* (Χρονικό του Πολίτη, 2/11/2008)
Αστικοποίηση, εκβιομηχάνιση και προλεταριοποίηση: η δημιουργία των πρώτων συντεχνιών και του ΚΚΚ
Η διαδικασία της εκβιομηχάνισης στην Κύπρο και του εκμοντερνισμού της κοινωνίας και της οικονομίας της είχε ως βασικό αποτέλεσμα την ανάπτυξη της εργατικής τάξης. Οι συνθήκες εργασίας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν άθλιες και υπήρχε υπερ-εκμετάλλευση των εργατών από τους “μαστόρους” τους, που προσπαθούσαν να συσσωρεύσουν κεφάλαιο για να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους. Ο ιστορικός Ρολάνδος Κατσιαούνης αναφέρει σχετικά: “Οι ώρες απασχόλησης ήταν γενικά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, ενώ σε επαγγέλματα όπως τα ραφεία και τα υποδηματοποιεία η εργασία συνεχιζόταν το βράδυ με το φως της λάμπας. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις τα ημερομίσθια δεν αρκούσαν για να ζει μια οικογένεια πάνω από το όριο της φτώχειας. Ακόμα πιο καταπιεστική ήταν η εκδήλωση αυτής της ανισότητας στον τρόπο μεταχείρισης των εργαζομένων, ώστε να υπογραμμίζεται η ανωτερότητα της εργοδοσίας, μπροστά στην οποία κάθε σκέψη αντίστασης ήταν αφύσικη και αδιανόητη.”
Οι βασικές εταιρείες τότε ήταν μικρές βιοτεχνίες που εργοδοτούσαν ολιγάριθμο προσωπικό στις πόλεις. Η πλειοψηφία του πληθυσμού κατοικούσε στην ύπαιθρο. Όμως και εκεί βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία της προλεταριοποίησης, αφού πολλοί μικρο-ιδιοκτήτες και ακτήμονες αγρότες αναγκάζονταν να δουλέψουν για μεροκάματο. Από τότε χρονολογείται το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις πόλεις ως αποτέλεσμα του ξεκληρίσματος των αγροτών από τους τοκογλύφους και γενικότερα της αδυναμίας της γεωργίας να εξασφαλίσει την επιβίωση για μια σημαντική μερίδα των κατοίκων της υπαίθρου. Παράλληλα άρχισαν να λειτουργούν και τα μεταλλεία, εταιρείες ξένων (συνήθως αμερικανικών και πολυεθνικών) συμφερόντων, τα οποία αποτελούσαν τον άλλο βασικό προορισμό των ξεκληρισμένων αγροτών της Κύπρου. Τα μεταλλεία ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για την ανάπτυξη της εργατικής τάξης, γιατί εκεί εργοδοτούνταν πολλοί εργάτες μαζί και γιατί εκεί οι εργάτες εργοδοτούνταν ή απολύονταν ανάλογα με τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς. Έτσι τα μεταλλεία εφέραν στην κυπριακή κοινωνία και τη μαζική εργασία (συγκέντρωση εργατών) και τη στενότερη σύνδεση με την παγκόσμια οικονομία.
Πέρα από κοινωνικο-οικονομική ομάδα, η εργατική τάξη, οριζόμενη ως το σύνολο των μισθωτών εργαζομένων ήταν (και είναι) δυνητικά και πολιτική δύναμη, όπως γνωρίζουμε από την εξέλιξη που συντελέστηκε τον 19ο αιώνα στην υπόλοιπη Ευρώπη, πρώτα στη δυτική και μετέπειτα στην ανατολική. Αυτό έγινε αντιληπτό από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όταν η εκλογική δύναμη των εργαζομένων αποτέλεσε πόλο έλξης για διάφορους πολιτευτές, που οργάνωσαν συντεχνίες, εργατικές λέσχες και πανεργατικούς συνδέσμους με σκοπό να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες. Αυτές οι οργανώσεις δεν είχαν όμως συνδικαλιστικό πρόγραμμα και δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ποικίλες ανάγκες των εργαζομένων ούτε να παρέχουν ουσιαστική στήριξη και προστασία πέρα από λεκτικές φιλεργατικές διακηρύξεις. Συνήθως μετά τις εκλογές, αφού οι διάφοροι πολιτευτές αποχωρούσαν έχοντας εκμεταλλευτεί τους εργαζόμενους, αυτές οι οργανώσεις διαλύονταν.
Πέρα όμως από τους πολιτικάντηδες και ενάντιά τους, τη δεκαετία του 1920 εμφανίστηκαν και οι διανοούμενοι κομμουνιστές, που λόγω της μαρξιστικής τους κοσμοαντίληψης θεωρούσαν ως πρωταρχικό τους πολιτικό στόχο την αφύπνιση και την οργάνωση της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Το 1922 ιδρύθηκε το Εργατικό Κόμμα που σύντομα μετεξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (1926). Η κίνηση ξεκίνησε από τη Λεμεσό, γιατί η πόλη ήταν τότε, λόγω του λιμανιού της, το ανθηρό οικονομικό κέντρο της Κύπρου, συγκεντρώνοντας όλες σχεδόν τις βιομηχανικές μονάδες, σε αντίθεση με τη Λευκωσία. Η σοσιαλιστική ομάδα ξεκίνησε από μερικούς δημοτικιστές που αγωνίζονταν για την προαγωγή της δημοτικής γλωσσικής εκδοχής, υπό την επίδραση της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία. Ο πυρήνας αυτός δημιούργησε εργατικές μικροομάδες στον Αμίαντο, τη Σκουριώτισσα, το Πισσούρι, το Κοιλάνι, τη Γερμασόγεια, το Βαρώσι και τη Λευκωσία και έδρασε ουσιαστικά ως ο πρόδρομος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Μέχρι το τέλος του 1924 συγκροτήθηκαν οι εργατικές συντεχνίες πάνω σε ενιαία βάση και ενιαίο καταστατικό και με την κοινή ονομασία “σωματείο”. Πρόνοια των καταστατικών τους ήταν πρώτον η υλική βελτίωση της ζωής των μελών του και δεύτερον η πνευματική τους καλλιέργεια με τη μείωση των ωρών δουλειάς πάνω σε οκτάωρη βάση, αύξηση των μεροκαμάτων και ψήφιση εργατικής νομοθεσίας. Αυτό θα γινόταν εφικτό, όπως αναφέρεται, με την πάλη των τάξεων.
Η απόπειρα των εργατών να οργανωθούν σε συντεχνίες με ταξικό χαραχτήρα και να διαπραγματευτούν συλλογικά τους όρους της χρησιμοποίησης της εργατικής τους δύναμης προκάλεσε την οργή της εργοδοτικής τάξης. Ειδικότερα αφού οι συντεχνίες βρισκόντουσαν και κάτω από την ιδεολογική και πολιτική επιρροή των κομμουνιστών, που είχαν ως απώτερο σκοπό την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και άρα της αστικής κοινωνικο-οικονομικής εξουσίας. Έτσι κατά τη διάρκεια εργατικών κινητοποιήσεων η εργοδοσία σε συνεργασία με τις Αρχές προχωρούσαν στην καταστολή και στη σύλληψη των πρωτεργατών. Ακόμα και σε περιόδους ομαλών εργασιακών σχέσεων η δηλωμένη πρόθεση των εργαζομένων όχι μόνο να βελτιώσουν τους όρους εργοδότησης, αλλά και να αποκτήσουν υπόσταση και αξιοπρέπεια απέναντι στην εργοδοσία συναντούσε ισχυρές αντιστάσεις. Η πολεμική ενάντια στο νεαρό συνδικαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής υπήρξε λυσσαλέα και πολλές φορές βίαιη.
Τα γενικότερα μέτρα καταστολής που ακολουθήσαν την εξέγερση του 1931 χτύπησαν φυσικά και τις εργατικές οργανώσεις. Όμως οι εργατικές οργανώσεις λόγω απουσίας εργατικής νομοθεσίας δεν ήταν ούτως ή άλλως επίσημα αναγνωρισμένες. Δρούσαν δηλαδή τη δεκαετία του 1920 άτυπα και εκτός νομικού πλαισίου. Η πρώτη εργατική προστατευτική νομοθεσία θεσπίστηκε το 1932 με τον περί Συντεχνιών Νόμο που ήταν βασισμένος στον αντίστοιχο Αγγλικό Περί Συντεχνιών Νόμο του 1871. Έτσι τη δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια της Παλμεροκρατίας, οι συντεχνίες απέκτησαν για πρώτη φορά νομική υπόσταση. Με αυτό τον τρόπο η αποικιακή κυβέρνηση στόχευε στο να αντικρούσει ένα βασικό επιχείρημα των κομμουνιστών ότι η κυβέρνηση δεν λαμβάνει υπόψιν της τα συμφέροντα των εργατών. Ο Αποικιακός Γραμματέας ορίστηκε ως ο πρώτος Έφορος Συντεχνιών με δικαίωμα άρνησης εγγραφής συντεχνιών χωρίς αιτιολόγηση, αποκλεισμού εργατών λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων, απογόρευσης οργανωτικών συνελεύσεων εργαζομένων εκτός εάν αυτές περιορίζονταν αυστηρά στο μοναδικό θέμα έγκρισης του καταστατικού της συντεχνίας και παρουσίας της αστυνομίας σε συνελεύσεις, αν το θεωρούσε αναγκαίο.
