Mutiny - Black Flag Sydney

Σημείωση: Αυτό το κείμενο γράφτηκε αρχικά κατόπιν αιτήματος των συντρόφων μας της Union Communiste Libertaire (UCL) στη Γαλλία. Μια μετάφραση αυτού του άρθρου στα γαλλικά ελπίζουμε ότι θα δημοσιευτεί σύντομα. Προορίζεται να αποτελέσει συνέχεια ενός άρθρου της UCL με τίτλο "1788: Les générations volées de l'Australie coloniale", το οποίο ασχολείται με τις λεπτομέρειες του πρώιμου αποικισμού και της κλεμμένης γενιάς. Ως εκ τούτου, το κείμενό μας δεν αναφέρεται λεπτομερώς σε αυτά τα δύο πράγματα, και απευθύνεται περισσότερο στο παγκόσμιο αντί για το εγχώριο κοινό που ήδη γνωρίζει τους ιθαγενείς αγώνες. Σε αυτό το κείμενο περιλαμβάνονται συζητήσεις με άτομα που έχουν πεθάνει.

Οι αγώνες των αυτόχθονων λαών στην Αυστραλία προκαλούν έντονη ανησυχία στους αντικαπιταλιστές, όχι μόνο επειδή οι πρώτοι είναι θύματα ρατσισμού, αλλά επειδή αυτός ο ρατσισμός τους έχει ως αποτέλεσμα το να μεταβληθούν σε ένα από τα πιο σοβαρά και άμεσα εκμεταλλευόμενα τμήματα της εργατικής τάξης στην Αυστραλία. Η συμμετοχή σε αυτούς τους αγώνες είναι διπλά σημαντική, καθώς μπορεί να πάρει δύο κατευθύνσεις: από τη μια, προς τον ρεφορμισμό και τη δημιουργία ενός στρώματος αυτόχθονων πολιτικών και αστικής τάξης για να πνίξει τον αγώνα, ή, από την άλλη, προς μια εμβάθυνση της ταξικής πάλης και μια γενίκευση αυτών των αγώνων που έχουν τη δυνατότητα να εμπνεύσουν την υπόλοιπη εργατική τάξη για να αγωνιστεί.

Η δημιουργία της αυτόχθονης εργατικής τάξης

Ο αυστραλιανός καπιταλισμός στηρίζεται στη γενοκτονία σε βάρος των αυτόχθονων λαών. Απαλλοτριώνοντας τεράστιες εκτάσεις γηγενούς γης και παραδίδοντάς τις σε εποίκους, η βρετανική αυτοκρατορία δημιούργησε μια τάξη αυτόχθονων ανθρώπων που ζούσαν στο τελευταίο σκαλί της αποικιακής κοινωνίας. Ο θεσμός της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επιβλήθηκε στις αυτόχθονες κοινωνίες που βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην κοινή ιδιοκτησία. Αυτό συνεπάγεται την αντικατάσταση των αυτόχθονων πνευματιστικών δοξασιών (spiritualities) με τη χριστιανική πίστη, την αντικατάσταση των αυτόχθονων νομικών συστημάτων με τη βρετανική νομοθεσία, την αντικατάσταση των πολλών γηγενών γλωσσών με την αγγλική, τη διάλυση των αυτόχθονων οικογενειών και η αντικατάστασή τους με το ευρωπαϊκό οικογενειακό μοντέλο. Όταν η Αυστραλία εξασφάλισε την ανεξαρτησία της, η ευθύνη γι' αυτά τα καθήκοντα μεταβιβάστηκε επισήμως στην αυστραλιανή κυβέρνηση, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Φυσικά, πρέπει, επίσης, να καταστεί σαφές ότι οι αποικιακές αρχές προσπάθησαν μεν να επιβάλουν αυτά τα πράγματα, όμως δεν το πέτυχαν πλήρως και έτσι οι αυτόχθονες κοινωνίες διατηρούν τη συνέχεια με τις προ-αποικιακές τους μορφές με διάφορους σημαντικούς τρόπους.

