ΤΟΥ ΦΡΑΝΚΟ ΜΠΕΡΤΟΛΟΥΤΣΙ
Στο πλαίσιο του διεθνούς συνεδρίου με θέμα: «Ο αναρχισμός έχει μέλλον;» Ιστορία των γυναικών, των αντρών και των φαντασιακών τους Πανεπιστήμιο Τουλούζ-Λε Μιράιγ 27-29 Οκτωβρίου 1999
Ο ιταλόφωνος αναρχισμός έπαιξε θεμελιώδη ρόλο στο εσωτερικό της ιστορίας του διεθνούς αναρχικού κινήματος, και είναι αναμφισβήτητο ότι σε μερικές χρονικές περιόδους έγινε το σημείο αναφοράς σε θεωρητικό ή οργανωτικό επίπεδο - κυρίως την περίοδο ανάμεσα στην Κομμούνα του Παρισιού (1871) και τις ταραχές της Λουνιτζιάνα (1894). Αργότερα ο ρόλος αυτός θα εναλλάσσεται μεταξύ του γαλλικού και του ισπανικού αναρχισμού. Ωστόσο, μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι Ιταλοί αναρχικοί συγκαταλέγονταν στους κυριότερους εμψυχωτές των συζητήσεων και των δραστηριοτήτων σε διεθνές επίπεδο.
Παρ’ όλ' αυτά, μέχρι σήμερα έχουν γραφτεί ελάχιστες συγκριτικές μελέτες για τα διάφορα κινήματα αυτών των τριών λατινόφωνων περιοχών1ενώ θα ήταν αναμφίβολα πολύ ενδιαφέρον να φωτιστούν οι ακολουθίες και οι ασυνέχειες αυτών των τριών εμπειριών, καταδεικνύοντας τα κοινά στοιχεία στις τρεις εμπειρίες, όχι μόνο λόγω της εδαφικής τους εγγύτητας αλλά κυρίως επειδή ενεπλάκησαν σ' αυτό που μπορεί να θεωρηθεί το πιο ουσιαστικό παράδειγμα θεμελίωσης μιας ελευθεριακής κοινωνίας του 20ου αιώνα: την Ισπανία του 1936.
Από πού, όμως, απορρέει το κύρος και η συνεχή παρουσία του ιταλικού αναρχισμού στο διεθνές επίπεδο; Και ποιες ήταν οι αρετές του, ποιες οι περιοχές και οι τόποι όπου επικράτησε;
Ο Μπακούνιν, ως γνωστό, επέλεξε ως πεδίο δράσης του τον γεωγραφικό χώρο της Ιταλίας, όχι μόνο εξαιτίας της διπλωματικής παράδοσης της οικογένειάς του που του επέτρεψε να γνωρίσει την πολιτική και κοινωνική ιστορία της χώρας, αλλά επειδή διέκρινε μέσα στις αντιφάσεις της ιταλικής κοινωνίας συγκεκριμένες δυνατότητες που θα πυροδοτούσαν σύντομα μια επαναστατική διαδικασία. Ο Μπακούνιν είχε γοητευθεί από την εκπληκτική λαϊκή παρόρμηση η οποία επέτρεψε στην Ιταλία, σε λιγότερο από μια εικοσαετία, να κατακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία, όσο και από τις συνεχείς λαϊκές εξεγέρσεις που μαρτυρούσαν ότι οι κατώτερες τάξεις δεν ανέχονταν τις νέες κυρίαρχες τάξεις. Όπως αποκάλυψε ο μελετητής Ρόμπερτ Μίχελς, χωρίς να είναι οπαδός του Μπακούνιν:
Ο αντιαυταρχισμός και ο φεντεραλισμός του Μπακούνιν βρήκε πιστούς σύμμαχους τους Ιταλούς και στην αγάπη τους για την ελευθερία που κερδήθηκε και σφραγίστηκε με το αίμα που έχυσαν στις χιλιάδες μάχες ενάντια στους αυστριακούς, καθώς και στον έμφυτο ατομικισμό και τοπικισμό τους, πόσο μάλλον όταν στις λαϊκές λέσχες είχαν μάθει να απεχθάνονται τον κρατισμό των συστημάτων κεντρικής διακυβέρησης, που ήταν ήδη γνωστός ήδη από το 1860 [.]2
Στο πεδίο της ιστοριογραφίας συζητήθηκε ευρέως ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Μπακούνιν στη διάπλαση των νέων γενεών που αγκάλιαζαν τον αντιαυταρχικό διεθνισμό. Προσωπικά πιστεύω ότι ο Μπακούνιν έφτασε στην Ιταλία την κατάλληλη στιγμή, όταν η ωρίμανση των συνειδήσεων των νεότερων γενεών των αγωνιστών, κυρίως των γαριβαλδινών, είχε φτάσει στο απόγειό της, επιφέροντας ένα είδος δεκτικής προδιάθεσης απέναντι στα εκπληκτικά συμβάντα εκείνης της εποχής, όπως η Κομμούνα του Παρισιού. Ο γαριβαλδινός ακτιβισμός, η διάδοση σ' ολόκληρη την εθνική επικράτεια του φαινομένου του εθελοντισμού, μαζί με την εκδήλωση συμπάθειας που έδειξε ο Γκαριμπάλντι για τους κομμουνάρους, ήταν τα βασικά συστατικά που απομάκρυναν τη ριζοσπαστική νεολαία από τις θεωρίες του Μαντσίνι και την εμπειρία της παλιγγενεσίας, και την έστρεψαν προς τον αντιαυταρχικό σοσιαλισμό.
Στην Ιταλία η Πρώτη Διεθνής εξαπλώθηκε από τα μεγάλα αστικά κέντρα ως τα μικρά επαρχιακά χωριά3 . Το ομοσπονδιακό οργανωτικό σύστημα προσαρμοζόταν καλά στην τοπική και κοινοτική παράδοση της χώρας. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Τοσκάνη, μια περιοχή που διακρίνεται για την παρουσία πόλεων μεσαίου και μικρού μεγέθους, εκτός της Φλωρεντίας, με πληθυσμό που δεν ξεπερνά τους πενήντα χιλιάδες κατοίκους, και που περιβάλλεται από κοινότητες που δεν έχουν πάνω από πέντε ή δέκα χιλιάδες κατοίκους: η περιφερειακή Ομοσπονδία ήταν η πιο αντιπροσωπευτική της ιταλικής Ομοσπονδίας του A.I.Τ. (Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων) που αποτελούνταν, το 1874, από 31 τμήματα και 6.941 μέλη. Ακολουθούσε από απόσταση η Ομοσπονδία της Νάπολης με 18 τμήματα και 4.265 μέλη, της Ρομάνια με 21 τμήματα και 3.765 μέλη, κ.τ.λ.4
Ο γερασμένος πια Ερρίκο Μαλατέστα, στην εισαγωγή του στο βιβλίο του Μαξ Νετλώ, Bakuninel'internazionaleinItaliadal 1864 al1872 (Ο Μπακούνιν και η διεθνής στην Ιταλία από το 1864 ως το 1972), περιγράφει με απλά λόγια την ανάπτυξη της ιταλικής διεθνούς και την εξάπλωσή της
ειδικά στην κεντρική Ιταλία και κυρίως στη Ρομάνια και στη Μάρκε, περιοχές παραδοσιακά ευαίσθητες στον πολιτικός αγώνα και όπου η σύγκρουση με τους οπαδούς του Μαντσίνι ήταν πιο βίαια. Πολύ λιγότερο στη βόρεια Ιταλία, αλλά ωστόσο με τρόπο αρκετά αντιπροσωπευτικό.
Στη Νάπολη, όπου συγκροτήθηκε μια ομάδα μορφωμένων ανθρώπων που είχαν στενή επαφή με τον Μπακούνιν [.] υπήρχε μια Ομοσπονδία πολύ σημαντική από άποψη δραστηριοτήτων και αριθμό προσκείμενων μελών, κι ήταν για κάποιο διάστημα κάτι σαν το κέντρο διανόησης του κινήματος.
Αντίθετα, στις υπόλοιπες περιοχές του ηπειρωτικού και νησιώτικου νότου, όπου επικρατούσε μεγαλύτερος αναλφαβητισμός, μεγαλύτερη καταπίεση από την οικονομική μιζέρια και μεγαλύτερη αποκτήνωση από τις θρησκευτικές προλήψεις, το κίνημα δεν κατάφερε να κινήσει το ενδιαφέρον των αμόρφωτων, σε μεγάλο βαθμό αγροτικών μαζών, και ελάχιστα μπόρεσε να διεισδύσει στα επαρχιακά κέντρα [.]
Στη Σικελία υπήρχαν μερικές ομάδες διανοουμένων, που επηρεάστηκαν από τον Δοκτ. Σαβέριο Φρίσα [.]5
Μπορούμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι ρίζες της Πρώτης Διεθνούς συνιστούσαν πραγματικά τα θεμέλια του αναρχικού κινήματος.
Οι περιοχές όπου εκδίδονταν τα αναρχικά έντυπα αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο για να φωτογραφίσουμε τη γεωγραφική κατανομή του κινήματος αλλά φυσικά, δεν αρκούν για να αποτυπώσουμε το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά του. Στην Ιταλία από το 1871 ως το 1926, βγαίνουν 552 αναρχικά έντυπα εκ των οποίων τα 249 εκδίδονται με συχνότητα που ποικίλει, ενώ τα 303 για ένα μόνο τεύχος6 .
Όπως υπογράμμισε ο Αντονιόλι, εβδομαδιαία έντυπα όπως το «IlLibertatio» («Ο Ελευθεριακός») της περιοχής Λα Σπέτσια, που έβγαινε από το 1903 ως το 1921 και το «L' Avvenireanarchico» («Το Αναρχικό Μέλλον») της Πίζα, που κυκλοφορούσε από το 1910 ως το 1922 με αξιοσημείωτα μεγάλο τιράζ - το περιοδικό της Πίζα άγγιζε τα πέντε χιλιάδες αντίτυπα- μπορούσαν να βγαίνουν με τακτικότητα σε κείνες τις πόλεις «όπου η μικρή αναρχική αντι-κοινωνία είχε μεγάλη συνοχή και βαθιές ρίζες κι όπου το λαϊκό περιβάλλον ήταν ιδιαίτερα διαποτισμένο από ελευθεριακές διαθέσεις. 7
Ο αναρχισμός στην Ιταλία, συνεπώς, ρίζωσε κυρίως στις βορειοκεντρικές περιοχές και στη Σικελία. Από τη Ρώμη και πάνω η διάδοση του αναρχισμού αφορά σχεδόν εξ ολοκλήρου την Τοσκάνη, εκτός από τη νοτιότερη ζώνη που είναι λιγότερο πυκνοκατοικημένη και συνδέεται με τα μεγάλα αγροτικά τσιφλίκια της επαρχίας του Γκροσέτο -επίσης, ρίζωσε στη Λιγουρία, με τα σημαντικά βιομηχανικά κέντρα και λιμάνια της Λα Σπέτσια και της Γένοβα- στο Πιεμόντε και κυρίως στην πρωτεύουσα του νομού, το Τορίνο. Άλλος σημαντικός άξονας είναι εκείνος που ξεκινά από την Ανκόνα, και περνώντας από την Εμίλια, φτάνει στην Μπολόνια, στη Μόντενα, στη Ρέτζο Εμίλια και στην Πάρμα, ενώ η τάση διάδοσης του αναρχισμού είναι πιο μεγάλη στα μικρά κέντρα της Ρομάνια (Ίμολα και Καστελμποργκέζε κ.λπ.). Η πόλη που σφύζει από δραστηριότητα στη Λομβαρδία είναι το Μιλάνο, με σημαντική επίσης παρουσία του κινήματος στη Μπρέσα και στη Μάντοβα. Η πραγματικότητα του κινήματος είναι ισχνή στις υπόλοιπες περιοχές, ξεκινώντας από το Βένετο, το Τρεντίνο, το Φριούλι-Βενέτσια-Τζούλια, τη Σαρδηνία, για να μη μιλήσουμε για την περιοχή που εκτείνεται από την Βαλ' ντ' Άοστα μέχρι την Μπασιλικάτα. Το Αμπρούτζο, η Καλάμπρια, η Πούλια και η Καμπάνια και συγκεκριμένα η Νάπολη, παρότι διαθέτουν κάποια αναρχική παρουσία, δεν κατορθώνουν ποτέ να αναδυθούν σημαντικά στο εθνικό πανόραμα. Η Σικελία είναι η μοναδική νότια περιοχή όπου η ανάπτυξη του αναρχισμού ακολουθεί μια σταθερή πορεία από την Πρώτη Διεθνή ως την κόκκινη διετία (1919-1920).
Χαρακτηριστικό στοιχείο του ιταλικού αναρχισμού είναι ότι αναπτύσσεται κυρίως στις πόλεις, και ιδίως στα βιομηχανικά κέντρα, ως πολιτική έκφραση των προλετάριων8 , παρόλο που αστικοποιήθηκαν πρόσφατα και πολλοί απ' αυτούς προέρχονταν από αγροτικές περιοχές. Με λίγα λόγια, ο ιταλικός αναρχισμός δεν απομακρύνεται πολύ απ' το γενικό πανόραμα του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος και ακολουθεί βήμα-βήμα την εξέλιξη της εκβιομηχάνισης της Ιταλίας.
Με σημείο αναφοράς πάντα την Τοσκάνη, πλησιάζουμε το μεγεθυντικό φακό πάνω της, για να αντιληφθούμε καλύτερα το βαθμό διάδοσης της ελευθεριακής παρουσίας. Όπως έχουν σήμερα οι έρευνες, δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν με ακρίβεια την αριθμητική συνιστώσα του κινήματος, κυρίως την εποχή της κυβέρνησης του Τζ. Τζολίτι. Από κάποιες προσπάθειες απογραφής που πραγματοποίησε το Υπουργείο Εσωτερικών προκύπτει ότι στην Τοσκάνη το πρώτο εξάμηνο του 1914 μπορούμε να επισημάνουμε την παρουσία 2.485 αναρχικών αγωνιστών σε 74 ομάδες, και 15.323 οργανωμένων εργατών σε 76 συνδικαλιστικές ενώσεις άμεσης δράσης (Λίγκες αντίστασης, Εργατικά Κέντρα κτλ)9 . Παρ’ όλ' αυτά, λαμβάνοντας υπόψη άλλες πληροφορίες που εξάγουμε από την διάδοση του τύπου, από τον αριθμό των εγγεγραμμένων στα Εργατικά Κέντρα, και από τα στοιχεία που διαχέουν οι αρχές, μπορούμε να διαπιστώσουμε χωρίς άλλο ότι η απογραφή του Υπουργείου υποτιμά την αναρχική παρουσία την Τοσκάνη. Ο Τζόρτζιο Σακέτι υπολόγισε για το έτος 1914 ότι υπήρχαν πάνω από 80 ομάδες στην Τοσκάνη. Στο συνέδριο για τη σύσταση της Αναρχικής Ένωσης της Τοσκάνης, που έλαβε χώρα στην Πίζα στις 17 Μαΐου του 1914, αντιπροσωπεύθηκαν 57 ομάδες (χωρίς να υπολογίσουμε τις 21 ομάδες της Καράρα που δεν συμμετείχαν)10 . Αλλά φυλλομετρώντας τον τύπο της εποχής μπορούμε εύκολα να επαληθεύσουμε ότι οι ομάδες εκείνης της περιόδου όχι μόνο έφταναν αλλά ξεπερνούσαν τον αριθμό των εκατό. Επιπλέον, μπορούμε να διαπιστώσουμε με βεβαιότητα, ότι παρ’ ότι τα αριθμητικά στοιχεία του υπουργείου υποδείκνυαν σε τελική ανάλυση ένα αρκετά συγκρατημένο ποσοστό σε σύγκριση με τις άλλες δυνάμεις τις αριστεράς, η ικανότητα κινητοποίησης των αναρχικών απλωνόταν πολύ πέρα απ' την περιορισμένη εμβέλεια του κινήματος, καλύπτοντας ευρείς τομείς της αριστεράς του Σοσιαλιστικού ή Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και αφορώντας, χάρη στην ύπαρξη ανατρεπτικών κοινοτήτων μέσα στις πόλεις, πολλά παρακλάδια του ανοργάνωτου προλεταριάτου.
H ανάγνωση των πρακτικών των δύο συνεδρίων που έλαβαν χώρα στην Πίζα το Δεκέμβριο του 1910 και τον Ιανουάριο του 1921 αποτελεί μια επιβεβαίωση των εκτιμήσεων που έγιναν γύρω από τον αριθμό των ομάδων. Πραγματικά, στο πρώτο συνέδριο εκπροσωπήθηκαν 62 ομάδες από 37 περιοχές 11 οι οποίες το 192112 ανήλθαν σε 83 ομάδες από 59 περιοχές, και αξίζει να σημειώσουμε ότι υπήρχαν κι άλλες περιοχές με δεδομένη αναρχική παρουσία, που δεν εκπροσωπήθηκαν στο συνέδριο - λόγου χάρη έλειπαν διαδοχικά, για διαφορετικούς λόγους, οι ομάδες της Μάσα, της Καράρα, της Λούκα και του Πιομπίνο.
Αν πλησιάσουμε το μεγεθυντικό φακό /εξετάσουμε από πιο κοντά όχι στις περιφέρειες αλλά την κάθε πόλη ξεχωριστά, μπορούμε να παρατηρήσουμε λεπτομερώς πώς κατανέμεται η αναρχική παρουσία στις διάφορες συνοικίες. Το δίκτυο των ελευθεριακών ομάδων στην πόλη της Πίζα, λόγου χάρη, εντάσσεται σ' ένα πολύ ζωντανό πλαίσιο λαϊκού συνεργατισμού, που αποτελείται από μουτουαλιστικές ενώσεις, λίγκες αντίστασης, από το Εργατικό Κέντρο από το 1896, κοοπερατίβες, ρεπουμπλικανικές και σοσιαλιστικές λέσχες. Τον Ιούλιο του 1891 οι αστυνομικές αρχές είχαν καταχωρίσει στα αρχεία τους 15 αναρχικές ομάδες και 950 μέλη. Ακόμα και τα επόμενα χρόνια ο αριθμός των ομάδων θα παραμείνει πάνω κάτω αμετάβλητος, όπως συνάγεται από τα στοιχεία του αναρχικού συνεδρίου στην Τοσκάνη το 1910, που καταγράφει τη συμμετοχή 15 ομάδων από την Πίζα, και της επαρχιακής συνάντησης της Πίζα που έλαβε χώρα στις 10 Οκτωβρίου 1920, στην οποία εκπροσωπήθηκαν 37 ομάδες, 13 από τις οποίες ήταν από την πόλη ενώ οι υπόλοιπες από την επαρχία13 .
Η ελευθεριακή κοινότητα: το παράδειγμα της Τοσκάνης
Η Τοσκάνη, όπως έχω μνημονεύσει και αλλού, περίπτωση σχεδόν μοναδική λόγω της παράδοσης και της συνέχειάς της, είναι κατεξοχήν γη αναρχικών, παρότι ο αναρχισμός είχε αρκετά παρόμοια χαρακτηριστικά διάδοσης και σε άλλες περιοχές όπως στη Λιγουρία, στην Εμίλια Ρομάνια, στη Μάρκε. Υπάρχουν, πράγματι, πόλεις που μπορούν αναμφισβήτητα να συναγωνιστούν την πρωτεία της Καράρα ως «αναρχικής πόλης» όπως η Ανκόνα στο νομό Μάρκε ή η Λα Σπέτσια στο νομό της Λιγουρίας. Ωστόσο θα σταθώ εδώ, για να αναλύσω σύντομα την κατάσταση στην Τοσκάνη, διότι μπορεί ν' αποτελέσει ένα καλό παράδειγμα για να κατανοήσει κανείς τη διαδικασία γέννησης και ανάπτυξης του αναρχισμού στην Ιταλία. Στην Τοσκάνη ο αναρχισμός ριζώνει ανάμεσα στους λατόμους της Καράρα14 , τους μεταλλωρύχους του Βαλντάρνο15 , τους σιδηρουργούς του Πιομπίνο16 και της Έλμπα17 , τους λιμενεργάτες και τους εργάτες των ναυπηγείων του Λιβόρνο18 , τους κεραμοποιούς, τους σιδηροδρομικούς, τους οικοδόμους και τους «πακτωτές» της Πίζα19 και τους οικοδόμους της Φλωρεντίας20 . Ο αναρχισμός της συγκεκριμένης περιοχής αποτελεί ένα φαινόμενο που δεν διαχέεται στην ύπαιθρο που είναι παραδοσιακά πιο «συντηρητική» (εξαιρουμένης της περίπτωσης της Βαλντέλσα). Αξίζει να μνημονεύσουμε ότι στην Τοσκάνη η αγροτική οικονομία εξαρτάται από το σύστημα της κολιγιάς, που διατηρείται εδώ και πολύ καιρό, και αποτελεί σημείο υπερηφάνειας για τις μετριοπαθείς ιθύνουσες τάξεις της Τοσκάνης που το θεωρούν θεμέλιο και εγγύηση τόσο για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης όσο και μιας κραταιάς πατερναλιστικής νοοτροπίας. Αυτή η ανάλυση δεν είναι αβάσιμη: οι κολίγοι -οι οποίοι έλκονται ιδιαίτερα από την ιδέα του αυτάρκους αγροκτήματος- συνιστούν για όλο τον 19ο αιώνα μια από τις κοινωνικές βάσεις της εξουσίας των αφεντικών. Οι αγροτικές μάζες θα αρχίσουν να οργανώνονται μόνο κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, και προσανατολίζονται από τη μία προς τον κόσμο του σοσιαλισμού και από την άλλη του χριστιανοσοσιαλισμού. Οι εργάτες, αντίθετα, που γοητεύονται από τον αναρχισμό, αποτελούν, αντικειμενικά, την πιο μοντέρνα και καλύτερα οργανωμένη πρωτοπορία του νέου προλεταριακού κινήματος. Δίπλα σε κατηγορίες παραδοσιακών επαγγελμάτων όπως οι λατόμοι μαρμάρου, οι οποίοι, άλλωστε, στο τέλος του αιώνα και στις αρχές του επόμενου υποβάλλονται σε μια μεγάλη διαδικασία μετασχηματισμού και εντατικοποίησης του παραγωγικού τους κύκλου, προστίθενται οι νέοι εργάτες της χαλυβουργίας του Πιομπίνο, που είναι σε μεγάλο βαθμό πρώην αγρότες και μικροτεχνίτες, οι οποίοι εντάσσονται ξαφνικά σε έναν υπερβολικά μοντέρνο παραγωγικό κύκλο, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο της διαδικασίας εκβιομηχάνισης του έθνους. Όλοι, ωστόσο, είναι εργάτες-μάστορες, που προέρχονται από μια χειροτεχνική αντίληψη της εργασίας και γνωρίζουν αρκετά καλά ολόκληρο τον κύκλο της παραγωγής στον οποίο εντάσσονται? κι αυτή η κουλτούρα της «γνώσης» και της «συνείδησης ότι γνωρίζουν το ίδιο το επάγγελμα» ευνοεί σε αυτή την κατηγορία μισθωτών μια μεγάλη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Αυτό το δεδομένο δεν πρέπει να υποτιμάται γιατί έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε την ανθρώπινη διάσταση του εργάτη-μάστορα, ο οποίος διαφοροποιείται πολύ, πολιτισμικά και πολιτικά, από τον τεϊλορικό και φορντικό εργάτη. Οι πιο προωθημένες πρωτοπορίες του συνδικαλισμού της άμεσης δράσης που στην Ιταλία ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένος από τον αναρχισμό, ένιωθαν αναμφισβήτητα υπερήφανες που γνώριζαν τη συνολική παραγωγική διαδικασία και που ήταν σε θέση να την μπλοκάρουν .
Τα εργατικά σωματεία, μια πραγματική έκρηξη της λαϊκής συμμετοχής στη ζωή της κοινότητας, στα οποία εφαρμόζονται οι αρχές της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης, υπήρξαν η πρώτη κοινωνική δομή των ανατρεπτικών κοινοτήτων. Αρχικά, τα σωματεία των εργατών και τεχνιτών συγκροτούν την κοινωνία της αλληλοβοήθειας και των λεσχών της λαϊκής εκπαίδευσης που συχνά συμπληρώνονται από μικρές κινητές βιβλιοθήκες. Τα σωματεία, με λίγα λόγια, έρχονται να απαντήσουν για πρώτη φορά στο κενό της κοινωνικής και πολιτιστικής πρόνοιας του ιταλικού κράτους, όπως το συνειδητοποίησαν οι κατώτερες τάξεις που ενεπλάκησαν άμεσα στη διαδικασία της ιταλικής παλιγγενεσίας και δεν ήταν πλέον διατεθειμένες να κάθονται με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας την αγαθοεργία των κυριάρχων τάξεων.
Συγκριτικά με τις οικονομικές/συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι αναρχικοί έχουν όλη αυτή την περίοδο διαφορετικές τοποθετήσεις ιδεολογικού τύπου: άλλοτε αντιτίθενται ξεκάθαρα κι άλλοτε τις υπερασπίζονται? όπως και να 'χει, πάντως, οι αναρχικοί αποτελούν μέρος αυτής της διαδικασίας ανάπτυξης του εργατικού κινήματος.
Η Πρώτη Διεθνής βρίσκει, λοιπόν, γόνιμο έδαφος και καταλήγει να προστεθεί γεωγραφικά πάνω από τον παλιό συνεργατικό ιστό. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην Πίζα, τα ίδια μέλη των παλιών εργατικών οργανώσεων συνιστούν τους ιδρυτές των καινούριων τμημάτων της Διεθνούς. Μ' αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα δίχτυο κοινωνικών σχέσεων που θα αποτελέσει έπειτα τη βάση για τη διάδοσή της Διεθνούς. Δεν έχει ακόμα τις δικές της έδρες, αλλά χρησιμοποιεί νοικιαζόμενους χώρους, όπως, αρκετές φορές, το πίσω μέρος των καπηλειών, των τσαγκαράδικων και των κουρείων. Αυτοί είναι τα στέκια συνάντησης των αναρχικών και διάδοσης της αναρχικής και γενικότερα ελευθεριακής κουλτούρας - και σ' αυτά τα στέκια θα προστεθούν τα επόμενα χρόνια οι έδρες από τις λίγκες, τα εργατικά κέντρα και τις ορθολογικές ενώσεις.
Η πρώτη διεθνής δεν είναι μια οργάνωση «συνδικαλιστικού» τύπου αλλά κυρίως «πολιτική» οργάνωση. Θα χρειαστεί, πραγματικά, να περιμένουμε μέχρι το τέλος του αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα για να δούμε να γεννιούνται και να αναπτύσσονται οι εθνικές συνδικαλιστικές κλαδικές ομοσπονδίες. Ωστόσο, όπως έχω προαναφέρει, η παρέμβαση των αναρχικών στον εργατικό συνδικαλισμό δε θα είναι μια γραμμική διαδικασία, όπως επίσης είναι γεγονός ότι στην Ιταλία δεν αναπτύσσεται, όπως σε άλλες χώρες π.χ. τη Γαλλία και την Ισπανία, μια πραγματική αναρχοσυνδικαλιστική εμπειρία. Ο συνδικαλισμός της άμεσης δράσης στην Ιταλία έχει ισχυρά ελευθεριακά στοιχεία αλλά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Σ' αυτό συμβάλλουν, εκτός από τους αναρχικούς, οπαδοί του επαναστατικού συνδικαλισμού που προέρχονται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας και οι «πούροι» συνδικαλιστές21 .
Έτσι λοιπόν, σε μικρές πόλεις και κωμοπόλεις, οι κατώτερες τάξεις της Τοσκάνης θα δημιουργήσουν ένα humussovversivo με μοναδικά χαρακτηριστικά, ακόμα και σε σύγκριση με το γειτονικό σοσιαλιστικό και ρεπουμπλικανικό περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι σοσιαλιστές με το μεγαλύτερο κύρος εκείνη την εποχή ασκούσαν δριμεία κριτική στον «εξτρεμισμό», στιγματίζοντάς τον ως ένα φαινόμενο «παιδιάστικου εξεγερτισμού» και πολιτικής καθυστέρησης σε σχέση με τη σύγχρονη και πειθαρχημένη οργάνωση του κόμματος.
Η ισχυρή επίδραση που ασκεί η ελευθεριακή προπαγάνδα στις κατώτερες τάξεις της Τοσκάνης σχετίζεται με την ύπαρξη μιας τάξης ιδιαίτερα ριζοσπαστικοποιημένης ως προς τη συλλογική και ατομική συμπεριφορά/ Η ελευθεριακή προπαγάνδα επηρεάζει τις κατώτερες τάξεις της Τοσκάνης, αφού υπάρχει μια ταξική συνείδηση βαθιά ριζωμένη στις συλλογικές και ατομικές συμπεριφορές. Συγκεκριμένα το έργο του Πιέτρο Γκόρι, στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και στις αρχές τις δεκαετίας του 1890, διαχέει σε κάθε γωνιά της περιοχής τη φωνή των αναρχικών. Ο Γκόρι διαθέτει την ικανότητα να συντονίζεται με τις λαϊκές μάζες του άνω Τιρένο και να συλλέγει/μαντεύει τις διαθέσεις τους, εμπνέοντας ένα αναρχικό όραμα που φαίνεται άμεσα πραγματοποιήσιμο.
Φανταστείτε μια κοινωνία στην οποία όλοι οι πολίτες, σχηματίζουν ελεύθερα ομοσπονδίες ομάδων, σωματείων και επαγγελματικών ή καλλιτεχνικών ενώσεων, να είναι συνιδιοκτήτες των πάντων: της γης, των ορυχείων, των εργοστασίων, των σπιτιών, των μηχανών, των εργαλείων της δουλειάς, των μέσων συναλλαγής και παραγωγής? φανταστείτε όλους αυτούς τους ανθρώπους, ενωμένους από μια ολοφάνερη αρμονία συμφερόντων, να διοικούν κοινωνικά, χωρίς κυβερνώντες, τις δημόσιες υποθέσεις, απολαμβάνοντας από κοινού τα πλεονεκτήματα, και δουλεύοντας από κοινού για να αυξήσουν τη συλλογική ευημερία, - και θα έχετε την ιδανική αναρχία22 .
Ο αναρχισμός διαθέτει στο γονότυπό του εκείνα τα χαρακτηριστικά που, στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και με το συγκεκριμένο τύπο κατώτερων τάξεων, διευκόλυναν τη διάδοσή του. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στη συνειδητή επιλογή της αποχής από τις εκλογές, στην ανυποχώρητη αντίληψη περί οριζόντιων, ομοσπονδιοποιημένων και αντιγραφειοκρατικών εργατικών οργανώσεων, στη, μερικές φορές «μυστικιστική» πίστη στον αυθορμητισμό των μαζών, στο «φιντεϊστικό» όραμα της αγωνιστικής στράτευσης. Με αυτά τα χαρακτηριστικά ο αναρχισμός διαδίδεται στις διάφορες κοινότητες των εργατών της Καράρα, του Βαλντάρνο, του Πιομπίνο, του Λιβόρνο και της Πίζα.
Οι κοινότητες των κατώτερων τάξεων ζούσαν σε χωριά και συνοικίες που όλες έμοιαζαν μεταξύ τους και συντόνιζαν τις κοινωνικές σχέσεις με διάφορες συλλογικές στιγμές που έφταναν από τη γιορτή ως την διαμαρτυρία.
Η αρχιτεκτονική των συνοικιών και των χωριών ήταν πάνω κάτω παρόμοια: το κέντρο γενικά καταλαμβανόταν από μια πλατεία ή έναν κεντρικό δρόμο, κληρονομιά της μεσαιωνικής πολεοδομίας όπου ξεπρόβαλαν τα μαγαζιά των τεχνιτών, κυρίως των κουρεών και των τσαγκάρηδων23 . Οι κουρείς και οι τσαγκάρηδες υπήρξαν από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, δύο από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της διάδοσης των σοσιαλιστικών και αναρχικών ιδεών. Τα μαγαζιά τους προσέφεραν ένα προνομιούχο σημείο παρατήρησης της ζωής της κοινότητας. Γενικά οι κουρείς και οι τσαγκάρηδες ήταν έστω και λίγο μορφωμένοι, ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν, κι αυτό τους επέτρεπε να διαδίδουν τα έντυπα και τις προπαγανδιστικές μπροσούρες. Από τα μαγαζιά τους περνούσε όλη η κοινότητα της κωμόπολης και συχνά το πίσω μέρος των μαγαζιών τους μετατρεπόταν σε αυτοσχέδια έδρα όπου συγκεντρώνονταν οι ομάδες των αγωνιστών. Άλλος τόπος της κοινότητας, ο οποίος θα γίνει μέσα σε λίγο διάστημα ένας από τους σημαντικότερους φορείς ανατρεπτικού χώρου, είναι το καπηλειό, συνήθως ένας πολύ φτωχός χώρος, που αποτελείται από δύο δωμάτια, με χωριάτικα τραπέζια: καμία σχέση με τα καφέ των κυρίων24 Στο καπηλειό, τόπος ουσιαστικά ανδρικός, γίνονταν οι συζητήσεις, όποιος ήξερε να διαβάζει, διάβαζε για τους άλλους τις ειδήσεις και τα σχόλια των εντύπων, ιδίως αυτών που ήταν απαγορευμένα από τις αρχές. Όχι τυχαία οι δυνάμεις της τάξης προσπάθησαν αμέσως να παρεισφρήσουν ανάμεσα στους θαμώνες των καπηλειών χαφιέδες και προβοκάτορες, επιδιώκοντας όχι μόνο να συλλέξουν πληροφορίες αλλά και να ελέγξουν από μέσα το ανατρεπτικό περιβάλλον. Και σε περιπτώσεις κινητοποιήσεων ή διαμαρτυριών τα πρώτα μαγαζιά που έκλειναν οι αρχές ήταν τα καπηλειά.
Άλλη περίπτωση συγκέντρωσης και προσδιορισμού της ανατρεπτικής ταυτότητας της κοινότητας ήταν η γιορτή, η οποία κατά τη διάρκεια του χρόνου εξέφραζε τη «χαρά» της ζωής, συγκριτικά με την ώρα της δουλειάς. Υπήρχαν ποικίλες αφορμές για να γίνουν αυτές οι γιορτές, και ήταν συχνά άμεσα συνδεδεμένες με κάποια προπαγανδιστική δραστηριότητα ή υποστήριξης του τύπου. Οι γιορτές αυτές ήταν πολύ οργανωμένες, μπορούσαν να τραβήξουν όλη μέρα και σχεδόν πάντα είχαν στο πρόγραμμά τους μια θεατρική παράσταση. Γενικά, οι αγωνιστές και οι συμπαθούντες/ υποστηρικτές τους συμμετείχαν με όλη την οικογένεια στο θεατρικό δρώμενο παριστάνοντας συχνά αυτοσχεδιαστικά ηθοποιούς και μουσικούς.
Ανάμεσα στους πιο γνωστούς αγωνιστές που χρησιμοποιούσαν το θέατρο σαν μέσο προπαγάνδας ήταν φυσικά ο Πιέτρο Γκόρι, που μας άφησε πολλά κείμενα, όπως «Έντιμος κόσμος», «Ιδανικό», «Πρωτομαγιά», «Proximustuus» κ.τ.λ., μονόπρακτα και σύντομα κοινωνικά προσχέδια, που είχαν απλές ιστορίες και ήταν εύκολα κατανοητά από ένα λαϊκό κοινό. 25 Και άλλοι αγωνιστές, που δεν ενεπλάκησαν τόσο πολύ με τη λογοτεχνική παραγωγή, δοκίμασαν τις δυνατότητές τους σε θεατρικά έργα για να αποδείξουν τον καθόλου περιθωριακό ρόλο αυτής της τέχνης στην κοινωνική δράση των αναρχικών. Ο ίδιος ο Μαλατέστα μας άφησε ένα μικρό έργο, που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, με τίτλο «Απεργία»26 .
Η θεατρική παράσταση εισάγει ένα νέο στοιχείο στον ορισμό/ στην αποσαφήνιση της ταυτότητας της ελευθεριακής κοινότητας, αυτό του αυτοπροσδιορισμού. Στην πλειοψηφία των έργων που ανεβαίνουν στη σκηνή από ερασιτέχνες ηθοποιούς και καλλιτέχνες/ που αυτοσχεδιάζουν, μπορούμε να αναγνωρίσουμε εύκολα την αυτοπροβολή της εικόνας της ίδιας της κοινότητας και των ιδανικών της. Με λίγα λόγια, το φαινόμενο των παραστάσεων του κοινωνικού θεάτρου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το οποίο δεν είχε διερευνηθεί επαρκώς ούτε από τη ιστοριογραφία ούτε από τη θεατρική κριτική27 , μας επιτρέπει να κατανοήσουμε, ελλείψει άλλων πηγών, τις διαθέσεις, τα συναισθήματα και τα όνειρα των ανδρών και των γυναικών που διαμόρφωναν το αναρχικό κίνημα. Υποδηλώνονται, άλλωστε, μέσα απ' αυτή την αυτό-αναπαράσταση, βαθιά ταξικά χαρακτηριστικά, υπό την έννοια ότι αυτή αποτελεί μέρος αποκλειστικά του κόσμου των «χειρωνακτών εργατών». Τόσο στα κείμενα των έργων και στον τρόπο με τον οποίο τα θεάματα ανεβαίνουν στη σκηνή, όσο και στην εκπαίδευση των «ερασιτεχνών καλλιτεχνών/ που αυτοσχεδιάζουν», διαφαίνεται μια «αντι-διανοουμενίστικη» τάση: ο «εργάτης του πνεύματος» θεωρείται μέλος της αστικής τάξης.
Αυτή η βαθιά αίσθηση ότι ανήκουν στην ίδια τάξη, οδηγεί στον αποκλεισμό όποιου υιοθετεί διαφορετικές συμπεριφορές που κάνουν τους άλλους να υποπτευθούν, κατά κάποιο τρόπο, μια «προδοσία» της κοινής υπόθεσης. Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που βαφτίζουν τα παιδιά τους, που παντρεύονται στην εκκλησία, που κάνουν τους απεργοσπάστες ή που δε συχνάζουν στις διάφορες πρωτοβουλίες, επιπλήττονται δημόσια, στα έντυπα και στις συγκεντρώσεις, και στις περιπτώσεις που κάποιος υποτροπιάζει, διατάσσεται ένα είδος «εκτοπισμού» από την κοινότητα.
Η οικογένεια των ανατρεπτικού ζευγαριού διέφερε ακόμα και στο θέμα της ελεύθερης συμβίωσης. Το ζήτημα του ελεύθερου έρωτα ήταν ένα από τα θέματα που πραγματευόταν η προπαγανδιστική πολιτική με μεγάλη επιμονή και θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε πόσοι αγωνιστές επέλεγαν τη συμβίωση αντί του γάμου28 . Φυσικά το φαινόμενο εξαπλώθηκε κυρίως στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου. Επίσης, ήταν αρκετά συνηθισμένο να δηλώνουν στις απογραφές άθεοι και ότι δεν ανήκουν σε καμία θρησκεία.
Επιπλέον, στην ελευθεριακή οικογένεια ακόμα και η γέννηση του πρώτου παιδιού αποτελεί μια ευκαιρία για να εγκαταλειφθούν οι λαϊκές παραδόσεις που συνηθίζονταν μέχρι τότε, και να διαλέξουν ένα όνομα που αποτελεί για άλλη μια φορά επιβεβαίωση του κοινοτικού ιδανικού ή μια ευχή για ένα καλύτερο μέλλον.
Ακόμα και το ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης είναι ένα θέμα που αφορά τις κοινότητες· στις λαϊκές συνοικίες ξεπροβάλλουν δειλά-δειλά οι πρώτες γυναικείες ενώσεις. Με το ζήτημα της οικογένειας και της γυναικείας χειραφέτησης, συνδέεται άμεσα και μια άλλη προβληματική: το ζήτημα της εκπαίδευσης. Έγιναν διάφορες προσπάθειες να δημιουργηθούν λαϊκά και ελευθεριακά σχολεία, ιδίως μετά το θάνατο του Φραντσίσκο Φερρέρ. Ωστόσο, η μοναδική εμπειρία που είχε κάποια συνέχεια ήταν εκείνη του Κλίβιο στα περίχωρα του Βαρέζε, που ξεκίνησε το 1907 και επεβίωσε μέχρι το 192229 . Άλλες επεβίωσαν για μικρό χρονικό διάστημα, εξαιτίας διάφορων λόγων αλλά κυρίως εξαιτίας της εχθρότητας των κυβερνητικών και εκκλησιαστικών αρχών.
Αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αποτελούσαν τη βάση της εξελισσόμενης αντι-κοινωνίας, η οποία μέρα με τη μέρα αποκτούσε συνείδηση της ανατρεπτικής της ταυτότητας προσμένοντας εσχατολογικά τη μοιραία μέρα που θα ξημέρωνε η επανάσταση. Αυτή η αγωνία για την πραγμάτωση του ιδανικού και την ανατροπή εκφραζόταν περισσότερο τις μέρες του αγώνα, κατά τη διάρκεια των απεργιών και των μεγάλων γεγονότων. Ένα από τα γεγονότα που εκφράζουν καλύτερα την ικανότητα της ελευθεριακής κινητοποίησης/ σε ελευθεριακό επίπεδο, ανάμεσα στις κινητοποιήσεις στη Λουνιτζιάνα τον Ιανουάριο του 1894 και την κόκκινη βδομάδα τον Ιούνιο του 1914, ήταν, αναντίρρητα, η αυθόρμητη απεργία διαμαρτυρίας για τον τουφεκισμό του Φραντσίσκο Φερρέρ. Αυτή η απεργία, αποκορύφωμα μιας κινητοποίησης που διαρκούσε αρκετό καιρό, διέφερε από όλες τις άλλες, επίσης σημαντικές κινητοποιήσεις, για δύο βασικούς λόγους: ο λόγος που ξέσπασε η κινητοποίηση ήταν τελείως και ξεκάθαρα ασύνδετη από την τοπική κατάσταση, και ότι η απεργία, η οποία εκδηλώθηκε ταυτόχρονα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, ήταν μια πολιτική και διεθνιστική απεργία· επίσης επρόκειτο, δε νομίζω ότι υπάρχουν παρόμοια παραδείγματα, για μια απεργία ενάντια στην καθολική εκκλησία. Για τους αναρχικούς η φιγούρα του Φερρέρ, που υπήρξε εξαρχής σύμβολο του αγώνα ενάντια στον σκοταδισμό της Εκκλησίας, αποτέλεσε την ιδεώδη εικόνα του ελευθεριακού παιδαγωγού που διαδίδει την ορθολογική κουλτούρα, κι έτσι μυθοποιήθηκε αμέσως. Ο μύθος του Φερρέρ, στην Τοσκάνη, προηγείται λίγο χρονικά από κείνον του Γκόρι με μεγάλες αναλογίες στη συμπεριφορά των ομάδων των αγωνιστών και στις τελετές εις μνήμην τους30 .
Στην Τοσκάνη δεν υπήρχε μέρος που να μην συμπαρασύρθηκε από το κύμα της γενικής απεργίας και διαμαρτυρίας ενάντια στην εκτέλεση του Ισπανού ελευθεριακού παιδαγωγού, και οι κινητοποιήσεις κράτησαν αρκετές εβδομάδες με διαδηλώσεις, συνελεύσεις και διαλέξεις, με επεισόδια και συλλήψεις. Στην πρώτη γραμμή των διαμαρτυριών βρίσκονταν όλα τα «προχωρημένα κόμματα» από τους σοσιαλιστές μέχρι τους δημοκρατικούς και από τους ριζοσπάστες μέχρι τους μασόνους, αλλά κυρίως οι αναρχικοί.
Αλλά πριν απ' όλα, πριν από τον αγώνα, πριν από την γενική απεργία, ως πρόδρομος της κοινωνικής επανάστασης κατατάσσεται ο μύθος του οδοφράγματος, ο τόπος-σύμβολο της επαναστατικής εξέγερσης. Στο φαντασιακό των εξεγερμένων εκείνης της εποχής, το οδόφραγμα ήταν ο πιο άμεσος καρπός του μύθου της γαλλικής επανάστασης του 1789 και των επαναστάσεων του 1848, που εδραιώθηκε από τα οδοφράγματα για την ιταλική παλιγγενεσία και την Κομμούνα του Παρισιού. Οι λατόμοι της Καρράρα και των γύρω περιοχών έστησαν οδοφράγματα το 1894 προσπαθώντας μάταια να εμποδίσουν την πρόσβαση/διέλευση των ενισχύσεων των Αρχών, και οι προλετάριοι του Μιλάνο αμύνθηκαν με οδοφράγματα ενάντια στην άγρια καταστολή του στρατηγού Μπάβα Μπεκάρις τις μέρες των κινητοποιήσεων για το ακριβό ψωμί το 1898. Έτσι, για τους αναρχικούς το στοίβαγμα επίπλων/πραγμάτων και διάφορων αντικειμένων για να κλείσουν το δρόμο μετατρεπόταν σ' ένα είδος «θυσιαστηρίου» της νεανικής ζωής των ειλικρινών αγωνιστών «που θυσιάζονταν για την ιδέα». Έναν ανώνυμος αρθογράφος του «IlLibertario» («Ο Ελευθεριακός») το 1903 έκλεινε το άρθρο του, στο οποίο αναρωτιόταν αν το οδόφραγμα είναι ακόμα επίκαιρο, ως εξής:
[.] εκεί, στο οδόφραγμα, στο οποίο ανεμίζει στο χάδι της αστραφτερής/δροσερής αύρας η σημαία της εξέγερσης, υπερασπιζόμενη από ανθρώπους που υποφέρουν, που αγαπούν τη ζωή, που λατρεύουν τους δικούς τους, που, προ ολίγου, όταν κατάλαβαν ότι μπορεί να μην ξαναγυρίσουν, αγκάλιασαν για τελευταία φορά και έδωσαν το τελευταίο φιλί, με απερίγραπτο πάθος, στην γυναίκα και τα παιδιά τους, και που είναι αποφασισμένοι να πεθάνουν, σας ρωτώ, λοιπόν, αν δεν βλέπετε σ' αυτά τα πρόσωπα να ακτινοβολεί η αντρίκια διαπαιδαγώγηση με την καλή έννοια του όρου, και η ύψιστη ιδέα του πολιτισμού, αυτή που μας κάνει να δωρίσουμε την τόσο αγαπητή σε όλους ζωή, στο Ιδανικό· [.]
Τώρα λοιπόν, σας ρωτώ αν δεν πρόκειται για ένα εξόχως παιδαγωγικό/ επιμορφωτικό πνεύμα, αυτό που εμψυχώνει εκείνους τους γενναιόψυχους, που ξέρουν ότι θα ηττηθούν κι όμως δίνουν τη μάχη, πετώντας τις θαλερές ζωές τους στην άβυσσο του τίποτα, κι αν, μέσα στην σκοτεινιά της βαθιάς και βροχερής νύχτας που μας τύλιγε, ενώ ακούγεται από μακριά ο ρυθμικός βηματισμός των δολοφονικών περιπόλων, αυτός ο άμορφος σωρός από δοκάρια, υλικά και πέτρες που φράζει το δρόμο, δεν αντιπροσωπεύει την υψηλότερη σύλληψη του πολιτισμού και της παιδείας, και δεν αποτελεί μια γόνιμη αχτίδα που ρίχνει ο ήλιος του μέλλοντος στην σκοτεινιά του παρόντος31 .
Ωστόσο, η προσμονή του «ήλιου του μέλλοντος» δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στους αγώνες, αλλά σχετιζόταν επίσης και με τις γιορτινές και επετειακές στιγμές, όπως η «ιερή» επέτειος της Πρωτομαγιάς. Ο ερχομός της Πρωτομαγιάς, ένα γεγονός πραγματικά εναλλακτικό στις γιορτές των αφεντικών, έγινε μέσα σε λίγο διάστημα ένα από τα σημαντικότερα συμβάντα γι' αυτές τις κοινότητες, βγάζοντάς τις από το κλειστό και περιορισμένο πλαίσιο και παίρνοντας τη μορφή της συνέλευσης για να μετατραπεί σε «αγροτική γιορτή» της υπαίθρου, όπου συνδυάζονταν στιγμές παιχνιδιού και ψυχαγωγίας με στιγμές προπαγάνδας και διαμαρτυρίας, σαν να ήθελαν να επικυρώσουν με σθένος της παρουσία τους που τίθεται, όμως, συνεχώς, σε αμφισβήτηση από τις κατασταλτικές πρακτικές του Κράτους32 . Μια άλλη «λαϊκή» τελετουργία/έθιμο της ελευθεριακής κοινότητας, όπως και της σοσιαλιστικής και της ρεπουμπλικανικής, είναι τα εγκαίνια ενός λάβαρου/ σημαίας33 ή μιας νέας λέσχης, γεγονότα τα οποία η κοινότητα βιώνει συλλογικά και έντονα, και με τα οποία συνδέεται συχνά η πραγματοποίηση διάφορων θεαμάτων και όπου καλούνται να συμμετάσχουν μουσικές μπάντες.
Το κοινωνικό φαντασιακό των κατώτερων τάξεων δεν τροφοδοτούνταν απλώς από τη «λαϊκή εθιμοτυπία/ λαϊκές τελετουργίες», ούτε από την ορθολογική και ελευθεριακή κουλτούρα εν γένει, όσο, κυρίως, από τη δημιουργία/ κατασκευή των «εργατικών» μύθων. Και ο μύθος δεν είναι μόνο το κοινωνικό-ιστορικό γεγονός, όπως η «Μεγάλη Επανάσταση» του 1789 ή η Κομμούνα του Παρισιού (για τους αναρχικούς, ο επετειακός εορτασμός της 18ης Μαρτίου ήταν, πριν ακόμη απ' αυτόν της Πρωτομαγιάς, ημέρα κατ' εξοχήν διεθνιστική) αλλά διαμορφώνεται και γύρω από τα πρόσωπα εκείνων των αγωνιστών που γίνονται σημεία αναφοράς επικεντρώνοντας πάνω τους την προσοχή, τις επιδιώξεις, το «ιδανικό μοντέλο του επαναστάτη». Στην Ιταλία, όσον αφορά τον ελευθεριακό κόσμο, μπορούμε αναμφισβήτητα να μιλήσουμε για μύθους τουλάχιστον στην περίπτωση του Κάρλο Καφιέρο και του Πιέτρο Γκόρι. Γύρω από το πρόσωπο του Γκόρι πήζουν, καθώς ρευστοποιούνται, τα αισθήματα της κοινωνικής απελευθέρωσης και η ελπίδα του «ήλιου του μέλλοντος» για διάφορες γενιές αγωνιστών.
Η ίδια η βιογραφία του αγωνιστή Γκόρι με τις παράτολμες πτυχές του/της, μαζί με τα φυσικά χαρίσματα της ρητορείας και της επικοινωνιακής ικανότητας, πραγματικά σπάνιες για την εποχή, είναι αυτά που τροφοδοτούν το «μύθο». Ένας αξιόπιστος μάρτυρας της εποχής, ο Λουίτζι Φάμπρι, σ' ένα γράμμα προς την συντρόφισσα Μπιάνκα, μας άφησε μια εκπληκτική εικόνα του Γκόρι και των τόπων που άγγιζε με την προπαγάνδα του:
Πού να 'βλεπες εκείνον τον ενθουσιασμό που αφύπνισε ο Γκόρι με την ομιλία του και με πόση πίστη και σθένος συνεχίζει όλο το χωριό την απεργία! Τα ορυχεία είναι άδεια εδώ και κάμποσες μέρες: κανείς απεργοσπάστης, κανείς προδότης! Ο Γκόρι έβγαλε την λόγο του στην πλατεία, από ένα παράθυρο· στην πλατεία βρισκόταν όλο το χωριό· το μισό πλήθος ήταν νέες και ηλικιωμένες γυναίκες. Οι νέες τραγουδούσαν υπέροχα τον ύμνο των εργατών. Μετά την ομιλία, εμείς θέλαμε να ανεβούμε στα βαγόνια, αλλά το πλήθος μας περικύκλωσε, και με την παντιέρα της λίγκας στο κεφάλι, διέσχισε όλο το χωριό τραγουδώντας τον ύμνο των εργατών και φωνάζοντας ζήτω η απεργία! ζήτω η επανάσταση! ζήτω η ελευθερία! ζήτω ο κομουνισμός! ζήτω η οργάνωση! ζήτω η αναρχία! Οι γυναίκες ήταν πιο ενθουσιώδεις από τους άντρες· μερικές, σε ένδειξη ενθουσιασμού ,σήκωναν ψηλά τα μωρά τους και μια ηλικιωμένη ήρθε να φιλήσει το χέρι του Γκόρι, για να του ευχηθεί «να του χαρίσει ο Κύριος όλα τα καλά» [.]34 .
