Μια σύντομη βιογραφία του συγγραφέα και αναρχικού B. Traven, γνωστού επίσης και ως Feige, Ret Marut, Torsvan, Croves…
«Ένας συγγραφέας δε θα ‘πρεπε να έχει άλλη βιογραφία πέρα απ’ τα βιβλία του»
«Η βιογραφία ενός σημαντικού ανθρώπου είναι τελείως αδιάφορη»
B. Traven
Του Ρεντ Μάρριοτ
Αν κάποιος έχει ενδιαφέρον για τον Μπι (Μπρούνο) Τρέιβεν (ή Τράβεν) θα έπρεπε να είναι –όπως ο ίδιος επιθυμούσε– εξαιτίας αυτών που έγραψε. Ο Τρέιβεν προσπάθησε πολύ καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του να αποφύγει οποιαδήποτε προσωποκεντρική λογική ή το παιχνίδι της φήμης. Το «Traven» δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα όνομα, ένα από τα πολλά που χρησιμοποίησε στη ζωή του.
Ο άνθρωπος πίσω από το όνομα ήταν ένας πολύπλοκος χαρακτήρας, διάσημος για τις νουβέλες του ως Μπι Τρέιβεν και, μ’ έναν ειρωνικό τρόπο, τελικά διάσημος ως κάποιος που προσπαθούσε να αποφύγει τη φήμη. Θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε την ιστορία του, ξεσκονίζοντας τα στοιχεία από τις διάφορες υποθέσεις όπου αυτό είναι εφικτό. Όπως ακριβώς το ήθελε και ο Τρέιβεν, το τι είναι πραγματικό στοιχείο και τι υπόθεση ακόμα συζητείται από τους βιογράφους.
Οι νουβέλες του Τρέιβεν άρχισαν να εμφανίζονται γραμμένες στα γερμανικά το 1926. Στέλνονταν από το Μεξικό στον Buchergilde Gutenberg, ένα γερμανικό αριστερό σύλλογο βιβλίου. Η μόνη επαφή του συγγραφέα ήταν ένα γραμματοκιβώτιο στην επαρχία. Οι υποθέσεις άρχισαν αμέσως μετά τη δημοσίευση των έργων του. Παρατηρήθηκαν ομοιότητες στο ύφος γραφής με αυτό του Ρετ Μαρούτ (Ret Marut), φυγά αναρχικού, από κάποιους παλιούς φίλους του.
Ο Μαρούτ ήταν περιοδεύων ηθοποιός μικρών ρόλων και συγγραφέας, με βάση του το Μόναχο. Είχε συμμετάσχει στη Δημοκρατία των Συμβουλίων της Βαυαρίας το 1919 κατά τη διάρκεια της γερμανικής επανάστασης, όταν τα εργατικά συμβούλια εμφανίστηκαν σε όλη τη χώρα. Τα προηγούμενα χρόνια εξέδιδε ένα αναρχοατομικιστικό περιοδικό επηρεασμένο από τον Στίρνερ (Stirner) με τον τίτλο Der Zeigelbrenner («Ο πλινθοποιός»). Προφανώς, δεν ήταν καθαρός ατομικιστής, μια και συμμετείχε με όλο του το είναι στο βαυαρικό κίνημα. Όταν τελικά το κίνημα γνώρισε τη συντριβή από τα στρατεύματα των σοσιαλδημοκρατών, ο Μαρούτ προφανώς συνελήφθη. Αντιμετωπίζοντας την ποινή της θανατικής εκτέλεσης για «εθνική προδοσία», κατόρθωσε να διαφύγει την τελευταία στιγμή. Ήταν καταζητούμενος, που ταξίδευε στην Ευρώπη για τα επόμενα τρία χρόνια, ώσπου εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, πιθανώς με τη βοήθεια της Σύλβια Πάνκχερστ (Sylvia Pankhurst), της σουφραζέτας που έγινε αντικοινοβουλευτική κομμουνίστρια. Η βρετανική αστυνομία τον συνέλαβε όταν απέτυχε να πείσει για την αμερικανική υπηκοότητά του, και κατέληξε στη φυλακή του Μπρίξτον στο Λονδίνο, όπου ανακρίθηκε πολλές φορές.