Οι εκτοπισμένοι αυτόχθονες αποτέλεσαν βασικό μέρος της εργατικής τάξης στις αγροτικές περιοχές για πολλά χρόνια. Για δεκαετίες κρατούνταν πραγματικά και έντεχνα σε απόσταση από την εξειδικευμένη εργατική τάξη και αναγκάστηκαν να κάνουν τις πιο ταπεινωτικές δουλειές ή να επιβιώσουν χωρίς δουλειά. Ακόμη και τα παιδιά αναγκάστηκαν ουσιαστικά να εργαστούν ως οικιακοί υπάλληλοι και ως γεωργικά χέρια. Σε ένα πλαίσιο «προστατευτισμού», οι αυστραλιανές Πολιτείες και Περιοχές (1) έλεγξαν άμεσα την Αυτόχθονες θέσεις εργασίας, με κυβερνητικούς «προστάτες» να καθορίζουν πού θα εργάζονταν οι αυτόχθονες, ποιοι θα εργάζονταν, πού τους επιτρέπεται να ταξιδεύουν και με ποιον θα μπορούσαν να κοινωνικοποιηθούν.

Οι προστάτες ανέλαβαν επίσης τον έλεγχο των οικονομικών τους: σε ορισμένες Πολιτείες οι εργοδότες πλήρωσαν στους προστάτες τους μισθούς που κέρδιζαν οι αυτόχθονες, για να κατατεθούν σε τραπεζικό λογαριασμό της κυβέρνησης. Στην Πολιτεία του Κουίνσλαντ, μόλις το 1969 πληρώθηκαν όλοι οι αυτόχθονες εργαζόμενοι με πραγματικούς μισθούς. Πριν από αυτό, τους δίνονταν μερίδες και περιστασιακά «χαρτζιλίκι» από τους προστάτες τους. Ο ελάχιστος μισθός για τους αυτόχθονες ήταν σε όλες τις περιπτώσεις δραστικά χαμηλότερος από τον ελάχιστο μισθό για τους μη αυτόχθονες εργαζόμενους, ακόμα και αν οι αυτόχθονες εργαζόμενοι έλαβαν πλήρως τους μισθούς τους.

Μέχρι τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, το έδαφος είχε αρχίσει να μετατοπίζεται σημαντικά. Οι προστατευτικοί νόμοι χαλάρωσαν από διαδοχικούς αγώνες, όπως η απεργία της Pilbara του 1946 (2) ή η αποχή των εργατών γης του Gurindji του 1966 στο σταθμό Wave Hill Cattle στη Βόρεια Περιοχή (Northern Territory). (3) Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αυτόχθονες εργάτες υποστηρίχθηκαν από μαχητικά τμήματα του ευρύτερου συνδικαλιστικού κινήματος. Στο απεργιακό κίνημα του 1946, το Seamen’s Union (Συνδικάτο Ναυτικών) αρνήθηκε να παραλάβει μαλλί από την Pilbara για να υποστηρίξει τους απεργούς, και το 1966 η Waterside Workers’ Federation (Ομοσπονδία Εργαζομένων των Υδάτων) πήρε το προβάδισμα στη συγκέντρωση της υποστήριξης (marshalling support)

Εκτός από αυτούς τους αγώνες στους χώρους εργασίας, στη μεταπολεμική εποχή είχαμε την ανάπτυξη πιο αποφασιστικών και μαχητικών ιθαγενικών κινημάτων από ό,τι στο παρελθόν. Αυτά τα κινήματα συνδέθηκαν με ευρύτερα διεθνή κινήματα κατά του ρατσισμού - το Black American Civil Rights Movement (Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων της Μαύρης Αμερικής) ενέπνευσε έναν αριθμό φοιτητών ακτιβιστών το 1965 να ταξιδέψουν σε αγροτικές πόλεις της Αυστραλίας και να διαμαρτυρηθούν για τον αποκλεισμό των ιθαγενών από παμπ, πισίνες και πάρκα, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές του '70 το κίνημα American Black Power ενέπνευσε ένα κίνημα με τη γενική επωνυμία Australian Black Power - το οποίο περιελάμβανε τη δημιουργία ενός Australian Black Panther Party (Αυστραλιανού Κόμματος Μαύρων Πανθήρων). Επιπλέον, με το δημοψήφισμα του 1967 επήλθε μια αλλαγή στο Σύνταγμα της χώρας που παρείχε στους ιθαγενείς Αυστραλούς το δικαίωμα να θεωρούνται πλήρεις Αυστραλοί πολίτες.