Ο θάνατος του Πιέτρο Γκόρι βιώθηκε με μεγάλη συγκίνηση σε κάθε σημείο της χώρας, με πολλές πρωτοβουλίες και αναρίθμητες εκδηλώσεις προς τιμήν του «ποιητή της αναρχίας». Τη μεταφορά της σωρού από το Πορτοφεράιο μέχρι το Ροζινιάμο Μαρίτιμο όπου ενταφιάστηκε, ακολούθησε τέτοιο πλήθος ανθρώπων που ποτέ ως τότε δεν είχε μαζευτεί σε ανάλογες περιστάσεις. Από το 1912 μέχρι το 1922 η επέτειος του χαμού του Πιέτρο Γκόρι μνημονεύεται σε κάθε πόλη και χωριό της Τοσκάνης, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές, με διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις στις οποίες συμμετέχουν πάντα χιλιάδες προλετάριοι. Για να κατανοήσουμε πόσο ισχυρός ήταν ο συνδετικός δεσμός ανάμεσα στον Πιέτρο Γκόρι και την Τοσκάνη, και κυρίως την τιρενική ακτή που εκτείνεται από την Λα Σπέτσια μέχρι την Τσιβιταβέκια, διασχίζοντας την Καράρα, την Πιέτρασαντα, το Βιαρέτζιο, την Πίζα, το Λιβόρνο, το Ροζινιάμο Μαρίτιμο, το Καστενιέτο Καρντούτσι, το Πιομπίνο, το Πορτοφεράιο, τη Φολόνικα κ.λπ., αρκεί να θυμηθούμε ότι σε κάθε μια από αυτές τις πόλεις, εκείνη τη δεκαετία, εγκαινιάστηκαν αναμνηστικές πλάκες, μνημεία, πλατείες και δρόμοι εις μνήμην του «ευγενικού ποιητή»35 . Άλλα σημαντικά ίχνη του «γκοριανού μύθου» ξαναβρίσκονται, επίσης, στο Βαλντάρνο της περιοχής του Αρέτζο (Καβρίλια, Σαν Τζοβάνι Βαλντάρνο κ.λπ.) όπου η ελευθεριακή παρουσία ήταν πάντοτε ζωντανή, κυρίως ανάμεσα στους μιναδόρους. Κι οι τόποι αυτής της «ελευθεριακής λατρείας» έγιναν, με την άνοδο του φασισμού, τόποι σύγκρουσης και μάχης, όπου οι ομάδες δράσεις του Μουσολίνι προσπάθησαν να ξεριζώσουν φυσικά την ελευθεριακή παρουσία καταστρέφοντας συστηματικά τα σύμβολα, και πρώτα απ' όλα τα αγάλματα και τις αναμνηστικές πλάκες εις μνήμην του «περιπλανώμενου ιππότη». Κι εκεί που δεν κατάφεραν με τη βία να τα ακυρώσουν, επιχείρησαν ούτε λίγο ούτε πολύ να τα οικειοποιηθούν φτάνοντας στο σημείο να επινοήσουν έναν Γκόρι «πρόδρομο του φασισμού».
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη επισκόπηση της ελευθεριακής κοινότητας, δε γίνεται να μη μιλήσουμε για την τελευταία κατ' εξοχήν «λαϊκή τελετουργία/ έθιμο» την κηδεία και την καύση του νεκρού. Η στιγμή της κηδείας δεν αποτελεί απλώς το «περίλυπο» αντίο στον σύντροφο ή στην συντρόφισσα που αφήνουν την κοινότητα, αλλά συνιστά κι αυτή ένα ανατρεπτικό γεγονός, συλλογικού προσδιορισμού, μια άμεση, ορατή και πραγματική μαρτυρία του ορθολογισμού και της λαϊκής και αντικληρικής κουλτούρας. Γύρω από το γεγονός της κηδείας αναπτύσσεται ο ορθολογιστικός συνεργατισμός και οι ενώσεις της καύσης του νεκρού, καθώς και λαϊκές τελετουργίες/ έθιμα με μια μελετημένη και ξεχωριστή σκηνογραφία, σε ανοιχτή σύγκρουση με τις καθολικές ενώσεις και τελετουργίες/ έθιμα. Μπορούμε αναμφισβήτητα να επιβεβαιώσουμε ότι οι αντικληρικές ενώσεις αποτελούν ένα από τα επιβλητικά και ευρέως διαδεδομένα φαινόμενα που εκτείνεται στο γεωγραφικό χώρο που περιέβαλαν οι κατώτερες τάξεις από τον 19ο ως τον 20ο αιώνα. Η «λατρεία» των πολιτικών κηδειών θα γίνει τόσο εκρηκτική, που σε πολλές περιπτώσεις οι αρχές θα προσπαθήσουν να απαγορέψουν τις επικήδειες πομπές για το συνηθισμένο λόγο της «δημόσιας τάξης». Ο «λαϊκός θάνατος» αποτελούσε μια μόνιμη διεκδίκηση των αντικληρικών ενώσεων και η Τοσκάνη ήταν μια από της περιοχές που πρωτοστατούσε σ' αυτό το φαινόμενο36 .
Συμπεράσματα
Στον επίλογο αυτής της σύντομης έκθεσης ορισμένων χαρακτηριστικών της ιστορίας του ιταλόφωνου αναρχισμού, προκύπτει αυθόρμητα το ερώτημα πώς είναι δυνατόν ένα κίνημα με τόσο πλούσιες παραδόσεις και ριζωμένο τόσο βαθιά στην κοινωνία σχεδόν να εξαφανιστεί στη μεταπολεμική περίοδο. Κι αν συνέβη αυτό, ποια είναι η κληρονομιά που άφησε αυτή η εμπειρία στις νέες γενιές των αγωνιστών που ξεπρόβαλαν τα χρόνια της φοιτητικής αμφισβήτησης και που έκαναν να ξανασηκωθεί η μαύρη παντιέρα της αναρχίας; Δεν είναι δυνατόν, απ' αυτή τη θέση, να κάνουμε μια ολοκληρωμένη και πλήρη ανάλυση που ξεφεύγει από το θέμα αυτής της παρέμβασης, αλλά θα θέλαμε απλώς να διατυπώσουμε μερικές τελικές παρατηρήσεις που μας ξανασυνδέουν με το θέμα του συνεδρίου: «Έχει μέλλον ο αναρχισμός;»
Η τύχη και η παρακμή του ιστορικού αναρχισμού μπορούν να εξηγηθούν κάτω με διάφορα επιχειρήματα, αλλά νομίζω ότι -πέρα από τα εύκολα και προβλέψιμα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν αυτοί που, από καιρό σε καρό, ήθελαν να δικαιολογήσουν το θάνατο του αναρχισμού, και αναφέρομαι συγκεκριμένα στους ιστορικούς που προέρχονται είτε από τη φιλελεύθερη είτε από τη μαρξιστική-λενινιστική παράδοση- ο αναρχισμός ακριβώς από την ίδια του τη φύση αποφεύγει τους κλασικούς φραγμούς/περιχαρακώσεις των κοινωνιολογικών και πολιτικών αναλύσεων, αφού δεν μπορεί να μελετηθεί σαν ένα απλό κόμμα ή πολιτικό κίνημα. Ούτε μπορεί, κατά την άποψή μου, να υποστηριχθεί ότι ο αναρχισμός ηττήθηκε εξαιτίας των αντιφάσεών του στο ζήτημα της οργάνωσης37 .
Ο Γκράμσι θεωρούσε τον αναρχισμό ένα κίνημα θρησκευτικού χαρακτήρα όπου «η χαρακτηριστική πειθαρχία των πολιτικών κομμάτων» αντικαταστάθηκε από διάφορους δεσμούς όπως «η προσωπική φιλία, η εκτίμηση για το πρόσωπο του άλλου/ για το συνάνθρωπο, το κύρος του ονόματος, ο φόβος να χαρακτηριστεί κάποιος προδότης»38 .
Ο κομουνιστής ηγέτης, αν, από τη μία, εστίαζε σ' ένα από τα χαρακτηριστικά του αναρχισμού, δηλαδή σ' αυτό της «θρησκευτικότητας», από την άλλη δεν κατανοούσε, και για έναν υλιστή/ματεριαλιστή είναι σοβαρό ζήτημα, το αντικειμενικό δεδομένο του πραγματικού ριζώματος του αναρχισμού στον προλεταριακό κόσμο εκείνης της εποχής. Αλλά η προμελετημένη/προσχεδιασμένη επιδίωξη/στόχος να καταδείξει ότι ο αναρχισμός δεν είχε καμία σχέση με το εργατικό κίνημα, καταγράφοντάς τον σαν «τάση του ανθρώπινου πνεύματος (των αστών και των προλετάριων)», δεν επιτρέπει στον Γκράμσι να αντιληφθεί τον αναρχισμό ως μία από τις κύριες εκφράσεις της ανατρεπτικής υποκειμενικότητας εκείνων των προλετάριων που το Κομουνιστικό Κόμμα ήθελε με κάθε κόστος να εντάξει στις οργανώσεις του.
Όταν ο φασισμός με τη βοήθεια του Κράτους και του μεγάλου κεφαλαίου άρχισε να επιτίθεται στις δυνάμεις της αριστεράς για να διαλύσει την εργατική αντίσταση, ξεκίνησε ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος ενάντια στις εργατικές κοινότητες. Στόχος των τοπικών ηγετών του φασιστικού κινήματος ήταν να καταστρέψουν εκείνο το δίκτυο των ενώσεων, των λαϊκών κατοικιών, των εργατικών κέντρων και των λεσχών που συνιστούσαν την ανατρεπτική αντί-κοινωνία. Παράλληλα άρχισε η καταδίωξη των αγωνιστών και των οικογενειών τους, κι έπειτα ήρθε η σειρά της καταστροφής των συμβόλων: παντιέρες, μνημεία και αναμνηστικές πλάκες. Οι φασιστικές ομάδες δράσης ήθελαν να μετατρέψουν σε καμένη γη/ αφανίσουν ολοσχερώς τα μέρη όπου έζησε η ανατρεπτική κοινότητα. Αλλά ακριβώς σε κείνα τα μέρη η αντίσταση στο φασισμό ήταν πιο αποφασιστική και συμπαγής από οπουδήποτε αλλού, όπως έχει υπογραμμίσει ο Άγγλος ιστορικός Τόμπιας Αμπς, αναφέροντας την περίπτωση της πόλης του Λιβόρνο39 .
Τα επόμενα χρόνια σε πολλές πόλεις της Τοσκάνης κατεδαφίστηκαν τελείως ολόκληρες λαϊκές συνοικίες, ειδικά αυτές οι οποίες αντιστέκονταν πιο πολύ στο φασισμό, και στη θέση τους χτίστηκαν σπίτια και «χωριά» που δεν είχαν καμία σχέση με τις προηγούμενες δομές. Ο φασισμός δεν κατάστρεφε απλώς, αλλά όπου μπόρεσε, προσπάθησε να αντικαταστήσει το ανατρεπτικό φαντασιακό. Άλλωστε, οι φασίστες ηγέτες, ξεκινώντας από τον ίδιο τον «ντούτσε», προέρχονταν σε μεγάλο μέρος από τις γραμμές του σοσιαλισμού και γενικά του ανατρεπτικού χώρου, και γνώριζαν την πραγματικότητα αυτού του χώρου όπως και τις τεχνικές που οικοδομούν τη συναίνεση. Έτσι, οι λαϊκές κατοικίες αντικαταστάθηκαν από τις φασιστικές κατοικίες, οι εργατικές λέσχες από τις φασιστικές λέσχες αναψυχής και το ίδιο συνέβη και με τα συνδικάτα. Τα μνημεία και οι αναμνηστικές πλάκες της ιστορίας του σοσιαλισμού και του αναρχισμού αντικαταστάθηκαν από τα αντίστοιχα της εθνικής και μερικές φορές και της ρωμαϊκής ιστορίας. Στην τιρενική ακτή της Τοσκάνης, λόγου χάρη, καταστράφηκαν συστηματικά όλες οι αναμνηστικές πλάκες και τα μνημεία που ήταν αφιερωμένα στον Πιέτρο Γκόρι, εκτός από εκείνη του Πορτοφεράιο η οποία απομακρύνθηκε, αλλά δεν καταστράφηκε, μόλις το 1940.
