Είχα απομακρυνθή μόνος εις ένα δάσος του Gabon, άοπλος. Και προχωρούσα εις την τύχην ανάμεσα εις ωραίαν έκτασιν, γεμάτην χλόη και άνθη.
Έξαφνα, δύο βήματα μπροστά μου είδα ξαπλωμένο κοντά εις το δένδρο έναν θεώρατο γορύλλα… Ετρόμαξα… ήθελα να φύγω, αλλ’ ο φόβος μ’ εκάρφωσε στο έδαφος… Δεν ημπορούσα να κάμω βήμα… τα δόντια μου έτριζαν από τον φόβο.
Εν τούτοις παρά την τρομακτικήν όψιν του, καμμία εχθρότητα ή άγριον ένστικτον, ούτε οργήν μου έδειχνε το τεράστιον ζώον. Ήτο εις γέρων γορύλλας ήσυχος και δυνατός και ο οποίος τουλάχιστον προς στιγμήν είχεν έκφρασιν ειρηνικήν. Όταν μου πέρασεν ο φόβος μου εφάνη ότι το φοβερόν ζώον με παρετήρει με πατρικήν περιέργειαν.
- Πλησίασε, μου είπε. Μη φοβείσε καθόλου.
Έκαμα κάποιο βήμα προς αυτόν και οι δυο μας εκαθήσαμεν εις τα πόδια του δένδρου επάνω εις μίαν ρίζαν του. Ο γορύλλας μ’ εκύτταξε κάμποσιν ώρα χωρίς να ομιλήση. Έπειτα μ’ εψηλάφησε τα χέρια, τα πόδια, τον θώρακα… και με τόνο ευσπλαγχνικό, ανάμικτο με ζηλοτυπία, ίσως περιφρονητικώς, με ηρώτησε:
- Λοιπόν, συ είσαι ο άνθρωπος;
- Ναι, απήντησα εγώ, ολίγον εντροπαλός.
-Δεν είσαι ώμορφος, μου είπε.
Έπειτα από ολίγη σιωπή εξηκολούθησε.
- Πώς είσαι μικρός! οι μυς σου είναι μαλακοί, τα κόκκαλά σου εύθραυστα, τα μπράτσα σου κοντά… Και τι πράγμα είνε αυτό το λείο δέρμα το οποίον φλογώνει και με το παραμικρότερο τσίμπημα της σκνίπας; Και πώς ημπορείς ν’ αναπνεύσης τον αέρα γεμάτον από δηλητήρια, τα οποία εξέρχονται από αυτό το δάσος, με ένα στήθος τόσο δα στενό;
Εκούνησε το κεφάλι του και επανέλαβε πάλιν με τόνον απείρου λύπης:
- Λοιπόν, συ είσαι ο άνθρωπος;
Και προσέθεσε:
- Δεν είμαι υπερήφανος δια σε.
Εγώ δεν εγνώριζον τι να ειπώ, αλλ’ ο γορύλλας μ’ έβγαλε απ’ αυτήν την στενοχώρια και με ευγένεια με διέκοψε:
- Ας ιδούμεν, μου είπε, τι έκαμες από την ημέραν…
- Ποια ημέρα;
- Από την ημέρα όπου εις μίαν στιγμή τρέλλας έκαμα να εξέλθη από μένα η κατηραμένη αυτή ανθρωπίνη φυλή.
- Αλλοίμονον, απήντησα εγώ, έκαμα πολλά πράγματα.
- Πολλά πράγματα κακά, δεν είνε αλήθεια;
- Δεν υπερηφανεύομαι πολύ.
- Ειπέ μου τίποτε απ’ όσα έκαμες.
- Τι, θέλεις να γελάσης μαζή μου, του είπα, συ ο οποίος φαίνεσαι ότι έχεις θαυμάσιαν σοφίαν;
- Ίσως, διότι δεν είμαι υποχρεωμένος να κλαίω… Εμπρός, ομίλει…
- Ε, λοιπόν, αφού το θέλεις, άκουσε. Αφ’ ότου ήρχισα να φυτρώνω εις τη γην… είχα την ιδέαν να δημιουργήσω θρησκείας και πατρίδας… ανεκάλυψα παππάδες και στρατιώταις δια να υπηρετήσω τους πρώτους και διατηρήσω τους δεύτερους.
- Ναι, ο πόλεμος!.. Συ ανεκάλυψες τον πόλεμον… ενώ ηδύνασαι να ζης τόσον ελεύθερα όπως κι εγώ ζω εις τα ωραία δάση, εις τας όχθας των λιμνών, ανάμεσα εις την φύσιν, όπου πανταχού ευρίσκονται καρποί εύχυμοι, το καθαρόν ύδωρ των πηγών και οι μαλακοί τάπητες των ανθέων δια να αναπαύησαι και να κοιμάσαι. Οποία κτηνωδία!..
- Αλλοίμονον! επίστευσα ότι θα είχεν ανάγκη να μείνη ο άνθρωπος εις το ψεύδος και τον φόβο, δια να τον εκμεταλλεύομαι…
- Α, βλάκα… έκαμες ένα ωραίο παιχνίδι έτσι… Δεν γνωρίζω ακριβώς εκείνα, τα...
Της Ελένης Καρασαββίδου*
Το φθινόπωρο του 1906 εξελίχθηκε στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών μια από τις σημαντικότερες «ξεχασμένες» δίκες της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
Δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν, με τη Συνθήκη του Βερολίνου, η Θεσσαλία, μαζί με την Αρτα, είχαν προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος και στο προσκήνιο της ελληνικής πολιτικής ζωής ερχόταν ό,τι εκπροσωπούσαν οι 584 οικογένειες στις οποίες ανήκε περισσότερη από τη μισή καλλιεργήσιμή τους γη.
Τα τσιφλίκια αυτά, προστιθέμενα στα τσιφλίκια που υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της τότε ελληνικής επικράτειας, συγκροτούσαν μια τάξη που εκπροσωπούνταν στη Βουλή και κατάφερνε να μπλοκάρει κάθε προσπάθεια για απαλλοτρίωση και διανομή της...
*Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος της εισήγησης του κύκλου εκδηλώσεων με τίτλο «Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα» που πραγματοποιήθηκε στον αυτοδιαχειρίζομενο χώρο Επί Τα Πρόσω.
Πρώτες οργανωτικές προσπάθειες ελληνικού προλεταριάτου (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 21-26):
Η συγκέντρωση/οργάνωση της εργατικής τάξης δεν έγινε ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Η εργατική επαγγελματική συνείδηση, ενώ αρχίζει να σχηματίζεται από το 1875, αργεί πάρα πολύ να ενοποιήσει τις εργατικές δυνάμεις. Μεσολάβησε μισός αιώνας περίπου από τον καιρό που ιδρύθηκε το πρώτο εργατικό σωματείο ίσαμε το 1918 που ιδρύθηκε η...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018