Έτσι από το 1932 ως το 1938 μόνο πέντε συντεχνίες εγγράφηκαν λόγω κωλυσιεργίας και προσκομμάτων από πλευράς των Αρχών. Η έλλειψη εμπειρίας και οργανωτικής ικανότητας από πλευράς των πρωταγωνιστών και η έλλειψη οικονομικών πόρων ήταν οι άλλοι παράγοντες της αργής ανάπτυξης του κινήματος. Πάντως οι αποικιακές Αρχές για παν ενδεχόμενο φρόντισαν να κάνουν τη γενική απεργία παράνομη με την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα το 1933. Στην εγγραφή των πρώτων συντεχνιών είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο οι εθνικόφρονες δικηγόροι Χριστόδουλος και Μιχάλης Μιχαηλίδης, για τους οποίους οι απόψεις της ΠΕΟ και της ΣΕΚ είναι αντιφατικές. Για την ΠΕΟ οι δυο αυτοί δικηγόροι υπήρξαν πολιτικάντηδες με αντεργατικές θέσεις, ενώ για την ΣΕΚ αποτελούν τους πατέρες του κυπριακού συνδικαλιστικού κινήματος. Αργότερα ο Χριστόδουλος Μιχαηλίδης ανέλαβε ως εκδότης της εφημερίδας της ΣΕΚ “Εργατική Φωνή” και ο Μιχάλης Μιχαηλίδης ως Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου και Στρατοδικείου.
Η πολιτική κουλτούρα και οι κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης
Οι εργάτες της Κύπρου προχώρησαν το 1925 στη δημιουργία Εργατικού Κέντρου στη Λεμεσό. Ο στόχος ήταν η συστέγαση των συντεχνιών για να δημιουργηθούν στενότερες σχέσεις μεταξύ των σωματείων, ώστε να συντονίζεται η δράση τους για γενικότερα ζητήματα και να αναπτυχθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών και η συνείδηση της τάξης τους. Επηρεασμένοι μάλλον από το διεθνές εργατικό επαναστατικό κίνημα υιοθέτησαν και το σφυρί ως το σύμβολό τους. Εκεί γίνονταν διαλέξεις τις Κυριακές (μια φορά ήρθε ως ομιλητής και ο Νίκος Καζαντζάκης), αθλητικές δραστηριότητες, πεζοπορίες, θέατρο, ενώ παράλληλα λειτουργούσε και σχολείο με μαθήματα ανάγνωσης, γραφής, αριθμητικής και Αγγλικών. Από τότε ξεκινά να γιορτάζεται και η Πρωτομαγιά στην Κύπρο.
...Οι πιέσεις των αφεντικών μας, η εκμετάλλευση από τους πλουτοκράτες πρέπει να μας ενώσουνε, Τούρκους και Χριστιανούς. Δε μας χωρίζουνε πια φυλετικά μίση και θρησκευτικοί φανατισμοί. Αφτά ανήκουνε στο παρελθόν. Σήμερα πρέπει όλοι αδερφωμένοι να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα που έχουμε στη ζωή...Κανένας Οθωμανός και κανένας Χριστιανός εργάτης δεν πρέπει να λείψει από την αβριανή συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς. Ζήτω η αδερφοσύνη των Ελλήνων και Τούρκων εργατών. Ζήτω οι εργάτες όλου του κόσμου. Πρωτομάγιατικη προκήρυξη 1926, (Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ 1941-1991, 1991)
Σε ψήφισμα της συγκέντρωσης προς την αποικιακή κυβέρνηση μεταξύ άλλων οι εργάτες απαίτησαν εργατικούς νόμους για αναγνώριση των συντεχνιών, θέσπιση του οχταώρου, αποζημίωση των εργατικών ατυχημάτων, αποζημίωση για αδικαιολόγητες απολύσεις, προστασία των γυναικών και των ανήλικων εργαζομένων, κατάργηση της φορολογίας στα είδη πρώτης ανάγκης, φορολόγηση του κεφαλαίου και τερματισμό της αστυνομικής καταδίωξης εργατών και αγροτών στις πόλεις και στα χωριά. Η αποικιακή κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα. Απέλασε τον Έλληνα κομμουνιστή γιατρό Νίκο Γιαβόπουλο, που ήταν που τους οργανωτικούς πυρήνες του “ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος” και συστηματοποίησε την παρακολούθηση των κομμουνιστών εργατών, τις απειλές και γενικότερα την προσπάθεια τρομοκράτησής τους. Η κυπριακή (ελληνική) αστική τάξη επικρότησε την απέλαση του Γιαβόπουλου και τη σκλήρυνση της αποικιακής πολιτικής. Παράλληλα μέσα στο αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής εμφανίστηκαν και φαινόμενα τραμπουκισμού (ξυλοδαρμών) με την ανοχή της αποικιακής αστυνομίας.
Η πρώτη απεργία στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε το 1895, από εργάτες που άνοιγαν αυλάκια στον Ποταμό Γερμασόγειας. Σταμάτησαν τη δουλειά, επειδή η κυβέρνηση τούς αφαίρεσε ένα γρόσι από το μεροκάματο. Ως τη δεκαετία του 1930 το φαινόμενο της αυθόρμητης απεργίας κατέστη η βασική μορφή αγώνα των εργατών. Σημαντικές απεργίες σημειώθηκαν το 1923 και το 1925 στα μεταλλεία της ΚΜΕ (Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία αμερικανικών συμφερόντων) για τις συνθήκες εργασίας και ενάντια στην υπεργολαβία, ενώ στον Αμίαντο το 1927 οι εργάτες αξίωσαν και πέτυχαν τη μείωση στις ώρες εργασίας από δέκα σε εννιά τη μέρα. Η μεγαλύτερη απεργία έγινε στον Αμίαντο το 1929 με τη συμμετοχή 5000-6000 εργατών, που πραγματοποίησαν διαδήλωση στα γραφεία της εταιρείας με αίτημα την αύξηση των μεροκαμάτων και την ελευθερία τους να αγοράζουν το ψωμί τους από όπου ήθελαν και όχι από τους φούρνους της εταιρείας όπου ήταν ακριβό. Η απεργία, αν και ουσιαστικά αυθόρμητη, ήταν τουλάχιστον εν μέρει υποκινούμενη από τους κομμουνιστές που λειτουργούσαν γενικότερα ως πυρήνες της συνδικαλιστικής δράσης. Ο βετεράνος συνδικαλιστής Παντελής Βαρνάβας θυμάται που έγραφαν με κιμωλία τη λέξη απεργία πάνω στα βαγόνια και έτσι διαδιδόταν μέσα στο μεταλλείο η πρόταση. Στην απεργία του Αμίαντου το 1929, που εξελίχθηκε σε εξέγερση και καταστάληκε από την αποικιακή αστυνομία, πολλοί φυλακίστηκαν, άλλοι πλήρωσαν πρόστιμα και 24 εξορίστηκαν από την περιοχή του μεταλλείου και του χωριού που θεωρούνταν ιδιωτική περιοχή της εταιρείας.
