Βαγγέλης Χ. Κατσιγιάννης*
«...το καθαρό γαλάζιο τ’ ουρανού,
η παράξενη και σκοτεινή σιλουέτα των ευκαλύπτων λίγα βήματα πιο πέρα
και μετά οι κραυγές παράξενων πουλιών, κραυγές διαπεραστικές,
πουλιών στο χρώμα της φωτιάς που περνούσαν πετώντας σαν σκιές.
Μόνο αυτές οι φωνές και πού και πού η φωνή ενός βατράχου
έσπαγαν την απερίγραπτη σιωπή, την απόλυτη εδώ και χιλιάδες χρόνια,
της αυστραλιανής πεδιάδας με τους τροπικούς θάμνους».
Η πρόσφατη «καλύτερη Ολυμπιάδα που έγινε ποτέ» - φράση που ο πρόεδρος της Δ.Ο.Ε. και κάποτε υπουργός Αθλητισμού του Φράνκο, κ. Σάμαρανγκ, συνηθίζει να επαναλαμβάνει στο τέλος κάθε Ολυμπιάδας - έφερε για πολλοστή φορά στο προσκήνιο θέματα όπως την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού, την εξάρτηση των αθλητών από πάσης φύσεως ουσίες αύξησης της απόδοσης και την εξάρτηση των ίδιων των αγώνων από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Πέρα όμως και πίσω από όλα αυτά, οι ολυμπιακοί αγώνες του Σίδνεϊ αποτέλεσαν και μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να ακουστεί σε παγκόσμιο επίπεδο το ζήτημα των ιθαγενών της Αυστραλίας, ευκαιρία που όπως όλα δείχνουν μάλλον πήγε χαμένη - τουλάχιστον στην καλύτερη προοπτική της. Και αυτό το ζήτημα δεν είναι άλλο από τα πάμπολλα δεινά που υπέστησαν οι αυτόχθονες κάτοικοι της Αυστραλίας από τους λευκούς κατακτητές. Ακόμη και σήμερα, διακόσια χρόνια από την ημέρα που οι Βρετανοί πάτησαν το πόδι τους στη νέα ήπειρο, σφαγιάζοντας τους κατοίκους και κλέβοντας τη γη και τη ζωή τους, οι ιθαγενείς δεν έχουν δει καμιά δικαίωση στον αγώνα τους για αναγνώριση των δικαιωμάτων τους. Ακόμη και σήμερα, στη σύγχρονη «δημοκρατική» κοινωνία της Αυστραλίας, είναι νωπές οι μνήμες από τις σφαγές των ντόπιων πληθυσμών, το ξεπούλημα των εκτάσεων διαμονής των φυλών σε πάσης φύσεως εταιρίες και συμφέροντα, τους περιορισμούς μετακίνησης, τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, το παιδομάζωμα, την - στα όρια της σκλαβιάς - εκμετάλλευση, τις ποικιλόμορφες διακρίσεις και τις κατάφορες παραβιάσεις κάθε ανθρώπινου δικαιώματος αυτών που ακόμη και σήμερα κάποιοι δεν υπολογίζουν ούτε για ανθρώπους.
Πριν από την άφιξη των λευκών στην ήπειρο υπήρχαν περίπου 500 φυλές ιθαγενών - οι περισσότερες από τις οποίες έχουν σήμερα εξαφανιστεί - σε ισάριθμες περιοχές και με ισάριθμες γλώσσες ή γλωσσικά ιδιώματα. Από τη φυλετική οργάνωσή τους απουσίαζε οποιαδήποτε μορφή ιεράρχησης - πλην του σεβασμού προς τους γηραιότερους - ενώ δεν υπήρχαν ιερατεία ούτε κεντρικό σύστημα εξουσίας. Αποκλειστικά τροφοσυλλέκτες, οι ιθαγενείς της Αυστραλίας είχαν αναπτύξει μια πλούσια και πολύπλοκη σχέση με το ιδιότυπο φυσικό περιβάλλον τους και συντηρούνταν από το κυνήγι, το ψάρεμα στις ακτές της θάλασσας και στις όχθες των ποταμών καθώς και από τη συλλογή καρπών και φυτών. Αν και κάθε φυλή ζούσε κατ’ ανάγκη σε διαφορετική περιοχή - γεγονός που έχει να κάνει εκτός των άλλων με την έκταση της ηπείρου και με τις εδαφικές της ιδιαιτερότητες - δεν υπήρχε κτητική σχέση με τη γη. Αντίθετα, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν ή και το επέβαλλαν ακόμα, οι φυλές συνήθιζαν να προσκαλούν η μια την άλλη για κυνήγι ή συλλογή των καρπών, έτσι ώστε να υπάρχει σωστή διαχείριση των φυσικών πόρων.
