια».
Η Γκόλντμαν υπήρξε πρωτοπόρος διανοούμενη, ήξερε όμως ποιο ήταν το τίμημα μιας τέτοιας επιλογής: «έχοντας διαπιστώσει της νέες δυνατότητες της ανθρώπινης προόδου, οι πρωτοπόροι δεν μπορούν να ριζώσουν στο παλιό∙ και με το νέο να βρίσκεται ακόμη μακριά, μετατρέπονται σε απόκληρους φυγάδες που περιπλανιούνται εδώ κι εκεί, σε ανυπότακτους εξερευνητές πραγμάτων που δυστυχώς δεν θα έρθουν ποτέ στην επιφάνεια».
*Αναδημοσίευση από εδώ: