Απόφαση που υιοθετήθηκε στο Αναρχικό Κομμουνιστικό Συνέδριο του Λονδίνου τον Οκτώβρη του 1906
Στη βιβλιογραφία μας, έχει λεχθεί συχνά ότι οι μεμονωμένες ή οι συλλογικές πράξεις διαμαρτυρίας ενάντια στην παρούσα κοινωνική οργάνωση - του είδους αυτού που περιγράφεται ως πράξη τρομοκρατίας - είναι αναπόφευκτες. Σε μη επαναστατικές περιόδους, υποδηλώνουν συχνά την απόκτηση κοινωνικής συνείδησης και διεγείρουν την επιθυμία για την ανεξαρτησία ανάμεσα στις μάζες. Παρέχουν ένα παράδειγμα ατομικού ηρωισμού στην υπηρεσία της γενικής υπόθεσης και εξυπηρετούν στην αφύπνιση της πλειοψηφίας των ανθρώπων που είναι αδιάφοροι. Ταυτόχρονα, υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στις ικανότητες των εκμεταλλευτών, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Σε περιόδους οι οποίες είναι ήδη επαναστατικές, συγκροτούν μέρος της γενικότερης κατάστασης και οι πράξεις αυτές δεν εκτελούνται πλέον από μεμονωμένους οι οποίοι χαρακτηρίζονται από έναν ασυνήθιστο ηρωισμό και οι οποίοι απαντούν στην καταπίεση με ένοπλη αντίσταση. Ούτε χρειάζεται να εκτελούνται απαραίτητα και κυρίως από επαναστάτες ώστε να συμεριζόμαστε τέτοιες πράξεις. Αλλά ενώ αναγνωρίζουμε τη γενικότερη κατάσταση, είναι απαραίτητο, ωστόσο, να μην ξεχνάμε ότι η αξία κάθε τρομοκρατικής πράξης μετράται με βάση τα αποτελέσματά της και την εντύπωση που προκαλεί.
Η παρατήρηση αυτή μπορεί να μάς χρησιμεύσει ως ένας τρόπος να ξεχωρίσουμε το είδος των πράξεων εκείνων που συνεισφέρουν στην επανάσταση από αυτές που ίσως αποδεικνύονται χάσιμο ζωής και δυνάμεων. Η πρώτη συνθήκη, η οποία είναι ζωτική, είναι ότι αυτή η τρομοκρατική πράξη μπορεί να είναι ξεκάθαρη στον καθέναν χωρίς την ανάγκη επίδειξης μακροσκελών εξηγήσεων και πολύπλοκων κινήτρων. Σε κάθε μέρος υπάρχουν συγκεκριμένες προσωπικότητες οι οποίες είναι τόσο καλά γνωστές από τις πράξεις τους (είτε σε λόκληρη τη χώρα είτε μόνο στον πληθυσμό μιας συγκεκριμένης περιοχής) που το νέο για μια επιθεση σε βάρος τους θα θυμίσει στον κόσμο αμέσως, χωρίς τη συνοδεία κάποιας επαναστατικής προπαγάνδας, την προηγούμενη ιστορία αυτού του συγκεκριμένου ατόμου και έτσι τα κίνητρα για την τρομοκρατικη αυτή πράξη θα γίνουν αρκετά ξεκάθαρα. Εάν, ωστόσο, ένας συνηθισμένος άνθρωπος που δεν είναι επαναστάτης πρέπει να βασανίσει το μυαλό του για να κατανοήσει την πράξη αυτή, τότε η επίδραση της πράξης αυτής είναι μηδενική ή ακόμα και αρνητική. Στα μάτια των μαζών η πράξη της διαμαρτυρίας γίνεται μια ακατανόητη δολοφονία.
Ανακαλύπτουμε τρομοκρατικές πράξεις στην πολιτική και οικονομική σφαίρα που εί αι εντελώς τεχνητές, είτε σχεδιασμένες είτε "αυθόρμητες". Αγωνιζόμαστε κατά τον ίδιο τρόπο ενάντια στην οικονομική και πολιτική καταπίεση, την καταπίεση από την κεντρική κυβέρνηση και την καταπίεση απο τις τοπικές εξουσίες.
Όσον αφορά το ζήτημα της τρομοκρατίας, υπάρχει μια άλλη παράμετρος - η οργάνωση. Πιστεύουμε ότι οι τρομοκρατικές πράξεις είναι το αποτέλεσμα των αποφάσεων που πάρθηκαν από μεμονωμένα άτομα ή από κύκλους που τα υποστηρίζουν. Έτσι, ο κεντροποιημένος τρόμος, στον οποίο ένας μεμονωμένος άνθρωπος παίζει το ρόλο του εκτελεστή των αποφάσεων άλλων, έρχεται σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις μας. Δεν θεωρούμε πιθανό να σταματήσουμε συντρόφους από το να οργανώσουν επαναστατικές πράξεις στο όνομα της κομματικής πειθαρχίας, ούτε και πιστεύουμε ότι είναι πιθανό να ζητήσουμε από αυτούς να ρισκάρουν τη ζωή τους για κάτι που δεν το σκέφτηκαν οι ίδιοι και δεν αποφασίστηκε από αυτούς.
Η κύρια διαφορά στο...
“Σύντροφος David Kogan (Lev Rubin), μια ελκυστική προσωπικότητα, ένας άνθρωπος υψηλού θάρρους και ονομαστός ως επαναστάτης αναρχικός” (Γκριγκόρι Μαξίμοφ, “The Guillotine at Work”).
Ο αναρχικός μαχητής (και χορτοφάγος) David Kogan (Lev Rubin) γεννήθηκε το 1893. Πριν την Επανάσταση του 1917 έφερε το ψευδώνυμο Χριστός ή Μικρός Χριστός λόγω του αρκετά ευγενούς χαρακτήρα του.
Δραστηριοποιείτο ως αναρχικός στην πόλη Σαμάρα από το 1917 ως γραμματέας της εκεί Αναρχικής Ομοσπονδίας και ήταν εκδότης μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας.
Συνελήφθη από τους Λευκούς του ναύαρχου Κολτσάκ, αλλά απέδρασε. Από το 1918 συνελήφθη και φυλακίστηκε αρκετές φορές...
Armand Guerra ήταν το ψευδώνυμο του Jose Estivalis Cabo, που γεννήθηκε στην τοποθεσία Liria κοντά στη Βαλέντσια στις 4 Γενάρη 1886. Γόνος αγροτικής οικογένειας που είχε ήδη ένα ακόμα παιδί 5 χρόνων. Από πολύ νωρίς ανέπτυξε μίσος για την Εκκλησία, αρχικά ως μέλος εκκλησιαστικής χορωδίας και αργότερα ως μαθητής σε εκκλησιαστικό σχολείο στη Βαλέντσια.
Άρχισε να εργάζεται σε ένα τυπογραφείο στη Βαλέντσια το 1899, σε ηλικία 13 χρόνων, αλλά μετέπειτα πήγε να εργαστεί σ’ ένα ηλεκτρικό εργαστήριο με τον αδελφό του Vicente. Το 1907 ξέσπασε μια απεργία εργαζομένων στην τυπογραφία στη Βαλέντσια και ο Armand,...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018