Η 7η Μαρτίου είναι μια οδυνηρή ημερομηνία για τους προλετάριους της αποκαλούμενης «Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών» που συμμετείχαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την ημερομηνία στην Κροστάνδη.
Η επετειακή ανάμνηση της ημερομηνίας εκείνης είναι εξίσου επίπονη για τους προλετάριους όλων των χωρών, γιατί επαναφέρει τη μνήμη εκείνου που οι ελεύθεροι εργαζόμενοι και οι ναυτικοί της Κροστάνδης πιστοί στα ιδανικά της Ρώσικης Επανάστασης, απαίτησαν μέχρι θανάτου από τον Κόκκινο εκτελεστή τους - το «Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα» και το όργανό του, την «Σοβιετική» κυβέρνηση.
Η Κροστάνδη απαίτησε από τους δήμιους κρατιστές να δώσουν πίσω όλα όσα ανήκαν στους προλετάριους της πόλης και της επαρχίας, δεδομένου ότι αυτοί ήταν που είχαν πραγματοποιήσει την επανάσταση. Οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης επέμειναν πάνω στην πρακτική εφαρμογή των ιδανικών της Οκτωβριανής Επανάστασης:
Ελεύθερα εκλεγμένα Σοβιέτ, ελευθερία του Λόγου και ελευθερία του Τύπου για τους εργάτες και τους αγρότες, τους αναρχικούς και τους αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες.
Το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα το θεώρησε αυτό αδιανόητη απειλή της θέσης που μονοπωλούσε στη χώρα και, αποκρύπτοντας το πρόσωπο του άνανδρου εκτελεστή πίσω από τη μάσκα του επαναστάτη και φίλου των εργαζομένων, αποκάλεσε τους ελεύθερους ναυτικούς και τους εργάτες της Κροστάνδης «αντεπαναστάτες» και έστειλε εναντίον τους δεκάδες χιλιάδες πειθήνιους μπράβους και σκλάβους: Chekists, Kursanty (μαθητευόμενοι αξιωματικοί του Κόκκινου στρατού σημείωση του Alexandre Skirda) και μέλη του Κόμματος, προκειμένου να σφαγιασθούν αυτοί οι πραγματικοί μαχητές και επαναστάτες - οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης - που δεν είχαν κάνει τίποτα για το οποίο να μπορούν να κατακριθούν από τις επαναστατικές μάζες, ενώ το μόνο παράπτωμά τους ήταν να αισθάνονται προσβεβλημένοι από τα ψέματα και τη ανανδρία του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος που ποδοπατούσε τα δικαιώματα των προλεταρίων και της Επανάστασης.
Στις 7 Μαρτίου του 1921, στις 6:45 το απόγευμα, εξαπολύθηκε μια καταιγίδα πυρών πυροβολικού ενάντια στην Κροστάνδη. Όπως ήταν φυσικό και αναπόφευκτο, οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης απάντησαν αμυνόμενοι, παλεύοντας, όχι μόνο για τις δικές τους διεκδικήσεις, αλλά και για λογαριασμό των άλλων προλεταρίων της χώρας που αγωνίζονταν για τα δικαιώματα που κατέκτησαν με την Επανάσταση και ποδοπατήθηκαν αυθαίρετα από τις μπολσεβικικές αρχές.
Ο αγώνας τους βρήκε απήχηση από ολόκληρη την υποδουλωμένη Ρωσία, που στάθηκε έτοιμη να υποστηρίξει τη δίκαιη και ηρωική πάλη τους, αλλά ήταν δυστυχώς ανίκανη να τα καταφέρει, επειδή ήταν αφοπλισμένη, στυγνά εκμεταλλευόμενη και δέσμια της δουλείας από τις μονάδες καταστολής του Κόκκινου Στρατού και της Τσεκά, οι οποίες είχαν συνταχθεί με τρόπο ώστε να σπάσει το ελεύθερο πνεύμα και βούληση της χώρας.
Είναι δύσκολο να υπολογιστούν οι απώλειες που υπέστησαν οι υπερασπιστές της Κροστάνδης και η άβουλη μάζα του Κόκκινου Στρατού, αλλά μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι έπεσαν πάνω από δέκα χιλιάδες νεκροί. Στην πλειοψηφία τους, ήταν εργαζόμενοι και αγρότες, οι ίδιοι οι άνθρωποι που το Κόμμα των ψευτών είχε χρησιμοποιήσει προκειμένου να αρπάξει την εξουσία, δίνοντάς τους ψεύτικες υποσχέσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Τους είχε χρησιμοποιήσει επί χρόνια για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά των κομματικών συμφερόντων του, ώστε να επεκταθεί και να περιχαρακωθεί η κυριαρχία του πάνω στην οικονομική και πολιτική ζωή...
«Μαχνοβίτες»
Σήμερα το κείμενο του Μαχνό ίσως φαίνεται λίγο παρωχημένο, αφού οι ίδιοι οι σοσιαλδημοκράτες επικαλούνται τον αγωνιστικό χαρακτήρα της Πρωτομαγιάς (για λόγους, βέβαια, που δεν έχουν σχέση με τη χειραφέτηση των εργατών). Για την εποχή που γράφτηκε, όμως, ήταν πρωτότυπο και, όπως αποδείχθηκε αργότερα, αρκετά προφητικό.
Στο σοσιαλιστικό κόσμο, η Πρωτομαγιά θεωρείται ημέρα αργίας των εργαζομένων. Αυτό είναι μια λανθασμένη αντίληψη που έχει διαπεράσει έτσι τις ζωές των προλεταρίων, αφού σε πολλές χώρες η ημέρα αυτή γιορτάζεται πράγματι υπό αυτήν τη μορφή. Στην πραγματικότητα, η Πρωτομαγιά δεν είναι επ’ ουδενί αργία για τους...
Ιταλός καθηγητής Φιλοσοφίας, αντικληρικαλιστής και μάχιμος αναρχικός θεωρητικός και οργανωτής των αρχών του 20ου αιώνα, εθελοντής στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και θύμα των σταλινικών.
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε από μικροαστική οικογένεια στην βόρεια Ιταλία, στο Λόντι (Lodi) της Λομβαρδίας, υιός της διακεκριμένης εκπαιδευτικού Αναταλγκίζα Φότσι (Adalgisa Fochi, 1865 – 1957) και του δημοσίου υπαλλήλου Στέφανο Μπερνέρι (Stefano Berneri), παλαιού γκαριμπαλντινού «ερυθροχίτωνα» υιού με την σειρά του ενός μέλους της «Καρμποναρίας» και μετέπειτα οπαδού του Μαντσίνι. Ο μικρός Καμίλο, που πριν συμπληρώσει το πρώτο του έτος λίγο έλειψε να πεθάνει από ανεπαρκή διατροφή, έζησε επί 6 χρόνια στο Μιλάνο όπου είχαν εγκατασταθεί οι...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018