Το έντυπο “Musha" (“Ο Εργάτης”) ήταν περιοδικό του Σοσιαλ-Επαναστατικού Κόμματος Γεωργίας.
Ήταν μια μηνιαία χειρόγραφη εφημερίδα για τους εργάτες. Διατίθενται τα τεύχη που εκδόθηκαν στο διάστημα 1889-1891. Είναι προφανώς το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός χεριού, συμπεριλαμβανομένων και των εικονογραφήσεων. Τα ονόματα των συγγραφέων των ποιημάτων και των άλλων περιεχομένων θα μπορούσε να είναι, για προφανείς λόγους, φανταστικά.
Η εν λόγω έκδοση προφανώς είχε στόχο να διαδώσει την προπαγάνδα μεταξύ των αγροτών και των εργατών, αλλά όταν το δει κανείς δεν δίνει την εντύπωση επαναστατικού οργάνου. Ο γραφικός χαρακτήρας είναι πολύ τακτοποιημένος και μοιάζει με εκείνον ενός επιμελή μαθητή και όχι ενός οργισμένου εργάτη.
Τα άρθρα φαίνονται αφελή, ενώ κάποιοι στίχοι, ειδικά εκείνοι σε ομοιοκαταληξία, ακούγονται περισσότερο σαν προσευχές ή όνειρα για καλύτερους καιρούς παρά οργισμένες κλήσεις για την επανάσταση. Ωστόσο, συνυπάρχει εδώ ένας πολύ ενδιαφέρων συνδυασμός διαφορετικών ειδών γραφής, συμπεριλαμβανομένων κηρυγμάτων.
Αυτή η έκδοση παρουσιάστηκε στο Βρετανικό Μουσείο στις 10 Φεβρουαρίου 1898 από τον πρίγκιπα Varlaam Cherkezishvili, ένα αρκετά αξιόλογο πρόσωπο.
Ο Varlaam Cherkezishvili (επίσης γνωστός ως Warlaam Tcherkesoff ή Varlam Cherkezov στη Ρωσική) ήταν Γεωργιανός ευγενής, διανοούμενος, πολιτικός και δημοσιογράφος και μια πολύ γνωστή φυσιογνωμία στο διεθνές αναρχικό κίνημα. Ο ίδιος υποστήριξε με εντυπωσιακό τρόπο ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς αντέγραψαν το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” και το έργο “Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία” το 1844.
Αργότερα συμμετείχε, επίσης, στο Γεωργιανό εθνικό απελευθερωτικό κίνημα.
Γεννήθηκε στη Γεωργία το 1846 (τότε μέρος της αυτοκρατορικής Ρωσίας) και μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη για περαιτέρω εκπαίδευση. Εκεί εντάχθηκε στο σοσιαλιστικό κίνημα, συνελήφθη, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στη Σιβηρία το 1874. Δύο χρόνια αργότερα, διέφυγε προς τη Δυτική Ευρώπη, όπου έμεινε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εγκαταστάθηκε στη Βρετανία το 1907. Λίγες φορές κατά τη διάρκεια της εξορίας του κατάφερε να επιστρέψει στη Γεωργία, πότε νόμιμα και πότε παράνομα.
Εργάστηκε στον ρωσικό μεταναστευτικό Τύπο καθώς και με τους συντρόφους τους αναρχικούς. Ήταν επίσης αρκετά συστηματικός στην κριτική του στις μαρξιστικές ιδέες. Οι μπροσούρες του “Σελίδες της Σοσιαλιστικής Ιστορίας” (1896) -που μεταφράστηκε σε εννέα γλώσσες- και “Πρόδρομοι της Διεθνούς” (1899), ακολουθούμενες από το βιβλίο του “Τα Δόγματα του μαρξισμού” (Γενεύη, 1903) προκάλεσαν συζητήσεις και διαφωνίες στους ρωσικούς και ευρωπαϊκούς σοσιαλιστικούς κύκλους. Ο Cherkezov προσπάθησε να αποδείξει ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς βάσισαν το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” στις ιδέες του Γάλλου σοσιαλιστή Victor Considerant, ενώ ότι ο Ένγκελς για το βιβλίο του “Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία” “σήκωσε” το έργο του Γάλλου σοσιαλιστή Buret. Οι αιχμηρές επιθέσεις του στη μαρξιστική φιλοσοφία έκαναν τον τότε νεαρό Στάλιν να ασκήσει πολεμική στο διάσημο έργο του “Αναρχισμός ή Σοσιαλισμός;” Αυτές οι αντιπαραθέσεις συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια του 1905-1907 σε γεωργιανό περιοδικά.
Ο Cherkezov συμμετείχε ενεργά στο γεωργιανό εθνικό απελευθερωτικό κίνημα, βοηθώντας στην ίδρυση του Γεωργιανού Σοσιαλιστικού Φεντεραλιστικού Κόμματος, το οποίο απαίτησε την εθνική αυτονομία της Γεωργίας. Έγραψε, επίσης, μια σειρά άρθρων για τους “Times” για να φέρει την πολιτική κατάσταση στη Γεωργία στην προσοχή του αγγλόφωνου κοινού. Εξέφρασε την υποστήριξή του στην γεωργιανή ανεξαρτησία τόσο προφορικά όσο και έντυπα. Το 1907 προχώρησε σε μια ειδική δήλωση για το θέμα...
Βαγγέλης Χ. Κατσιγιάννης*
«...το καθαρό γαλάζιο τ’ ουρανού,
η παράξενη και σκοτεινή σιλουέτα των ευκαλύπτων λίγα βήματα πιο πέρα
και μετά οι κραυγές παράξενων πουλιών, κραυγές διαπεραστικές,
πουλιών στο χρώμα της φωτιάς που περνούσαν πετώντας σαν σκιές.
Μόνο αυτές οι φωνές και πού και πού η φωνή ενός βατράχου
έσπαγαν την απερίγραπτη σιωπή, την απόλυτη εδώ και χιλιάδες χρόνια,
της αυστραλιανής πεδιάδας με τους τροπικούς θάμνους».
Η πρόσφατη «καλύτερη Ολυμπιάδα που έγινε ποτέ» - φράση που ο πρόεδρος της Δ.Ο.Ε. και κάποτε υπουργός Αθλητισμού του Φράνκο, κ. Σάμαρανγκ, συνηθίζει να επαναλαμβάνει στο τέλος κάθε Ολυμπιάδας - έφερε για πολλοστή φορά στο προσκήνιο...
Η Λουθία Σάντσεθ Σαορνίλ γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1895 και πέθανε το 1970.
Ήταν ποιήτρια, ζωγράφος, αναρχική και φεμινίστρια. Τα πρώτα της ερωτικά ποιήματα που ήταν αφιερωμένα στη γυναικεία ομορφιά, γράφτηκαν χρησιμοποιώντας το ανδρικό ψευδώνυμο Λουσιάνο ντε Σαν-Σαόρ και δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό "Οι Κιχώτες" το 1918. Θεωρείτο μία από τις πιο εξέχουσες ποιήτριες του Ουλτρισμού, ενός avant-garde κινήματος της εποχής, και σίγουρα η μοναδική γυναίκα αυτού του κινήματος.
Έγινε αναρχική κατά τη δεκαετία του '20 και της ανατέθηκε η γραμματεία εκδόσεων της CNT στη Μαδρίτη, όπου ξεκίνησε να αρθρογραφεί τακτικά στις εκδόσεις "Tierra y Libertad", "La Revista Blanca" και...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018