Αναδημοσιεύω ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα που συνάντησα στο www.spina-nel-cuore.blogspot.com ,ενός περιοδικού που...»δεν υλοποιείται ποτέ». Ελπίζω να διαδοθεί γιατί το αξίζει, περιέχει (πέρα από πολύ αξιόλογες μεταφράσεις) σκέψεις που μπορεί να συναντήσουν όσους και όσες συνεχίζουμε να αρμενίζουμε αλλά και συντρόφους και συντρόφισσες που «αγκυροβόλησαν»... καλοτάξιδο λοιπόν!
Spina nel cuore di Venezia, το αγκάθι στην καρδιά της Βενετίας, ήταν το όνομα που έδωσαν οι Ενετοί άρχοντες της Κρήτης στο οροπέδιο του Λασιθίου. Φυσικό απόρθητο φρούριο, αποτέλεσε εστία αλλεπάλληλων επαναστάσεων στους πρώτους αιώνες της Ενετικής κυριαρχίας. Για το λόγο αυτό, η γαληνοτάτη δημοκρατία διέταξε την ερήμωσή του, εκπληρώνοντας έτσι το ρητό του Τάκιτου «ubi solitudinem faciunt, pacem appellant» (ετούτοι φτιάχνουν έρημο και την αποκαλούν ειρήνη).
Η πρώτη φορά που εκδιώχθηκαν οι κάτοικοι του οροπεδίου, διότι υπέθαλψαν τους επαναστάτες του Αλεξίου Καλλέργη, ήταν το 1293, όταν δούκας της Κρήτης ήταν ο Ερμόλαος Γιούστος, με απόφαση του συμβουλίου των κλητών. Κατεδαφίστηκαν όλα τα σπίτια, ξερριζώθηκαν όλα τα καρποφόρα δέντρα και απαγορεύτηκε η καλλιέργεια όχι μόνο στο οροπέδιο, μα και στις πλαγιές των γύρω βουνών. Το 1341, το Λασίθι χρησιμοποιήθηκε ξανά ως ορμητήριο κατά την επανάσταση του Λέοντα Καλλέργη και των Ψαρομηλίγγων, με αποτέλεσμα την εκ νέου ερήμωσή του για δυο χρόνια. Τα όρια της απαγόρευσης καθορίστηκαν με εξονυχιστική ακρίβεια σε ένα «πρακτικό» που συντάχθηκε στο Χάνδακα το 1343 από μια επιτροπή βενετών ευγενών: «Αρχίζει από τη Σαρακηνή στέρνα που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού της Σκάλας του Ρούσου Εγκρεμού προς το μυλότοιχο και πηγαίνει προς νότο ρίζα-ρίζα, όπως χωρίζουν τα καλλιεργημένα χωράφια από τους πρόποδες του βουνού». Μετά είκοσι χρόνια, το 1363, αποστάτες βενετοί τιμαριούχοι καταλύουν τις αρχές στο Χάνδακα και ανακηρύσσουν τη Δημοκρατία του Αγίου Τίτου. Το 1364, οι βενετοί προβλεπτές εκδίδουν και πάλι διάταγμα για ερήμωση του Λασιθίου, προληπτικά, χωρίς να καταφέρουν να αποτρέψουν τη χρήση του από τους επαναστάτες των ανατολικών επαρχιών κατά την επανάσταση των Καλλέργηδων, που ακολούθησε αμέσως μετά τη στάση των φεουδαρχών, οι οποίοι εκτελέστηκαν πάραυτα. Το οροπέδιο μένει πάλι ακαλλιέργητο, τα σπίτια ισοπεδώνονται, οι κάτοικοι εκτοπίζονται. Επεκράτησε απόλυτη ησυχία. Το διάταγμα των προβλεπτών ακούγεται παράξενα οικείο:«Προνοητικοί άνδρες, δια δουκικής διαταγής Προβλεπτές ολόκληρης της νήσου Κρήτης, ενδιαφερόμενοι για τη σωτηρία και το όφελος της ειρημένης νήσου και λαβόντες υπόψη ότι η κατοίκηση και η καλλιέργεια της περιοχής της αποκαλούμενης Λασίθι, σε περίπτωση ανταρσίας, ω μη γένοιτο, είναι επικίνδυνη και βλαβερή προς τους πιστούς στην κυριαρχία λόγω της ευφορίας και της φυσικής οχυρότητας του τόπου, διέταξαν, για να πάψει να υπάρχει η αφορμή τόσων κινδύνων και θλίψεων, να καταστραφεί και να ερημωθεί ο τόπος τούτος…» και πιο κάτω:
«Εκείνος που θα καταγγείλει στην Εξουσία (Dominio) τον παραβάτη [της απαγόρευσης], για να διαπιστωθεί το αληθές της καταγγελίας, θα λαμβάνει από το Δημόσιο (Commune) 50 υπέρπυρα. Το όνομά του, δε, θα τηρείται μυστικό Όποιος καταγγείλει [παράνομη βοσκή] και αποδειχθεί αληθής η καταγγελία, θα παίρνει τα μισά ζώα, και τα άλλα μισά θα περιέρχονται στο Δημόσιο. Το όνομά του θα παραμένει μυστικό»
Το Λασίθι παρέμεινε έρημο για τα επόμενα εκατό χρόνια. Οι επαναστατικοί «σπασμοί», κατά τον Ξανθουδίδη, της Κρήτης, είχαν λήξει πνιγμένοι στο αίμα. Ως το 1463, οπότε με πρωτοβουλία του πάπα Πίου του δεύτερου συνήφθηκε η λεγόμενη «ιερή συμμαχία» Βατικανού, Βενετών και Βουργουνδών ενατίον των Τούρκων και το Λασίθι χωρίζεται σε 342 «βουδέες» που ενοικιάζονται σε πολίτες του Χάνδακα και αρχίζει να καλλιεργείται ξανά για να τραφούν τα συμμαχικά στρατεύματα. Η καλλιέργεια δεν αποδίδει τα προσδοκώμενα, ίσως λόγω του δασώδους πλέον εδάφους και της απείθειας των αγροτών, οπότε η Βενετία αποφασίζει την εντατικοποίηση της καλλιέργειας και την αυστηρή απαγόρευση της βοσκής. Το 1471, οι Βενετοί άποικοι της Κρήτης, βλέποντας ότι η παραγωγή του Λασιθίου αρχίζει να βλάπτει τα συμφέροντά τους και φοβούμενοι νέες επαναστάσεις, ζητούν από τη Γαληνοτάτη «ut Lassithi seminatio cesset» (να πάψει η καλλιέργεια στο Λασίθι). Τέλος, το 1543, η καλλιεργήσιμη γη στο οροπέδιο ξαναμοιράζεται στους πιστούς στο Βενετικό κράτος υπερασπιστές του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς. Έκτοτε, η εκμετάλλευση της γης και των καλλιεργητών της γίνεται ανεξέλεγκτα, προς όφελος των πακτωτών πολιτών του Χάνδακα.
Το οροπέδιο εκείνο, που σύμφωνα με τον Γενικό Προβλεπτή Κρήτης Τζάκομο Φοσκαρίνι (1579) «θα μπορούσ[ε] να σώσ[ει] όλο τον άμαχο πληθυσμό της Ιεράπετρας και μεγάλο μέρος του πληθυσμού του Χάνδακα» με τις εύφορες γαίες, «το σπουδαιότερο στήριγμα του Χάνδακα», κατοικείται, κατά τους βενετούς, από «ανθρώπους άξεστους». Το άξεστο αυτό πλήθος, για το οποίο ελάχιστες πληροφορίες σώζονται στα χρονικά, δεν ήταν παρά βιολογική συνέχεια των εντόπιων αγροτικών πληθυσμών που εντάχθηκαν στο άτυπα φεουδαρχικό σύστημα παραγωγής ως πάροικοι, δουλεύοντας στα κτήματα του δημοσίου ή των αρχόντων. Η απόσταση της Κρήτης από τη μητρόπολη, αλλά και η σχετική της αυτάρκεια ευνοούσαν την ανάπτυξη ενός ιδιότυπου συστήματος μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών γαιοκτημόνων, οι οποίες κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης, εις βάρος της μικρότερης ιδιοκτησίας. Οι αριστοκρατικές αυτές οικογένειες ηγεμόνευαν, μαζί με την εκκλησία, και τον ντόπιο πληθυσμό, του οποίου τα επαναστατικά ξεσπάσματα, στηριγμένα σε βιοτικές ανάγκες, καθοδηγούσαν προς ένα συνεχή ανταγωνισμό για πιο πλήρη έλεγχο των παραγωγικών εκτάσεων του νησιού, εις βάρος των βενετών αποίκων. Ήταν κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων αυτών, και συγκεκριμένα κατά τη μεγαλύτερη επανάσταση της Κρητικής αριστοκρατίας, εκείνη των Καλλέργηδων (1283) που εισήχθηκε και ένα νέο είδος πολέμου, εκείνο της guerrilla, το οποίο θα έπιανε τόπο στο νησί συνδεόμενο με την παράδοση ανταρσίας των ντόπιων πάροικων που κατέφευγαν στο βουνό για να γλιτώσουν την καταναγκαστική εργασία στις γαλέρες.
Η εξιστόρηση αυτή, σε συνδιασμό με το ερώτημα γιατί άραγε η Κρήτη, μόνη σε ολόκληρο τον τότε Λατινοκρατούμενο «ελληνικό» χώρο, ακολούθησε το δρόμο της ανταρσίας ενάντια στην κυριαρχία της αυτοκρατορίας, επαναφέρει στη συζήτηση κάποια στοιχεία της εξεγερσιακής στάσης στα οποία σήμερα, κλείνοντας ένα μεγάλο κύκλο, επιστρέφουμε: τόπος, κοινότητα, καιρός, πλήθος.
Να βλέπει κανείς τον τόπο όχι με την στενή γεωγραφική έννοια, αλλά μέσω της σχέσης με το habitus, το βιωμένο χώρο της ζωής, είναι μια κατάκτηση των τελευταίων χρόνων. Τα κινήματα του λεγόμενου τρίτου κόσμου, απεξαρτημένα σε σημαντικό βαθμό πλέον από την ηγεμονία μαρξιστολενινιστικών μοντέλων, είναι μια εύφορη κοιτίδα ιδεών και πράξης που ξαναθέτει στο επίκεντρο τη σχέση με το τοπικό, το ιδιοσυγκρασιακό, το διαφορετικό. Η θεσμίζουσα κοινωνική δύναμη που προκύπτει μέσα από τις ποικίλες εμπειρίες των χώρων, έρχεται για άλλη μια φορά σε σύγκρουση με την αυτοκρατορία, η οποία γυρεύει να αναδείξει ακριβώς αυτή τη διαφορετικότητα ως εξίσωση της υποταγής. Το Λασίθι παρέμεινε μια ελεύθερη, αυτόνομη ζώνη, διότι διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας: γονιμότητα, οχύρωση, απόσταση. Η ύπαρξή του, αγκάθι στην καρδιά της γαληνοτάτης, στηριζόταν στις φυσικές, άρα τυχαίες, δυνατότητες του τόπου και της σχέσης των ζωντανών κοινοτήτων με αυτόν. Πρόκειται, για να επιχειρήσουμε μια μεγάλη μεταφορά, για το φυσικό ανθρώπινο υπόβαθρο στο οποίο χρειάζεται να καταφύγουμε για τα υλικά που θα χτίσουν ένα νέο κόσμο: η ζωντανή εργασία, η ενστικτική και συναισθηματική ζωή, ο έρωτας, οι λέξεις, η οργή, η επιθυμία. Εργαλεία και υλικά που ίσως φαντάζουν πενιχρά μπροστά στις δαιδαλώδεις πλεκτάνες στις οποίες χάνεται η ανθρώπινη βούληση. Παρέχουν όμως μια γεωγραφία του υπαρκτού, ένα χώρο στον οποίο μπορεί να καταφύγει το ανθρώπινο για να συνεργαστεί και να βυσσοδομήσει. Για το λόγο αυτό, τα υλικά αυτά αποτελούν αγκάθι στην καρδιά της αυτοκρατορίας, η οποία επιχειρεί να τα αλώσει και να τα εγκλείσει σε μια περιοχή εκτός ορίων. Πρόκειται επίσης για τους χώρους που τρομαγμένα και διερευνητικά ανοίγουμε στις μεταξύ μας σχέσεις, οροπέδια εύφορα της σκέψης τα οποία γονιμοποιούν οι πλημμύρες των συναισθημάτων, παράδεισοι του παραλόγου και του χάους, τα οποία μας επιτρέπουν να ζούμε πέρα από την πεπερασμένη μας ύπαρξη, να δημιουργούμε μονοπάτια νοήματος σε έναν κόσμο που πακετάρεται και ομαλοποιείται ολοένα και περισσότερο, για οχυρά ενάντια στην ισοπεδωτική ειρήνη ενός πολιτισμού που συνωμοτεί για την ίδια του την καταστροφή. Αυτοί είναι οι χώροι που τρομάζουν την εξουσία, γιατί υποθάλπουν τους επαναστάτες ενάντια στην τάξη της.
Η επιστροφή της κοινότητας πάλι, αυτή η αιώνια επιστροφή ενός αρχέγονου πόθου για ενότητα και σταθερότητα, σημαδεύεται από τα παραληρήματα της παράδοσης. Αυτός ο χυδαίος κοινοτισμός μας, που θέλει την αποπνικτική κοινότητα του «χωριού» ως το υποκείμενο κάθε τι καλού και αγνού, μας τυφλώνει απέναντι στο γεγονός ότι η μόνη κοινότητα είναι εκείνη του πλήθους, δηλαδή των μοναδικών και απερίγραπτων προσώπων. Ακριβώς όπως ο πολιτικός σφετερισμός της κοινότητας ως το υποκείμενο του κοινωνικού συμβολαίου μας τυφλώνει απέναντι στο γεγονός ότι ενάντια στην πανταχού παρεισφρέουσα εξουσία μπορούμε να αντιτάξουμε μόνο την αληθινή, γυμνή σχέση, άνευ ορίων, άνευ όρων. Η κίνηση και η σχέση ανάμεσα στα μόρια του πλήθους, μια μορφή κοινωνική μη καταγράψιμη, μένει στο παράδειγμά μας ως η σιωπή των πληβείων που κρατούσαν το φυσικό οχυρό του Λασιθίου ενάντια στη φεουδαρχική εκμετάλλευση και παρά την σιδερένια ηγεμονία των αριστοκρατών και του κλήρου. Η πεισματική αυτή σιωπή τους, η άρνηση των ιστορικών πηγών να μας διαφωτίσουν για τα πραγματικά τους κίνητρα, τις σκέψεις, ακόμα και την ίδια την πράξη, είναι άλλη μια μεταφορά για το ίδιο το κοινό, την κοινή μοίρα του πλήθους, το μη καταγράψιμο, το μη καταγραπτέο, το μη απεικονίσημο, το άρρητο. Βιώνουμε ήδη μια εποχή που ο αρχικός ενθουσιασμός του μεταμοντερνισμού για όλα αυτά τα απροσδιόριστα σχήματα έχει εκπνεύσει. Το δίδαγμα για όσους έχουν το αγκάθι στην καρδιά είναι ότι το απροσδιόριστο αυτό μπορείς να το εκθειάσεις και να το επικαλεστείς, αλλά δεν μπορείς ποτέ να το μετατρέψεις σε πρόγραμμα χωρίς να το συνθλίψεις κάτω από την άπειρη μιζέρια της πρωτοπορίας. Το δίδαγμα για μας είναι πως υπάρχει κάποιος δεδομένος καιρός για όλα, για να χρησιμοποιήσω το βιβλικό ρητό. Όπως για τους επαναστάτες του Λασιθίου, ο καιρός επανέρχεται σε ολοένα και πιο μικρής ακτίνας κύκλους, μια σειρά από βαθύτατες γεωλογικές αναταράξεις, χωρίς προγραμματική ισχύ, χωρίς να υπακούει σε κάποιους κύκλους «κρίσεως» του συστήματος, αλλά σα μια ολοένα και πιο πιεστική ανάδυση του ορίζοντα των γεγονότων, ένα παφλασμό της επιθυμίας, του πόθου για λύτρωση, δηλαδή για τελειωτική συνεύρεση.
Δανειζόμαστε λέξεις για να μιλήσουμε για την επανάσταση ή την αντιεξουσία - λέξεις δανεικές με τη σειρά τους -, όμως μασάμε τα λόγια μας όταν πάμε να μιλήσουμε για την αγάπη. Είμαστε πλάσματα λειψά, με κεφάλια γεμάτα άχυρα, αλίμονο. Κάτω από τα σκεπάσματα σχεδιάζουμε την εκδίκησή μας ενάντια στην παραγωγή. Ανοίγουμε το στόμα και οι λέξεις πέφτουν στο έδαφος, σπαρταρώντας, σαν ψάρια έξω από το νερό. Δε φταίει γι’ αυτό κανένα κράτος, καμία παγκόσμια συνομωσία. Είναι μόνο ότι αυτά που σκεφτόμαστε και αυτά που λέμε είναι ανεπίκαιρα. Τα ερωτήματά μας δεν τα απαντά καμιά θεωρία, καμιά δράση δεν ολοκληρώνει την ανικανοποίητη φύση μας. Βασανιζόμαστε από το σαράκι της αμφιβολίας, ακόμα και στις στιγμές της απόλυτης σιγουριάς, του έρωτα, της φωτιάς. Είναι το αγκάθι στην καρδιά. Spina nel Cuore. Σε αυτό το τρένο της προόδου, που επιταχύνει προς την άβυσσο, εμείς απλώνουμε το χέρι προς το φρένο εκτάκτου ανάγκης.