Ήταν πιθανώς ο φόβος του να εκδοθεί στη Γερμανία, όπου αντιμετώπιζε τις κατηγορίες για προδοσία, που τον έκανε –εν μέρει τουλάχιστον– να αποκρύπτει την ταυτότητά του για το υπόλοιπο της ζωής του. Απ’ ό,τι φαίνεται, πάντως, και παλιότερα στη ζωή του είχε υιοθετήσει μια νέα ταυτότητα ως «Ρετ Μαρούτ», έτσι αυτή του η στάση ίσως αποτελούσε στοιχείο της γενικότερης ιδιοσυγκρασίας του.
Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο Μαρούτ, εύλογα μπροστά στις συνέπειες του πιθανού επαναπατρισμού του, έδωσε διάφορα ψεύτικα ονόματα και είπε διάφορες ψεύτικες ιστορίες για την καταγωγή του. (Αρκετές δεκαετίες μετά, αυτές οι πληροφορίες θα έδιναν σημαντικά στοιχεία σε ένα βιογράφο για την πιο πιθανή πραγματική καταγωγή του.) Ο Μαρούτ προσπαθούσε να πείσει την πρεσβεία των ΗΠΑ να τον δεχτεί ως πολίτη γεννημένο στην Αμερική, ισχυριζόμενος πως τα αρχεία της γέννησής του είχαν καταστραφεί με το σεισμό του 1906 στο Σαν Φρανσίσκο. Ούτε οι Αρχές των ΗΠΑ ούτε οι βρετανικές πείστηκαν. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος και έφυγε με ένα πλοίο από την αποβάθρα του Λονδίνου. Τελείωσε το ταξίδι του στο Μεξικό, όπου εγκαταστάθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Τρέιβεν έπιασε δουλειά σε διάφορα πόστα στη νέα χώρα, κυρίως σε χειρωνακτικές εργασίες, και έκανε αρκετά ταξίδια σε πιο απομονωμένες περιοχές του Μεξικού, και συγκεκριμένα στην Τσιάπας. Η σειρά διηγημάτων που έγραψε κατόπιν, βασισμένων στην πρόσφατη επαναστατική ιστορία της χώρας, προέκυψαν από μια βαθύτερη κατανόηση της μεξικανικής κουλτούρας που είχε αναπτύξει και με αυτά τα ταξίδια. Όμως, για τις πρώτες του νουβέλες εμπνεύστηκε από τη δική του πρόσφατη ιστορία – ή του Ρετ Μαρούτ (αυτή την περίοδο έχει αρχίσει να αυτοαποκαλείται Τόρσβαν). Η νουβέλα The Cotton Pickers, γνωστή και ως Der Wobbly, διηγείται τις περιπέτειες στο Μεξικό ενός μέλους των IWW ( Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου), ενός επαναστατικού βιομηχανικού συνδικάτου με έδρα τις ΗΠΑ, που είχε παρουσία και εκτός συνόρων, συμπεριλαμβανομένου του Μεξικού. Αυτή η νουβέλα βασίστηκε στην εμπειρία του Τρέιβεν μόλις έφτασε στο Μεξικό και έπιασε δουλειά σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες.
Η νουβέλα The Death Ship («Το πλοίο του θανάτου») βασίστηκε οπωσδήποτε σε κάποιο βαθμό στην εμπειρία του στο ταξίδι προς το Μεξικό και στο διάστημα που πέρασε ως φυγάς στην Ευρώπη. Διηγείται την ιστορία ενός ναυτικού που μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο χάνει τα χαρτιά του και καμία χώρα δεν τον δέχεται ή δεν του δίνει καινούργια ταυτότητα. Είναι επίσημα ο «Κανένας». Πάνω στην απελπισία του, μπαίνει σε ένα «πλοίο του θανάτου», το μόνο μέσο που δέχεται αυτούς που δεν έχουν χαρτιά. Τα πλοία του θανάτου είναι προορισμένα να βυθιστούν στη θάλασσα, ώστε οι ιδιοκτήτες τους να διεκδικήσουν τα λεφτά της ασφάλειας. Το πλήρωμα το γνωρίζει αυτό και μπορεί μονάχα να προσέχει και να προετοιμαστεί αρκετά ώστε να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες επιβίωσης όταν τελικά το πλοίο βουλιάξει.
