Η απεργία για 40 Ώρες υπό την ηγεσία της Επιτροπής Εργαζομένων του Clyde ήταν η πιο ριζοσπαστική απεργία που έχει δει το Clydeside τόσο στις τακτικές όσο και στα αιτήματά της.
Οι στόχοι της απεργίας ήταν εμφανώς πολιτικοί· ήταν να εξασφαλίσουν τη μείωση των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας σε 40 προκειμένου οι αποστρατευμένοι στρατιώτες να μπορούν να βρουν απασχόληση, και να σταματήσει η επανεμφάνιση ενός αποθεματικού ανέργων, διατηρώντας έτσι τη δύναμη της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο.
Οι ηγέτες της Επιτροπής Εργαζομένων Clyde (CWC) είχαν απορρίψει μια εθνική συμφωνία διαπραγμάτευσης για 47-ώρες τη βδομάδα που είχε συναφθεί μεταξύ των εργοδοτών των μηχανικών και εκπροσώπων των μηχανικών και των ναυπηγικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η CWC είχε επίσης κερδίσει ευρεία υποστήριξη μεταξύ των εργαζομένων και άλλων σημαντικών συνδικαλιστικών φορέων της περιοχής Clydeside για τα αιτήματά τους για 40-ωρη εργασία τη βδομάδα.
Αρχικά οι εργοδότες του Clydeside ήταν αδιάφοροι για την απεργία, η αίσθηση ήταν ότι η απεργία ήταν το αποτέλεσμα μιας διαμάχης μεταξύ των επίσημων και ανεπίσημων ηγετών των συνδικαλιστικών οργανώσεων και ότι αυτό είχε λίγο να κάνει με εκείνους. Τόσο οι κυβερνητικοί όσο και οι εμπορικοί εκπρόσωποι ήταν επίσης αρχικά αδιάφοροι, θεωρώντας ότι χωρίς κρατική υποστήριξη η απεργία γρήγορα θα ξέφτιζε.
Αυτές οι θέσεις θα άλλαζαν δραματικά τέσσερις μέρες κατά τη διάρκεια της απεργίας. Ως τις 30 Ιανουαρίου 1919, 40.000 εργαζόμενοι στις βιομηχανίες και τα ναυπηγεία του Clydeside συμμετείχαν στην απεργία. Επιπλέον οι εργαζόμενοι στην ηλεκτρική ενέργεια στη Γλασκώβη συμμετείχαν στην απεργία σε ένδειξη συμπαράστασης, όπως είχαν κάνει και 36.000 ανθρακωρύχοι στα ανθρακωρυχεία του Λαναρκσάιρ και Στιρλινγκσάιρ. Έχει αναφερθεί ότι κατά την πρώτη βδομάδα της απεργίας ούτε μια εμπορική ένωση στο Clydeside δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Η ταχεία εξάπλωση της απεργίας αποδόθηκε στη μεγάλης κλίμακας ανάπτυξη γρήγορων απεργοφυλάκων από την CWC, που έγιναν σε μεγάλο βαθμό από απολυμένους φαντάρους.
Στις 29 Ιανουαρίου 1919, ύστερα από έναν αγώνα απεργιών στη Γλασκώβη και μια πορεία στην Πλατεία Γεωργίου, μια αντιπροσωπεία από την CWC κατάφερε να εξασφαλίσει μια συνάντηση με τον Κοσμήτορα της Γλασκώβης. Στη συνάντηση αυτή οι ηγέτες της απεργίας ζήτησαν από τον Κοσμήτορα να ζητήσει από το Συμβούλιο να υποχρεώνει τους εργοδότες να παρέχουν στους εργαζόμενους 40-ωρη βδομάδα. Ο Κοσμήτορας ήταν ανίκανος ή απρόθυμος να δώσει στους αντιπροσώπους μια απάντηση στο αίτημά τους χωρίς να συμβουλευτεί τους συναδέλφους, και τους ζήτησε να επιστρέψουν στις 31 Ιανουαρίου οπόταν θα τους διαβεβαίωνε ότι θα ήταν σε θέση να τους δώσει μια απάντηση.
Η μάχη της Πλατείας Γεωργίου (Ματωμένη Παρασκευή) 1919
Την Παρασκευή 31 Ιανουαρίου του 1919 πάνω από 60.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Γεωργίου για να υποστηρίξουν την απεργία για 40-ώρες και να ακούσουν την απάντηση του Κοσμήτορα στο αίτημα των εργαζομένων για 40-ώρες τη βδομάδα. Ενώ η αντιπροσωπεία βρισκόταν στο κτίριο η αστυνομία επιτέθηκε απρόκλητα εναντίον των διαδηλωτών, πέφτοντας σε άοπλους άνδρες και γυναίκες με τα γκλομπ της. Οι διαδηλωτές, με τους πρώην φαντάρους μπροστά, γρήγορα ανταπέδωσαν με γροθιές, κάγκελα από σίδερο και σπασμένα μπουκάλια, και ώθησαν την αστυνομία σε υποχώρηση.
Στο άκουσμα των θορύβων από την πλατεία οι ηγέτες της απεργίας, που...
(Luigi Fabbri ή Fabri, Fabriano, 23 Οκτωβρίου 1877 – Montevideo, 24 Ιουνίου 1935). Ιταλός αναρχικός θεωρητικός, συγγραφέας, εκδότης και οργανωτής των αρχών του 20ου αιώνα.
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε σε μία μεσοαστική οικογένεια του Φαμπριάνο (Fabriano) της Ανκόνα (Ancona) και πέρασε τα παιδικά του χρόνια αρχικά στο Μοντεφιόρε ντελ Άσο (Montefiore dell’ Asο) της επαρχίας Άσκολι Πιτσένο (Ascoli Piceno) και μετά στο Ρεκανάτι (Recanati), όπου σπούδασε στο εκεί γυμνάσιο.
Προσχώρησε στον Αναρχισμό το 1893 σε ηλικία μόλις 15 ετών και την επόμενη χρονιά γνώρισε στην Ανκόνα την πρώτη του καταδίκη για διανομή αντιπολεμικής προπαγάνδας.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΛΑΤΕΣΤΑ ΚΑΙ ΓΚΟΡΙ
...- Η άγνωστη πλευρά του Μίμαρου
Ο Δημήτρης (Μίμης) Σαρδούνης γεννήθηκε στην Πάτρα το 1865. Γίνεται ψάλτης σε νεαρή ηλικία στο ναό της Ευαγγελίστριας και καθηγητής της βυζαντινής μουσικής. Το 1890 εγκαταλείπει τα «κεκτημένα» κι αποφασίζει να αφοσιωθεί στην τέχνη του θεάτρου σκιών. Συγκρούεται και συγκρούονται μαζί του η εκκλησία, η κοινωνία (η ονομαζόμενη «καλή»), η ίδια η οικογένειά του. Οι λαϊκοί άνθρωποι, αυθόρμητα τον πλησιάζουν, του συμπαραστέκονται και τον ενθαρρύνουν στο εγχείρημά του.
Θα γίνει ο κορυφαίος καραγκιοζοπαίχτης όλων των εποχών κάτω από το «καλλιτεχνικό» όνομα Μίμαρος. Ο Σαρδούνης Θεωρείται ο ιδρυτής του ελληνικού Καραγκιόζη, γιατί τελειοποίησε την τεχνική...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018