Εισήγηση σε εκδήλωση στο Εργατικό Κέντρο Βόλου, στις 7 Νοεμβρίου 2007.
ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 υπήρξε το αποτέλεσμα αφενός της δράσης της παραστρατιωτικής Εθνικής Εταιρίας και αφετέρου του γενικότερου αλυτρωτικού και εθνικιστικού παροξυσμού που για μια σειρά από λόγους κυριαρχούσε την εποχή εκείνη στη δημόσια ζωή της Ελλάδας. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ιστορικός Ιωσήφ Κασσεσιάν, σκιαγραφώντας τα αίτια του πολέμου: «Ο βασιλιάς δήλωνε ότι θα ετίθετο επικεφαλής 300.000 ελληνικών λογχών και ο υπουργός Εξωτερικών, Σκουζές, διεκήρυττε με στόμφο ότι η μικρή Ελλάς δεν έχει να φοβηθεί κανέναν. Η αντιπολίτευση τόνιζε ότι θα εγκαλούσε την κυβέρνηση για προδοσία αν δεν κήρυττε τον πόλεμο. Ο λαός φωνασκούσε και απειλούσε. Ο Τύπος πλειοδοτούσε και υποδαύλιζε. Η Εθνική Εταιρία επέχαιρε και εξωθούσε σε μεγαλύτερες ακρότητες», (Ο «ΑΤΥΧΟΣ» ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897. Αθήνα 1997).
Την προοπτική ωστόσο ενός πολέμου ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ενίσχυε και το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής αριστεράς -από τους σοσιαλδημοκράτες μέχρι και τους αναρχικούς- για ποικίλους λόγους: κάποιοι θεωρούσαν ότι έτσι εκπληρώνεται το αίτημα για την αυτοδιάθεση των λαών, ενώ άλλοι -οι ριζοσπαστικότερες συνιστώσες- έβλεπαν στον πόλεμο το πρώτο βήμα για την κοινωνική επανάσταση· αντιλήψεις βέβαια που ουδεμία σχέση είχαν τελικά με την ελληνική πραγματικότητα, μπορούν όμως εν μέρει να δικαιολογηθούν, αν λάβουμε υπόψη την εντύπωση που είχαν προκαλέσει οι σφαγές που διέπραξε ο Σουλτάνος κατά των Αρμενίων και των Κρητών (στις οποίες οι χριστιανοί απάντησαν βέβαια με το ίδιο νόμισμα) και οι οποίες επιβεβαίωναν την άποψη -τέκνο της παράδοσης του Διαφωτισμού- ότι το καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσε τον ορισμό της τυραννίας.
Προοίμιο του πολέμου υπήρξε η εξέγερση που ξέσπασε στην Κρήτη στα τέλη του 1896 και η αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στο νησί στις αρχές του 1897. Την αφορμή για την κήρυξη του πολέμου από το Σουλτάνο, έδωσε η εισβολή στη Μακεδονία ενός σώματος ατάκτων οργανωμένο από την Εθνική Εταιρία.
Ο πόλεμος διαρκεί τελικά μόλις ένα μήνα και έχει δύο μέτωπα, ένα στη Θεσσαλία, που είναι και το κυριότερο, και ένα στην Ήπειρο. Οι πρώτες συγκρούσεις σημειώνονται στις 17 με 23 Απριλίου στην ελληνοτουρκική μεθόριο, από τα Τέμπη ως την Ελασσόνα. Μετά τις νίκες του τουρκικού στρατού -ο οποίος δεν επιδείχνει ιδιαίτερη βιασύνη στην προέλασή του- οι διοικούντες τον τελείως ανοργάνωτο ελληνικό στρατό αποφασίζουν μια σειρά από μάλλον αναίτιες υποχωρήσεις πρώτα στη Λάρισα, έπειτα στα Φάρσαλα και μετά στο Δομοκό. Στο Δομοκό δίδεται και η τελευταία και μόνη σημαντική μάχη του πολέμου (στις 16-17 Μαΐου), πού λήγει με ήττα της ελληνικής πλευράς και την τελική υποχώρηση στη Λαμία. Στις 18 Μαΐου κηρύσσεται ανακωχή και αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για τους όρους λήξης του πολέμου.