Την ίδια εποχή είχαμε επίσης μια μεγάλη πολιτιστική αναγέννηση για τους αυτόχθονες πληθυσμούς: υπήρξαν νέες προσπάθειες για τη διατήρηση των γηγενών γλωσσών και των πολιτιστικών χώρων, με προγράμματα που αναπτύχθηκαν για την εκπαίδευση των παιδιών σε τοπικές γηγενείς γλώσσες. Αυτές οι προσπάθειες συνεχίζονται μέχρι σήμερα, αν και παρεμποδίζονται από συντηρητικούς πολιτικούς που θέλουν να δώσουν έμφαση στην εκμάθηση της «εθνικής γλώσσας» (δηλαδή των αγγλικών) έναντι όλων των άλλων.

Η εμφάνιση των δικαιωμάτων γης

Αυτοί οι ακτιβιστικοί αγώνες ώθησαν το ζήτημα των δικαιωμάτων γης των ιθαγενών στην πολιτική ατζέντα, με αρκετές αλλαγές να πραγματοποιούνται τις επόμενες δεκαετίες για να καθιερωθεί ένα νόμιμο δικαίωμα των αυτόχθονων λαών στη γη που παραδοσιακά κατοικούσαν. Σημαντικές κρατικής ιδιοκτησίας εκτάσεις πέρασαν στη διαχείριση των αυτοχθόνων συμβουλίων γης, που είναι μη κερδοσκοπικές οντότητες που εκπροσωπούν τους αυτόχθονες πληθυσμούς των εκαστοτε περιοχών. Το ζήτημα των δικαιωμάτων γης των αυτόχθονων μεταφέρθηκε στους δρόμους, στο κοινοβούλιο αλλά και στις αίθουσες δικαστηρίων. Με την απόφαση Mabo εναντίον της πολιτειακής κυβέρνησης του Κουίνσλαντ, η οποία εκδόθηκε το 1992 από το Ανώτατο Δικαστήριο Αυστραλίας καθορίστηκε, τυπικά μεν, αλλά για πρώτη φορά ότι η Αυστραλία δεν ήταν «terra nullius» (δηλαδή ακατοίκητη γη) πριν από τον αποικισμό των λευκών. Η απόφαση αυτή, σε συνδυασμό με τον νόμο Native Title Act (Ιθαγενεις Τίτλοι Ιδιοκτησίας) της τότε ομοσπονδιακής κυβέρνησης Keating το 1993, άνοιξε την πόρτα για περαιτέρω αξιώσεις γης.

Οποιαδήποτε πιθανότητα και αν είχαν αυτές οι νέες μορφές ιδιοκτησίας γης να αλλάξουν την αυστραλιανή οικονομία, ακυρώθηκε επισήμως με την απόφαση Wik Peoples (φυλή ιθαγενών) εναντίον του Κουίνσλαντ το 1996, με την οποία καθορίστηκε ότι σε περιπτώσεις όπου υπάρχει μια τέτοια αξίωση ιθαγενούς ιδιοκτησίας και η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα υπάρχοντα δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, θα ήταν η ιδιωτική ιδιοκτησία αυτή που θα έβγαινε κερδισμένη στο τέλος. Αυτό μείωσε σε μεγάλο βαθμό τους φόβους των ισχυρών αυστραλιανών αγροτοκαπιταλιστών ότι οι ιδιοκτησίες τους θα παραχωρούνταν στους αυτόχθονες λαούς.

Επειδή τα περισσότερα εδάφη που έχουν χαρακτηριστεί ως ιθαγενούς ιδιοκτησίας δεν είναι κατάλληλα για γεωργική εκμετάλευση, οι αυτόχθονες φορείς εκμετάλλευσης της γης αυτής δεν έχουν πολλές πηγές εισοδήματος. Ο τουρισμός μπορεί να συνεισφέρει κάποια χρήματα, αλλά όχι πολλά. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι σύνηθες να βλέπουμε πλούσιες εταιρείες εξόρυξης να υπογράφουν συμφωνίες με τους ντόπιους ιθαγενείς ιδιοκτήτες για να προχωρήσουν σε εξορύξεις στη γη τους σε αντάλλαγμα για επενδύσεις στις κοινότητές τους, υποσχέσεις για πλήρωση θέσεων εργασίας, τις υποτροφίες για τη νεολαία τους και ούτω καθεξής, κρατώντας, όμως, έτσι αυτές τις κοινότητες όμηρους. Αυτοί οι ιδιοκτήτες γαιών που απορρίπτουν αυτές τις συμφωνίες χρειάζονται τεράστια αλληλεγγύη από τους υποστηρικτές για να διατηρηθούν.

Σε αυτό, μπορούμε να δούμε πώς η μετάβαση από τις μαχητικές διαμαρτυρίες στους δρόμους και τους χώρους εργασίας στις διαπραγματεύσεις στο κοινοβούλιο, στα δικαστήρια και τις αίθουσες συνεδριάσεων των εταιρειών ήταν μια συνειδητή απάντηση από την άρχουσα τάξη ώστε να περιορίσει τη δυναμική των αγώνων των αυτόχθονων. Αυτό είναι το ίδιο που συνέβη στο συνδικαλιστικό χώρο, η μετατόπιση δηλαδή από την άμεση δράση στη διαιτησία υπό κρατική διαμεσολάβηση: κάτι που δεν απέβη ποτέ προς όφελος των εργαζομένων!

Και στις δύο περιπτώσεις, ο έλεγχος αφαιρείται από τους ανθρώπους της βάσης, και αντί αυτού αναλαμβάνεται από στρώματα γραφειοκρατών και «ηγετών της κοινότητας» («community leaders») για τη λήψη αποφάσεων, και τους δικηγόρους να ερμηνεύουν τους σχετικούς νομικούς κώδικες, τους οποίους δεν μπορούν να κατανοήσουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το στρώμα των μεσαζόντων τείνει προς τον συντηρητισμό. Οπότε, ο αγώνας είναι πολύ σημαντικός για να αφεθεί στους επαγγελματίες!

Η αποικιοκρατία στη σύγχρονη φάση της

Ενώ ο επίσημος κρατικός ρατσισμός έχει μειωθεί από την εποχή πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξακολουθεί να υπάρχει. Εκτός από τον άμεσο κρατικό ρατσισμό, υπάρχει και η γενικότερη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος προς την εργατική τάξη την οποία οι αυτόχθονες υφίστανται πιο έντονα σε βάρος τους, μιας και αποτελούν μερικούς από τους πιο εκμεταλλευόμενους εργαζόμενους στη χώρα: τα ποσοστά φτώχειας, κακής υγείας, ανεργία και η μη επαρκής ή καθόλου πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης είναι σε όλες τις περιπτώσεις υψηλότερη από εκείνη άλλων ανθρώπων στην Αυστραλία. Οι κοινωνικές ασθένειες που απορρέουν από τη φτώχεια και τη στέρηση -όπως καταστροφή της οικογένειας, παραμέληση παιδιών, τοξικομανία και ούτω καθεξής- είναι επίσης αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας.

Αν και οι αυτόχθονες αποτελούν περίπου το 2% του αυστραλιανού πληθυσμού, είναι περίπου το 30% του πληθυσμού στις αυστραλιανές φυλακές - ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φυλάκισης σε σχέση με τον πληθυσμό στον κόσμο. Δυστυχώς, είναι συνηθισμένο να πεθαίνουν οι αυτόχθονες ενώ βρίσκονται υπό κράτηση. Ένα σημαντικό παράδειγμα ο David Dungay Jr., ο οποίος πέθανε από πνιγμό από δεσμοφύλακες στη φυλακή Long Bay του Σίδνεϊ, επειδή ο ίδιος έφαγε κάποια μπισκότα σοκολάτας χωρίς άδεια στο κελί του. Οι δεσμοφύλακες δεν υπέστησαν συνέπειες ως αποτέλεσμα των πράξεών τους. Έτσι λοιπον τέτοιες πράξεις εγκρίνονται σιωπηρά από τις αρχές.

Εκτός αυτού, υπάρχει επίσης το ζήτημα των συνεχιζόμενων αρπαγών/μετακινήσεων αυτόχθονων παιδιών από τις οικογένειές τους από κυβερνητικούς υπαλλήλους. Αν και η πολιτική της «κλεμμένης γενιάς» έχει λήξει, παιδιά των αυτόχθονν εξακολουθούν να απομακρύνονται με δραστικά υψηλότερο ρυθμό από ό,τι τα μη ιθαγενή παιδιά - δέκα φορές υψηλότερα, σύμφωνα με ορισμένα στατιστικά στοιχεία. Σε απάντηση στην αναγνωρισμένη βαρβαρότητα της κλεμμένης γενιάς, και ως αποτέλεσμα σκληρών αγώνων -όπως αυτοπύ που ηγείται η ομάδα «Grandmothers Against Removals» («Γιαγιάδες κατά των μετακινήσεων») - ορισμένες Πολιτείες έχουν υιοθετήσει επίσημα μέτρα για να προσπαθήσουν να κρατήσουν τα παιδιά των ιθαγενών μέσα στις οικογένειές τους. Ωστόσο, η παραμονή αυτού του υψηλότερου ποσοστού απομάκρυνσης καταδεικνύει ότι το πρόβλημα της διαρθρωτικής, φυλετικής καταπίεσης δεν μπορεί να επιλυθεί με οποιοδήποτε περαιτέρω κυβερνητική γραφειοκρατία.

Η πιο προφανής μορφή του επίσημου κρατικού ρατσισμού ήρθε με την Northern Territory National Emergency Response (Εθνική Έκτακτη Ανάγκη στη Βόρεια Περιοχή), γνωστής και ως «The Intervention» («Η Παρέμβαση»). Η παρέμβαση αυτή ξεκίνησε από τη συντηρητική ομοσπονδιακή κυβέρνηση Howard το 2007, ύστερα από πανικό που δημιουργησαν τα ΜΜΕ σχετικά με φερόμενα υψηλά ποσοστά κακοποίησης παιδιών στις αυτόχθονες κοινότητες της Βόρειας Περιοχής (Βόρεια Αυστραλία). Η παρέμβαση σηματοδότησε την επιστροφή στον κρατικό προστατευτισμό του προηγούμενου αιώνα: στάλθηκε ο στρατός, εφαρμόστηκαν συγκεκριμένοι φυλετικοί νόμοι διακρίσεων για την απαγόρευση ναρκωτικών, αλκοόλ και πορνογραφίας σε αυτόχθονες κοινότητες και η καταβολή των επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας τέθηκε υπό τον έλεγχο αρκετών κυβερνητικών υπηρεσιών. Αν και ορισμένα από τα πιο αυταρχικά αυτά μέτρα αποσύρθηκαν το 2012, όταν η τότε ομοσπονδιακή κυβέρνηση Gillard εισήγαγε την πολιτική «Stronger Futures», παραμένουν πολλοί νόμοι που εισάγουν διακρίσεις.

Οι πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο ο ιθαγενής πληθυσμός εργατικής τάξης χρησιμοποιείται ως ινδικό χοιρίδιο για επιθέσεις που αργότερα θα εφαρμοστούν στον ευρύτερο πληθυσμό της εργατικής τάξης. Οι λεγόμενες «Cashless Welfare Cards» («Κάρτες ευημερίας χωρίς μετρητά») δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά ως μέρος της παρέμβασης στη Βόρεια Περιοχή με το όνομα της BasicsCard. Είναι μια Οργουελικής μορφής διαχείριση εισοδήματος, που αντικαθιστά την κανονική καταβολή κοινωνικών επιδομάτων με μια χρεωστική κάρτα. Αυτές οι κάρτες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πληρωμή αγαθών και υπηρεσιών που θεωρούνται περιορισμένες από την κυβέρνηση, όπως αλκοόλ ή τυχερά παιχνίδια, ούτε μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ανάληψη μετρητών. Οι δοκιμές αυτών των καρτών επεκτείνονται τώρα σε μη αυτόχθονες κοινότητες, όπως η κυρίως μεταναστευτική περιοχή Canterbury-Bankstown του Σίδνεϊ. Αυτές οι νεότερες δοκιμές περιλαμβάνουν επίσης ρυθμίσεις για τη δοκιμή ναρκωτικών που περιορίζουν ποινικά την καταβολή επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας εάν ανακαλυφθεί ότι ο παραλήπτης έχει ναρκωτικά στο σύστημά του.

Πρέπει επίσης να καταστεί σαφές ότι ο κρατικός πατερναλισμός συνεχίζεται στην απασχόληση. Το πιο εμφανές παράδειγμα αυτού είναι αυτό του «Community Development Programme» («Κοινοτικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης» - CDP), ενός προγράμματος «work-for-the-dole» (δουλειά για το επίδομα ανεργίας) που δημιουργήθηκε κυρίως για να στοχεύσει τους αυτόχθονες νέους που ζουν σε αγροτικές περιοχές. Προκειμένου να λάβουν ελάχιστες πληρωμές υποστήριξης, οι παραλήπτες υποχρεούνται να εργάζονται είκοσι πέντε ώρες την εβδομάδα. Οι μισθοί που λαμβάνουν είναι ένα κλάσμα του νόμιμου ελάχιστου μισθού, μια ρύθμιση που επιτρέπεται δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες στο CDP δεν λαμβάνουν καμία από τις νομικές προστασίες που λαμβάνουν οι κανονικοί εργαζόμενοι. Τα άτομα αυτά τιμωρούνται τακτικά για ενδεχόμενη μη συμμετοχή τους στο εν λόγω πρόγραμμα και, ως εκ τούτου, «παγώνουν» τα επιδόματα που παίρνουν, πράγμα που σημαίνει, φυσικά, ότι άτομα που δεν μπορούν να παρευρεθούν -συχνά άτομα με κακή σωματική και ψυχική υγεία, κακή εκπαίδευση, έλλειψη αυτοκινήτου και τηλεφώνου- δεν λαμβάνουν καμία αποζημίωση.