Επίσης, το φασιστικό καθεστώς ευνόησε την βιομηχανική αναδιοργάνωση που επέτρεψε την καθιέρωση του φορντισμού στα κυριότερα εργοστάσια της Ιταλίας και είχε ως συνέπεια τη διάδοση της ιδέας ότι η δουλειά βασίζεται στον «παραγωγισμό» και στον ανειδίκευτο εργάτη, και την αναπόφευκτη σταδιακή περιθωριοποίηση του εργάτη-τεχνίτη.
Η κρίση του αναρχισμού συμπίπτει, λοιπόν, με την αποσύνθεση της ανατρεπτικής κοινότητας, τη μοιραία εξαφάνιση του εργάτη-τεχνίτη, και την καθιέρωση στην κοινωνία νέων μοντέλων, νέων μύθων και νέων αυταρχικών δομών ολοκληρωτικής προέλευσης, -είτε φασιστικού είτε μπολσεβικικού τύπου-. Όποιο στοιχείο του ελευθεριακού ανατρεπτικού χώρου επέζησε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αφομοιώθηκε ουσιαστικά από την διπρόσωπη πολιτική του Κομουνιστικού Κόμματος, το οποίο όσον αφορά τη βάση του διατηρούσε μια αμφιλεγόμενη «επαναστατική» στάση, εκμεταλλεύοντας στο έπακρον την αυταπάτη του «σοβιετικού μύθου», και όσον αφορά το Κράτος έδινε εγγυήσεις «κυβερνησιμότητας» και «σταθερότητας», αναλαμβάνοντας στην πράξη έναν «αντεπαναστατικό» ρόλο.
Εν κατακλείδι, η εξαφάνιση της «ανατρεπτικής κοινωνικότητας» σηματοδοτεί το τέλος όχι μόνο του αναρχισμού αλλά και όλων των επαναστατικών κινημάτων αυτού του αιώνα, αφού έχασε την «αντί-αυταρχική εναλλακτική λύση/ επιλογή» την ικανότητα και την δύναμη να θεσμίζει κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα διάφοροι μελετητές, με διάφορες οπτικές γωνίες, επιχειρούν να αποκαταστήσουν την κοινωνική κληρονομιά/ έδωσαν νέα ώθηση στην ιδέα της αναβίωσης της κοινωνικής κληρονομιάς του πρώιμου εργατικού κινήματος, της κοινωνικότητάς του που βασιζόταν στο σολινταρισμό στην αλληλοβοήθεια, στην αυτονομία και στην κριτική απέναντι στον κρατικισμό της ρεφορμιστικής αριστεράς40 κτλ.
Συμπερασματικά, μπορούμε κατά βάση να συμφωνήσουμε στο γεγονός ότι ο αναρχισμός, ως φαινόμενο που γεννήθηκε με την Πρώτη Διεθνή, ολοκλήρωσε τον ιστορικό του κύκλο με την Ισπανική Επανάσταση του 1936-39, ωστόσο, είναι εξίσου αλήθεια ότι νέες μορφές του αναρχισμού, που γεννήθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, δεν έχουν ακόμα καταδείξει εξ ολοκλήρου τις δυνατότητές τους αλλά, ευτυχώς, ενυπάρχουν στη σύγχρονη κοινωνία σαν μια λογική τάση διερεύνησης μιας εναλλακτικής εξέλιξης και εδραίωσης της αρχής της ελευθερίας.
1 Στην Ιταλία το μοναδικό κείμενο που έχει εκδοθεί εδώ και είκοσι χρόνια είναι το: "L'anarchismodopolaComune. I casi italiano e spagnolo", της Eva Civolani, Milano, Franco Angeli, 1981
2 Πρβλ. Robert Michels, Storia Critica del movimento socialista italiano. Dagli inizi fino al 1911, Firenze, Soc. An. Editrice "La voce", 1926, σ. 44
3 Πρβλ Pier Carlo Masini, La Prima Internazionale, Maurizio Antonioli, Pier Carlo Masini, Il sol del Avvenire. L'anarchismo in Italia dalle origini alla Prima Guerra Mondiale, Pisa, BFS (Biblioteca Franco Serantini) edizioni, 1999, σσ. 12-13
4 Franco Della Peruta, La consistenza numerica dell'Internazionale in Italia nel'1874, στο "Movimento Operaio" Δεκ. 1949-Ιαν.1950, σσ. 104-106. Βλέπε επίσης, Renato Zangheri, Storia del socialismo italiano. Volume primo. Dalla rivoluzione francese a Andrea Costa, Torino, Einaudi, 1993, σσ. 408-414
5 Πρβλ Errico Malatesta, Πρόλογος στον τόμο του Max Nettlau, Bakunin e l'internazionale in Italia dal 1864 al 1872, Ginevra, Edizioni de II Risveglio, 1928, σ. XXIII.
6 Για την επεξεργασία των στοιχείων από το πλήθος των ανολοκλήρωτων τίτλων, ξεκίνησα από το βασικό έργο του LeonardoBettini, Biografia dell'anarchismo. (Κεφ.1, τομ.1),Periodicie numeri unici anarchici in lingua italiana pubblicati in Italia (1872-1971), Firenze, CP, 1972, από τα δελτία των ανέκδοτων παραρτημάτων που μου παραχώρησε ευγενικά ο φίλος RomanoBroggini, και από μια εργασία απογραφής που πραγματοποιήθηκε στη βιβλιοθήκη μας.
7 Πρβλ. Maurizio Antonioli, Pier Paolo Masini, Il Sol dell'avvenire. L'anarchismo in Italia dalle origini alla Prima..., ο.π. σ. 149.
8 Ο όρος προλετάριος χρησιμοποιείται εδώ με την κοινή ιταλική έννοια του μισθωτού είτε της επαρχίας είτε της πόλης, και δε συνδέεται αποκλειστικά με τον κόσμο της σύγχρονης βιομηχανίας.
9 Πρβλ. LuigiLotti, La settimana rossa, Firenze, LeMonnier, 1965. OLotti δημοσιεύει στο παράρτημα το συνοπτικό πίνακα Situazione parziale e generale, per provinie e per colori politici, delle Associazioni sovversive e movimento avvenuto nelle associazioni stesse durante il 1° semestre 1914, επιμέλεια του αρμόδιου Γραφείου του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το έγγραφο που συνόψιζε το Υπουργείο Εσωτερικών εκτιμά 9.483 αναρχικούς σ' όλη την εθνική επικράτεια, 204 σωματεία και ελευθεριακές ομάδες με 6.544 μέλη, και 123.556 εγγεγραμμένους στις 507 επαναστατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Για τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς στην Τοσκάνη υπάρχουν τα ακόλουθα στοιχεία: 15.801 εγγεγραμμένοι σε 166 ομάδες και λέσχες? Σοσιαλιστές (διαφόρων τάσεων) 44.255 εγγεγραμμένοι σε 550 τμήματα και λέσχες. Συνομοσπονδιακά συνδικάτα 14.176 μέλη σε 75 σωματεία.
10 Πρβλ. Giorgio Sacchetti, Sovversivi in Toscana (1900-1919), Todi (PG), Altre edizioni, 1983, σ.80.
11 Τα πρακτικά του συνεδρίου δημοσιεύτηκαν στο "L'Avvenireanarchico", a.2, n.1 της 1ης Ιαν. 1911
12 Πρβλ. "Bollettino dell'Unione Anarchica della Provincia di Pisa e di Grosseto", suppl. al. n. 3 de "L'Avvenire anarchico", a.12 (24 Iαν. 1921).
13 Πρβλ. "L'Avvenire anarchico", a.11, n. 31 της 15 Οκτ. 1920.
14 Για την ιδιαίτερη περίπτωση του αναρχισμού της Καρράρα βλέπε τα έργα του Lorenzo Gestri, Capitalismo e classe operaia in provincial di Massa e Carrara. Dall'Unita d'Italia all'eta giolittiana, Firenze, Leo S. Olschki, 1976 - Ugo Fedeli, Anarchismo a Carrara e nei paesi del marmo. Dall'Internazionale ai moti del'94, Pisa-Carrara, BFS edizioni-Cooperativa Tipolitografica, 1994? Gino Vatteroni, "Abasso i dazi, viva l'anarchia". Storia dell'insurrezione carrarese del 1894, Carrara (MS), 1994? Massimiliano Giorgi, Nel sindacalismo di azione diretta prima della Grande Guerra: Alberto Meschi e la Camera del lavoro di Carrara (1911-1915), Carrara (MS), La Cooperativa Tipolitografica Editrici, 1998.
15 Για τον αναρχισμό του Βαλντάρνο υπάρχουν πολλές μελέτες και συγκεκριμένα αυτή του Giorgio Sacchetti, Presenze anarchiche nell'aretino dal XIX al XX secolo, Pescara, Samizdat, 1999.
16 Για το Πιομπίνο βλέπε τα έργα του Pietro Bianoni, Il movimento operaio a Piombino, Firenze, La Nuova Italia, 1970? Ivan Tognarini, Fascismo, antifascismo, resistenza in una citta operaia. 1. Piombino dalla Guerra al crollo del fascismo (1918-1943), Firenze, CLUSF, 1980.
17 Για την Έλμπα βλέπε τη μελέτη του C. Biffoli και του M. Lungonelli, Una classe operaia in formazione: i siderurgici de Portoferraio (1901-1905), στο «Studi Storici», a. 1985, n. 1, σσ. 53-68.
18 Για το Λιβόρνο βλέπε τα δοκίμια του Nicola Badaloni, Democratici e socialisti livornesi nell'Ottocento, Roma, Editori riuniti, 1966 - Tobias Abse, 'Sovversivi' e fascisti a Livorno (1918-1922). La lotta politica e sociale in una citta industriale della Toscana, Livorno, Quaderni della Labronica, 1990.
19 Για τις συνθήκες των κατώτερων τάξεων στην Πίζα στις αρχές του 20ου αιώνα βλέπε το δοκίμιο του Alessandro Marianelli, Il movimento operaio e socialista a Pisa sul finire dell'eta giolittiana, στο "Movimento operaio e socialista", n. 1 (1978). Για τις ρίζες του αναρχισμού στην Πίζα Πρβλ. Franco Bertolucci, Anarchismo e lotte sociali a Pisa 1871-1901. Dalla nascita dell'Internazionale alla Camera del lavoro, Pisa, BFS edizioni, 1988.
