Ο Giuseppe Ciancabilla γεννήθηκε στην Ρώμη το 1872 και πέθανε μόλις τριάντα δύο χρονών σε νοσοκομείο του Σαν Φραντσίσκο, στις Η.Π.Α.
Το 1890 και σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών, η βαθειά του επιθυμία να συμβάλει στην απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαών τον οδηγεί στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα, όπου και θα πολεμήσει ενάντια στον τουρκικό ζυγό. Παράλληλα έχει και την ιδιότητα του ανταποκριτή της εφημερίδας «Avanti!» (Εμπρός!), στην οποία θα δημοσιευτούν οι αξιομνημόνευτες καταγγελίες του ενάντια στους «παριστάνοντες τους σπουδαίους και ήρωες» σοσιαλιστές και σε όλους όσους επωφελήθηκαν από τις επιτυχίες της κοινωνικής επανάστασης.
Στον ελλαδικό χώρο, ο Ciancabilla θα δράσει με την ομάδα των αναρχικών μαχητών του Amilcare Cipriani, οι οποίοι, αντίθετα με τις μεθόδους της επίσημης ιταλικής ταξιαρχίας του στρατηγού Garibaldi Ricciotti, επιχειρούν και καταφέρνουν να παρακινήσουν λαϊκές εξεγέρσεις με την μορφή του ανταρτοπόλεμου.
Τον Οκτώβριο του 1897, έχοντας γυρίσει στην Ιταλία και με την ιδιότητα του συντάκτη της εφημερίδας «Avanti!», θα συναντηθεί με τον Errico Malatesta προκειμένου να του πάρει συνέντευξη σχετικά με την θέση, τις ιδέες και τις προτάσεις των αναρχοσοσιαλιστών, μετά την αποσκίρτηση του Francesco Saverio Merlino, (ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε εγκαταλείψει τις αναρχικές απόψεις υποστηρίζοντας πια τον σοσιαλισμό). Η συνέντευξη γρήγορα μετατρέπεται σε φιλική συζήτηση, η οποία επεκτείνεται στις διώξεις των αγωνιστών και στην στάση των εκπροσωπών του σοσιαλιστικού κόμματος. Λέγεται μάλιστα ότι η συνάντηση του Malatesta και του Ciancabilla υπήρξε η αφορμή για να πειστεί ο τελευταίος να σταματήσει κάθε υποστήριξη του στο κόμμα των σοσιαλιστών.
Ο Malatesta, εκείνη την περίοδο είναι καταζητούμενος από τις ιταλικές αρχές και έχει επιστρέψει παράνομα στην Ανκόνα, όπου συμμετέχει στην οργάνωση της εφημερίδας «L’ Agitazione», της οποίας στόχος ήταν να λύσει οριστικά τις αμφιβολίες εκείνων των αναρχικών που είχαν απογοητευτεί, εξαιτίας της μεγάλης επιρροής που άσκησε η εξωφρενική θέση του Merlino.
Στις 4 Νοεμβρίου του 1897, η «L ’Agitazione» δημοσιεύει την «Δήλωση» της προσχώρησης του Ciancabilla στο αναρχοσοσιαλιστικό κίνημα. Μια χειρονομία που φανερώνει την απέχθεια του για τους πολιτικάντηδες οπορτουνιστές αστούς του Σοσιαλιστικού κόμματος καθώς και για τον εκλογικό αγώνα, τον οποίον αντιλαμβάνεται ως την αιτία για τη σταδιακή υποχώρηση της επαναστατικής συνείδησης. Και ο Ciancabilla προειδοποιεί για την επικινδυνότητα του προγράμματος του σοσιαλιστικού κόμματος: {…} Οι αποκτημένες λαϊκές εξουσίες, συγκαλυμμένες από ένα κολεκτιβιστικό σοσιαλιστικό μανδύα, παραμένουν πάντα εξουσίες στα χέρια μερικών ως μέσο εκμετάλλευσης εις βάρος άλλων. {…}
Η επιλογή του αυτή, θα αναγκάσει τον Ciancabilla και την σύντροφό του Ersilia Cavedangi να φύγουν από την Ιταλία, στην οποία ισχύουν οι λεγόμενοι «Leggi Speciali» (Ειδικοί Νόμοι), που τιμωρούν την συμμετοχή στις αναρχικές οργανώσεις ακόμα και με φυλάκιση, ενώ στην καλύτερη περίπτωση προβλέπουν υποχρεωτικό κατ’ οίκων περιορισμό. Μετά από ένα πέρασμα από την Ελβετία και τις Βρυξέλες, αποφασίζουν να εγκατασταθούν στην Γαλλία, όπου ο Giuseppe θα συνεργαστεί αφιλοκερδώς με την εφημερίδα «Les Temps Noveux» (Νέοι Καιροί), με διευθυντή τον Janes Grave. Για να ζήσει θα στέλνει ανταποκρίσεις και άρθρα σε ιταλικές εφημερίδες και περιοδικά.
Στις 28 Νοεμβρίου του 1897, δημοσιεύεται το άρθρο του «La Situation du parti Anarchiste en italie» (Η κατάσταση από την μεριά των αναρχικών στην Ιταλία). Οι λαϊκές εξεγέρσεις ενάντια στην...
Ο Αναρχισμός δεν είναι πια νεαρός κι ίσως είναι η ώρα να αναρωτηθούμε γιατί, με όλη αυτή την ενέργεια που ξοδεύουμε για την προπαγάνδισή του, δε διασπείρεται γρηγορότερα. Ακόμα κι εκεί όπου η τοπική δραστηριότητα είναι μεγαλύτερη, τα αποτελέσματα είναι περιορισμένα, ενώ τεράστιες ζώνες επιρροής είναι ακόμα αδύνατο να αγγιχτούν έστω και λίγο. Στο πλαίσιο αυτού του ζητήματος, δε θα ασχοληθώ με το πρόβλημα του συνδικαλισμού, ο οποίος, απορροφώντας τόση ενέργεια Αναρχικών και συμπαθούντων, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως καθαυτός προωθεί την υπόθεση της ορθότητας του Αναρχισμού, ανεξάρτητα από τα πλεονεκτήματα που έχει. Θα προσπαθήσω επίσης να μην επαναλάβω τι...
Του Nick Heath*
Στις 5 Σεπτεμβρίου το 1936, ο Ισπανός αναρχικός Federico Borrell σκοτώθηκε υπεράσπιζόμενος τον Cerro Muriano. Ο θάνατός του έγινε γνωστός παγκοσμίως από την θρυλική φωτογραφία «Η πτώση του στρατιώτη» από τον Robert Capa.
Ο Federico Borrell Garcia γεννήθηκε στην Benilloba στο Αλικάντε της Ισπανίας στις 3 Απριλίου του 1912.
Γιος του Vicente Borrell και της Μαρία Γκαρσία, ήταν ένας από μια μεγάλη οικογένεια με 3 αδελφούς και 2 αδελφές, οι οποίοι ζούσαν σε συνθήκες σκληρής φτώχειας.
Ο πατέρας του, ένας αγρότης, πέθανε το 1917 και η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Alcoy 15 χιλιόμετρα μακριά από το...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018