Νέες μορφές αποικιοκρατίας, νέες μορφές αντίστασης

Ο ρατσισμός συνεχίζεται. το ίδιο και η αντίσταση. Το 2004, σημειώθηκαν σημαντικές ταραχές στο προάστιο Redfern στο Σίδνεϊ μετά τον θάνατο του νεαρού ιθαγενή J. Hickey, που σκοτώθηκε όταν έπεσε από το ποδήλατό του μετά από καταδίωξη από αστυνομικό όχημα. Το 2004, επίσης, το αστυνομικό τμήμα και το δικαστήριο στο Palm Island πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν από ένα πλήθος σε έμαση αντίδραση στον θάνατο ενός ντόπιου αυτόχθονα, ενώ ήταν υπό κράτηση.

Εκτός από αυτές τις άμεσα βίαιες μορφές αντίστασης -οι οποίες, σύμφωνα με τα αυστραλιανά ειωθότα, αποτελούν μάλλον εξαιρέσεις- υπήρξαν αμέτρητες μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στην καταπίεση των αυτόχθονων. Κάθε χρόνο, δεκάδες χιλιάδες συμμετέχουν στις πορείες ποπυ γίνονται σ εόλη τη χώρα στις 26 Γενάρη (Australia Day) ενάντια στον ρατσισμό και για την υποστήριξη της αντίστασης των ιθαγενων λαών. Η 26η ημέρα είναι η εθνική ημέρα της Αυστραλίας, σηματοδοτώντας την ημέρα που αφίχθηκε ο πρώτος βρετανικός στόλος στο Σίδνεϊ το 1788. Φυσικά, αυτή είναι μια ημέρα εορτασμού για τους Αυστραλούς εθνικιστές, αλλά μια ημέρα αντίστασης και πένθους για όλους τους άλλους.

Τα τελευταία χρόνια -αποδεικνύοντας και πάλι τους διεθνείς δεσμούς που έχουν οι αυτόχθονες αγώνες με τους αγώνες στο εξωτερικό- το κίνημα ενεργοποιήθηκε με βάση ένα εγχώριο αυστραλιανό κίνημα Black Lives Matter κατά της αστυνομικής βίας, εμπνευσμένο από τους αγώνες των μαύρων στις ΗΠΑ ενάντια στην εκεί αστυνομία. Αυτό το κίνημα έχει προσελκύσει νέα στρώματα ανθρώπων στον αγώνα και έχει δημιουργήσει δεσμούς με άλλους αγώνες, τόσο τοπικούς όσο και διεθνείς, όπως εκείνους των Αφροαυστραλών ενάντια στον ρατσισμό που αντιμετωπίζουν και τους αγώνες των Παλαιστινίων ενάντια στην ισραηλινή κυριαρχία.

Η περιβαλλοντική καταστροφή χτυπάει τη γη και τους ανθρώπους

Η αυξανόμενη περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλείται από τον καπιταλισμό πλήττει επίσης τις αυτόχθονες κοινότητες. Ένα παράδειγμα αυτού μπορεί να βρεθεί σε πόλεις όπως το Walgett, που βρίσκεται στη λεκάνη των εκβολών του ποταμού Murray-Darling της νοτιοανατολικής Αυστραλίας. Το Walgett είναι ένα από τα πιο ζεστά μέρη της χώρας, με θερμοκρασίες κατά μέσο όρο πάνω από 35° C το καλοκαίρι. Η ίδια η πόλη κατοικείται κυρίως από αυτόχθονες Αυστραλούς, που ανήκουν κατά κύριο λόγο στο έθνος Gamilaraay, αλλά οι γύρω περιοχές καταλαμβάνονται από σημαντικό αριθμό βαμβακοπαραγωγών. Η ταξική διάκριση μεταξύ των δύο ομάδων δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη: στην ίδια την πόλη, τα ποσοστά φτώχειας είναι έντονα, οι υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης είναι φτωχές και τα ποσοστά εγκληματικότητας είναι υψηλά, αλλά μεταξύ των μεγαλοαγροτών, δεν υπάρχει έλλειψη χρημάτων. Μερικοί από τους αγρότες είναι αρκετά πλούσιοι για να έχουν ιδιωτικά αεροπλάνα και αεροδρόμια και πληρώνουν για να στέλνουν για σπουδές τα παιδιά τους σε ιδιωτικά οικοτροφεία στο Σίδνεϊ και στο Brisbane.

