Της Ελένης Καρασαββίδου*
Το φθινόπωρο του 1906 εξελίχθηκε στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών μια από τις σημαντικότερες «ξεχασμένες» δίκες της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
Δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν, με τη Συνθήκη του Βερολίνου, η Θεσσαλία, μαζί με την Αρτα, είχαν προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος και στο προσκήνιο της ελληνικής πολιτικής ζωής ερχόταν ό,τι εκπροσωπούσαν οι 584 οικογένειες στις οποίες ανήκε περισσότερη από τη μισή καλλιεργήσιμή τους γη.
Τα τσιφλίκια αυτά, προστιθέμενα στα τσιφλίκια που υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της τότε ελληνικής επικράτειας, συγκροτούσαν μια τάξη που εκπροσωπούνταν στη Βουλή και κατάφερνε να μπλοκάρει κάθε προσπάθεια για απαλλοτρίωση και διανομή της γης στους φτωχούς ακτήμονες που ζούσαν ουσιαστικά σε καθεστώς δουλοπαροικίας.
Ομως το φθινόπωρο του 1906 η «αγροτική ιδέα» είχε προσωποποιηθεί στον αγώνα ενός ανθρώπου που ήδη, με τη συμμετοχή του στην Κρητική Επανάσταση του 1897, την κοινωνική και εκδοτική του δραστηριότητα στην Κεφαλονιά και τον περίφημο λόγο του από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μυκήναι» στο μεγάλο συλλαλητήριο μετά την ήττα στη Μελούνα -ήττα που ανέδειξε τον χείριστο ρόλο της μοναρχίας αλλά και των μεγάλων δυνάμεων-, είχε δείξει την έντονη κοινωνική και βαθιά ηθική του στάση: του Μαρίνου Αντύπα.
Διαβασμένο και ευαίσθητο παιδί της τάξης του, ξέροντας τη σφαγή που συνέβαινε πίσω από τις «υπέρ πατρίδος, τάξης και προόδου» κορόνες, ο Αντύπας, ανιψιός του Σκιαδαρέση (τον οποίο και έπεισε να μοιράσει τη γη του), σύρθηκε σε δίκη εκείνο το φθινόπωρο μετά την αναμέτρησή του με τον τσιφλικά Σλήμαν.
Στο πρόσωπό του ουσιαστικά δικαζόταν αυτό που ο Κορδάτος αποκαλούσε η αγροτική ιδέα, η αντίληψη πως μέσα από τη διανομή της γης θα μπορούσε να επιτευχθεί κοινωνική δικαιοσύνη, μα και να παραχθεί αληθινή πρωτογενής παραγωγή, τα έσοδα της οποίας (επιστρέφοντας στους πολίτες-πρώην δουλοπάροικους που θα συμμετείχαν σε αυτήν και μέσα από αυτούς στο σύνολο) θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση σε μια εθνική, λαϊκή οικονομία.
Η υπεράσπιση του Αντύπα απέκτησε πλατιά κοινωνική στήριξη, αφού υπήρξε μια έκπληξη για τη σπαρασσόμενη από οράματα μα και καθηλωμένη από έλλειψη δυνατοτήτων και πρωτοβουλιών ελληνική κοινωνία της εποχής.
Αντί να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της οικογένειας και της τάξης του, πουλώντας έστω δυο-τρεις ανθρωπιστικές κορόνες ως δείγμα εκσυγχρονισμού της νέας γενιάς μεγαλοϊδιοκτητών, τριγυρνούσε στην πράξη στα χωριά της περιοχής Πυργετού διδάσκοντας στους κολίγους τα δικαιώματά τους.
Η δράση του ενόχλησε τους μεγαλοϊδιοκτήτες γης. Ο βουλευτής Αγυιάς και μεγαλοτσιφλικάς Αγαμέμνων Σλήμαν έπεισε τον νομάρχη Λάρισας να καλέσει τον Αντύπα στην πλατεία της πόλης ώστε να τον εξευτελίσει δημόσια.
Οταν ο Μαρίνος κατέβηκε στην Αθήνα να ζητήσει εξηγήσεις, ο μεγαλοτσιφλικάς τον μήνυσε. Στη δίκη που ακολούθησε ο Αντύπας περιέγραψε την κατάσταση στη Θεσσαλία παρουσιάζοντας τους τσιφλικάδες ως αφέντες χειρότερους από τους Τούρκους.
Γύρω του ογκώθηκε ένα κύμα συμπαράστασης με διαταξικά εν μέρει χαρακτηριστικά, καθώς άνθρωποι αναγνώριζαν την εμπειρία τους ή ντρέπονταν για τις εμπειρίες των άλλων, προσδοκώντας παράλληλα στη δημιουργία μιας δημοκρατικότερης οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Η εικοσαήμερη φυλάκιση που επιβλήθηκε στον Αντύπα και η «κεντροποίηση» του ζητήματος των τσιφλικιών αποτέλεσε ουσιαστική ήττα των διωκτών του. Εκείνο το φθινόπωρο ουσιαστικά το μέλλον του είχε κριθεί.
Την επόμενη άνοιξη, λίγους μήνες μετά,...
[...]Οι πρώτες μέρες (σ.σ. μετά το ξέσπασμα του στρατιωτικού πραξικοπήματος) κύλησαν μέσα σ’ ένα κλίμα αβεβαιότητας, σύγχυσης, αλλά και αυτοθυσίας. Η κεντρική κυβέρνηση στη Μαδρίτη φαινόταν ανίκανη να διαχειριστεί επιτυχώς την κατάσταση και ο λόγος που δεν είχε καταρρεύσει από την πρώτη στιγμή ήταν οι επιτυχίες του απλού λαού, που οργανώθηκε στα δυο μεγάλα συνδικάτα και επιτέθηκε ενάντια στους φασίστες. Η Βαρκελώνη βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων για τους αναρχικούς. Τα άλλα δύο ισχυρά προπύργια της CNT -Ανδαλουσία και Σαραγόσα- είχαν πέσει στα χέρια των στασιαστών. Η πρωτεύουσα της Καταλονίας σώθηκε από τη συντονισμένη απάντηση των ομάδων άμυνας της...
Τον Αύγουστο του 1977, 50.000 φτωχοί κάτοικοι παραγκουπόλεων στο Ιράν, αντιστάθηκαν επιτυχώς στην αναγκαστική απομάκρυνσή τους από την αστυνομία και, στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, η αστυνομία κατέσφαξε 40 θρησκευτικούς διαδηλωτές.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η δυσαρέσκεια να μετατραπεί σε ανοικτό θυμό. Οι απεργίες και οι πράξεις σαμποτάζ ήταν σε άνοδο, ενώ οι μισθοί μειώθηκαν εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης. Ο σάχης επέβαλε στρατιωτικό νόμο και την επονομαζόμενη «Μαύρη Παρασκευή», στις 8 Σεπτεμβρίου 1978, ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον χιλιάδων διαδηλωτών.
Σε απάντηση, εξαγριωμένοι εργαζόμενοι ξεκίνησαν ένα απεργιακό κύμα που εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα σαν πυρκαγιά. Οι...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018