Το 1933 οι οικοδόμοι και οι εργάτες οικοδομών απέργησαν ζητώντας ελάττωση των ωρών δουλειάς και αύξηση του μεροκαμάτου. Συγκρούστηκαν με την αποικιακή αστυνομία και υπήρξαν τραυματισμοί και συλλήψεις. Το 1935 οι οργανωμένοι σε αναγνωρισμένη συντεχνία υποδηματοποιοί (Έλληνες, Τούρκοι και Αρμένιοι) απέργησαν με αιτήματα 30% αύξηση, δεκάωρη μέρα και αναγνώριση από τους εργοδότες. Ήταν η πρώτη φορά που νομικά αναγνωρισμένη συντεχνία κινητοποιούσε εργάτες. Η απεργία αυτή κατέληξε σε συμβιβασμό. Ακολούθησαν οι μεταλλωρύχοι σε δυο μεταλλεία της ΚΜΕ το 1936. Η απεργία αυτή διήρκεσε μόνο δυο μέρες, αλλά ήταν δικοινοτική στην περιοχή Λεύκας – Μαυροβουνιού και χρειάστηκε να έρθει στρατός για να την σπάσει. Το 1937 απέργησαν οι χτίστες του Βαρωσιού με αιτήματα αύξησης μεροκαμάτου, εννιάωρη δουλειά και αναγνώριση της συντεχνίας. Οι απεργοί συγκρούστηκαν με την αστυνομία και τους συνεργάτες της. Το 1938 σημειώθηκαν τέσσερις απεργίες, τρεις μάλιστες από γυναίκες εργάτριες. Η σημαντικότερη και η μοναδική που ηττήθηκε ήταν αυτή στο Νηματουργείο του Π. Ιωάννου στο Βαρώσι. Κράτησε τρεις μήνες και οι απεργοί ήταν όλοι γυναίκες. Οι άντρες του εργοστασίου ήταν απεργοσπάστες. Η απεργία των εργατριών του Βαρωσιού βρήκε ανταπόκριση και στις νεοϊδρυθείσες συντεχνίες της Λεμεσού. Οι υπο αναγνώριση συντεχνίες των βαρελοποιών, ραπτεργατών και υπαλλήλων κουρείων πρόσφεραν χρηματική στήριξη στις απεργούσες γυναίκες στο Βαρώσι και κάλεσαν τους εργάτες της Κύπρου να ενισχύσουν το δίκαιο αγώνα τους.
Οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης και η οργάνωση σε παγκύπρια βάση
Το 1939 υπήρξε σημαντική χρονιά για το συνδικαλιστικό κίνημα. Ήταν η χρονιά που εγγράφηκαν 32 καινούργιες συντεχνίες. Πέρα από άλλη μια μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων της ΚΜΕ και μια μικρότερη των εργατών γης στην περιοχή Κίτι-Μενεού στο τσιφλίκι του Αράπη (ενός Σύρου) που κερδίθηκαν, ήταν η τετραήμερη απεργία των χτιστών της Λευκωσίας την Πρωτομαγιά που κατέκτησε το οχτάωρο. Το Μάη του 1939 συμφωνήθηκε και η πρώτη συλλογική σύμβαση που κατοχύρωσε πραγματικά και το θεσμό της συντεχνίας και το οχτάωρο στις οικοδομές. Ακολούθησαν οι πελεκάνοι και ως το 1941 το οχτάωρο εφαρμόστηκε σε καθολική και παγκύπρια βάση.
Τον Αύγουστο του 1939, μέσα στο κλίμα της σημαντικής κατάκτησης του οχταώρου πραγματοποιήθηκε και η πρώτη απόπειρα για τη δημιουργία κεντρικού συντεχνιακού οργάνου. Η Πρώτη Παγκύπρια Συνδιάσκεψη έγινε στο Βαρώσι με τη συμμετοχή 101 αντιπροσώπων από 57 διαφορετικές συντεχνίες, που είχαν τότε γύρω στα 3400 ταχτικά συντεχνιακά μέλη. Εκλέγηκε πενταμελής επιτροπή για να επεξεργαστεί το ψήφισμα της συνδιάσκεψης και να του δώσει την τελική διατύπωση για υποβολή προς την κυβέρνηση. Η προσπάθεια αυτή όμως απέτυχε· σύμφωνα με την ΠΕΟ λόγω αδυναμίας της επιτροπής, αρνητικής στάσης μερικών δεξιών αντιπροσώπων και λόγω της έναρξης του παγκοσμίου πολέμου. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, η αποτυχία ήταν λόγω ιδεολογικών διαφορών και της προσπάθειας των κομμουνιστών να ελέγξουν το κίνημα.
Η ραγδαία ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος οδήγησε τη βρετανική αποικιακή κυβέρνηση να ενδιαφερθεί γενικότερα για τις συνθήκες εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις στην Κύπρο. Η ρύθμιση και η καθοδήγηση της ανάπτυξης και των δραστηριοτήτων των συντεχνιών στα “σωστά” κανάλια ήταν και αίτημα τμήματος της τοπικής αστικής τάξης, όπως φαίνεται γενικά μέσα από το δεξιό Τύπο αλλά και ειδικότερα μέσα από το κείμενο του Ν. Κ Λανίτη “Ο συνδικαλισμός και η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στην Κύπρο”, αγγλική έκδοση 1940. Το πιο προοδευτικό τμήμα της αστικής τάξης θεωρούσε ότι οι συντεχνίες ήρθαν για να μείνουν και ότι θα έπρεπε να δημιουργηθεί νομικό πλαίσιο που θα διέπει τη δραστηριότητα τους. Τον ίδιο χρόνο ήρθε στην Κύπρο ο W. J. Hull ως εργατικός σύμβουλος της κυβέρνησης, για να ετοιμάσει μια έκθεση με θέμα τα εργατικά προβλήματα στο νησί. Στη βάση αυτής της έκθεσης ακολούθησε η ίδρυση του Τμήματος Εργασίας (που εξελίχτηκε μετά την Ανεξαρτησία στο Υπουργείο Εργασίας), η τροποποίηση του Περί Συντεχνιών Νόμου και η θέσπιση άλλων δυο νόμων το 1941: του Περί Κατώτατων Ημερομισθίων και του Περί Εργατικών Διαφορών (συμφιλίωση, διαιτησία και έρευνα). Διορίστηκε ένας Διοικητής Εργασίας, δυο γραφείς, δυο Επιθεωρητές Εργασίας, ένας Έφορος Συντεχνιών, ένας κλητήρας και ένας Σύνδεσμος με το Στρατό για την απασχόληση των πολιτών.
Το 1941 πραγματοποιείται και η δεύτερη απόπειρα δημιουργίας κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου στη Λευκωσία. Συμμετείχαν 194 αντιπρόσωποι από 66 συντεχνίες. Όμως αυτή τη δεύτερη συνδιάσκεψη δεν τη συγκάλεσε η επιτροπή της πρώτης συνδιάσκεψης, αλλά μια άλλη πενταμελής επιτροπή που εκλέγηκε από παγκύπρια σύσκεψη των συντεχνιών στη Λεμεσό. Και τα πέντε μέλη της επιτροπής αυτής ήταν στελέχη της Αριστεράς και του καινούργιου της μαζικού πολιτικού σχήματος, του ΑΚΕΛ, που είχε ιδρυθεί μερικούς μήνες πριν. Η δεύτερη παγκύπρια συνδιάσκεψη, πέρα από τα θέματα των νέων εργατικών νομοσχεδίων και της κυβερνητικής πολιτικής και τις επιπτώσεις του πολέμου πάνω στους εργαζόμενους, ασχολήθηκε και με οργανωτικά θέματα εκλέγοντας 17μελή Παγκύπρια Συντεχνιακή Επιτροπή (ΠΣΕ). Ασκήθηκε κριτική στα κυβερνητικά νομοσχέδια και αναλήφθηκε η πρωτοβουλία για τη μεταρρύθμισή τους. Αποφασίστηκε η συνέχιση του αγώνα για την πάταξη της μαύρης αγοράς και η ενεργή συμμετοχή της εργατικής τάξης στον αντιφασιστικό αγώνα. Από οργανωτικής πλευράς αποφασίστηκε η οργάνωση των εργατών κατά επιχείρηση και η εντατικοποίηση της προσπάθειας για την οργάνωση των γυναικών, των αγροτικών εργατών και των Τουρκοκυπρίων.
Το ξέσπασμα του πολέμου το 1939 προκάλεσε τεράστιο κύμα ανεργίας στην Κύπρο. Σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών, που προκάλεσε την χρεωκοπία πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το κλείσιμο των περισσοτέρων μεταλλείων της Κύπρου οδήγησε πολλούς εργαζόμενους στην πείνα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το εργατικό κίνημα απαίτησε από την κυβέρνηση “ψουμίν τζιαι δουλειά”, μέσα από ανακουφιστικά κυβερνητικά έργα. Οι μαχητικές διαδηλώσεις οδήγησαν σε αστυνομική βία και συλλήψεις, απεργίες αλληλεγγύης και άλλες διαδηλώσεις που εξανάγκασαν την κυβέρνηση να αναλάβει κάποια προσωρινά ανακουφιστικά έργα. Συνολικά την περίοδο 1940-41 πραγματοποιήθηκαν 47 απεργίες με συμμετοχή 3000 εργατών. Το 1940 ξεκίνησε απεργία στα Δημόσια Έργα που είχαν αυξηθεί σημαντικά εξαιτίας των στρατιωτικών αναγκών που προέκυψαν λόγω του πολέμου. Το 1941 οι οικοδόμοι του Στρατιωτικού Νοσοκομείου 57, απέργησαν, συγκρούστηκαν με τους απεργοσπάστες και κέρδισαν το οχτάωρο και για τους κυβερνητικούς. Τον ίδιο χρόνο οι υποδηματεργάτες της Λευκωσίας πέτυχαν την οριστική κατάργηση της κατ' αποκοπή εργασίας (δουλειάς με το κομμάτι) και την εφαρμογή του οχταώρου.
