Εισαγωγή της μετάφρασης
Τον 19ο αιώνα σε αρκετά μέρη της Αυστραλίας υπήρξε έντονη παρουσία Κινέζων εργατών, οι οποίοι εργάζονταν σε διάφορες δουλειές, κατανάλωναν ελάχιστα, κάνοντας στην ουσία μια ασκητική ζωή, ενώ έστελναν αρκετά εμβάσματα στην Κίνα. Όλα αυτά θορύβησαν κύκλους Αυστραλοάγγλων εργατών, γεννώντας έτσι και ένα είδος ρατσισμού. Το τότε συνδικαλιστικό κίνημα συνηγορούσε ζητώντας από τις αποικιακές αρχές τη μείωση ή και την ολική απαγόρευση της έλευσης Κινέζων εργαζόμενων. Σε μερικές περιπτώσεις η αντικινεζική υστερία ξεπέρασε τα όρια και σημειώθηκαν επιθέσεις. Για παράδειγμα, στην περίφημη εξέγερση των χρυσοθήρων του Eureka, στη Βικτώρια του 1856, μερίδα των εξεγερμένων -στην πλειοψηφία τους Ευρωπαίων- επιτέθηκε σε Κινέζους εργάτες στα χρυσωρυχεία.
Στο κείμενο της «Honesty» γίνεται, επίσης, λόγος για Αυστραλασία. Αυτό γιατί οι πρώτοι εκείνοι αναρχικοί (όπως και αρκετές οργανώσεις της αριστεράς - και μέχρι τις μέρες μας) έβλεπαν την Αυστραλία ως μέρος της γενικότερης Ασίας, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία της εργατικής τάξης ήταν αγγλοσαξωνικής και ευρωπαϊκής καταγωγής. Με τον όρο αυτό ευελπιστούσαν στη συγκρότηση ενός ακηδεμόνευτου εργατικού και γενικότερα κοινωνικού επαναστατικού κινήματος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ασίας και της Ωκεανίας, που θα έθετε τις βάσεις για μια αντίστοιχη κοινωνία ισότητας.
Σε ένα άλλο σημείο γίνεται λόγος για τις αποικιακές αρχές. Αυτό γιατί η Αυστραλία δεν ήταν τότε ακόμα ομοσπονδία. Αποτελείτο από ξεχωριστές αποικίες (Νέα Νότια Ουαλία, Βικτώρια, Κουίνσλαντ κ.λπ.) που στην ουσία δεν συνδέονταν μεταξύ τους πολιτειακά και διοικητικά. Η Αυστραλιανή Κοινοπολιτεία, όπως την ξέρουμε σήμερα, συγκροτήθηκε από αυτές τις αποικίες, το 1901 στη Μελβούρνη, πρώτη πρωτεύουσά της.
Η «Honesty» κυκλοφόρησε από τον Απρίλιο του 1887 έως τον Νοέμβριο του 1888. Ήταν η πρώτη αναρχική εφημερίδα στην Αυστραλία και κυκλοφορούσε από την Melbourne Anarchist Club (Αναρχική Λέσχη Μελβούρνης). Στους βασικούς συντελεστές έκδοσής της περιλαμβάνονταν οι αδελφοί David και Will (αργότερα γνωστός ως ριζοσπάστης βιβλιοπώλης) Andrade, Ι.Α. Andrews και Chummy Fleming. Πηγή: Reason in Revolt. http://www.reasoninrevolt.net.au/
Το άρθρο
Η επίσκεψη των Κινέζων επιτρόπων στην Αυστραλία [Μάιο έως Σεπτέμβριο 1887] έχει προσφέρει μια νέα ευκαιρία σε όσους ασχολούνται με τα ζητήματα της εργασίας να επαναφέρουν στην επιφάνεια τις παλιές γνωστές αντι-κινεζικές τους κραυγές. Πάλι ακούμε τα ουρλιαχτά τους μαζί με τις φαύλες συνήθειές τους -σαν να τους έχουμε ποτίσει με όπιο-, τις επικλήσεις τους για μια «απλή» ζωή, καθώς και τη βιομηχανική τους επιτυχία. Είναι καιρός που οι εργάτες πρέπει να δουν αυτό το θέμα αυτό κατάματα και να το αντιμετωπίσουν με βάση μια ορθολογική προσέγγιση.
Οι Κινέζοι διώκονται εδώ και αρκετό καιρό. Όχι μόνο τους έχει επιβληθεί κεφαλικός φόρος και άλλα νομοθετικά εμπόδια που παρεμβάλλονται στο δρόμο της μετανάστευσής τους σε αυτές εδώ τις ακτές, αλλά εκτυλίσσεται και μια συνεχής προσπάθεια να οδηγηθούν έξω από κάθε εργασία, αν όχι και να διωχθούν από τις αποικίες συνολικά. Γίνονται συνεχώς συναντήσεις και διαμαρτυρίες στο Queensland ενάντια στην απασχόλησή τους, συνδικάτα στη Βικτώρια με διάφορες συναλλαγές προσπαθούν να διώξουν την «κίτρινη αγωνία» και παντού υπάρχουν ενδείξεις αποφασιστικής εχθρότητας απέναντί τους.
Εκφράζονται φόβοι ότι αντικαθιστούν τις ευρωπαϊκές φυλές και οι απόγονοι των «ευγενών Βρετανών», κινδυνολογώντας με τρόμο για τον μεγάλο τους αριθμό, αν...
Το 1918 o Frans Masereel δημιούργησε την πρώτη του “ιστορία δίχως λέξεις”. Ήταν το άλμπουμ “25 Εικόνες για το Πάθος ενός Ανθρώπου”, αποτελούμενο από εικοσιπέντε ξυλογραφίες. Αμέσως έτυχε μεγάλης αποδοχής και τα επόμενα δύο χρόνια ακολουθήθηκε από “Το Βιβλίο μου των Ωρών”,[1] “Ο Ήλιος”, “H Ιδέα” και το “Ιστορία Δίχως Λέξεις”. Αυτά τα βιβλία, καθώς και αυτά που ακολούθησαν κατά τη μακρά και παραγωγική του ζωή, επηρέασαν τρεις γενιές καλλιτεχνών, αν και η δουλειά του παραμένει σε κάποιο βαθμό άγνωστη σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Μόλις τώρα ο Masereel ανακαλύπτεται ξανά σαν ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες σχεδιαστές του 20ου αιώνα...
Μια μέρα σαν αυτές τις μέρες, το 1922 (21 Νοέμβρη), δολοφονήθηκε στη φυλακή από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες που έχει αναδείξει η ανθρωπότητα, ο αναρχικός Ricardo Flores Magon, από την Οαχάκα του Μεξικού.
Προτίμησε να πεθάνει στη φυλακή πριν μετανοήσει για την εξέγερση της οποίας “ηγήθηκε”:
“Στο υπουργείο Δικαιοσύνης μου ειπώθηκε από τον κ. Weinberger ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει υπέρ μου, αν δεν υποβάλω αίτηση συγχώρεσης. Αυτό σφραγίζει τη μοίρα μου, αυτό θα σας τυφλώσει. Θα σαπίσω και θα πεθάνω μέσα σ’ αυτούς τους φρικτούς τοίχους που με χωρίζουν από τον...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018