Η Αυστραλέζα συγγραφέας παιδικών βιβλίων Τζόζεφιν Λούκασεν γράφει στο «Η Μέρα που Σκοτείνιασε ο Ήλιος»: «Πολύ, πολύ παλιά, στη γη του ονειροχρόνου υπήρχε μια όμορφη χώρα που ονομαζόταν Αλάρου. Στη χώρα αυτή κατοικούσε μια φυλή Αβοριγίνων που ονομάζονταν Νοουένα. Είχαν αφθονία τροφής, δικό τους τρόπο ζωής και ζούσαν ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι. Έζησαν πολλά φεγγάρια σε ειρηνική αρμονία με τη γη. Μετά, καθώς πέρασε ο καιρός, μια παράξενη ταραγμένη εποχή έφτασε στον τόπο. Η αρμονία με τη φύση διαταράχθηκε και κακά πνεύματα περπάτησαν τη γη, προκαλώντας κακά και δυστυχία».
Όταν οι Βρετανοί έποικοι έφτασαν στο μακρινό παράδεισο της αυστραλιανής ηπείρου, έφεραν μαζί τους όλα τα χαρακτηριστικά που αποτελούν ίδιον της κατακτητικής και εκμεταλλευτικής φύσης τους. Οι Αβοριγίνες που, απομονωμένοι από τον υπόλοιπο «πολιτισμένο κόσμο» πλην ίσως κάποιων περιορισμένων εμπορικών επαφών με τους κατοίκους των γύρω νησιωτικών συμπλεγμάτων δεν είχαν ξαναδεί λευκό άνθρωπο, πέρασαν τους λευκούς άνδρες για τα πνεύματα των νεκρών προγόνων τους.
Ακόμα και όταν συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο και προσπάθησαν να αντισταθούν στους κατακτητές, η δυσχερής θέση τους απέναντι στη δολοφονική τεχνολογία των λευκών δεν τους πρόσφερε και πολλά περιθώρια ουσιαστικής αντίδρασης.
Η αντίσταση των ιθαγενών υπήρξε λυσσαλέα και διήρκεσε περίπου πενήντα χρόνια, δεν ήταν όμως αρκετή για να σταματήσει την επέλαση των διψασμένων για πλούτη Βρετανών. Διαβάζουμε σε φύλλο της «Cooktown Courier» από την εποχή του εποικισμού: «Ο αγώνας (των ιθαγενών) έχει υπάρξει πείσμων και λυσσώδης. Αν και ένα ασυνήθιστα μεγάλο και ακριβό σώμα αστυνομίας ασχολείται επί χρόνια τώρα με τον αφανισμό των Αβοριγίνων και λίγοι λευκοί χάνουν την ευκαιρία να πυροβολήσουν οποιονδήποτε Αβορίγινα συναντήσουν μπροστά τους, η δύναμη των φυλών δεν έχει σπάσει. Αναμφίβολα τα νούμερα (των ιθαγενών) έχουν φθίνει πολύ, αλλά δεν έχουν δειλιάσει... Προφανώς, η εγκατάσταση (των λευκών) πρέπει να καθυστερήσει έως ότου ολοκληρωθεί το έργο του αφανισμού - προοπτική που δεν διαφαίνεται σήμερα, εκτός κι αν υιοθετηθούν περισσότερο λογικές και ανθρώπινες μέθοδοι αντιμετώπισης των μαύρων...».
Έχοντας πλήρη συναίσθηση της πολιτισμικής τους διαφορετικότητας αλλά και της τεχνολογικής τους ανωτερότητας, οι λευκοί ονόμασαν τους «κακομούτσουνους» αυτούς «άγριους» Aborigines (Αβοριγίνες) από το ab origins, που σημαίνει «από τις πηγές», δηλώνοντας έτσι την οπτική (για τα λευκά μάτια) συγγένειά τους με τον πρωτόγονο άνθρωπο. Φυσικά, η λέξη δεν παραπέμπει σε αναγνώριση της παλαιότητας της κυριαρχίας των ιθαγενών πάνω στη γη της Αυστραλίας, αλλά στο γεγονός της ταύτισης της μορφής τους με μια δεδομένη - για τα μυαλά των λευκών κατακτητών · βιολογική κατωτερότητα.