Η ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών και δημοσίων έργων κατά τη διάρκεια του πολέμου έδωσε καινούργια πνοή στην κυπριακή εργατική τάξη δίνοντάς της την ευκαιρία να διεξάγει νέους σημαντικούς αγώνες τόσο για μισθολογικές αυξήσεις, όσο και για εργασιακά δικαιώματα. Το 1946 υπήρχαν σχεδόν 100 000 υπάλληλοι (58% των εισοδηματιών). Από αυτούς 80% εργαζόταν εκτός γεωργίας και 25% στη βιομηχανία και τις επιδιορθώσεις. Το ανεκτικότερο κλίμα μέσα από την ευρύτερη φιλελευθεροποίηση του αποικιακού καθεστώτος επέτρεψε στη συντεχνιοποίηση να εξελιχθεί ραγδαία με το συνολικό αριθμό των συντεχνιών να τριπλασιάζεται και τον αριθμό των μελών τους να εξαπλασιάζεται από το 1939 στο 1945. Το Δεκέμβρη του 1942 πραγματοποιήθηκε παγκύπρια απεργία στα στρατιωτικά έργα με συμμετοχή 8000-10 000 εργατών. Η απεργία πέτυχε κάποιες άμεσες μισθολογικές αυξήσεις, αλλά πιο ουσιαστικά αποτέλεσε επίδειξη δύναμης προς την αποικιακή κυβέρνηση που προχώρησε σε επιχορηγήσεις στις τιμές βασικών προϊόντων και στο διορισμό επιτροπής τιμαρίθμου για να ετοιμάσει αναλυτικές εισηγήσεις στην κυβέρνηση. Το Μάη του 1943 η ΠΣΕ κατέθεσε αναλυτική έκθεση στην επιτροπή τιμαρίθμου της κυβέρνησης με συγκεκριμένες προτάσεις και τον Οκτώβρη του 1943 προχώρησε σε παναπεργία για να ασκήσει πίεση πάνω στην κυβέρνηση. Η απεργία επηρέασε περισσότερους από 20 000 εργάτες.
Το Φεβράρη του 1944 η ΠΣΕ καταθέτει αιτήματα αυξήσεων στη βάση του τιμάριθμου, τα οποία απορρίπτονται από την κυβέρνηση. Με προκήρυξή της στις 8/2/1944 καλεί την εργατική τάξη και το λαό σε συστράτευση. “Εμπρός λοιπόν για την τρίτη φάση του αγώνα που θα μας δώσει την πλήρη προσαρμογή των μεροκαμάτων στον τιμάριθμο και την άμεση εφαρμογή των εισηγήσεων μας για την λύση του επισιτιστικού προβλήματος...Σύνθημα μας λοιπόν ας είναι αυτές τις μέρες ένα και μόνον. Εμπρός για την εξασφάλιση του ψωμιού μας, των παιδιών μας, του ψωμιού των παιδιών και της γυναίκας του στρατιώτη. Ζήτω ο αγώνας του λαού.” Η απεργία της 1ης Μαρτίου 1944 κράτησε 24 μέρες και υπήρξε η πιο σημαντική μάχη του κυπριακού εργατικού κινήματος. Ξεκίνησε από τους εργάτες στα δημόσια έργα, αλλά σύντομα δημιουργήθηκε κίνημα αλληλεγγύης σε παγκύπρια βάση, οργανώθηκαν έρανοι για τους απεργούς και κλιμακώθηκε με παναπεργία και μαζικές συγκεντρώσεις. Έτσι κατακτήθηκε το 1944 η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ), που συνδέει ακόμα τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων με αυξήσεις στους μισθούς.
Η διάσπαση του εργατικού κινήματος σε ιδεολογική και εθνοτική βάση
Οι ιδεολογικές και οι εθνοτικές διαφορές υπήρχαν από το ξεκίνημα του εργατικού κινήματος. Όμως ως τα μέσα της δεκαετίας του 1940 δεν ήταν αρκετά έντονες ώστε να προκαλέσουν διάσπαση. Η ενότητα της εργατικής τάξης έμπαινε ως επιτακτική προτεραιότητα και εμπόδιζε την εσωτερική σύγκρουση. Για παράδειγμα μια συντεχνία εθνικοφρόνων, που συστάθηκε από απεργοσπάστες το 1926, διαλύθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Τη δεκαετία του 1930 το αντικομμουνιστικό κλίμα που επικρατούσε στην κυπριακή κοινωνία δεν φαίνεται να πέρασε στην εργατική τάξη. Οι κομμουνιστές εξελίχτηκαν σε άτυπους ηγέτες του εργατικού κινήματος και καθοδηγούσαν πολιτικά τη δράση του. Όμως η δεκαετία του 1940 ήταν η εποχή των μεγάλων πολιτικών συγκρούσεων ανά το παγκόσμιο. Πέρα από τον ταξικό αγώνα, ο αντιφασιστικός και ο αντιαποικιακός αγώνας δημιούργησαν καινούργια πλαίσια πολιτικής αντίληψης και δράσης. Στην Ελλάδα ξεκίνησε υπόγεια ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των ανταρτών του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ από τη μια και της φιλοδυτικής εθνικόφρονος δεξιάς από την άλλη. Η Ευρώπη ολόκληρη αποτέλεσε πεδίο πολιτικής και ιδεολογικής σύγκρουσης μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων, αγγλοαμερικανικού και σοβιετικού στρατού παραμονές της ήττας της ναζιστικής Γερμανίας. Στη Μέση Ανατολή οι αντιαποικιακές κινητοποιήσεις έγιναν εντονότερες. Στην Κύπρο το καινούργιο μαζικό σχήμα της κομμουνιστικής Αριστεράς, το ΑΚΕΛ, μέσα από την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου κέρδισε δυο από τους πέντε δήμους στις εκλογές του 1943 και εξελίχθηκε σε εν δυνάμει κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Ταυτόχρονα η έκκλησή του στην κυπριακή εργατική τάξη να συστρατευτεί στον αντιφασιστικό αγώνα οδήγησε πολλούς Κύπριους (Ε/κ και Τ/κ) να ενταχτούν στο βρετανικό στρατό1. Η ίδρυση του ΑΚΕΛ ως μετωπικού και νόμιμου πολιτικού σχήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου με γραμμή την εθνική αυτοδιάθεση, που στις συνθήκες της Κύπρου ερμηνευόταν ως ένωση με την Ελλάδα, σηματοδοτεί την ολοκληρωτική επικράτηση του εθνικισμού στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Όμως ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός της δεκαετίας του 1940 ήταν ακόμα ήπιος σε σχέση με αυτόν των επόμενων δεκαετιών. Διαλεκτικά η κυριαρχία του εθνικιστικού πολιτικού πλαισίου δράσης στην ελληνοκυπριακή κοινότητα προκάλεσε και την εμφάνιση του τουρκοκυπριακού εθνικισμού με βασικό σύνθημα την αποτροπή της Ένωσης και μέσο το διαχωρισμό των κοινοτήτων στην Κύπρο και στο κοινωνικο-οικονομικό πεδίο.
Οι πρώτες τουρκικές συντεχνίες εμφανίζονται το 1942 και η εμφάνισή τους συμπίπτει με την οργάνωση του ΑΚΕΛ και με την άνοδο του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Ήταν όμως πολύ αδύναμες τόσο αριθμητικά όσο και οργανωτικά. Οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι εργάτες συνέχισαν να είναι μέλη της ΠΣΕ-ΠΕΟ. Παρόλ' αυτά η ΠΣΕ-ΠΕΟ δεν κατάφερε να εξελιχθεί σε δικοινοτική συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς σύμφωνα με τον ηγέτη του αριστερού συνδικαλιστικού κινήματος Αντρέα Ζιαρτίδη: “Υποτιμούσαμε την ανάγκη ισότιμης μεταχείρισης των Τ/κ μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα...τα περισσότερα από τα καταστατικά των συντεχνιών μας δεν είχαν μεταφραστεί ποτέ στα τούρκικα για την εξυπηρέτηση των Τούρκων μελών τους...τα φυλλάδια επίσης, σπανιότατα μιλούσε Τούρκος ομιλητής (σε συνέδρια και) σπανιότατα γινόταν μετάφραση των εισηγήσεων ή των αποφάσεων στα τούρκικα.”
