Πολλοί ίσως θα αναρωτηθούν, γιατί ενώ οι αναρχικές ομάδες οι οποίες εμφανίστηκαν στις τελευταίες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα, στη Δυτική Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου (Σύρο, Αθήνα, Πειραιά, Βόλο) καθώς και η μικρή αριθμητικά αλλά υπολογίσιμη αναρχοσυνδικαλιστική τάση από το 1918-1919 και μετά, δεν είχαν τη συνέχειά τους από το 1925 και έπειτα, όταν πλέον η επιχείρηση εκκαθάρισης των συνδικαλιστικών οργανώσεων από την αναρχοσυνδικαλιστική και κάθε άλλη γενικά ελευθεριακή τάση στέφθηκε με επιτυχία από την πλευρά του ΚΚΕ. Η αναρχική παρουσία από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 περιορίστηκε στην παρουσία τραγικά ελάχιστων μεμονωμένων περιπτώσεων των οποίων την ύπαρξη, ακόμα και τα ονόματα μέχρι και σήμερα αγνοούμε καθώς δεν υπάρχει κάποια διαθέσιμη γραφτή ή άλλη πηγή.
Ο Άγις Στίνας στις «Αναμνήσεις» του, κάνει λόγο για τον Στέλιο Αρβανιτάκη ο οποίος δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ στην περίοδο της Κατοχής, τον Κώστα Σπέρα (για τον οποίο να σημειωθεί ότι δεν είναι ξεκάθαρο αν διατήρησε τις αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις ώς το τέλος της ζωής του), καθώς και για τον αναρχικό μεταφραστή στο επάγγελμα Θ. Σκαλαίο ο οποίος πέθανε από την πείνα και τις κακουχίες στην εξορία.
Επίσης, ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας στο «Ημερολόγιο ενός Πιλάτου» (εκδ. «Θεμέλιο») κάνει λόγο για τον αναρχοσοσιαλιστή και οπαδό του Λέοντα Τολστόϊ, Παναγιώτη Φλωριά, από τον Βόλο, ο οποίος έζησε στην εξορία μέχρι τα 75 του χρόνια, επειδή δεν υπέγραφε δήλωση μετανοίας.
Η σχεδόν παντελής απουσία αναρχικών ομάδων ή έστω παρεών ή κλειστών κύκλων και ατόμων, έγινε πολύ πιο έντονη κατά τη δεκαετία του 1930. Πολύ απλά, οι αναρχικοί και η αναρχική δραστηριότητα μετατράπηκε σε είδος υπό εξαφάνιση στον ελλαδικό χώρο. Βέβαια, ο κύριος λόγος ήταν η πλήρης κυριαρχία του ΚΚΕ ειδικά στο συνδικαλιστικό χώρο καθώς και η επιχείρηση σταλινοποίησης του εργατικού κινήματος και πρόσδεσής του στο άρμα των εκάστοτε πολιτικών επιλογών του κόμματος αυτού. Η κατάσταση αυτή παγιοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και μετά από την πλήρη πλέον επικράτησή του, το ΚΚΕ, όπως είναι γνωστό, αρχικά συμμετείχε στην πρώτη μετεπελευθερωτική κυβέρνηση για να ξεπουλήσει, στη συνέχεια, το μεγαλειώδες κίνημα που το ίδιο είχε δημιουργήσει, με τις συμφωνίες της Βάρκιζας και την αλλοπρόσαλλη οπορτουνιστική του πολιτική. Ακόμα και αυτή την οργάνωση της αυτοάμυνας των μελών και οπαδών του εναντίον της «λευκής τρομοκρατίας», όπως ονομάστηκε η τρομοκρατία του 1945-1946 από την πλευρά των παρακρατικών ομάδων και της χωροφυλακής, το ΚΚΕ δεν την αποφάσισε εύκολα και ταλαντευόταν ανάμεσα στη νόμιμη και «δημοκρατική» πάλη και στην ένοπλη εξέγερση, ενώ η τελική απόφαση για ένοπλη ρήξη με την δεξιά πάρθηκε κατόπιν αρκετών παλινωδιών και συγκρούσεων μεταξύ των αντιμαχόμενων ομάδων στην ηγεσία του, από τις οποίες η κάθε μία αγωνιζόταν να επιβάλλει τις δικές της απόψεις.
Φυσικά, υπήρξαν οι εξαιρέσεις των αρχειομαρξιστών και κατόπιν των τροτσκιστών, η πλειοψηφία των οποίων, όμως, δεν αποσυνδέθηκαν από λανθασμένα ιδεολογήματα του είδους «να υπερασπίσουμε το εργατικό κράτος της ΕΣΣΔ» και άλλα παρόμοια, για τα οποία, ειδικά ο χώρος των τροτσκιστών, υπέφερε από μια κουραστική και καταστρεπτική αλυσίδα διασπάσεων, επανενώσεων, νέων διασπάσεων και πάει λέγοντας. Μόνο η «ομάδα...