Αυτή ακριβώς η λευκή πίστη στη μαύρη κατωτερότητα ήταν που δικαιολόγησε την ανελέητη σφαγή των ιθαγενών, πρώτα από τους κρατούμενους και τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους των πρώτων βρετανικών σωφρονιστικών αποικιών και έπειτα από τους πρώτους ελεύθερους αποίκους. Διαβάζουμε στην έκδοση των εναλλακτικών εκδόσεων Νότιος Άνεμος, «Aboriginal. Η λευκή Αυστραλία έχει μια μαύρη ιστορία»: «Συνεχής και σφοδρός ήταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους ελεύθερους αποίκους και τους κατάδικους, σε ένα σημείο όμως ήσαν απόλυτα σύμφωνοι και συνεργάσιμοι: στην εξόντωση τον αυτοχθόνων. («Όπως λέει και ο Σαρτρ, όταν οι λευκοί συζητούν μεταξύ τους χωρίς να γνωρίζονται, τότε ένας μαύρος πρόκειται να πεθάνει...). Ο γηγενής μαύρος πληθυσμός της «νέας» ηπείρου υπολογίζεται ότι έφθανε τότε τις 300.000 με 500.000 άτομα, τα οποία όμως θεωρήθηκαν μειωμένης, αν όχι ανύπαρκτης ανθρώπινης υπόστασης (αποκαλούμενοι «χιμπατζήδες χωρίς ουρά»!), χωρίς οποιοδήποτε δικαίωμα πάνω στη ζωή και τη γη τους. Στην πρώτη φάση του αποικισμού της Αυστραλίας, με αποστολές καταδίκων και άλλων ανεπιθύμητων στην Αγγλία κοινωνικών ομάδων (όπως φτωχών των πόλεων, ακτημόνων αγροτών και πολιτικών αντιφρονούντων), οι ευάριθμοι άποικοι εγκαταστάθηκαν στα Ν.Α. παράλια και αρκέστηκαν στη βίαιη απώθηση των Αβορίγινων από τις παραθαλάσσιες περιοχές προς την ενδοχώρα. Σύντομα όμως, στη δεύτερη φάση του αποικισμού (μέχρι τα τέλη του 19ου αι.), καθώς παράλληλα με τον αριθμό των αποίκων πολλαπλασιάζονταν η βουλιμία και οι απαιτήσεις τους, την απώθηση ακολούθησε ή μαζική εξόντωση, που συχνά πήρε το χαρακτήρα ενός φρικαλέου αιματηρού σπορ, ενός σαφάρι με ανθρώπινα θηράματα».
Οι «επιστημονικές» αιτιολογήσεις ης γενοκτονίας
Αν και η πραγματική ιστορία της κατάκτησης της Αυστραλίας δεν έχει ακόμα γραφτεί, τα ιστορικά στοιχεία, που αυξάνονται ραγδαία τα τελευταία χρόνια, είναι αρκετά αποκαλυπτικά για τον τρόπο με τον οποίο πλήρωσαν οι ιθαγενείς τη λευκή απληστία. Οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι για κάθε μονάδα εκτροφής προβάτων τουλάχιστον πενήντα ιθαγενείς έχασαν τη ζωή τους με φρικτό τρόπο. Οι ιδιοκτήτες τους, συχνά γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών από την Αγγλία, οργάνωναν «κυνήγι ιθαγενών», κρεμώντας μετά τα κεφάλια των θυμάτων στις εισόδους των αγροκτημάτων.
Η ιθαγενούς καταγωγής αυστραλέζα συγγραφέας Jani Roberts εξηγεί πώς ο νέο-δαρβινισμός δικαιολόγησε την κλοπή γης από τους ιθαγενείς και τη σφαγή τους από τους λευκούς κατακτητές: «Οι θεωρίες που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τον Αδόλφο Χίτλερ για να δικαιολογήσουν τη δολοφονία των Εβραίων και των Τσιγγάνων στην Ευρώπη χρησιμοποιήθηκαν πρώτα στην Αυστραλία για να δικαιολογήσουν τη σφαγή των Αβοριγίνων και την κλοπή της γης τους... Το 1870, ο Max Muller παρουσίασε στην Anthropological Review του Λονδίνου τον περίφημο πίνακα βιολογικής διαβάθμισης των ανθρώπινων φυλών, χωρίζοντάς τις σε επτά κατηγορίες, με άρχουσα την κατηγορία της Άριας φυλής και με τους Αβοριγίνες στην κατώτερη κατηγορία. Ο οπαδός της θεωρίας της εξέλιξης, Η.Κ.Rusden, εξηγούσε ευθαρσώς το 1876: «Η επιβίωση του πλέον προσαρμόσιμου σημαίνει ότι ο δυνατός είναι σωστός (might is right). Ως εκ τούτου, επικαλούμεθα και εκπληρώνουμε αμείλικτα τον αδυσώπητο νόμο της φυσικής επιλογής όταν εξολοθρεύουμε τις κατώτερες ράτσες των Αυστραλών και των Μαορί, και οικειοποιούμεθα ψυχρώς την κληρονομιά τους».
Έτσι ψυχρά και αμείλικτα οι λευκοί ικανοποίησαν κάθε ανάγκη τους, σφαγιάζοντας σε κάθε ευκαιρία όσους περισσότερους «άγριους» μπορούσαν. Οι ευκαιρίες πολλές: Η ανάγκη για ιδιοκατοίκηση από την εποχή του πρώτου κιόλας εποικισμού, η δημιουργία μεγάλων κτηνοτροφικών μονάδων από το πρώτο μισό του 19ου οι. (η εξαγωγή κρέατος και μαλλιού στη «μητέρα» Αγγλία αποτέλεσε την κύρια πηγή πλούτου της χώρας την εποχή εκείνη), ή νομιμοποίηση των καταπατήσεων γης, πού οδήγησε στο σχηματισμό τεράστιων γαιοκτησιών, οι οποίες αποτέλεσαν και την οικονομική βάση για την ανάδειξη των «σκουότερς» ως άρχουσας κοινωνικής τάξης στην Αυστραλία, γνωστής με το όνομα «η αριστοκρατία της γης», η ραγδαία ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας μετά την ανακάλυψη κοιτασμάτων χρυσού το 1851 και η ακολουθούμενη γενικότερη κοινωνικό - οικονομική ανάπτυξη, με τη ραγδαία αύξηση των εποίκων και την τρομακτική συρρίκνωση των γηγενών.