Τη δεκαετία του 1940 όμως ήταν η ιδεολογική σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς που κυριαρχούσε και ήταν αυτή που προκάλεσε τη βασική διαίρεση του συνδικαλιστικού κινήματος. Η ΠΣΕ, που δημιουργήθηκε με τη δεύτερη συνδιάσκεψη των συντεχνιών, τάχθηκε ανοιχτά με το ΑΚΕΛ στις δημοτικές εκλογές του 1943 και αυτό προκάλεσε τη δυσαρέσκεια κάποιων εργατών που προχώρησαν στη δημιουργία των Νέων Συντεχνιών το 1944. Η δημιουργία των Νέων Συντεχνιών ενθαρρύνθηκε και προωθήθηκε από το Κυπριακό Εθνικό Κόμμα (ΚΕΚ). Το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι παρά την ελληνοχριστιανική τους πολιτική γραμμή, οι Νέες Συντεχνίες είχαν στα πρώτα τους συνέδρια και συμμετοχή Τουρκοκυπρίων αντιπροσώπων από τις νεοϊδρυθείσες τουρκικές συντεχνίες. Βέβαια αυτό δεν κράτησε και πολύ διότι σταδιακά η εθνοτική πολιτική σύγκρουση άρχισε να περιορίζει τα περιθώρια συνεργασίας των εργατών από τις δυο βασικές κοινότητες της Κύπρου. Όμως οι Παλιές Συντεχνίες (ΠΣΕ-ΠΕΟ) διατήρησαν καλές σχέσεις με τις τούρκικες συντεχνίες και προχώρησαν στην ίδρυση τουρκικού γραφείου για τους Τουρκοκύπριους εργάτες μέλη της ΠΕΟ. Το 1954 η ΠΕΟ είχε 2500 Τουρκοκύπριους εργάτες και το 1955 3000, σε σύγκριση με 740 και 2214 που ήταν τα μέλη των τουρκικών συντεχνιών αντίστοιχα. Οι Τουρκοκύπριοι εργάτες δεν έδειξαν ενθουσιασμό για το ξεχωριστό κίνημα πριν το 1956, παρόλο που η Ένωση ήταν ένας από τους στόχους που προωθούσαν τόσο οι Παλιές όσο και οι Νέες Συντεχνίες.
Ενώ οι Παλιές Συντεχνίες αυτοπροσδιορίζονταν ως ταξικές οργανώσεις, οι Νέες Συντεχνίες αυτοπροσδιορίζονταν ως εθνικές οργανώσεις. Αυτή ήταν η βασική ιδεολογική διαίρεση του συνδικαλιστικού κινήματος τη δεκαετία του 1940, που ήταν η δεκαετία της μεγαλύτερης του δύναμης. Και αυτή η ιδεολογική διαίρεση ήταν εμφανής στις συζητήσεις και στις εκδηλώσεις που οργανώνονταν – διαλογικές συζητήσεις και μαθήματα στην Αριστερά, άρθρα και διαλέξεις στην Δεξιά. Ενώ η Αριστερά έδινε έμφαση στην ταξική και υλιστική διαπαιδαγώγηση των εργατών, η Δεξιά έδινε έμφαση στην εθνική και αντικομμουνιστική διαπαιδαγώγηση των εργατών.
Η σύγκρουση Στάλιν – Τρότσκυ για την πολιτική που θα ακολουθούσε η Σοβιετική κυβέρνηση στη Ρωσία τη δεκαετία του 1930 είχε αντίκτυπο και προεκτάσεις στα κομμουνιστικά εργατικά κινήματα ανά το παγκόσμιο. Έτσι και στην Κύπρο ιδρύθηκε ένα μικρό Τροτσιστικό Κόμμα, που δρούσε παράλληλα με το ΚΚΚ μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι Τροτσκιστές έπαιρναν συχνά πιο ριζοσπαστικές θέσεις στη μελέτη των αιτημάτων και κατηγορούνταν συχνά για εξτρεμισμό. Πέρα όμως από τις ιδεολογικές διαφορές υπήρχαν και κοινωνικο-πολιτικές διαφορές, όπως φαίνεται από το ζήτημα της συστέγασης των συντεχνιών. Διαιρέσεις δηλαδή στο εσωτερικό της εργατικής τάξης της Κύπρου όσον αφορούσε το στάτους του κάθε κλάδου και της συνδικαλιστικής του ηγεσίας. Οι επίτροποι παραδείγματος χάριν της συντεχνίας των εμποροϋπαλλήλων δεν αποδέχονταν τη συστέγαση με τους εργάτες της οικοδομικής βιομηχανίας ή με τους υποδηματεργάτες, ενώ η συντεχνία των τυπογράφων ήθελε να έχει δικό της ξεχωριστό οίκημα. Αυτό ήταν θέμα της συγκεκριμένης συνδικαλιστικής ηγεσίας που υπολόγιζε ότι με τη συστέγαση ίσως να έχανε ορισμένα προνόμια.
Βέβαια τελικά η συστέγαση των συντεχνιών προχώρησε και οι γενικές συντεχνίες ΠΕΟ και ΣΕΚ καταφέραν να συγκροτηθούν ως παγκύπριες και πολυκλαδικές οργανώσεις. Όμως οι κοινωνικο-πολιτικές διαφορές παρέμειναν, όπως φάνηκε αργότερα με τη δημιουργία ξεχωριστών κλαδικών συντεχνιών των δημοσίων υπαλλήλων, των δασκάλων και των καθηγητών, των τραπεζικών, των καταστηματαρχών κτλ. Ποια ήταν όμως η λογική πίσω από τη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων; Ο Ζιαρτίδης λόγου χάριν αναφέρει ότι διδάχτηκε από τον Πλουτή Σέρβα, ηγέτη του ΑΚΕΛ και δήμαρχο Λεμεσού, πώς διεξάγονται οι εργατικοί αγώνες μέσα από την οργάνωση της συντονιστικής επιτροπής, την υποβολή των αιτημάτων γραπτώς προς τους εργοδότες και τη διεξαγωγή διαλόγου (συλλογικών διαπραγματεύσεων) μαζί τους, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει απεργία ή όχι. Ότι το βασικό είναι να κερδιθεί η κοινή γνώμη με το μέρος των απεργών και ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση να υποστηριχτεί η απεργία μέσα από τη δημιουργία ειδικού απεργιακού ταμείου.