Ο Τρέιβεν αργότερα έγραψε το βιβλίο «Ο θησαυρός της Σιέρα Μάδρε», το οποίο έγινε ταινία από τον Τζον Χιούστον (John Huston), με τον Χάμφρυ Μπόγκαρτ (Humphrey Bogart) να παίζει τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Η ιστορία είναι για τρεις άνδρες που συνεργάζονται για την εξόρυξη μιας πλούσιας πηγής χρυσού, και η απληστία και η τραγωδία εισβάλλουν στις κοινωνικές τους σχέσεις. Η κινηματογραφική εταιρεία ήρθε σε επαφή με τον Τρέιβεν μέσω του μεξικανικού ταχυδρομείου του και του ζήτησε να είναι σύμβουλος κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων με χρηματική αμοιβή. Ο Τρέιβεν απέρριψε την πρόταση, αλλά κανόνισε να στείλει τον ατζέντη του, τον Χαλ Κρόουβς (Hal Croves), για να δίνει συμβουλές κατά τη διάρκεια της απουσίας του ίδιου. Υπονοήθηκε από κάποιους τότε, και πολύ αργότερα επιβεβαιώθηκε από φωτογραφίες και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ότι ο Κρόουβς ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Τρέιβεν. Η ταινία έγινε μεγάλη επιτυχία και πλέον θεωρείται κλασική, ωστόσο δεν οδήγησε σε περαιτέρω προσαρμογές του έργου του στην αγγλική γλώσσα. (Πάντως, πολλές ισπανικές εκδόσεις των μυθιστορημάτων του γυρίστηκαν σε ταινίες αργότερα στο Μεξικό. «Το πλοίο του θανάτου» γυρίστηκε επίσης στη Γερμανία.)
Άλλη σημαντική δουλειά του Τρέιβεν είναι μια σειρά έξι μυθιστορημάτων, γνωστών ως «Τα μυθιστορήματα της ζούγκλας». Αυτά απεικονίζουν τέλεια την ανάπτυξη των κοινωνικών δυνάμεων που τελικά οδηγούν στο ξέσπασμα της Μεξικανικής Επανάστασης. Το Μεξικό ήταν ακόμα μια νέα μετα-επαναστατική πολιτεία όταν ο Τρέιβεν ξεκίνησε αυτήν τη δουλειά στη δεκαετία του ’30, μόνο 25 περίπου χρόνια μετά την επανάσταση. Προφανώς, σχολίαζε και το Μεξικό της εποχής του και την αποτυχία της επανάστασης να μεταβάλει τη συνεχιζόμενη φτώχεια των αγροτών και εργατών της.
Τα «Μυθιστορήματα της ζούγκλας» είναι όλα αυτοτελείς ιστορίες, αλλά η μία συμπληρώνει την άλλη περιγράφοντας τις προεπαναστατικές κοινωνικές δομές και τις άθλιες συνθήκες εκμετάλλευσης που υπήρχαν στη χώρα. Τα βιβλία περιγράφουν τις φρικτές συνθήκες δουλείας που έζησαν οι εργάτες στις φυτείες και κυρίως οι υλοτόμοι. Ο Τρέιβεν οδηγεί τον αναγνώστη σε όλη τη διαδικασία της εκμετάλλευσης, όπως αυτή μεταμορφώνεται σε εξέγερση και τελικά εκρήγνυται σε επανάσταση.
