Μεγάλη επιρροή αποκτά στη θεωρία και την πρακτική του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος κατά την πρώτη δεκαετία του K' αιώνα ο αναρχοσυνδικαλισμός. Πρόκειται για ένα ρεύμα, που αναπτύσσεται και διαμορφώνεται πάνω στις επαναστατικές παραδόσεις του προυντονισμού, του μπλανκισμού και του μπακουνισμού. Μετά τη Συνδιάσκεψη και τον περίφημο Χάρτη της Αμιένης (Charte d’Amiens) του 1906, ο αναρχοσυνδικαλισμός οργανώνει επίθεση εναντίον του μαρξισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, κερδίζοντας την ιδεολογική υπεροχή στο διεθνές εργατικό κίνημα[1]. Ο σημαντικότερος θεωρητικός του εκπρόσωπος την εποχή αυτή είναι ο George Sorel, που εξακολουθεί ωστόσο να ονομάζει τον εαυτό του μαρξιστή[1].
Τί ακριβώς πρεσβεύει ο αναρχοσυνδικαλισμός; Καταρχήν στηρίζεται απόλυτα στα συνδικάτα. Υποστηρίζει πως το μεγάλο όπλο για την ανατροπή του καπιταλισμού είναι η γενική απεργία[1], απορρίπτοντας την πολιτική και κοινοβουλευτική δράση. Αποδίδει μεγάλη σημασία στην αξία της λεγόμενης «μαχητικής μειοψηφίας», δηλαδή των μικρών θαρραλέων ομάδων, για την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Θεωρεί πως τα συνδικάτα θα είναι οι παραγωγικές οργανώσεις και στη μελλοντική κοινωνία. Κηρύσσει το σύνθημα «καμιά πολιτική στα συνδικάτα». Αποδοκιμάζει τα πολιτικά κόμματα και τη συμμετοχή στις εκλογές και στα κοινοβούλια. Τέλος καλλιεργεί τη δυσπιστία προς τους πολιτικούς αγώνες και αναγορεύει τους συνδικαλιστές ως μόνους ποδηγέτες της κοινωνίας[1].
Ο αναρχοσυνδικαλισμός, γέννημα και θρέμμα πρωτίστως του γαλλικού εργατικού κινήματος, έχει και στην Ελλάδα τις απηχήσεις του. Εισηγητής της συνδικαλιστικής θεωρίας και πράξης στο ελληνικό εργατικό κίνημα θεωρείται κατά την εποχή αυτή ο Δημ. Χατζόπουλος, μικρότερος αδερφός του Κώστα. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ο Δημ. Χατζόπουλος από τους συγχρόνους του κοινωνιστές ιδεολόγους ως «αρχισυνδικαλιστής»[2]. Τη συμπάθειά του προς τον συνδικαλισμό ο Δημ. Χατζόπουλος δείχνει από τη νεαρή του ακόμα ηλικία.
Σε μια σειρά άρθρων του στην εφημερίδα Άστυ του 1894, ο Δημ. Χατζόπουλος ασχολείται διεξοδικά με τα εργατικά επαγγέλματα της ελληνικής πρωτεύουσας, τις ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας, τα προβλήματα στέγασης και διατροφής των εργατών, τα σωματεία, τις απεργίες. Επίσης καταγράφει κάποια πολύτιμα στατιστικά στοιχεία για τα αθηναϊκά εργοστάσια, τους εργάτες και τις εργάτριες ορισμένων κλάδων, τα ημερομίσθια, την παραγωγή, ενώ αναφέρεται και στην ιστορική εμφάνιση μερικών επαγγελμάτων. Και είναι τότε ο Δημ. Χατζόπουλος μόλις είκοσι δύο ετών. Πολλά από τα στοιχεία αυτά χρησιμεύουν ως γνωσιακό υλικό για το εργατικό κίνημα και στον Κώστα Χατζόπουλο.
Ιδιαίτερη συμπάθεια εκδηλώνει ο Δημ. Χατζόπουλος για τους τυπογράφους, που αρκετοί είναι «σοσιαλισταί» και οι «περισσότερον ανεπτυγμένοι» από τους άλλους εργάτες, ενώ εξαίρει τη σωματειακή τους οργάνωση και τον απεργιακό τους αγώνα για την αύξηση «κατά 50% του ημερομισθίου των»[3]. Για τους σιδεράδες γράφει πως εργάζονται από το πρωί ίσαμε το βράδυ και «ζουν και τρέφονται» με μεγάλες στερήσεις. Σε κάθε εργαστήριο απασχολούνται 5 περίπου εργάτες, ενώ τα ¾ του συνόλου τους έχουν «πολυμελείς οικογενείας». Τα σιδεράδικα δεν είναι δικά τους, αλλά τα ενοικιάζουν με πολύ υψηλό μίσθωμα[4].
Ανάλογη είναι η κατάσταση των εργατών και στα επιπλοποιεία. Στην Αθήνα, λέγει ο Δημ. Χατζόπουλος, υπάρχουν 15 επιπλοποιεία, που μερικά έχουν ατμοκίνητα μηχανήματα και απασχολούν 1.500 εργάτες με ημερομίσθιο για τους εξειδικευμένους 7 δραχμές. Επίσης υπάρχουν 10...
Άραγε δια της πειθούς θα ημπορέσωμεν ημείς αι Εργατικαί Τάξεις να κάμψωμεν την πλουτοκρατίαν; Αλλά αυτό το εδοκιμάσαμεν τώρα τόσα έτη θέσαντες εις εφαρμογήν το κοινοβουλευτικόν σύστημα. Όλη η κοινοβουλευτική ιστορία αποδεικνύει ότι το μέσον της πειθούς απέβη μάταιον.
Να καταφύγωμεν άραγε εις ικεσίας και ταπεινάς αιτήσεις; Αλλά δεν υπάρχει πλέον εις την ανθρωπίνην γλώσσαν παρακλητική και ικετευτική φράσις την οποίαν μετεχειρίσθημεν. Εξηντλήθη και αυτό το μέσον. Να μην απατώμεθα, παρακαλώ, πλέον. Έχομεν μεταχειρισθή όλα τα μέσα, αιτήσεις, διαδηλώσεις, ικεσίας. Όλαι μας αι αιτήσεις απερρίφθησαν. Όλαι μας αι διαδηλώσεις προεκάλεσαν πίεσιν και ύβριν. Όλαι μας αι ικεσίαι επεριφρονήθησαν.
Του Ισίδωρου Σιδερόπουλου
Η Πάτρα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, γνώρισε μια αξιοσημείωτη διαδικασία αστικοποίησης. Δεν υπήρξε μόνο το φυτώριο των πολιτικών της «Παλαιάς Ελλάδας», αλλά και η μήτρα των αναρχικών εκφράσεων της σοσιαλιστικής σκέψης και δράσης (αναρχοσυνδικαλισμός, χριστιανοαναρχισμός ακόμη και ατομική τρομοκρατία).
Ένας από τους πιστούς οπαδούς της, ο Δημήτρης Καραμπίλιας, γράφει το Μάιο του 1947 μια από τις πολυάριθμες επιστολές του στον Γιάννη Κορδάτο, για να διασαφηνίσει, όπως τονίζει ο ίδιος, κάποια από τα γεγονότα που παρουσιάζονται στο έργο Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, που είχε εκδοθεί –πρώτη φορά- το 1931.
«Η Πάτρα υπήρξε πρωτοπόρος μεταξύ όλων των...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018