οι ιταλοί εθελοντές στον πόλεμο του ‘97
Στον πόλεμο του ‘97 συμμετείχαν τρεις περίπου χιλιάδες ξένοι εθελοντές, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ιταλοί, οι οποίοι είχαν πίσω τους μια μεγάλη παράδοση συμμετοχής σε εθελοντικά κινήματα τόσο στην Ιταλία, όσο και διεθνώς.
Η αποκλειθήσα και Λεγεώνα του Θανάτου, αποτελούμενη από 80 περίπου νεαρούς αναρχικούς με επικεφαλής τον Amilcare Cipriani υπήρξε το πρώτο σώμα ιταλών που συμμετείχε στον πόλεμο, συνοδεύοντας τους ατάκτους της Εθνικής Εταιρίας στην εισβολή τους στη Μακεδονία και διαλυόμενο αμέσως μετά.
Ένα δεύτερο σώμα 400 περίπου εθελοντών, κυρίως αναρχικών, υπό τον Enrico Bertet, κατευθύνθηκε στο μέτωπο της Ηπείρου χωρίς να προλάβει όμως να λάβει μέρος στις εχθροπραξίες.
Το τρίτο και πιο πολυάριθμο σώμα, υπήρξε η Γαριβαλδινή Λεγεώνα της οποίας ηγούνταν ο ίδιος ο γιος του Giuseppe Garibaldi, Ricciotti Garibaldi, αποτελούμενο από 1.300 περίπου -κυρίως ιταλούς- γαριβαλδινούς, ρεπουμπλικάνους, σοσιαλιστές και αναρχικούς. Το σώμα αυτό, στο οποίο εντάχθηκε και ο Amilcare Cipriani με τα απομεινάρια της Λεγεώνας του, συμμετείχε στη μάχη του Δομοκού, όντας μάλιστα το μαχητικότερο τμήμα της ελληνικής πλευράς και άφησε πίσω του αρκετούς νεκρούς.
οι ιταλοί αναρχικοί και η σοσιαλιστική κίνηση στην Ελλάδα
Η παρουσία των ιταλών σοσιαλιστών και πιο συγκεκριμένα των αναρχικών στην Ελλάδα, που συνδέεται όχι πάντα ξεκάθαρα με την ελευθεριακή σοσιαλιστική κίνηση πόλεων του ελλαδικού χώρου όπως ο Βόλος, δεν περιορίζεται στη συμμετοχή των εθελοντών στον πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία ή, παλαιότερα, στην επανάσταση της Κρήτης το 1867.
Με την ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα πολλοί ιταλοί σοσιαλιστές εγκαταστάθηκαν καθ’ όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στη δυτική Πελοπόννησο, την Αθήνα, τη Σύρο, παίρνοντας μέρος και στις αντιμοναρχικές εξεγέρσεις των ετών 1859-1862. Επίσης, ιταλοί ειδικευμένοι τεχνίτες και εργάτες, φορείς των αναρχικών ιδεών, βρέθηκαν και εργάστηκαν σε μεγάλα δημόσια έργα και νεομφανιζόμενους τομείς της βιομηχανικής παραγωγής, όπως η διάνοιξη του ισθμού της Κορίνθου, αλλά και η κατασκευή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων το 1882, συμμετέχοντας -και έχοντας, ενδεχομένως, πρωταγωνιστικό ρόλο- τόσο στη δημιουργία σωματείων όσο και στους απεργιακούς αγώνες των εργαζομένων.
η μορφή του Amilcare Cipriani
Σημαντική μορφή σε όλα αυτά αποτελεί ο Amilcare Cipriani (Άντζιο Ιταλίας, 1844 - Παρίσι, 1918), ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του «επαναστατικού κοσμοπολιτισμού», της μεγάλης δηλαδή διεθνιστικής επαναστατικής εθελοντικής κίνησης που έχοντας τις απαρχές της στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, γνωρίζει την τελευταία της κορύφωση κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης του 1936.
Με συμμετοχή μεταξύ άλλων στις γαριβαλδινές εκστρατείες, στην ίδρυση της Α′ Διεθνούς και στην Παρισινή Κομμούνα ο Cipriani βρέθηκε στην Ελλάδα το 1862, το 1867 και το 1897 και συνδέθηκε με έλληνες σοσιαλιστές στην Αίγυπτο και το Παρίσι.