Αυτή η σταθερή ροή βιβλίων και το μυστήριο της ταυτότητας του συγγραφέα αναπόφευκτα προσέλκυσαν την προσοχή των ΜΜΕ. Τώρα έχει εγκατασταθεί στην Πόλη του Μεξικού (παντρεύτηκε το 1957), και μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι παγκόσμιες πωλήσεις των βιβλίων του ανέβηκαν, και έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Επίσης, αυξήθηκε η περιέργεια, και ο Τρέιβεν αποκαλύφθηκε από ένα ζευγάρι δημοσιογράφων. Αρνήθηκε τα πάντα και απομακρύνθηκε από τις κάμερες και τις ερωτήσεις τους. Όμως, ανακάλυψαν λίγο περισσότερα από το ότι ήταν ένας άνδρας που φαίνονταν να είναι ο συγγραφέας που ζούσε στην Πόλη του Μεξικού.
Μόνον όταν ο Μπι Τρέιβεν πέθανε, το 1969, ο υπόλοιπος κόσμος άρχισε να προσεγγίζει την πραγματική ταυτότητα του άνδρα. Είχε αναθέσει στη γυναίκα του να παραδεχτεί στον κόσμο μετά το θάνατό του ότι ήταν πράγματι ο ίδιος αναρχικός Ρετ Μαρούτ, ο οποίος είχε δραπετεύσει από τους απαγωγείς του για να διαφύγει της ήττας της Βαυαρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας (Δημοκρατίας των Συμβουλίων της Βαυαρίας) το 1919. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Ουίλ Ουάιατ (Will Wyatt), ένας παραγωγός του BBC, γύρισε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ για τον Τρέιβεν και έγραψε ένα βιβλίο με βάση την έρευνά του. Παρουσίασε πειστικά –όπως φάνηκαν σε πολλούς– στοιχεία που αποδείκνυαν ότι ο Τρέιβεν/Μαρούτ ήταν στην πραγματικότητα κάποιος ονόματι Όττο Φάιγκε (Otto Feige), με καταγωγή από οικογένεια της εργατικής τάξης της κωμόπολης του Σβάιμπους (Schweibus). Αρχικά η γενέτειρά του βρισκόταν στη Γερμανία, αλλά μετά τον Α΄ Παγκόσμιο έγινε μέρος της Πολωνίας και μετονομάστηκε σε Σβιμπότζιν (Swiebodzin).
Το όνομα Όττο Φάιγκε ήταν ένα από τα πολλά ονοματεπώνυμα που ο Τρέιβεν είχε παράσχει στην αστυνομία ενόσω ανακρινόταν στο Λονδίνο το 1923, προτού αναχωρήσει για το Μεξικό. Ο Ουάιατ είχε ερευνήσει φακέλους και αρχεία γι’ αυτά τα ονόματα και εντόπισε έναν Όττο Φάιγκε στην πόλη. Βρήκε τους ηλικιωμένους αδελφό και αδελφή τού Όττο, που επιβεβαίωσαν μέσα από οικογενειακά αναμνηστικά και φωτογραφίες ότι ο Μαρούτ/Τρέιβεν ήταν αδελφός τους, ο οποίος είχε εξαφανιστεί όταν ήταν νεαρός αφότου είχε σκανδαλίσει την κωμόπολη με τη συμμετοχή του στη ριζοσπαστική πολιτική. Τελευταία φορά που είχαν νέα του ήταν όταν ένα γράμμα έφτασε, λίγο καιρό μετά τον Α΄ Παγκόσμιο, ενημερώνοντάς τους ότι επρόκειτο να διωχτεί από την Αγγλία. Αυτό πιθανώς έγινε το 1923, όταν ο Ρετ Μαρούτ άφησε το Λονδίνο για το ταξίδι που έληξε κατά την άφιξή του στο Μεξικό, την επόμενη χρονιά. Τα στοιχεία που ο Τρέιβεν είχε παράσχει στις Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ (ονόματα, επαγγέλματα κ.