Από την γενοκτονία στην αφομοίωση
Όταν πλέον ο αριθμός των ιθαγενών είχε συρρικνωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αποτελεί πια κίνδυνο για τους λευκούς και τα σχέδια τους, τις σφαγές αντικατέστησαν οι οργανωμένες προσπάθειες αφομοίωσης. Διαβάζουμε στο «Aborigines. Η λευκή Αυστραλία έχει μια μαύρη ιστορία»: «...όταν οι άποικοι έπαψαν πια να εξοντώνουν ως υπάνθρωπους τους εναπομείναντες Αβοριγίνες, οι επιχειρήσεις του κράτους και των ιεραποστόλων για να τους «διασώσουν» από τον αφανισμό και να τους αφομοιώσουν στη δυτική κοινωνία προκάλεσαν επίσης δραματικά αποτελέσματα. Την εποχή της αιματηρής γενοκτονίας ακολούθησε ή εποχή της πολιτισμικής εθνοκτονίας, πού για τους μαύρους σήμαινε την παραχώρηση του δικαιώματος να επιζήσουν με τίμημα να πάψουν να είναι ο εαυτός τους και να γίνουν αυτό που οι άποικοι ζητούσαν από αυτούς. Επρόκειτο δηλαδή για την «τελική λύση», τη συστηματική καταστροφή ενός αυθεντικού και μοναδικού πολιτισμού. Μια επιχείρηση τόσο ολέθρια για τους Αβοριγίνες, όπως και η φυσική εξόντωση τους, το 19ο αιώνα. Περιορίζοντας τους σε ειδικές οριοθετημένες ζώνες, εμπνευσμένες από τις ινδιάνικες ρεζέρβες (καταυλισμούς) που επέβαλαν οι Η.Π.Α. στους αυτόχθονες της Βορείου Αμερικής, ιεραπόστολοι και κρατικοί υπάλληλοι ανέλαβαν να ξεριζώσουν τους Αβοριγίνες από τη γη, τις παραδόσεις, τις οικογένειες και τις φυλές τους, για να τους επιβάλουν το χριστιανισμό, τις αξίες και τον τρόπο ζωής των αποίκων. Σε αυτήν τη φάση οι Αβοριγίνες δεν δολοφονούνταν πλέον μαζικά, αλλά, προκειμένου να εξαπλωθούν στα εδάφη τους οι εξορυκτικές, οι κτηνοτροφικές και οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις, εκτοπίζονταν και μετακινούνταν διαρκώς από περιοχή σε περιοχή, έτσι ώστε διαλυόταν η όποια δυνατότητα αυτενέργειας, η αίσθηση συλλογικής ταυτότητας και κοινωνικής συνοχής».
Το τελειωτικό χτύπημα στην κοινωνική συνοχή των ιθαγενών θα δοθεί με τον πλέον φρικιαστικό τρόπο, αυτόν του παιδομαζώματος. Ήδη από το 1861, με την ψήφιση της Νομοθετικής Πράξης Αναμόρφωσης, κάθε παιδί ιθαγενούς μητέρας θεωρείται εγκαταλελειμμένο και ως εκ τούτου μπορεί να σταλεί στο αναμορφωτήριο ή σε κάποιο από τα βιομηχανικά σχολεία. Είναι όμως στις αρχές του 20ού αιώνα, το 1910, που έχουμε την έναρξη του οργανωμένου παιδομαζώματος, η οποία θα συνεχιστεί μέχρι το 1970. Τα παιδιά των ιθαγενών αποσπώνται βίαια από τις οικογένειες τους. Τα «σκουρόχρωμα» θα καταλήξουν σε διαφόρων ειδών ιδρύματα, τα «ανοιχτόχρωμα» σε ορφανοτροφεία ή θα δοθούν για υιοθεσία σε άτεκνες οικογένειες λευκών.
«Το δράμα της κλεμμένης γενιάς», γράφει η Michee Decoust στη «Le Monde Diplomatique», «δεν αποκαλύφθηκε παρά μόνο στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Τότε η κυβέρνηση των Εργατικών του Πολ Κίτινγκ ξεκινάει μια μεγάλη έρευνα με τίτλο που δεν αφήνει αμφιβολία, «Bringing Them Home» («Να τους φέρουμε στο σπίτι»), η οποία αρχίζει το 1994 με τη Διάσκεψη «Going Home» («Επιστρέφοντας στο σπίτι»), που συγκεντρώνει στο Ντάργουιν εξακόσιους Αβοριγίνες, οι οποίοι είχαν αποσπαστεί από τις οικογένειες τους. Τον Απρίλιο του 1997 η έκθεση δημοσιεύεται, αναγνωρίζοντας ότι από το 1885 μέχρι το 1967 το 30% ως 50% των Αβορίγινων παιδιών - δηλαδή 70.000 έως 100.000 παιδιά - αποσπάστηκαν από τις μητέρες τους και τοποθετήθηκαν σε ιδρύματα... Ωστόσο, παρά το βαρύ κατηγορητήριο, το κύριο αίτημα των Αβοριγίνων είναι η επίσημη απαίτηση για μια συγνώμη που να αποκαθιστά την ιστορία του λαού τους, να αναγνωρίζει την ταυτότητά τους, να τους ξαναδίνει την αξιοπρέπειά τους.