20 Για τον αναρχισμό στη Φλωρεντία και στο Έμπολι βλέπε τις μελέτες του Luigi di Lembo, Il movimento anarchico a Firenze (1922-1930), στο "Citta & Regione", n. 6 (1980)? Libertario Guerrini, Il movimento operaio nell'empolese 1861-1946, Roma, Editori riuniti, 1970? Antifascismo e antifascisti nell'empolese, επιμέλεια του Rineo Cirri, Firenze, G. Pagnini editore, 1992. Για τη Σιένα βλέπε το κείμενο L'antifascismo senese nei documenti della Polizia e del Tribunale Speciale (1926-1943), επιμέλεια του Rineo Cirri, Siena, Nuova Immagine editrice, 1993.
21 Πρβλ. Anarchisme & syndicalisme. Le Congres Anarchiste International d'Amsterdam (1907), Εισαγωγή της Ariane Mieville και του Maurizio Antonioli, Paris, Nautilus, editions du Monde Libertaire, 1997.
22 Πρβλ. Pietro Gori, La questione sociale e gli anarchici, στο P. G. Scritti scelti, τομ.1, Sociologia anarchica, conferenze, Cesena, Edizioni l'Antistato, 1968, p. 76.
23 Μια ιστορική έρευνα για τις λαϊκές συνοικίες των βασικότερων ιταλικών πόλεων στις οποίες ο αναρχισμός είχε σημαντική παρουσία είναι πολύ σημαντική, υπάρχουν ελάχιστες αξιόλογες μελέτες, ξεχωρίζουν αυτές του MarcelloZane, Anarchici di quartiere. Antifascismo e vita quotidiana nel quartiere indistriale Campo Fiera di Brescia, στο «Rivista storica dell'anarchismo», a. 2, n. 1 Ιαν.-Ιουν. 1995, σσ. 29-56 και Fabrizio Giulietti, I gruppi anarchici "Barriera di Nizza" e "Barriera di Milano" nella rete della polizia fascista. Torino 1930, στο «Rivista storica dell'anarchismo», a. 4, n. 2 Ιουλ.-Δεκ. 1997, σσ. 47-67.
24 Για τον κόσμο των καπηλειών και των οινοπωλείων βλέπε το μονογραφικό τεύχος Proletari in osteria του «Movimento operaio e socialista", a. 8, n.s. n. 1, Ιαν-Απρ. 1985 και συγκεκριμένα το άρθρο του Renato Monteleone, Socialisti o "ciucialiter"? Il PSI e il destino delle osterie tra socialita e alcoolismo, σσ. 3-22.
25 Για το θέατρο του Πιέτρο Γκόρι βλέπε το δοκίμιο του Maurizio Antonioli, Il teatro sociale di Pietro Gori, in Maschera e rivoluzione. Visioni di un teatro di ricerca, επιμέλεια του Fernando Mastropasqua, Pisa, BFS edizioni, 1999, σσ. 64-71.
26 Πρβλ. Errico Malatesta, Sciopero: drama in tre atti, Ginerva, Libreria del Risveglio, 1933.
27 Αυτή η καθυστέρηση στην ιστοριογραφική έρευνα για το πολιτικό και κοινωνικό θέατρο στην Ιταλία επισημάνθηκε αρκετές φορές από τον Gianni Isola στα δοκίμιά του Utopia soliale e societa del futuro nel teatro socialista italiano delle origini, στο «Movimento operaio e socialista», a. 11 n. s., n. 3 Σεπτ.-Οκτ. 1988, σσ. 469-480 και La ribalta socialista in Italia fra Otto e Novecento, στο «Ventesimo secolo», a. 1, n. 2-3, Μάιος- Δεκ. 1991, σσ. 387-441. Οι μελέτες του Isola, ωστόσο, είναι, σε μεγάλο μέρος, προσανατολισμένες στη χρήση του θεάτρου στο σοσιαλιστικό πεδίο παραλείποντας την ελευθεριακή εμπειρία. Βλέπε επίσης το Il teatro socialista a Genova. Luoghi, autori, pubblico (1892-1915) του FrancoRagazzi στο «Ventisimosecolo» a. 5, n. 14-15 Μάιος- Ιουν.1995, σσ. 369-415.
28 Τα έντυπα της εποχής πραγματεύονταν επανειλημμένως το ενδιαφέρον ζήτημα του ελεύθερου έρωτα αλλά δεν είχε πάντα ένα άμεσο πρακτικό αντίκρισμα, κυρίως όσον αφορά τη γυναίκα. Έτυχε πολλές φορές να βρεθούν στα προσωπικά αρχεία μερικών αγωνιστών καταγγελίες για φυσική κακοποίηση των συντροφισσών τους. Επίσης, παρουσιάζει ενδιαφέρον η προσπάθεια να γίνουν ανάμεσα στις γυναίκες μαθήματα σεξουαλικής αγωγής και ενημέρωση για την προσωπική υγιεινή από άλλες γυναίκες. Αξίζει να αναφέρω, τέλος, τα σχόλια ενός αρκετά γνωστού αγωνιστή από την Πίζα, του GiovanniRossi, οραματιστή και ιδρυτή της αναρχο-κομουνιστικής Αποικίας της Cecilia, στο νότο της Βραζιλίας, στο Parana, που περιγράφει την εμπειρία του σε μια μπροσούρα που δημοσιεύτηκε/εκδόθηκε το 1893 στο Λιβόρνο με τίτλο Cecilia comunita anarchica sperimentale. Un episodio d'amore nella colonia "Cecilia". (Τσετσίλια, μια πειραματική αναρχική κοινότητα. Ένα επεισόδιο αγάπης στην κοινότητα «Τσετσίλια») Το κείμενο ξαναεκδόθηκε από την Βιβλιοθήκη Φράνκο Σεραντίνι το 1993.
29 Πρβλ. Gli anarchici di Clivio e la scuola razionalista, επιμέλεια τουAmerigo Sassi, Azzate (VA), Macchione editore, 1998.
30 Για τις «προ Φερρέρ» κινητοποιήσεις βλέπε το δοκίμιο του Lorenzo Gestri, Luigi Campolonghi e il "caso Ferrer": due inediti, στη Biblioteca Civica di Massa, επετηρίδα 1980, σσ. 211-228. Για τις αντικληρικούς αγώνες στις αρχές του αιώνα πρβλ. E. Decleva, Anticlericalismo e lotta politica nell'eta giolittiana. II. l'estrema sinistra e la formazione dei blocchi popolari, στο «Nuova rivista storica», a. 53, n. 5-6 (1969), σσ. 541-617.
31 «Il libertario», a. 1, n. 12 της 1ης Οκτ. 1903, άρθρο La barricata υπογραφής του Coclite.
32 Από τις πολυάριθμες μελέτες για την παράδοση της Πρωτομαγιάς ξεχωρίζει η μελέτη του MaurizioAntonioli, Vieni o maggio. Aspetti del Primo Maggio in Italia tra Otto e Novecento. Milano, Franco Angelli, 1988.
33 Για τη χρήση των λάβαρων του εργατικού κινήματος βλέπε Giorgio Spini, Le origini del socialismo. Da Utopia alla bandiera rossa, Torino, Einaudi, 1992, σσ. 337-346 και το δοκίμιο του Lorenzo Gestri «Ecco la nostra bandiera!» (Barricata della Chanverie, giugno 1832). Considerazioni preliminari ad una ricerca sui vessili operai, in Ricerche di storia moderna IV in onore di Mario Mirri, επιμέλεια της Giuliana Biagioli, Pisa, Pacini, 1995, σσ. 435-457. Για μια γενική/περιεκτική απεικόνιση της ιστορίας των εργατικών παντιέρων στην Ιταλία βλέπε το Un'altra Italia nelle bandiere dei lavoratori. Simboli e culutra dall'unita d'Italia all'avvento del fascismo, επιμέλεια του CentroStudiPieroGobetti, IstirutoStoricodellaResistenzainPiemonte, Torino, 1980
34 Παρατίθεται από την LuceFabbri, Luigi Fabbri storia d'un uomo libero, Pisa, BFSedizioni, 1996, σ. 69.
35 Από όλη εκείνη την γκοριανή παράδοση παραμένουν μέχρι σήμερα ορατά ίχνη σε διάφορες πόλεις της τιρεννικής ακτής της Τοσκάνης και στο Ροζινιάμο Μαρίτιμο, στα περίχωρα του Λιβόρνο, στην θετή πόλη του, υπάρχει ένα μικρό μουσείο με κειμήλια του Γκόρι, που ανακαινίστηκε πρόσφατα και άνοιξε στο κοινό. Για τη μνήμη του Γκόρι στην Τοσκάνη βλέπε τα έργα των M. Castri, E. Jona, L. Panti, Documenti, testimonianze orali, interventi critici riguardanti Pierto Gori, RosignamoMarittimo, Μάρτιος 1974 και ComunediPortoferraio, CircoloculturaleAntonioGramsciARCI/UISPPortoferraio, Pietro Gori e l'Elba (Frammenti della vita di un anarchico raccontati dalla gente), n.u. Ιουλ. 1974, επιμέλεια του P. Piscitello και S. Rossi, με πρόλογο του E. Jona.
36 Γι' αυτό το θέμα βλέπε F. Conti, A. M. Isastia, F. Tarozzi, La morte laica. I. Storia della cremazione in Italia (1880-1920), Torino, Paravia, 1998. Για την Τοσκάνη επρόκειτο να εκδοθεί ένα δοκίμιο του LorenzoGestri το οποίο, ξεκινώντας από την περίπτωση των Ενώσεων για την Καύση των νεκρών στην Πίζα προσφέρει διάφορα ενδιαφέροντα ερεθίσματα για τη διάδοση του φαινομένου της καύσης των νεκρών και του αντικληρικού συνεργατισμού στην περιοχή από τον 19ο ως τον 20ο αιώνα.
37 Πρβλ. Emilio Falco, Armando Borghi e gli anarchici italiani 1900-1922, Urbino, Quattro Venti, 1992, σ. 179
38 Πρβλ. Antonio Gramsci, L'ordine nuovo 1919-1920, Torino, Einaudi,1954, σ. 477.
39 Πρβλ.Tobias Abse 'Sovversivi' e fascisti a Livorno (1918-1922). La lotta politica e sociale in una citta industriale della Toscana, Livorno, Quaderni della Labronica, 1990, σσ. 254-255.
40 Στην Ιταλία γι' αυτό το θέμα ασχολήθηκε αρκετά ο Marco Revelli, βλέπε αναφορικά τα δοκίμιά του Le due destre, Torino, Bollati Boringhieri, 1996 και La sinistra sociale. Oltre la civilta del lavoro, Torino, Bollati Boringhieri, 1997. Στη Γαλλία γι' αυτό το θέμα, αλλά με πιο ριζοσπαστικές θέσεις, έχει γράψει ο Alain Bihr και μπορεί κανείς να δει αναφορικά το δοκίμιό του Dall' «assalto al cielo» all'«alternativa». Oltre la crisi del movimento operaio europeo. Pisa, BFS edizioni, 1998.
*Ευτοπία No 13. http://journal.eutopia.gr/el/topoi-kai-mythoi-ston-anarhismo-tis-italias-to-19o-kai-20o-aiona