λπ.) αντιστοιχούσαν με τα περιστατικά του οικογενειακού υποβάθρου του Όττο Φάιγκε. Επιβεβαιώθηκε επίσης ότι ο πατέρας του Όττο Φάιγκε είχε δουλέψει σε ένα εργοστάσιο που παρήγαγε πλίνθους (μπρικέτες) άνθρακα που προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα – μια πιθανή πηγή του τίτλου που έφερε το έργο του αναρχικού Ρετ Μαρούτ Der Zeigelbrenner, δηλαδή «Ο πλινθοκαύστης» ή «Ο πλινθοποιός». Επιπλέον, η οικογένεια Φάιγκε έκανε την εξής σύνδεση: Αμέσως μετά την επιστολή του Όττο από το Λονδίνο, στην οποία έγραφε για τα προβλήματά του με τις Αρχές, η αστυνομία είχε επισκεφτεί τη μητέρα του ρωτώντας την αν έχει ένα γιο που ονομάζεται Όττο. Πιθανώς, εκείνοι οι αστυνομικοί εξακρίβωναν την ιστορία του Μαρούτ/Φάιγκε για λογαριασμό των Αρχών του Λονδίνου και των ΗΠΑ. Η μητέρα του, ανησυχώντας μήπως η έρευνα σχετιζόταν με την ανάμειξη του Όττο με τη ριζοσπαστική πολιτική και την κράτησή του στο Λονδίνο, αρνήθηκε την ύπαρξή του από φόβο μήπως φέρει μπελάδες στην οικογένεια. Αργότερα οι δικοί της τη βρήκαν να κλαίει από φόβο και ντροπή. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που η οικογένεια άκουσε κάτι για τον Όττο, ώσπου ο Ουάιατ και η ομάδα του BBC εμφανίστηκαν 50 χρόνια αργότερα.
Ένας μεταγενέστερος βιογράφος, ο Καρλ Σ. Γκούτκε (Karl S. Guthke), αμφισβήτησε το συμπέρασμα της σύνδεσης με τον Όττο Φάιγκε ως την τελευταία λέξη για το θέμα, όπως και ορισμένοι άλλοι μελετητές του Τρέιβεν. Ισχυρίζονται πως ο Ουάιατ δεν έχει αποδείξει οριστικά την υπόθεσή του και ότι είναι πιθανόν ο Μαρούτ/Τρέιβεν να είχε απλώς υιοθετήσει την ταυτότητα του Φάιγκε – αν και πρέπει όντως να ήταν πολύ εξοικειωμένος με την πόλη Σβάιμπους, τον Φάιγκε και την οικογένειά του.
Σύμφωνα με τον υπογράφοντα (Red Marriott), η υπόθεση του Ουάιατ και το φωτογραφικό αποδεικτικό υλικό δείχνουν πειστικά. Ανεξάρτητα όμως από την αλήθεια, τα βιβλία του Τρέιβεν εξακολουθούν να δίνουν ευχαρίστηση και έμπνευση – μια σπάνια περίπτωση λογοτεχνικής έκφρασης που είναι της ίδιας ποιότητας με το ριζοσπαστικό πολιτικό περιεχόμενό της. Αν τον κρίνει κανείς μονάχα με λογοτεχνικούς/φιλολογικούς όρους, χάνει την ουσία. Ωστόσο, σε αντίθεση με πολλά δείγματα λογοτεχνίας που αποπειρώνται να μεταφέρουν ένα πολιτικό «μήνυμα», τα γραπτά του Τρέιβεν συνιστούν απόλαυση για τον αναγνώστη. Ο Μπι Τρέιβεν ήταν ένας σπουδαίος αφηγητής κι επίσης –η πραγματική σπανιότητά του– ένας μεγάλος πολιτικός μυθιστοριογράφος. Όμως, ήξερε ότι τα βιβλία του ήταν αποτελεσματικά μόνον αν ενέπνεαν στον αναγνώστη τον προβληματισμό και τη δέσμευση προς τον κόσμο. Όπως είπε ο Τρέιβεν –ως ο ετερώνυμός του Χαλ Κρόουβς–, «Η ζωή αξίζει περισσότερο από κάθε βιβλίο που μπορεί κάποιος να γράψει».
*Από το http://gr.contrainfo.espiv.net/2010/12/13/traven-b-mia-antiviografia/