Όμως το 1996 ο Πολ Κίτινγκ, που ήταν πολύ προοδευτικός για τη χώρα του, αντικαθίσταται από τον Τζον Χάουαρντ και από μια πολύ συντηρητική κυβέρνηση, που στηρίζεται στα αγροτικά στρώματα, σε συντηρητικούς κάθε είδους, σε μια εφησυχασμένη μεσαία τάξη. Δεν τίθεται πια ζήτημα συγνώμης ούτε διορισμού ενός ειδικού δικαστηρίου που θα είναι υπεύθυνο για τις επανορθώσεις. Όσον αφορά τα ποσά που έχουν ήδη χορηγηθεί, τα δύο τρίτα από αυτά επιστρέφουν στις τσέπες γραφειοκρατών και λευκών δικηγόρων που διεξάγουν δίκες ατελείωτες και... άκαρπες.
Η αφύπνιση των ιθαγενών
Το 1970, την ίδια εποχή που σταματά η νόμιμη αρπαγή των παιδιών των ιθαγενών από το κράτος και μόλις τρία χρόνια από την - κατόπιν δημοψηφίσματος - παραχώρηση της αυστραλιανής υπηκοότητας στους ιθαγενείς (1967), κάποια πράγματα δείχνουν να αλλάζουν στη χώρα: Η συμμετοχή της Αυστραλίας στον πόλεμο του Βιετνάμ γεννά ένα αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα που, επηρεασμένο από το απελευθερωτικά κινήματα των έγχρωμων λαών στον αποκαλούμενο «Τρίτο Κόσμο», αρνείται τα ρατσιστικά ιδεολογήματα της «Λευκής Αυστραλίας» και συμβάλλει ουσιαστικά στην αφύπνιση και την αυτο-οργάνωση των ιθαγενών.
Στις οργανωμένες πλέον διεκδικήσεις των ιθαγενών πρωταγωνιστεί η γη. Η «Γη του Κανενός», που οι άποικοι οικειοποιήθηκαν λες και πάτησαν το πόδι τους σε μια ερημική ήπειρο χωρίς κατοίκους. Το 1972 ο πρωθυπουργός των Εργατικών Γκαφ Ουίτλαμ, εγκαινιάζει τη θητεία του με μια συμβολική κίνηση: Παραδίδει σε έναν από τους ηγέτες των ιθαγενών της - πλέον απομακρυσμένης από τις μεγάλες πόλεις των λευκών - περιοχής της Βόρειας Επαρχίας μια χούφτα κοκκινόχωμα λέγοντας: Εμείς όλοι, οι Αυστραλοί, μειώνουμε τους εαυτούς μας όταν αρνούμαστε στους Αβοριγίνες τη δίκαιη θέση τους σε αυτό το έθνος», επιστρέφοντάς τους με τον τρόπο αυτό μέχρι και τα δύο τρίτα της κλεμμένης γης.
Διαβάζουμε στο «Aboriginal, Η λευκή Αυστραλία έχει μια μαύρη ιστορία’: «...από τα γενικότερα σημαινόμενα της ύπαρξης των Αβοριγίνων για τη λευκή αυστραλιανή κοινωνία, το αμεσότερο και επιτακτικότερο ζήτημα που αναδεικνύουν οι διεκδικήσεις τους είναι αυτό που ο μαύρος επαναστάτης Μάλκολμ Χ θεωρούσε το καθαυτό ριζοσπαστικό αίτημα των αποικιοκρατούμενων κοινοτήτων: τη γη.
Και η γη είναι ένα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας στην Αυστραλία, παρότι πρόκειται για μια αχανή και αραιοκατοικημένη χώρα. Και αυτό διότι μεγάλες εκτάσεις που θα μπορούσαν να είναι και αδιάφορες ως ημιερημικές ή πολύ απομακρυσμένες από τις πόλεις, κρύβουν για τους καπιταλιστές πλούσια κοιτάσματα ορυκτών υλών (όπως πετρέλαιο, χρυσό, ουράνιο) και εντάσσονται στα μακρόπνοα, μεγαλεπήβολα και πολυδάπανα εξορυκτικά σχέδια των πολυεθνικών. Άλλωστε, η εξορυκτική βιομηχανία είναι η πλέον αναπτυσσόμενη και η κυριότερη εξαγωγική δραστηριότητα της αυστραλιανής οικονομίας και ο τομέας που προσελκύει γιγαντιαίες επενδύσεις από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τη Δυτ. Ευρώπη. Έτσι, λοιπόν, οι ιστορικές διεκδικήσεις των Αβοριγίνων μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, παρά τους μικρούς αριθμούς τους που απέμειναν ως περιορισμένοι θύλακες μέσα στην πλημμυρίδα των Ευρωπαίων αποίκων, ουσιαστικά έρχονται σε αντιπαράθεση με όλο το πολιτικοοικονομικό και κοινωνικό οικοδόμημα που κληροδότησε στην Αυστραλία η αποικιοκρατία δύο αιώνων».
