Τις τελευταίες δεκαετίες η κυρίαρχη προπαγάνδα αξιοποιεί ένα σύνολο εννοιών προερχόμενων από την αστική φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αστικού επαναπροσδιορισμού της «δομής της κοινωνίας». Έννοιες όπως «μεταβιομηχανική κοινωνία» και «κοινωνία της γνώσης» χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μια «νέα εποχή» στην οποία καταργούνται οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, ο ταξικός διαχωρισμός κεφαλαίου/εργασίας δεν υφίσταται πλέον και η εργατική τάξη «εξαφανίζεται» είτε λόγω των αλλαγών στην τεχνική πλευρά της παραγωγής είτε λόγω της αφομοίωσης της (βλ. «θεσμοποίηση της εργατικής τάξης»).
Οι θεωρίες αυτές δεν είναι βέβαια αντικειμενικές ούτε αρθρώνονται πολιτικά ουδέτερα. Οι αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία υπερτονίζονται αποκλειστικά σε σχέση με την χρήση της πληροφορικής, των μηχανών και της αυτοματοποίησης προβάλλοντας την μία μόνο όψη της παραγωγής, την εξέλιξη δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων. Την ίδια στιγμή υποτιμάται ο ρόλος της ανθρώπινης εργασίας: παρουσιάζεται σαν μια «δευτερεύουσα» διαδικασία στην παραγωγή, υποβοηθητική των μηχανών. Οι μετατοπίσεις στην καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας εμφανίζονται σαν το πέρασμα σε ένα νέο τύπο παραγωγής που κυριαρχεί η αυτοματοποίηση, δίχως να συμπεριλαμβάνεται η εκμετάλλευση της εργασίας χωρίς την οποία δεν μπορεί να παραχθεί κεφάλαιο.
Ενώ λοιπόν από την μία οι θεωρίες αυτές μας λένε ότι η εργατική τάξη εξαφανίζεται μαζί με την χειρωνακτική εργασία ταυτόχρονα παραλείπουν ότι το μοντέλο που περιγράφουν δεν μπορεί να στηριχθεί χωρίς την εργατική δύναμη και ότι οι μηχανές δεν μπορούν να παράξουν κεφάλαιο χωρίς την εκμετάλλευση της. Δεν αναλύουν κάτι «νέο» που υπερβαίνει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, αντίθετα αποσπούν την τεχνική πλευρά της παραγωγής (τις παραγωγικές δυνάμεις) και την αναδεικνύουν διαχωρισμένα και ανεξάρτητα από τις καθορισμένες σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Στην ουσία δεν αμφισβητούν τον ηγεμονικό χαρακτήρα της αστικής τάξης στην κοινωνική παραγωγή άσχετα από το πως την προσδιορίζουν αλλά την αντίθετη δύναμη: το υποκείμενο ανατροπής της. Αρνούμενες τον επαναστατικό χαρακτήρα της εργατικής τάξης καθώς και την ίδια την ύπαρξη της ως εξαρτημένης και εκμεταλλευόμενης τάξης οι θεωρίες αυτές αμφισβητούν κατ’ επέκταση την ίδια την δυνατότητα των ανθρώπων να καθορίσουν την μοίρα τους παίρνοντας στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής πλούτου.
Γίνεται φανερό ότι οι στόχοι αυτών των θεωριών και ιδεολογημάτων έχουν απολογητικό χαρακτήρα υπέρ της διατήρησης του υφιστάμενου καπιταλιστικού-κρατικού σχηματισμού και οι στοχαστικές ανάγκες των εκφραστών τους ταυτίζονται με τις ανάγκες της αστικής τάξης να διακηρύξει την νίκη της. Στο κέντρο του στοχασμού βρίσκεται η άρνηση της ταξικής πάλης από την οποία ξεπρόβαλλε και ο αναρχισμός ως το ελευθεριακό επαναστατικό της απαύγασμα και το «τέλος της ιδεολογίας». Συνεπακόλουθα, οι θεωρίες αυτές «προφητεύουν» και το τέλος των επαναστάσεων και των μεγάλων ανατροπών.
Η κοινωνική και πολιτική σκέψη επιχειρείται πλέον να μετατοπιστεί στις «σχέσεις» μεταξύ ανθρώπων και δομών όχι ως καθρέφτισμα των κυρίαρχων εκμεταλλευτικών κοινωνικών-ταξικών σχέσεων αλλά σαν πολύπλοκων δικτυώσεων χωρίς πυρήνα και χωρίς υποκείμενο. Αντιπροσωπευτικές είναι οι απόψεις του ρεύματος του «δομικού μαρξισμού» (βλ. Αλτουσερ) με θέσεις όπως η «ιστορία είναι μια εξελικτική διαδικασία χωρίς υποκείμενο», θεωρίες αυτόνομων για το «κοινωνικό εργοστάσιο», οι απόψεις για την «μη τάξη» κ.α. Ενδεικτικές είναι επίσης και οι θέσεις των στρουκτουραλιστών που εξετάζουν τα επιμέρους στις μεταξύ τους σχέσεις αρνούμενοι την ολότητα, η...
Το 1925 ο Ιταλός αναρχικός Errico Malatesta έγραψε ότι:
«Η αναρχία είναι μια μορφή συμβίωσης στην κοινωνία. Μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι ζουν ως αδέλφια χωρίς να μπορούν να καταπιέζουν ή να εκμεταλλεύονται τους άλλους και στην οποία ο καθένας έχει στη διάθεσή του ό, τι μέσο μπορεί να προσφέρει ο πολιτισμός της εποχής, για να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή ηθική και υλική ανάπτυξη.
Και ο αναρχισμός είναι η μέθοδος επίτευξης της αναρχίας, μέσω της ελευθερίας, χωρίς κυβέρνηση – δηλαδή, χωρίς εκείνους τους αυταρχικούς θεσμούς που επιβάλλουν τη βούλησή τους σε άλλους με τη βία». (Malatesta 1995, 52)
Σε αυτό...
Το κείμενο που συγκροτεί αυτό το βιβλίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1849. Ωστόσο, είναι ακόμα τόσο επίκαιρο όσο η λέξη ανυπακοή, ακόμα και αν ακούγεται ρομαντική και γεμάτη συναισθηματική φόρτιση, εξακολουθεί ακάμα και σήμερα να θέλγει μερικούς επαναστάτες ή επίδοξους τέτοιους, αλλά και να προκαλεί σήµερα αµηχανία στα κοπάδια των «πιστών» ακόλουθων αυτού του συστήµατος, αλλά κυρίως αποστροφή στην κουστωδία των θεµελιωτών των απαράβατων νόµων του.
Το κείμενο “Πολιτική Ανυπακοή” παραμένει τόσο άμεσο όσο και μια εκδοχή πολύ βαθιού πολιτικού λόγου με αναμφισβήτητη διαχρονική αξία. Από το κείµενο αναδύεται το µεγαλείο της συνείδησης ενός ανθρώπου και η δύναµη της...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018