Με το τέλος του παγκοσμίου πολέμου το 1945, κατά τη διάρκεια του οποίου το συνδικαλιστικό κίνημα είχε σημαντικές επιτυχίες, οι Αρχές είχαν την ευχέρεια να προχωρήσουν στην καταστολή του εργατικού κινήματος με στόχο την πολιτική του εξουδετέρωση. Με βάση διάφορα άρθρα του Ποινικού Κώδικα προσήψαν συνολικά 15 κατηγορίες ενάντια στους 18 συντεχνιακούς ηγέτες, που συνέκλιναν όλες σε ένα κοινό σημείο: ότι οι κατηγορούμενοι με διάφορες πράξεις τους σκόπευαν “προς προαγωγή στασιαστικής προθέσεως να διεγείρουν το μίσος και να αποπειραθούν να προκαλέσουν την αλλαγή δια μη νομίμων μέσων της καθεστηκυίας τάξεως στην Κύπρο”. Παρά τις αντιδράσεις του συνδικαλιστικού κινήματος το αποικιακό δικαστήριο βρήκε τους εργατικούς ηγέτες ένοχους “ότι προσπαθούν να οδηγήσουν τες μάζες στον δρόμο της συνωμοσίας και της επανάστασης” (για να) “ανατρέψουν το υφιστάμενο καθεστώς και να εγκαθιδρύσουν σοσιαλιστικό κράτος με βάση την Μαρξιστική θεωρία” και διέταξε τη φυλάκισή τους. Η υπεράσπιση μάταια επιχειρηματολόγησε ότι “η λέξη επανάσταση δεν σημαίνει πάντα την ένοπλη εξέγερση” και ότι “την χρήση βίας η εργατική τάξη την χρησιμοποιεί μόνο όταν κερδίσει την λαϊκή ετυμηγορία και η αστική τάξη αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία”. Μάταια επίσης επιχειρηματολόγησε ότι η παρούσα ιμπεριαλιστική κυβέρνηση δεν ήταν δημοκρατική και άρα είχαν δικαίωμα οι κατηγορούμενοι να την πολεμούν, ότι “οι κατηγορούμενοι αποδοκιμάζουν το κεφαλαιοκρατικό σύστημα που επιτρέπει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και το οποίο κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ εκατομύρια άνθρωποι έχυναν το αίμα τους υπέρ της Δημοκρατίας επέτρεψε σε ορισμένους ανθρώπους να συσσωρεύουν περιουσίες εκμεταλλευόμενοι τις οικογένειες των πολεμιστών και των εργατών των μετόπισθεν...ουδέποτε συνωμότησαν, ουδέποτε απέκρυψαν τους σκοπούς και τις αρχές τους τουναντίον εφρόντιζαν να δίδουν σε αυτές τη μεγαλύτερη δημοσιότητα”. Ο Ζιαρτίδης στην απολογία του αναφέρθηκε στη Διακήρυξη του Ατλαντικού, με την οποία οι Συμμαχικές Δυνάμεις όρισαν ως σκοπούς του πολέμου την ελευθερία των λαών και τη δημοκρατία. “Δεν πταίομεν εμείς αν επιστεύσαμεν σε αυτές τις αρχές. Πταίουν εκείνοι που υποκρινόμενοι τις έδωσαν ως σκοπούς του πολέμου...Δεν πρέπει να μας επιβληθεί καμιά ποινή. Αλλά αν το δικαστήριο βρει ότι είναι υποχρεωμένο να μας τιμωρήσει τότε δεν είναι εμάς που τιμωρεί αλλά πλήττει τις αρχές εκείνες τις οποίες έχουμε προηγουμένως αναφέρει”. Τελικά, λόγω μαζικών κινητοποιήσεων της εργατικής τάξης στην Κύπρο αλλά και λόγω της αλληλεγγύης από τις αγγλικές συντεχνίες και μερίδα του κυβερνώντος εργατικού κόμματος στη Βρετανία, η αποικιακή κυβέρνηση απελευθέρωσε όλους τους εργατικούς ηγέτες ένα χρόνο μετά, πριν δηλαδή τη λήξη της ποινής των περισσοτέρων.
Η σύγκρουση Αριστεράς (ΑΚΕΛ/ΠΣΕ-ΠΕΟ/ΕΑΚ) και Δεξιάς (ΚΕΚ/ΣΕΚ/ΠΕΚ) κορυφώθηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 1940 με αναφορές και στον Ψυχρό Πόλεμο αλλά και στον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα. Η μη στήριξη της Δεξιάς προς τους φυλακισμένους εργατικούς ηγέτες της ΠΣΕ-ΠΕΟ ήταν ενδεικτική της έντασης και του βάθους που είχε τότε η αντιπαράθεση. Αυτή η αντιπαράθεση δεν ήταν μόνο πολιτικο-ιδεολογική αλλά πιο σημαντικά και κοινωνικο-οικονομική. Τότε ήταν η εποχή του “οικονομικού πολέμου”, όπου οι δεξιοί εργοδότες δεν προσλάμβαναν αριστερούς εργάτες και οι αριστεροί δεν ψώνιζαν από δεξιούς μπακάληδες. Το 1948 ήταν η χρονιά που η σύγκρουση αυτή έφτασε στο απόγειο της με τις μεγάλες απεργίες των οικοδόμων και των μεταλλωρύχων. Σύμφωνα με την ΠΕΟ, στις δικοινοτικές αυτές απεργίες η ίδια και η τούρκικη συντεχνία ΚΤΙΒΚ ηγήθηκαν της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης της Κύπρου, ενώ η ΣΕΚ τάχθηκε με τους εργοδότες και έστελλε τα μέλη της να δουλέψουν ως απεργοσπάστες. Σημειώθηκαν βίαιες συγκρούσεις και υπήρχαν θύματα, τραυματίες και συλλήψεις, όταν η αποικιακή αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των απεργών. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, τα εργατικά αιτήματα που έθεσε η ΠΕΟ ήταν κάλυψη για τους πραγματικούς στόχους των κομμουνιστών, που ήταν ο αποκλεισμός της ΣΕΚ από τους δυο βασικούς κλάδους - οικοδομές και μεταλλεία - και κατ' επέκταση η κυριαρχία της ΠΕΟ στην κυπριακή εργατική τάξη ως πρώτο βήμα για τη δημιουργία σοβιετικού κράτους στην Κύπρο.
Οι απεργίες των μεταλλωρύχων και των οικοδόμων το 1948
Οι συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία ήταν πολύ άσχημες και τα μεροκάματα χαμηλά. Δεν υπήρχαν άδειες ανάπαυσης ή πληρωμένες αργίες. Όταν το 1947 οι εργάτες απείχαν από την εργασία τους για να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά, η εταιρεία σε αντίποινα έκλεισε το μεταλλείο κηρύσσοντας λοκ-αουτ για 3 μέρες. Οι μεταλλωρύχοι έμεναν σε μικροσκοπικά δωμάτια της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας στη Σκουριώτισσα – Μαυροβούνι – Ξερό στριμωγμένοι με τις οικογένειές τους. Η απεργία ξεκίνησε λόγω της απόρριψης των αιτημάτων των συνεργαζόμενων συντεχνιών της ΠΕΟ και της ΚΤΙΒΚ από την εργοδοσία. Τα αιτήματα αυτά αφορούσαν ωράριο, αυξήσεις μισθών, όρους εργολαβιών, υπερωρίες, αργίες, ιατρική περίθαλψη. Στις 18 του Γενάρη του 1948 ομόφωνα οι μεταλλωρύχοι αποφάσισαν να μετατρέψουν την προειδοποιητική απεργία τους, που έληγε στις 19 του μήνα, σε απεργία διαρκείας.
Σύμφωνα με την ΠΕΟ, στις 23 του μήνα εκδηλώνεται καλά οργανωμένη και προμελετημένη απεργοσπαστική συνωμοσία (με τη συμμετοχή και της ΣΕΚ). Κατάφεραν στην πρώτη τους προσπάθεια να βρουν 21 απεργοσπάστες και με τη συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης τούς πήγαν στο μεταλλείο, αλλά οι απεργοί δεν επέτρεψαν στην αστυνομία να περάσει. Αυτή για να ανοίξει το δρόμο άρχισε να πυροβολεί εναντίον των απεργών, που υπερασπιζόμενοι τον αγώνα τους όρμησαν μπροστά και έδωσαν σκληρή μάχη με την αστυνομία, ενώ άλλοι ξυλοκόπησαν αστυνομικούς και απεργοσπάστες. Ακολούθως κηρύχτηκε νέα 24ωρη παναπεργία στις 6 του Μάρτη. Δυο μέρες αργότερα οι απεργοί στην αποβάθρα προσπάθησαν να αποτρέψουν τους απεργοσπαστες και η αστυνομία απροειδοποίητα άρχισε να πυροβολά. Οι γυναίκες των απεργών αψηφώντας τη ζωή τους όρμησαν ενάντια στους αστυνομικούς και τους πήραν τα όπλα για να μην υπάρξει άλλο αιματοκύλισμα. Στις 16 του Μάρτη δέκα εργάτριες σταμάτησαν με ξύλα και πέτρες το τραίνο στο μέσο της διαδρομής Μαυροβουνιού-Ξερού, που μετέφερε κενά βαγόνια και 5-6 απεργοσπάστες.
Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, με την κήρυξη της απεργίας άρχισε ταυτόχρονα και μια προπαγανδιστική δυσφημιστική εκστρατεία σε βάρος της από μέρους της ΠΕΟ και ολόκληρου του κομμουνιστικού μηχανισμού με τη διάδοση φημών ότι δήθεν οι Νέες Συντεχνίες θα προμήθευαν την ΚΜΕ με 400 απεργοσπάστες. Έτσι εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία έλεγε ότι “παρόλο ότι συμπαθούμε τον απεργιακό αγώνα σας εντούτοις με λύπη μας σας πληροφορούμε ότι δεν είμεθα διατεθειμένοι να ενισχύσουμε υλικά εργάτες που βρίσκονται κάτω από την αντεργατική καθοδήγηση της ΠΕΟ η οποία πολεμά με τον πιο απάνθρωπο και αντιεργατικό τρόπο τους εργάτες των συντεχνιών μας και ζητά να τους καταδικάσει στην πείνα κηρύσσοντας απεργίες που στρέφονται όχι ενάντια στους εργοδότες αλλά ενάντια στους νεοσυντεχνιακούς για να διωχτούν από την δουλειά”. Η ΣΕΚ ως το θύμα συντονισμένης βίας εκ μέρους των απεργών της ΠΕΟ απευθύνθηκε στη συνέχεια στις Αρχές και κατείγγειλε τους εκφοβισμούς που δέχονταν τα μέλη της και τη φίμωση του Τύπου από πλευράς της ΠΕΟ με οδηγίες προς τη συντεχνία τυπογράφων να αρνούνται να τυπώνουν εφημερίδες με δημοσιεύματα που ήταν αντίθετα προς τις απόψεις του ΑΚΕΛ.