Οι ιθαγενείς της Βόρειας Επαρχίας οργανώνουν κατά τόπους συμβούλια γης, που αναλαμβάνουν τη διαχείριση των εκτάσεων, ξεκινώντας νέες – και φυσικά σκληρές γι’ αυτούς - διαπραγματεύσεις με τις μεταλλευτικές εταιρείες για τα δικαιώματα εκμετάλλευσης και εξόρυξης. Φυσικά, το συντριπτικό μέρος των εκτάσεων δεν έχει επιστραφεί ακόμα και πολλές φυλές ιθαγενών στην υπόλοιπη χώρα ξεκινούν δικαστικούς αγώνες μακρόχρονους και δύσκολους, που συνεχίζουν ακόμα και σήμερα. Ακούγεται τρελό σε εμάς τους δυτικούς, αλλά οι ομαδικές διεκδικήσεις γης από τους ιθαγενείς της Αυστραλίας που φτάνουν στα δικαστήρια των λευκών δεν βασίζονται στη λογική της ιδιοκτησίας. Ο Silas Roberts, πρώτος πρόεδρος του Συμβουλίου των Βορείων Περιοχών (Northern Land Council), εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τη γη οι ιθαγενείς της Αυστραλίας: «Οι Αβοριγίνες έχουν μια ειδική σύνδεση με οτιδήποτε φυσικό, θεωρούν τους εαυτούς τους κομμάτι της φύσης. Βλέπουμε τα φυσικά πράγματα ως δικό μας κομμάτι. Όλα τα πράγματα που βλέπουμε στη γη είναι εν μέρει ανθρώπινα. Όλα αυτά τα μαθαίνουμε μέσα από την ιδέα των ονείρων. Με το όνειρο εννοούμε την πίστη μας ότι πολύ παλιά αυτά τα πλάσματα ξεκίνησαν την ανθρώπινη κοινωνία. Έφτιαξαν όλα τα φυσικά πράγματα και τα τοποθέτησαν στη θέση τους. Αυτά τα πλάσματα των ονείρων ήταν συνδεδεμένα με ειδικά μέρη και ειδικούς δρόμους ή μονοπάτια. Σε πολλές περιπτώσεις τα πλάσματα αυτά μεταμορφώθηκαν σε περιοχές στις οποίες το πνεύμα τους ζει ακόμα. Οι άνθρωποι μου το πιστεύουν αυτό και το πιστεύω κι εγώ. Οτιδήποτε πει οποιοσδήποτε δεν μπορεί να αλλάξει αυτή την πίστη μου. Αυτή είναι η ιστορία μου και η ιστορία κάθε αληθινού Αβορίγινα... Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή είναι πραγματικά κομμάτι της και αν η περιοχή αυτή καταστραφεί θα καταστραφούν κι αυτοί. Στα ταξίδια μου στην αυστραλιανή ενδοχώρα γνώρισα πολλούς Αβοριγίνες από άλλες περιοχές που έχουν χάσει την κουλτούρα τους. Σε όλες τις περιπτώσεις είχαν χάσει τη γη τους και χάνοντας τη γη τους έχουν χάσει ένα κομμάτι από τους εαυτούς τους». Φυσικά, στα αυστραλιανά δικαστήρια όλα αυτά ακούγονται ως γραφικά ιστορήματα χωρίς καμιά νομική ισχύ παρά με ένα κάποιο λαογραφικό ενδιαφέρον.
Κι όμως, το 1992 το ανώτατο δικαστήριο της χώρας θα εκδώσει μια απόφαση που κάνει πάταγο, τη Mabo Act, ή οποία επιστρέφει στον Έντι Μάμπο, ένα νησιώτη του στενού του Τόρες, τη γη των προγόνων του, αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά το «Native Title» - το δικαίωμα της φυλής στην ιδιοκτησία των προγονικών εδαφών. Η απόφαση, που ουσιαστικά ακυρώνει δύο αιώνες βρετανικής νομολογίας, θα δεχτεί έντονες αντιδράσεις, καθώς μια τυχόν γενίκευση της και σε άλλες περιπτώσεις ιθαγενών θα μπορούσε να πλήξει ανεπανόρθωτα τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Γι’ αυτόν το λόγο, ο πρωθυπουργός Πολ Κίτινγκ θα προτείνει στους αυτόχθονες ένα δρόμο συμβιβασμού, προσφέροντάς τους κάποιες πενιχρές αποζημιώσεις για τα εδαφικά τους δικαιώματα στη γη που χρησιμοποιείται από τις εξορυκτικές επιχειρήσεις, καθώς και μια απροσδιόριστη ‘δέσμη μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης»...