Το 2018-2019, το Walgett υπέστη μια σοβαρή κρίση στο νερό. Τα κύρια ποτάμια της περιοχής ξηράνθηκαν, αναγκάζοντας τους κατοίκους να βασίζονται στην άντληση νερού. Αυτό το νερό άντλησης είναι κακής ποιότητας, με τα επίπεδα νατρίου σε αυτό να φτάνουν σε επικίνδυνα ποσοστά. Στις αρχές του 2019, η κεντρική αντλία άντλησης νερού χάλασε και η πόλη στέγνωσε. Η τοπική κοινωνία στηρίχτηκε σε μεταφορά γλυκού νερού από αλλού μέχρι να επισκευαστεί η αντλία. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλα αυτά μπορούν να χρεωθούν στον καπιταλισμό: από την ξηρασία που η υπερθέρμανση του πλανήτη την κάνει πιο σοβαρή και πιο συχνή, έως τη διοικητική ανικανότητα των τοπικών, πολιτειακών και ομοσπονδιακών κυβερνητικών αρχών και την διοχέτευση αμέτρητων λίτρων νερού για τη βαριά, αλλά εξαιρετικά επικερδή γι’ αυτούς, βαμβακοβιομηχανία.

Οι επίσημες ρυθμίσεις ντόπιων τίτλων ιδιοκτησίας δεν προσφέρουν πολλά πράγματα, καθώς ακόμη και αν ο ντόπιος τίτλος κατέχεται από ντόπιους αυτόχθονες πληθυσμούς, καλύπτει μόνο τη γη και όχι το νερό που τη διατρέχει. Το νερό είναι μεγάλη επιχείρηση και αξίζει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Οι αυτόχθονες εργατικές τάξεις είναι λειτουργικά αποξενωμένες από την ιδιοκτησία τους, ακόμη και αν το νερό έχει θεμελιώδη πολιτιστική σημασία γι’ αυτές. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο τα ζητήματα της ιδιοκτησίας της ιθαγενους γης και άλλα παρόμοια και άλλα θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιλυθούν είναι μέσω του σοσιαλισμού - τερματισμός της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και επιστροφή της γης (και του νερού) στην κοινή ιδιοκτησία, επιτρέποντας τη σταδιακή κατάργηση περιβαλλοντικά καταστρεπτικών πρακτικών όπως η βαμβακοκαλλιέργεια και υπέρ της αειφόρου γεωργίας που ταιριάζει στις αυστραλιανές συνθήκες.

Οι αγώνες γύρω από την προστασία της πολιτισμικά σημαντικής γης δείχνει την ανάγκη να κινηθούμε πέρα ​​από το κράτος και το κεφάλαιο για εναλλακτικές λύσεις στην καταπίεση σε βάρος των αυτόχθονων. Τα τελευταία χρόνια, σημαντικά κοιινωνικά μαχητικά κινήματα έχουν ξεσπάσει για να διαμαρτυρηθούν για την καταστροφή σημαντικών τοποθεσιών, όπως τα ιερά δέντρα Djab Wurrung στη Βικτώρια, που απειλούνται από την κατασκευή δρόμου με διόδια ή την άγρια ​​φύση που απειλείται από το έργο φυσικού αερίου στο Narrabri στη Νέα Νότια Ουαλία. Ακολουθώντας την παράδοση προηγούμενων κινημάτων για την προστασία της κληρονομιάς αυτής, όπως το κίνημα που σταμάτησε με επιτυχία το ορυχείο Jabiluka στη Βόρεια Περιοχή, αυτά τα κινήματα υιοθέτησαν όλο και περισσότερο τακτικές άμεσης δράσης για την επίτευξη των στόχων τους. Για παράδειγμα, οι αποκλεισμοί των δρόμων για την προστασία των δέντρων στο Djab Wurrung είχαν επίδραση σε ολόκληρη τη χώρα, εμπνέοντας πολλούς ανθρώπους που δεν είχαν ποτέ πριν δραστηριοποιηθει πολιτικά να πλαισιώσουν τον αγώνα.

