Αργύρης Αργυριάδης
Από το 1870 και μετά στις ΗΠΑ κυριαρχούσε οικονομική, πολιτική και κοινωνική αστάθεια. Από την μία, υπήρχε έντονο ενδιαφέρον στους εργάτες για τις σοσιαλιστικές και τις αναρχικές ιδέες με αποτέλεσμα την μεγάλη εργατική εξέγερση του 1877, τα γεγονότα στο Σικάγο την Πρωτομαγιά του 1886, την απεργία Pullman το 1894, καθώς και τις αιματηρές απεργίες των ανθρακωρύχων στις δυτικές περιοχές των ΗΠΑ το 1890. Από την άλλη, με την καταστολή να εντείνεται, πολλά από τα συνδικάτα που συμμετείχαν στην καθεστωτική Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (American Federation of Labour) -κάτι αντίστοιχο με την ΓΣΕΕ- επέλεξαν τον δρόμο της υποταγής, τον συντηρητισμό, τα κλαδικά μικροσυμφέροντα, και τον αποκλεισμό γυναικών, μαύρων και άλλων εθνικών ομάδων.
Η δυναμική της άμεσης δράσης, γρήγορα δυνάμωσε την φήμη των IWW με αποτέλεσμα την αθρόα συμμετοχή εργατών. Την περίοδο από το 1911 ως το 1917, η αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (Industrial Workers of the World – IWW) «σαρώνουν» κυριολεκτικά στον αμερικανικό συνδικαλισμό αποκτώντας μέσα σε έξι χρόνια 100.000 οργανωμένα μέλη και πλήθος συμπαθούντων και υποστηρικτών, οι οποίοι συμμετείχαν δυναμικά στην μεγάλη απεργία στις υφαντουργίες της περιοχής Λόρενς το 1912, μια απεργία που έγινε γνωστή ως «Bread & Roses» από τη διακήρυξη των εργατών ότι ζητούσαν «ψωμί και τριαντάφυλλα» (συμβολισμός για το οικονομικό και βιοτικό επίπεδο που διεκδικούσαν). Η συνέχιση του αγώνα την επόμενη χρονιά στη μεταξουργία Paterson καθώς και η οργάνωση των μεταναστών εργατών στον Νότο, των μεταλλωρύχων και των εργατών στην εξόρυξη πετρελαίου στα νοτιοδυτικά, των υπαλλήλων στο Ντένβερ και των ξυλεργατών στα δυτικά ανέδειξαν τους IWW ως έναν επικίνδυνο κοινωνικό αντίπαλο, αντίθετο στο αμερικανικό όνειρο που οδηγούσε στην οικονομική εκμετάλλευση εργαζομένων και μεταναστών.
Η «Σφαγή του Λάντλοου» ήταν το αποκορύφωμα του «Πολέμου των Λιγνιτωρυχείων» της περιόδου 1914- 1915. Υπήρξε μία από τις αιματηρότερες επιθέσεις της εργοδοσίας και του κράτους στο συνδικαλιστικό κίνημα των ΗΠΑ. Συνέβη στις 20 Απριλίου 1914 στην πόλη Λάντλοου του Κολοράντο και στο αποκορύφωμα της εργατικής καταπίεσης των 12.000 ανθρακωρύχων της περιοχής. Το νότιο Κολοράντο εκείνη την εποχή βρισκόταν στο μεταίχμιο από την Άγρια Δύση στη βιομηχανική εποχή. Έλληνες, Ιταλοί, Σλάβοι, Μεξικανοί, Κινέζοι, Ιάπωνες οδηγούνταν ομαδικά στο Τρίνινταντ του Κολοράντο. Οι δουλέμποροι τους πουλούσαν υποσχέσεις για τη γη της επαγγελίας κι ύστερα τους έφερναν να πεθάνουν στα ανθρακωρυχεία του Ροκφέλερ. Κάπως έτσι έφτασε εκεί και ο Ηλίας Αναστάσιος Σπαντιδάκης, πιο γνωστός ως Λούης Τίκας. Αφού αρχικά άνοιξε ένα καφενείο στο Κολοράντο ―στέκι της ελληνικής παροικίας απέναντι από τα τοπικά γραφεία των IWW με τους οποίους απέκτησε επαφή και τελικά έγινε μέλος της αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης. Ψάχνοντας δουλειά και ήδη οργανωμένος, κατέληξε στο Λάντλοου. Η δύναμη των IWW ήταν οι μετανάστες και οι αποκλεισμένοι από τα καθεστωτικά συνδικάτα. Ενάντια στους απεργοσπάστες, την εργοδοσία και του μπράβους της, οι μετανάστες ανέπτυξαν σύντομα μια ιδιότυπη ταξισυνειδησία και ας μην μιλούν την ίδια γλώσσα. Όταν ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε το φθινόπωρο του 1913, οι εργάτες των ορυχείων CFI που ανήκαν στην οικογένεια Ροκφέλερ, κατέβηκαν σε απεργία. Εκκένωσαν τους καταυλισμούς της επιχείρησης όπου διέμεναν προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τους χαμηλούς μισθούς και τις άθλιες συνθήκες εργασίας. Ο δείκτης...
Στις 24 Απρίλη 1915 γεννήθηκε στο Λιβόρνο ο Silvano Ceccherini. Συγγραφέας και αναρχικός. Πέρασε είκοσι χρόνια από διάφορες φυλακές στην Ιταλία. Πρώτα σε απομόνωση λόγω μιας αντιφασιστικής δράσης, μετά στο Porto Azzurro, την Pisa και το San Gimignano.
Τη συγγραφική του καριέρα την άρχισε επίσης στις φυλακές, ειδικά όταν εξέτιε μεγάλες ποινές.
Το πρώτο του βιβλίο ήταν η νουβέλα “La traduzione” “Η μετάφραση”), βασισμένη στις εμπειρίες του στις φυλακές, η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Feltrinelli το 1963.
Πέθανε στις 12 Δεκέμβρη 1974 στο Λιβόρνο.
*Πηγή: Walter Ranieri. Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.
...
Στις 23 Απρίλη 1880, γεννήθηκε στο La Tour-de-Peilz της Ελβετίας, ο ελευθεριακός ζωγράφος και καλλιτέχνης ξύλου, Alexandre Mairet. Από το 1918 συνεργάστηκε με τους αναρχικούς κύκλους και ομάδες της Γενεύης, ειδικά αυτές γύρω από τον Luigi Bertoni.
Συνεργάστηκε, επίσης με τις αναρχικές και ριζοσπαστικές εφημερίδες “Le Réveil Anarchiste”, “La Nouvelle Internationale”, “L’Avant-Garde” και άλλες. Εργάστηκε ως καθηγητής Ιστορίας σε σχολεία τεχνών.
Πέθανε στη Γενεύη στις 9 Φλεβάρη 1947. Το 1983 η ελβετική τηλεόραση πρόβαλε το φιλμ του “Le Drapeau noir”.
*Πηγή: Walter Ranieri. Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.
...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018