[...]Οι πρώτες μέρες (σ.σ. μετά το ξέσπασμα του στρατιωτικού πραξικοπήματος) κύλησαν μέσα σ’ ένα κλίμα αβεβαιότητας, σύγχυσης, αλλά και αυτοθυσίας. Η κεντρική κυβέρνηση στη Μαδρίτη φαινόταν ανίκανη να διαχειριστεί επιτυχώς την κατάσταση και ο λόγος που δεν είχε καταρρεύσει από την πρώτη στιγμή ήταν οι επιτυχίες του απλού λαού, που οργανώθηκε στα δυο μεγάλα συνδικάτα και επιτέθηκε ενάντια στους φασίστες. Η Βαρκελώνη βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων για τους αναρχικούς. Τα άλλα δύο ισχυρά προπύργια της CNT -Ανδαλουσία και Σαραγόσα- είχαν πέσει στα χέρια των στασιαστών. Η πρωτεύουσα της Καταλονίας σώθηκε από τη συντονισμένη απάντηση των ομάδων άμυνας της CNT και το αναρχικό στοιχείο που πλειοψηφούσε στην εργατική τάξη της πόλης έλεγξε από την αρχή όλη την κοινωνική ζωή. Τα κομβικά κτίρια και οι συγκοινωνίες καταλήφθηκαν, κηρύχθηκε γενική απεργία και τα πολυάριθμα οδοφράγματα σ’ όλες τις συνοικίες της πόλης τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Συνομοσπονδίας.
Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα συγκλήθηκε στις 20 Ιούλη η ολομέλεια των συνδικάτων της Βαρκελώνης, για να αποφασιστεί η τακτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Ήδη, ο πρόεδρος της αυτόνομης καταλανικής κυβέρνησης, Λιουίς Κομπάνυς, είχε καλέσει μια αντιπροσωπεία της CNT και είχε υποβάλει στη διάθεσή της την παραίτησή του. Η ολομέλεια σύντομα βρέθηκε μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι. Έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο προοπτικές: Η πρώτη ήταν να κηρυχθεί ο ελευθεριακός κομμουνισμός στην Καταλονία και να επιβληθεί μια ιδιότυπη «αναρχική δικτατορία»[4] , με τη διάλυση των κομμάτων και των άλλων συνδικαλιστικών παρατάξεων και την καθαίρεση της καταλανικής κυβέρνησης. Η δεύτερη προοπτική ήταν αυτή της συνεργασίας με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, στο πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα, προοπτική που ιεραρχούσε τους στόχους της CNT, δίνοντας προτεραιότητα στην κατατρόπωση του φασισμού σε εθνικό επίπεδο.
Η λήψη της απόφασης βασίστηκε σε πολλές παραμέτρους. Οι αποφάσεις του Συνεδρίου της Σαραγόσα, η παραδοσιακή αντιπολιτική στάση του ισπανικού ελευθεριακού κινήματος και η κυριαρχία των αναρχικών στη Βαρκελώνη μπήκαν στη ζυγαριά μαζί με τη συνολική κατάσταση στο μέτωπο του εμφυλίου και την γενική αναλογία δυνάμεων στην Ισπανία, τις αναμενόμενες αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας και την απροθυμία να ξεκινήσει μια ριζική αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου. Στην ημιεπίσημη ιστορία της CNT, ο Πεϊράτς θεωρεί πως η σιωπή πολλών γνωστών αγωνιστών ήταν αυτή που έκρινε το αποτέλεσμα: Ανάμεσα σε αυτούς που μάταια διαμαρτύρονταν και σε αυτούς που σιωπούσαν λόγω έλλειψης αποφασιστικότητας, άνοιξε ο δρόμος της εισήγησης για τη συνεργασία…[5]
Εκτός από τον Γκαρθία Ολιβέρ και τα συνδικάτα του Μπάις Λιομπρεγάτ, που εκπροσωπούνταν[6] από τον Χοσέ Τσένα[7] , οι οποίοι επιχειρηματολόγησαν υπέρ της άμεσης προκήρυξης του ελευθεριακού κομμουνισμού, η πλειοψηφία τάχθηκε τελικά υπέρ της συνεργασίας. Έτσι, αποφασίστηκε η ίδρυση της Επιτροπής Αντιφασιστικών Πολιτοφυλακών Καταλονίας, με πρωτοβουλία της CNT. Η Τζενεραλιτάτ έχασε προς στιγμή τη δύναμή της, αλλά δεν καταργήθηκε. Η Επιτροπή Πολιτοφυλακών ανέλαβε τον ουσιαστικό έλεγχο της κατάστασης και η CNT δημιούργησε σιγά-σιγά κι άλλες επιτροπές για να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα του πολέμου, της οικονομίας, της δημόσιας τάξης, της δικαιοσύνης κ.λπ.. Πάντα όμως, προσπαθούσε να μη δημιουργεί σοβαρές κόντρες με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και συνεργαζόταν με αυτές.
Η περίπτωση της Βαρκελώνης επαναλήφθηκε...
Στους κλέφτες και τους διαρρήκτες!
Το Σοβιέτ της Ομοσπονδίας των Αναρχικών της Οδησσού απευθύνεται σ’ εσάς με μια αίτηση και μια προειδοποίηση. Εμείς σας θεωρούμε προϊόντα των καταραμένων συνθηκών του καθεστώτος εκμετάλλευσης και βίας, δημιουργημένες από τη μπουρζουαζία η οποία προς το παρόν στηρίζεται αποκλειστικά στις πληρωμένες συμμορίες των λευκών φρουρών με τις ξένες ξιφολόγχες.
Αν η μπουρζουαζία υποφέρει από τη δική σας δραστηριότητα, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν. Θερίζει αυτό που η ίδια έσπειρε και δικό μας καθήκον δεν είναι να την προστατέψουμε.
Στη νέα κομμουνιστική κοινωνία, στον αγώνα για τη δημιουργία της οποίας καλούμε σε συμμετοχή...
Philippe Pelletier
Η μαρξιστική θεώρηση φαίνεται τελεολογική στους αναρχικούς γεωγράφους με την προγραμματισμένη διαδοχή της από τους τρόπους παραγωγής που οδηγούν αναπόφευκτα στον κομμουνισμό. Ο Reclus και ο Kropotkine τόνισαν, ωστόσο, από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ότι η εξέλιξη του καπιταλισμού, όχι μόνο δεν περιορίζεται στη συγκέντρωση του βιομηχανικού κεφαλαίου στα χέρια κάποιων μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά πολλαπλασιάζει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και διατηρεί την αγροτική τάξη.
Η γεωγραφία και ο αναρχισμός συνδέονται ιστορικά μέσω μιας ελάχιστα γνωστής αλλά ουσιαστικής ιστορίας που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα και περιλαμβάνει γεωγράφους...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018