Ενδεικτική του κλίματος πολιτικής πόλωσης που επικράτησε είναι η απεργία των μεταλλωρύχων που εξελίχθηκε σε μια σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' με εγκύκλιο του στις 20/3/1948 καλεί το λαό να τερματίσει την απεργία του, αλλά αγνοείται από τους απεργούς που συνεχίζουν τον αγώνα τους. Στις 20 του Απρίλη έφτασε στην Κύπρο ο Αμερικανός διευθυντής της ΚΜΕ Μαντ και άρχισε αμέσως διαπραγματεύσεις με τους απεργούς, στις οποίες εμπλάκηκε και η αποικιακή κυβέρνηση. Η τετράμηνη απεργία στην ΚΜΕ έληξε με συμφωνία στις 14 και τελικό κλείσιμο στις 16 Μαϊου 1948. Σύμφωνα με την ΠΕΟ, με την απεργία οι μεταλλωρύχοι της ΚΜΕ πέτυχαν οικονομικά ωφελήματα που ικανοποιούσαν το 33% των αρχικών τους αιτημάτων και το λαϊκό κίνημα βγήκε από αυτή την αναμέτρηση νικητής και άντλησε μεγάλα διδάγματα ταξικής πάλης στον απεργιακό αγώνα. Λίγο καιρό μετά την απεργία η ΚΜΕ φοβούμενη νέες ανωμαλίες στις δουλειές της ικανοποίησε σχεδόν όλα τα αιτήματα που είχαν υποβληθεί. Αντίθετα, σύμφωνα με τη ΣΕΚ, το όργιο τρομοκρατίας και βίας δεν απέδωσε τ' αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς η απεργία στην ΚΜΕ έκλεισε με ασήμαντα οικονομικά οφέλη αλλά και λιγότερα κομματικά οφέλη, που ήταν ο σημαντικότερος στόχος της κομμουνιστικής συντεχνιακής και κομματικής ηγεσίας.
Τον Αύγουστο του 1948 έληγε η συλλογική σύμβαση των οικοδόμων και η συντεχνία τους υπέβαλε από τις 20 του Μάη αιτήματα αυξήσεων στα μίνιμουμ μεροκάματα, αύξησης της συνδρομής στις συντεχνιακές κοινωνικές ασφαλίσεις, αποζημίωσης σε περίπτωση βροχής ή κακοκαιρίας. Ο Σύνδεσμος Εργολάβων Οικοδομών υπέβαλε αξίωση να καταργηθεί άρθρο προηγούμενης σύμβασης για την πρόσληψη εργατών (μόνο από την ΠΕΟ) και να επιτραπεί στους εργολάβους να δίνουν υπεργολαβίες. Σύμφωνα με την ΠΕΟ, οι Νέες Συντεχνίες πρωτοστατούσαν τότε στους απεργοσπαστικούς αγώνες και επομένως τα μέλη τους, που ήταν στην πλειοψηφία τους απεργοσπάστες, “δεν είχαν κανένα δικαίωμα δουλειάς στις οικοδομές”. Η “ελεύθερη” πρόσληψη που ζητούσαν οι εργολάβοι θα τους άφηνε ελεύθερα χέρια να κάνουν στην επιλογή διακρίσεις σε βάρος της ΠΕΟ. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ η απεργία που τροχιοδρομούνταν από την ΠΕΟ είχε ως στόχο την εξόντωση της ΣΕΚ. Σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν οι διαφορές μεταξύ των δύο συντεχνιακών οργανώσεων των οικοδόμων και της ΠΕΟ-ΣΕΚ πραγματοποιήθηκε με τη μεσολάβηση του Διοικητή Εργασίας σύσκεψη στο γραφείο του στις 23 Αυγούστου, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη της απεργίας. Η εισήγηση της ΠΕΟ ήταν οι δύο συντεχνίες να καλούν τα εργαζόμενα στην ίδια δουλειά μέλη τους σε μικτή Γενική Συνέλευση των ενδιαφερομένων εργατών, η απόφαση της οποίας να είναι τελεσίδικη (δηλαδή δεδομένης τότε της πλειοψηφίας των μελών της ΠΕΟ η εκλογή της επιτροπής και η τελεσίδικη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης θα ήταν πάντοτε εκείνη που ευνοούσε η ΠΕΟ). Αν οι πιο πάνω όροι γίνονταν αποδεχτοί, η ΠΕΟ δεχόταν να αποσύρει τον όρο του κλόουζ σιοπ και να συζητήσει τον πρακτικό τρόπο πρόσληψης των εργατών στη δουλειά. Η ηγεσία της ΣΕΚ είδε την πρόταση της ΠΕΟ ως τακτικό ελιγμό και διακατεχόμενη από καχυποψία και επηρεασμένη από το γενικό αντικομμουνιστικό κλίμα απέρριψε την εισήγησή της. Μετά το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις η συντεχνία κήρυξε απεργία στις 26 Αυγούστου, που κράτησε μέχρι τις 18 του Δεκέμβρη του 1948.
Σύμφωνα με την ΠΕΟ ο απεργιακός αγώνας των οικοδόμων στάθηκε δύσκολος και πολύ σκληρός, γιατί είχε να αντιμετωπίσει το απεργοσπαστικό κύμα της ΣΕΚ. Οι απεργοί χρειάστηκε να δώσουν πραγματικές μάχες με τους απεργοσπάστες και την αστυνομία που τους προστάτευε, για να κερδίσουν τον αγώνα τους. Στη βία απάντησαν με αντιβία και σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν από ορισμένους απεργούς, που έδρασαν πρωτοβουλιακά, και δυναμίτες εναντίον υποστατικών απεργοσπαστών. Σύμφωνα με την ΠΕΟ τα δικαστήρια καταδίκαζαν μόνο μέλη της ΠΕΟ σε φυλακίσεις και πρόστιμα και όχι Χίτες2 ή μπράβους της ΣΕΚ. Τελικά οι απεργοί οικοδόμοι δικαιώθηκαν και η απεργία τερματίστηκε με σχετική συμφωνία που υπογράφτηκε στις 18 του Δεκέμβρη. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, η ΠΕΟ προσπαθούσε να την τσακίσει χρησιμοποιώντας μέλη της που απεργούσαν αλλά και μπράβους του ΑΚΕΛ, που επιστρατεύτηκαν από τη Λευκωσία και την ύπαιθρο και δημιούργησαν και οργάνωσαν τρομοκρατικές ομάδες κρούσης ενάντια στα μέλη της ΣΕΚ, που αγωνίζονταν για το ελεύθερο δικαίωμα οργάνωσης και εργασίας. Σκοπός τους ήταν να κατατρομοκρατήσουν με τη χρήση βίας τους εργαζόμενους και τους εργοδότες τους από τη μια και να προκαλέσουν οικονομικές ζημιές στους ιδιοκτήτες των ανεγειρόμενων οικοδομών από την άλλη, εξαναγκάζοντας τους έτσι να αναστείλουν τις εργασίες μέχρι να πετύχουν οι κομμουνιστές εκείνο που επιδίωκαν. Η απεργία, σύμφωνα με τη ΣΕΚ, απέτυχε καθώς στο τέλος του Οκτώβρη οι εργολάβοι οικοδομών υπέγραψαν συμβόλαιο με τις Νέες Συντεχνίες, το οποίο καθόριζε ότι οι εργολάβοι μπορούσαν να προσλαμβάνουν προσωπικό είτε από τις Νέες είτε από τις Παλαιές Συντεχνίες. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, οι όροι της τελικής συμφωνίας το Δεκέμβρη δεν ήταν διαφορετικοί από αυτούς που είχαν αρχικά προταθεί, έτσι ουσιαστικά η απεργία ήταν άσκοπη.