Πρόκειται για μια γενιά που μεγάλωσε και δραστηριοποιήθηκε σε μια μοναδική ιστορική συγκυρία και για το λόγο αυτό μεταφέρει και αναπαράγει την ίδια της την τραγικότητα. Τα αδιέξοδα των δεκαετιών του 80 και του 90, η φτώχεια της πολιτικής δράσης, η μούρλα και ο αλήτικος ενθουσιασμός της τέχνης, τα ναρκωτικά, η αλληλεγγύη, η τρομοκρατία, όλα αυτά, σερβιρισμένα με μπόλικο έρωτα, ελεύθερο και μη, έφτιαξαν μια σωρεία πλασμάτων που μεταφέρουν ακόμα τη σχιζοφρένεια μιας εποχής που πέρασε και που ζουν δίπλα μας. Δεν ηττήθηκαν ακριβώς, μάλλον ξεχάστηκαν, τα νέα ζητήματα και τα νέα κινήματα τους έκαναν λίγο γραφικούς, λίγο ανεπίκαιρους, αλλά πάντοτε έμειναν σχετικοί. Έχουν υποστεί και αυτοί, όπως θα ΅λεγε ο Νάνι Μπαλεστρίνι, μια «ανθρωπολογική μετάλλαξη», έχουν περάσει τη γραμμή, δεν θα πάνε ποτέ με τους άλλους, και αυτή είναι ταυτόχρονα η σωτηρία τους και ο χαμός τους.
Πρόκειται για έναν χώρο, που σε πείσμα πολλών εμείς συνεχίζουμε να αποκαλούμε χώρο, εννοώντας ένα κοινωνικό σύνολο ανθρώπων με μοναδικά χαρακτηριστικά, έναν χώρο λοιπόν, που μόλις βγαίνει μπουσουλώντας από τη βρεφική ηλικία και μόλις αρχίζει να βιώνει και να σκέπτεται τις εποχές της ζωής, την αρχή της πραγματικότητας. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν χωρίς οι συνειδήσεις να ευρύνονται. Το ζήτημα της ηλικίας, του γήρατος, του επαγγέλματος, της οικογένειας, των παιδιών, της τελειωτικής και απόλυτης μοναξιάς, αρχίζει να ορθώνεται ως προοπτική, χωρίς όμως να υπάρχουν και οι συλλογικές απαντήσεις, οι γραμμές φυγής από ένα σκηνικό που πάντοτε φάνταζε γελοίο και καταδικάσιμο στα αγανακτισμένα αλκοολικά μάτια μας.
Πρόκειται τέλος για κάποια άτομα που βρέθηκαν μαζί για ένα πεπερασμένο χρονικό διάστημα προκειμένου να μοιραστούν το χαώδες και απρόβλεπτο, μα σημαντικό κενό που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη. Ακριβώς επειδή κατάφεραν να το ζήσουν συλλογικά, έκαναν εκείνη τη στιγμή το χαμένο τους παράδεισο. Έκτοτε σκόρπισαν, αυτοεξορίστηκαν, ταξίδεψαν, πάντα προς άγρα αυτής της πρώτης φοράς, χωρίς τη μικροαστική νοσταλγία που μοιάζει τόσο με κομπορρημοσύνη, αλλά με εκείνη την παράξενη νηφαλιότητα που ακολουθεί ένα μεγάλο μεθύσι. Ίσως κάποια μέρα ξανασυναντηθούν, ίσως πάλι να μην ξαναβρεθούν ποτέ. Αλλά ως τότε, ας διαβάσουν τούτες τις γραμμές και ας αναρωτηθούν για άλλη μια φορά αν μπορείς άραγε να αλλάξεις τον κόσμο χωρίς να είσαι ερωτευμένος με τη ζωή.
Συμεών Βάταλος, Ηράκλειο, Καλοκαίρι του 2005