Φυσικά, παρά τα όποια μέτρα εξαγγέλλονται μέχρι σήμερα, τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Η προσδοκία ζωής ενός ιθαγενή είναι είκοσι χρόνια μικρότερη από την αντίστοιχη ενός λευκού, η παιδική θνησιμότητα τέσσερις φορές μεγαλύτερη, το ποσοστό ανεργίας τρεις φορές υψηλότερο, το μέσο εισόδημα λιγότερο από το μισό, το ποσοστό φυλακίσεων και αυτοκτονιών πέντε φορές μεγαλύτερο... χωρίς να υπολογίζουμε την αργή αυτοκτονία ενός ολόκληρου λαού με αλκοόλ και της νεολαίας με το petrol snuffing (εισπνοή αναθυμιάσεων βενζίνης). Οι λίγοι εναπομείναντες ιθαγενείς έχουν ουσιαστικά δυο επιλογές: ή θα αφανιστούν ή θα αφομοιωθούν. Όσο για κάποιες «μικρές ομάδες εξτρεμιστών» - όπως τις αποκαλούν κυβερνητικοί παράγοντες - που με την ευκαιρία της λήξης της Ολυμπιάδας ζήτησαν την αποχώρηση όλων των Βρετανών από τη χώρα, η απάντηση της κυβέρνησης ήταν σε επίπεδο ουσίας απλή: ή απόλυτη σιωπή.
Σύντομο χρονολόγιο
1606: Ολλανδός θαλασσοπόρος Βίλελμ Γιάντς φτάνει στη σημερινή Αυστραλία και την ονομάζει Νέα Ολλανδία.
1642-44: Ο Άμπελ Τάσμαν φτάνει στις νότιες ακτές της σημερινής Τασμανίας, την οποία βαφτίζει Γη Βαν Ντάμιεν.
1768-1779: Το συνεχή ταξίδια Βρετανών θαλασσοπόρων, με πρώτο τον Τζέιμς Κουκ, οριστικοποιούν την εικόνα μιας ξεχωριστής ηπείρου, που θα ονομαστεί Αυστραλία.
1788: Η Μεγάλη Βρετανία – που από την αμερικανική επανάσταση του 1776 έχει χάσει τις αποικίες της Νέας Αγγλίας - ξεκινάει συνεχόμενες αποστολές καταδίκων, δημιουργώντας, μια τεράστια σωφρονιστική αποικία. Στις 26 Ιανουαρίου του ίδιου έτους εγκαθίσταται στο Τζάκσον Μπει του σημερινού Σίδνεϊ ο πρώτος κυβερνήτης, σερ Άρθουρ Φίλιπ. Αντίσταση των ιθαγενών.
1783: Πρώτη εγκατάσταση ελεύθερων μεταναστών (Βρετανών και Ιρλανδών). Ιδρύεται η πρώτη επίσημη Αποικία της Νέας Νοτίου Ουαλίας.
1799: Ενδυνάμωση της αντίστασης των ιθαγενών με επεισόδια στην Παραμάτα και το Χόκσμπουρι.
1804: Δύο χρόνια μετά την κατάληψη της Γης Βαν Ντάμιεν από τους Βρετανούς, οι εκεί άποικοι εξουσιοδοτούνται να σκοτώνουν ιθαγενείς.
1820-1850: Εποχή Σκουότερς (καταληψιών γης). Αρπαγή τεράστιων εκτάσεων γης και μετατροπή τους σε βοσκοτόπια με την παράλληλη βίαιη προώθηση των ιθαγενών στο εσωτερικό της Αυστραλίας. «Αριστοκρατία της γης».
1824: Οι συγκρούσεις των λευκών με τους ιθαγενείς στην περιοχή του Μπάθαρστ απειλούν την εγκατάσταση των λευκών. Κήρυξη στρατιωτικού νόμου.
1837: Επιτροπή βουλευτών στην Αγγλία κάνει λόγο για «γενοκτονία στους αντίποδες».
1840: Σταματάει οριστικά η μεταφορά κατάδικων από την Αγγλία
1851: Ανακάλυψη χρυσού στην Αυστραλία. «Εποχή των χρυσοθήρων». Ραγδαία αύξηση της μετανάστευσης (αύξηση. του λευκού πληθυσμού από τις 300.000 στο 1.000.000), του εμπορίου, των συγκοινωνιών και της εξορυκτικής βιομηχανίας. Ανάδειξη της «αριστοκρατίας του χρήματος».
1865: Νομοθετική πράξη αναμόρφωσης: Κάθε παιδί ιθαγενούς μητέρας θεωρείται εγκαταλελειμμένο και ως εκ τούτου μπορεί να σταλεί στο αναμορφωτήριο ή σε «βιομηχανικό σχολείο»...
1888: Πρώτη εμφάνιση του όρου «πολιτική για μια λευκή Αυστραλία».