Στο λόγο αλλά και την ακατάπαυστη δράση του συνδυάζονται οι αναρχικές ιδέες με τις ριζοσπαστικότερες πτυχές της γαριβαλδινής παράδοσης, έχοντας στον πυρήνα τους τον πόλεμο ενάντια σε κάθε τύραννο και κάθε είδους τυραννία.
∗
Εν κατακλείδι, η συμμετοχή των ιταλών αναρχικών στον πόλεμο του 1897 και η διερεύνηση του ιδεολογικού πλαισίου που την περιβάλει έχει για ένα ακόμη λόγο τη σημασία της: μας βοηθάει να κατανοήσουμε -τηρουμένων βέβαια των αναλογιών!- το λόγο μιας δύσκολα πολιτικά χαρακτηρίσιμης κατηγορίας ελλήνων σοσιαλιστών στην οποία ανήκει και ο Μαρίνος Αντύπας. Ο Μ. Αντύπας, από τον θάνατο του οποίου συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια, αποτελεί ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο της ελευθεριακής ιστορίας της Θεσσαλίας, που αν και σχετικά γνωστό, έχει υποστεί τεράστια διαστρέβλωση.
Διότι στην θέση που μας φέρνει ο λόγος και η δράση του Μαρίνου Αντύπα, όταν προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε με σημερινά δεδομένα, στην ίδια ακριβώς αμήχανη θέση ερχόμαστε όταν μαθαίνουμε ότι -κατά τη διάρκεια ενός εθνικιστικού και επεκτατικού πολέμου- ένας σημαντικός αριθμός ιταλών αναρχικών τραγουδούσε πριν εκατόν δέκα χρόνια στο Δομοκό, τη Διεθνή.
Η σημερινή εκδήλωση, που έχει ως θέμα της την παρουσία των ιταλών σοσιαλιστών στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, αποτελεί μέρος της σειράς εκδηλώσεων που διοργανώνει αυτή την εβδομάδα το περιοδικό Ευτοπία στην Αθήνα (3/11) και στη Θεσσαλονίκη (10/11) με περιεχόμενό τους την ιστορία του ιταλικού αναρχικού κινήματος από τις απαρχές του ως και τις μέρες μας.
Κεντρικός ομιλητής των τριών εκδηλώσεων είναι ο μελετητής της ελευθεριακής ιστορίας Franco Bertolucci, διευθυντής της Biblioteca Franco Serantini στην Πίζα της Ιταλίας.
Σκοπός της εκδήλωσης είναι να φωτίσει μια πτυχή της καθ’ όλα άγνωστης ελευθεριακής ιστορίας της Θεσσαλίας, μια πτυχή που συνδέεται με τη γενικότερη παρουσία των ιταλών σοσιαλιστών και αναρχικών στην Ελλάδα και το ρόλο που αυτοί έπαιξαν στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής κίνησης στη χώρα.
Ο τόπος διεξαγωγής της εκδήλωσης δεν επιλέχτηκε τυχαία. Το Εργατικό Κέντρο Βόλου, το πρώτο εργατικό κέντρο στην Ελλάδα, κατέχει ξεχωριστή θέση στην παρουσία των αναρχικών ιδεών στη Θεσσαλία, αφού η δημιουργία του το Δεκέμβρη του 1908 οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στην πρωτοβουλία μιας αναρχικής ομάδας αποτελούμενης κυρίως από τσιγαράδες, ομάδα που πρωτοστάτησε και στις μεγάλες καπνεργατικές απεργίες των ετών εκείνων στο Βόλο και η οποία εκφράστηκε -από κοινού με τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές τάσεις- μέσα από την εφημερίδα Εργάτης (1907-1911), η οποία μετά τα γεγονότα του Κιλελέρ μετονομάστηκε σε Εργάτης-Γεωργός. Η επιλογή του ως στέγης της σημερινής εκδήλωσης για άλλη μια φορά θέλουμε να δηλώνει τους ιδεολογικούς δεσμούς των οργανωτών της με την τάξη αυτών που υφίστανται την εκμετάλευση. Όπως και στο πρόσφατο παρελθόν, στον Βόλο αλλά κι αλλού στην Θεσσαλία, έτσι και σήμερα φανερώνουμε την σχέση μας με τους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου, συζητώντας ένα θέμα που αποκρύπτεται ή αγνοείται!
περιοδικό ΕΥΤΟΠΙΑ
Θεσσαλικός Σύνδεσμος