Από το φεουδαρχικό σύστημα Sakdina μέχρι σήμερα
Του Ji Giles Ungpakorn
Οι ιστορικές διαδικασίες οι οποίες έχουν μετασχηματίσει την ταϊλανδική κοινωνία και που βρίσκονται ακόμα στο στάδιο του μετασχηματισμού της, δεν αποτελούν καμία εξαίρεση της γενικής ανάλογης τάσης σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ταϊλάνδη έχει αλλάξει δραματικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων 150 χρόνων.
Πριν από τις μεγάλες αλλαγές που συνέβησαν στο 19ο αιώνα, η ταϊλανδική κοινωνία κυριαρχούνταν από το σύστημα Sakdina, μια μορφή νοτιοανατολικής ασιατικής φεουδαρχίας. Σήμερα, είναι μια σύγχρονη καπιταλιστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι αλλαγές αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν απλώς εξαιτίας της σοφής πρόβλεψης κάποιου κυβερνήτη ή της «εκπολιτιστικής» επιρροής των δυτικών ιμπεριαλιστικών εθνών. Πραγματοποιήθηκαν σε συνδυασμό με τις μεγάλες αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις της ταϊλανδικής οικονομίας.
Αλλά το σημαντικότερο από όλα είναι ακόμα το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι των οποίων τα ονόματα δεν εμφανίζονται στα βιβλία της ιστορίας, συνειδητά και ασυνείδητα έχουν παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτούς τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και η ταξική πάλη που συνδέονται με την ανάπτυξη αυτή, είναι τα οχήματα της αλλαγής.
Αρχικά, το σύστημα Sakdina μετασχηματίστηκε σε ένα συγκεντρωτικό καπιταλιστικό κράτος, κάτω από την εξουσία μιας απόλυτης μοναρχίας. Η μοναρχία αγωνίστηκε εναντίον των παλαιών ευγενών και των τοπικών φεουδαρχών Sakdina. Η αγροτιά προσπαθούσε συνεχώς να αποφύγει την καταναγκαστική εργασία και τα μέλη της αρνήθηκαν να εργαστούν ως εργάτες υπό το νέο καπιταλιστικό καθεστώς με χαμηλές αμοιβές. Έπρεπε να εισαχθούν από την Κίνα πρόσθετοι αμειβόμενοι εργάτες. Σύντομα, οι Κινέζοι αυτοί εργαζόμενοι συγκρότησαν συνδικαλιστικές οργανώσεις και άρχισαν να αγωνίζονται για να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας και ζωής τους. Τελικά, ο συνδυασμός της οικονομικής κρίσης του 1932 και της γενικής πολιτικής δυσαρέσκειας μεταξύ ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων, οδήγησε στην επανάσταση που νίκησε την απόλυτη μοναρχία. Ακολούθησαν διάφορες μορφές συνταγματικής εξουσίας, αλλά, κυρίως, κυριαρχούσαν περίοδοι στρατιωτικής δικτατορίας.
Η επιτυχής μαζική εξέγερση της 14ης Οκτωβρίου 1973 εναντίον της στρατιωτικής δικτατορίας στην Μπανγκόκ, συνετάραξε συθέμελα την ταϊλανδική άρχουσα τάξη. Ήταν η πρώτη φορά που οι Pu-noi (οι «μικροί» άνθρωποι) είχαν αρχίσει πραγματικά μια επανάσταση από τα κάτω. Δεν είχε προγραμματιστεί τίποτα και εκείνοι που συμμετείχαν πίστευαν μόνο σε ασαφείς έννοιες για την ανάγκη δημοκρατίας, ενώ η ταϊλανδική άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να πυροβολήσει αρκετούς διαδηλωτές για να προστατεύσει το καθεστώς της. Αλλά, στην πραγματικότητα, οι πυροβολισμοί ακριβώς ήταν που εξαγρίωσαν περισσότερο τους ανθρώπους.
Δεν ήταν μόνο μια φοιτητική εξέγερση που απαιτούσε δημοκρατικό σύνταγμα. Συμμετείχαν χιλιάδες απλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης και ήταν το αποκορύφωμα ενός αυξανόμενου κύματος εργατικών απεργιών. Η επιτυχία της ανατροπής της στρατιωτικής δικτατορίας είχε ως αποτέλεσμα μια αυξανόμενη εμπιστοσύνη.
Οι εργαζόμενοι, οι αγρότες και οι φοιτητές άρχισαν να παλεύουν για κάτι περισσότερο από μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ήθελαν κοινωνική δικαιοσύνη και ένα τέλος στα μακροχρόνια προνόμια. Μερικοί ήθελαν ένα τέλος στην εκμετάλλευση και του καπιταλισμού του ίδιου. Ως απάντηση, το ταϊλανδικό καθεστώς, σε συνεργασία με το μεγαλύτερο μέρος της μεσαία τάξης, οργάνωσαν μια βάρβαρη βιαιότητα εναντίον των εργαζομένων, των φοιτητών και των ενεργών στελεχών των αγροτών. Στις 6 Οκτωβρίου 1976 εγκαθίδρυσαν μια νέα δικτατορία πάνω στα ακρωτηριασμένα σώματα εκείνων που αγωνίζονταν για την ελευθερία.