Συχνά, περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις πιέζουν για νομική δράση εναντίον της κυβέρνησης και των εταιρειών ως μέρος του αγώνα, σε μια προσωρινή συμμαχία με αυτόχθονες κοινότητες που αγωνίζονται ενάντια στην καταστροφή των εδαφών τους. Το κάνουν αυτό ακόμη και όταν ξέρουν ότι θα ηττηθούν - τελικά, ο νόμος είναι εντελώς εναντίον μας, και ακόμη και όταν κάποιες δικαστικές υποθέσεις έχουν αίσιο τέλος για μας, τα μεγάλα κόμματα απλώς αλλάζουν τους νόμους για να υποβαθμίσουν τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Αν και οι προθέσεις των περιβαλλοντικών ΜΚΟ είναι συχνά ευγενείς -έχουν την ιδέα ότι η νομική δράση μπορεί να καθυστερήσει καταστροφικά έργα, ενώ ένα μαζικό κίνημα σχηματίζεται στο παρασκήνιο- εξακολουθούν να λειτουργούν όλο και περισσότερο περιοριστικά σε σχέση με τα μαχητικά κινήματα ώστε να τα απομακρύνουν από εκεί όπου μπορούν πιο αποτελεσματικά να εναντιωθούν στις αρχές, το δρόμο.

Οι μελλοντικές τροχιές

Οι αγώνες των αυτόχθονων λαών στην Αυστραλία είναι φυσικά μέσα στις καρδιές μας και γράφουμε αυτό το άρθρο με την ελπίδα ότι μπορεί να εμπνεύσουν άλλους στο εξωτερικό. Ως αναρχικοί, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις εξελίξεις σε αυτούς τους αγώνες που φυσικά μας τραβούν την προσοχή: για παράδειγμα, η επίμονη αποτυχία των κυβερνήσεων να κάνουν οτιδήποτε ουσιαστικό για τους θανάτους των αυτόχθονων υπό κράτηση ή την απομάκρυνση παιδιών έχει προσελκύσει σημαντικό μέρος κόσμου του αγώνα να τάσσεται πλέον υπέρ της κατάργησης των φυλακών εντελώς - κατά λάθος αναγνώριση της αναρχικής άποψης ότι η βιαιότητα των φυλακών. Μια τέτοια οπτική γωνία φυσικά πηγαίνει προς πιο ριζσπαστικές κατευθύνσεις, καθώς οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι η ίδια η κατάργηση των φυλακών είναι αδιανόητη χωρίς την κατάργηση του καπιταλισμού και της κυβέρνησης.

Ομοίως, οι αυτόχθονες αγώνες έχουν τη δυνατότητα να τροφοδοτήσουν την αντίσταση της ευρύτερης εργατικής τάξης και το αντίστροφο. Η συντριπτική πλειοψηφία των αυτόχθονων ανθρώπων είναι η ίδια η εργατική τάξη, και εάν η «απελευθέρωση των ιθαγενών» παύσει να αποτελεί πρόβλημα μόνο των αυτόχθονων εργαζόμενων και γίνει κάτι γενικό για ολόκληρη την εργατική τάξη, τότε τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι μεγάλα. Υπό αυτήν την έννοια, υπάρχει μια άλλη ομοιότητα με την αμερικανική κατάσταση: αν και πολλοί λευκοί εργαζόμενοι πυροβολούνται επίσης από την αστυνομία, είναι γενικά η μαύρη εργατική τάξη, όχι η λευκή, που πρωτοστατεί στην αντιμετώπιση των αρχών. Εάν οι αγώνες όλων των εργαζομένων συνδυάζονται -πέρα ​​από τα φυλετικά, εθνικά και εθνικά σύνορα- τότε θα έχουμε κάνει ένα μεγάλο άλμα προς την καταστροφή του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό το κείμενο είναι η θεωρητική μας συμβολή σε αυτήν την προσπάθεια.

12 Ιούλη 2021

*Στα αγγλικά το κείμενο δημοσιεύεται εδώ: https://blackflagsydney.com/article/26?fbclid=IwAR076ISz5VdoCGQIydybX6ZZ96aHWtkq-IstYsU_0vHI9EItXEoOGOfw3Qg
**Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.