Ποιο ήταν το τελικό αποτέλεσμα της απεργίας των οικοδόμων; Σύμφωνα με την ΠΕΟ, η επιτευχθείσα συμφωνία, που αποτέλεσε τον πρόδρομο της ίδρυσης του Γραφείου Εξεύρεσης Εργασίας, βοήθησε πολύ την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων εκείνη την εποχή και συνέβαλε ώστε αργότερα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ΠΕΟ και ΣΕΚ να συνεργάζονται στενά σε όλα τα στάδια της προετοιμασίας, υποβολής, διαπραγμάτευσης και αν χρειαστεί και της δυναμικής διεκδίκησης των δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, το βασικό αποτέλεσμα ήταν ότι έκτοτε ΑΚΕΛ και ΠΕΟ, παρόλο που δε σταμάτησαν την υπόσκαψη και τον πόλεμο εναντίον της ΣΕΚ, εντούτοις ουδέποτε ξαναδοκίμασαν παρόμοιο εγχείρημα και η ΣΕΚ εδραιώθηκε μια για πάντα στον εργατικό στίβο και καμιά δύναμη δεν μπορούσε να σταματήσει την πορεία της.
Αυτές οι διαμετρικά αντίθετες αφηγήσεις της ιστορίας αντιστοιχούν στις διαμετρικά αντίθετες πολιτικές θέσεις των δυο συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το 1948 υπήρξε σταθμός στην κοινωνική και πολιτική ιστορία της Κύπρου. Η ταξική και πολιτική σύγκρουση κατέληξε σε κάποιου είδους κοινωνικό συμβιβασμό, αφού έγινε ξεκάθαρο ότι ήταν αδύνατο να κυριαρχήσει μια από τις δυο παρατάξεις πάνω στην άλλη. Έτσι σταδιακά άρχισε να γίνεται αποδεχτό ότι το εργατικό κίνημα είχε ήδη διαιρεθεί και ότι η συνέχιση της πόλωσης και της αντιπαράθεσης μόνο ζημιά προκαλούσε. Λίγα χρόνια μετά, στα πλαίσια και της γραμμής της εθνικοαπελευθερωτικής ενότητας όπως εκφράστηκε με το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950, άρχισαν να συνεργάζονται οι δυο βασικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, να συνεννοούνται και να παρουσιάζουν κοινά αιτήματα στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, πρακτική που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά την Ανεξαρτησία του 1960. Προς το τέλος της ζωής του ο Ζιαρτίδης προέβηκε και σε κάποιου είδους απολογιστική αυτοκριτική για την αρχικά εχθρική στάση της ΠΕΟ προς τη ΣΕΚ καλώντας και τη ΣΕΚ να πράξει το ίδιο.
Έχουμε το δικό μας μερίδιο με το γεγονός ότι δεν αντιληφθήκαμε ότι εμφανίστηκε μια τάση που ήταν αναπόφευκτο να εμφανιστεί και ότι με αυτήν την τάση έπρεπε να συνεργαστούμε – δυσαρεστηθήκαμε που μπήκαν επαναλαμβάνω στα ταράφια μας του συνδικαλισμού κάποιοι νέοι συνδικαλιστές και αρχίσαμε να τους ανταγωνιζόμαστε να τους πολεμούμε. Και εκείνοι φέρουν την ευθύνη για το ότι από τα πρώτα τους βήματα εμφανίστηκαν σαν αντικομμουνιστικές αντιαριστερές οργανώσεις με στόχο την διάλυση των αριστερών οργανώσεων. (Αντρέας Ζιαρτίδης: Χωρίς φόβο και πάθος, Πανίκου Παιονίδη, 1995)
Η εδραίωση του συνδικαλισμού: ανεξάρτητες συντεχνίες και το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων
Πέρα όμως από τις συντεχνίες της Αριστεράς και της Δεξιάς, τα τελευταία χρόνια της αποικιακής διακυβέρνησης εμφανίστηκαν και οι ανεξάρτητες συντεχνίες από εργαζόμενους σε δημόσιες/κρατικές υπηρεσίες, όπως οι Κυπριακές Αερογραμμές, η Αρχή Ηλεκτρισμού, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, η Επιτροπή Σιτηρών, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών, η Υδατοπρομήθεια οι Αγγλικές Βάσεις και τα Δημαρχεία. Αυτές οι συντεχνίες κρατήθηκαν έξω από την πολιτική σύγκρουση της εποχής και συνασπίστηκαν στην ΠΟΑΣ (Παγκύπρια Οργάνωση Ανεξαρτήτων Συντεχνιών). Η δημιουργία αυτών των συντεχνιών ήταν ενδεικτική του ότι ο συνδικαλισμός κατέστη κυρίαρχη κοινωνική πραγματικότητα προς το τέλος της βρετανικής δίοικησης στην Κύπρο.
Οι πιο σημαντικές και, όπως φάνηκε στη μετέπειτα πορεία, και οι πιο δυνατές κλαδικές συντεχνίες που δημιουργηθήκαν ήταν η ΠΑΣΥΔΥ (Παγκύπρια Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων) και η ΕΤΥΚ (Ένωση Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου), όπως επίσης και οι συντεχνίες της εκπαίδευσης ΠΟΕΔ-ΟΕΛΜΕΚ-ΟΛΤΕΚ. Λόγω της αρχικής ταύτισης του συνδικαλισμού με τον κομμουνισμό, οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους νευραλγικούς για την κοινωνία κλάδους αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες μέχρι να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να σχηματίσουν τις οργανώσεις τους. Συχνά η υπονόμευση της ανάπτυξης του συνδικαλισμού στη δημόσια υπηρεσία εκφραζόταν με την μετάθεση στελεχών της κυβέρνησης από το κέντρο στην επαρχία και σε απομακρυσμένες περιοχές, ώστε να αποκόπτονται από τον κύριο όγκο των μελών και να εμποδίζονται στην εκτέλεση της συνδικαλιστικής τους εργασίας.
Η δεκαετία του 1950 ήταν μια μεταβατική δεκαετία, στην οποία επεκτάθηκαν και εδραιώθηκαν οι θεσμοί που είχαν αναπτυθχεί τις προηγούμενες δεκαετίες τόσο σε κρατικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Ήδη από το 1949 η αποικιακή κυβέρνηση αναγνωρίζει και πολιτικά το συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από τη δημιουργία του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος, στο οποίο μετέχουν εκπρόσωποι των εργοδοτων, της κυβέρνησης και των εργαζομένων και συζητούν θέματα εργατικής πολιτικής. Η δημόσια υπηρεσία και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας αναπτύθχηκε σημαντικά δημιουργώντας μια καινούργια κοινωνική κατηγορία, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεσαία τάξη ή ως εργατική αριστοκρατία. Παράλληλα το συνδικαλιστικό κίνημα ανάπτυξε ένα σύστημα συντεχνιακών ασφαλίσεων, εισάγοντας στην εργατική τάξη την έννοια της κοινωνικής ασφάλισης και απαιτώντας από το αποικιακό κράτος να προχωρήσει στην επίσημη και καθολική εφαρμογή ενός ενιάιου συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων. Η αποικιακή κυβέρνηση ήταν αρχικά διστακτική και δήλωνε πως οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες. Ετοίμαζε μελέτες και συζητούσε το θέμα αλλά δεν προχωρούσε. Η πίεση όμως που ασκήθηκε από το συνδικαλιστικό και το αντιαποικιακό κίνημα ήταν συνεχής και έντονη. Έτσι το 1956, αφού είχε ήδη αρχίσει και η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ, προχώρησε στη θέσπιση του πρώτου νομοσχεδίου για τη δημιουργία του συστήματος των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Κύπρο, καθιστώντας έτσι ένα πάγιο αίτημα της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος πραγματικότητα.
Βιβλιογραφία:
- Αντωνίου Λούκας και Σπύρου Σπύρος, Μικροδουλειές: παιδική εργασία στην Κύπρο στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα, 2005
- Christodoulou Demetrios, Inside the Cyprus miracle, University of Minessota, 1992
- Γρηγοριάδης Γρηγόρης, Ιστορία της ΣΕΚ, 1ος τόμος, 1994
- Κατσιαούνης Ρολάνδος, Η Διασκεπτική, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2000
- ΠΕΟ, Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ 1941-1991, Λευκωσία, 1991
- ΠΕΟ, Αγώνες για τον τιμάριθμο, 1940-1944, Λευκωσία, 1984
- Παιονίδης Πανίκος, Ανδρέας Ζιαρτίδης: χωρίς φόβο και πάθος, Λευκωσία, 1995
- Slocum John, The development of labour relations in Cyprus, Nicosia, 1972
- Σπαρσής Μίκης, Σύντομη ιστορία του εργατικού κινήματος και της οργάνωσης Κυπρίων εργοδοτών, Λευκωσία, 1999
- Φάντης Αντρέας, Το συνδικαλιστικό κίνημα στα χρόνια της Αγγλοκρατίας 1878-1960, Λευκωσία, 2006