1897: Η Νομοθετική πράξη για την προστασία των Αβοριγίνων και την απαγόρευση πώλησης οπίου, που προβλέπει τη δυνατότητα ουσιαστικής ανάληψης της κηδεμονίας νεαρών Αβοριγίνων από κρατικούς υπαλλήλους, συντελεί στη διάλυση του τελευταίου πυρήνα αντίστασης των ιθαγενών, αυτού της οικογένειας.
1901: Ένωση των βρετανικών αποικιών της Αυστραλίας
(Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας).
1910: Έναρξη του οργανωμένου παιδομαζώματος: Τα παιδιά των ιθαγενών αποσπώνται βίαια οπό τις οικογένειες τους. Τα «σκουρόχρωμα» θα καταλήξουν σε διαφόρων ειδών ιδρύματα, τα «ανοιχτόχρωμα» σε ορφανοτροφεία ή θα δοθούν για υιοθεσία σε άτεκνες οικογένειες λευκών.
1914: Ενώ ο αριθμός των εποίκων φτάνει πια τα 5.000.000, ο αριθμός
των εναπομεινάντων ιθαγενών υπολογίζεται σε μόλις 40 με 50.000 άτομα.
26.1.38: Το Συνέδριο Αυστραλών Αβοριγίνων στο Σίδνεϊ εγκαινιάζει ένα μακρύ κύκλο αντιδράσεων των ιθαγενών απέναντι στην ανισότητα και την αδικία.
1938: Στα πλαίσια του εορτασμού των 150 χρόνων από την ίδρυση της Νέας Νότιας Ουαλίας, οι αρχές χρησιμοποιούν με τη βία τους εναπομείναντες ιθαγενείς της περιοχής για τις ανάγκες της αναπαράστασης των .σφαγών που ακολούθησαν την εισβολή των λευκών.
1939: Η νομοθετική πράξη για τη διατήρηση και προστασία των Αβοριγίνων ορίζει ως νόμιμο κηδεμόνα κάθε ιθαγενούς που δεν έχει συμπληρώσει το 21ο έτος ηλικίας το διευθυντή της ρεζέρβας διαμονής
1957: Πρώτος εορτασμός της Εθνικής Ημέρας των Αβοριγίνων.
1961: Ιδρύεται στην Καμπέρα Αυστραλέζικο Ινστιτούτο Σπουδών για τους Αβοριγίνες.
1962: Με τροποποίηση του κοινοπολιτειακού εκλογικού νόμου δίνεται για πρώτη φορά δικαίωμα ψήφου στους ελάχιστους εναπομείναντες – πλέον – ιθαγενείς.
1965: Με τη Νομοθετική Πράξη Υποθέσεων των Αβοριγίνων και των Κατοίκων των Νησιών Τόρες Στρέιτ οι διευθυντές των ρεζερβών χάνουν το δικαίωμα της κηδεμονίας πάνω στα ανήλικα μέλη των ιθαγενών, διατηρούν όμως το δικαίωμα της μετακίνησής τους κατά βούληση.
Γύρος της Ελευθερίας: Μεγαλειώδης διαδήλωση στις δυτικές περιοχές της Νέας Νότιας Ουαλίας ενάντια σης διακρίσεις και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των ιθαγενών.
Ιούλης 1965 – Αύγουστος 1966: Επιτροπή διαιτησίας θεσπίζει ίσους μισθούς για τους ιθαγενείς που εργάζονται στην κτηνοτροφία Οι βιομηχανίες αντιδρούν άμεσα με μαζικές απολύσεις ιθαγενών αλλά και με την εκδίωξή τους από τους παραδοσιακούς τους χώρους διαμονής.
1971: Στην Αδελαΐδα ο Χάρολντ Τόμας σχεδιάζει τη σημαία των Αβοριγίνων. Τον επόμενο χρόνο η σημαία θα φτύσει στην πρεσβεία των Αβοριγίνων στην Καμπέρα, όπου και θα μετατραπεί σε σύμβολο ενότητας για όλους τους ιθαγενείς της ηπειρωτικής χώρας.
1975: Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, της Αυστραλίας ψηφίζει νόμο για την άρση των φυλετικών διακρίσεων.
1976: Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας ψηφίζει νόμο που αναγνωρίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα 11.000 ιθαγενών.
1988: Κατά τη διάρκεια των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την εισβολή των λευκών, δεκάδες χιλιάδες ιθαγενείς από την ηπειρωτική χώρα αλλά και από τα νησιά Τόρες Στρέιτ μαζί με λευκούς υποστηρικτές των αιτημάτων τους πραγματοποιούν μεγαλειώδη πορεία στους δρόμους του Σίδνεϊ, γιορτάζοντας την επιβίωσή τους. 1994: Η διάσκεψη για την επιστροφή στους δικούς τους, ιθαγενών που έχουν απαχθεί οπό τους λευκούς σε νεαρή ηλικία, συγκεντρώνει στο Ντάργουιν εξακόσιους, Αβοριγίνες-θύματα του παιδομαζώματος.
1997: Δημοσίευση της έκθεσης «Bringing Them Home».
* Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 15, Δεκέμβρης 2000, του περιοδικού «Δρόμοι Πολιτικής και Κοινωνικής Κριτικής».