Και όπως στάθηκαν υπερήφανα σε στάση προσοχής καθώς παιζόταν ο εθνικός ύμνος, κατόπιν διαταγής της κυβέρνησης, από δημόσια μεγάφωνα, η ταϊλανδική άρχουσα τάξη και οι υποστηρικτές της, της μεσαίας τάξης, νόμισαν ότι είχαν νικήσει. Αλλά, εν τω μεταξύ, χιλιάδες άνθρωποι προσχωρούσαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ταϊλάνδης (C.P.T.), σωματικά και πνευματικά. Χιλιάδες μετέβησαν άμεσα στα στρατόπεδα του C.P.T. στη ζούγκλα. Οι υπόλοιποι καλλιέργησαν το φλογισμένο μίσος τους για την άρχουσα τάξη στις πόλεις, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων εργαζομένων της πόλης. Οι εργατικές απεργίες συνεχίστηκαν, αν και υποτάσσονταν με την καταστολή. Η κοινωνία πολώθηκε επικίνδυνα εναντίον εκείνων που βρίσκονταν στην κορυφή.
Εκείνοι που ενώθηκαν με την αριστερά άρχισαν να πιστεύουν ότι η ένοπλη επανάσταση ήταν η μόνη επιλογή. Η τραγωδία είναι ότι καθοδηγήθηκαν από μια οργάνωση, η οποία πήρε τα όπλα για την πραγμάτωση της «καπιταλιστικής δημοκρατικής επανάστασης». Θεώρησαν, εσφαλμένα, ότι η Ταϊλάνδη ήταν ακόμα ημι-φεουδαρχική αποικία των ΗΠΑ. Αυτή ήταν η χαρακτηριστική σταλινική και μαοϊκή πολιτική του C.P.T., αλλά η Ταϊλάνδη ήταν ήδη καπιταλιστική χώρα. Ο μόνος δρόμος έπρεπε να είναι αυτό που ο Μαρξ ονόμασε επαναστατικός αγώνας για το σοσιαλισμό. Το C.P.T. απέτυχε στις προσπάθειές του για μια δημοκρατική καπιταλιστική επανάσταση και κατέρρευσε οργανωτικά στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Αλλά ο αγώνας συνεχιζόταν να πραγματοποιείται από όλους εκείνους τους κατοίκους των πόλεων οι οποίοι προσχώρησαν στο κόμμα μετά το 1976 και έτσι η τεράστια πόλωση της ταϊλανδικής κοινωνίας δεν ήταν μάταια. Η άρχουσα τάξη εξαναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει τη μάχη εναντίον των PU-noi μόνο με τη βία και τον εξαναγκασμό. Αναγκάστηκε έτσι, εξαιτίας του υψηλού επιπέδου της αντίστασης, να φιλελευθεροποιήσει το πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα κάτω από την εξουσία του πρωθυπουργού Prem, ενός ανώτερου στρατιωτικού υπαλλήλου ο οποίος είχε ξοδέψει τη ζωή του αγωνιζόμενος εναντίον των κομμουνιστών. Έγινε ένας συμβιβασμός με τους αγωνιζόμενους κατοίκους των πόλεων που είχαν καταφύγει στους γύρω λόφους καθώς και με την εργατική τάξη που έμενε στην Μπανγκόκ για να παλέψει εναντίον των αφεντικών.
Για μια στιγμή, η άρχουσα τάξη θεώρησε ότι είχε υπερνικήσει τα προβλήματά της και κάθε απειλή από τα κάτω. Η οικονομία έφτασε στην ακμή της στην αποκαλούμενη περίοδο του «ασιατικού θαύματος» στη δεκαετία του 1980. Ήταν σε θέση να μετασχηματίσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία σε ένα πρότυπο καθεστώτος που θα ικανοποιούσε τις ανάγκες των καπιταλιστών με μια ελεγχόμενη και βαθμιαία διαδικασία απελευθέρωσης. Η ευημερία και τα χρήματα εξαγόρασαν την κοινωνική ειρήνη. Τα χρήματα εξαγόρασαν, επίσης, τις ψήφους για τα διάφορα καπιταλιστικά κόμματα στις εκλογές. Αλλά, τότε, οι πρώτες στεναχώριες εμφανίστηκαν όταν οι κυβερνήτες απέτυχαν στη μεταξύ τους συνεργασία. Οι στρατηγοί, επίσης, ήσαν ανεπιτυχείς στον αγώνα τους εναντίον των αμειβόμενων μη στρατιωτικών πολιτικών.
Διάφοροι στρατηγοί οργάνωσαν ένα πραξικόπημα το 1991. Αυτό οδήγησε σε μια τεράστια λαϊκή εξέγερση εναντίον της στρατιωτικής κυβέρνησης το Μάιο του 1992. Για άλλη μια φορά, τεράστια πλήθη εργατών, φοιτητών και μεσαίων στρωμάτων, ξεχύθηκαν στους δρόμους της Μπανγκόκ, αντιμετώπισαν τα πραγματικά πυρά του στρατού και νίκησαν. Το αποτέλεσμα ήταν να αποδυναμωθεί σημαντικά το στρατιωτικό καθεστώς και, επίσης, η εξουσία η ίδια καθώς και η επιρροή όλων εκείνων που χρησιμοποίησαν ανοιχτά τα προνόμιά τους για να κυριαρχήσουν στην κοινωνία. Το νέο σύνταγμα του 1997 ήταν μια προσπάθεια κατευνασμού της λαϊκής δυσαρέσκειας με την υπόσχεση μεταρρυθμίσεων και απόπειρα σταθεροποίησης της ταξικής καπιταλιστικής κυριαρχίας σε πιο φιλελεύθερη μορφή.
Τότε ακριβώς, καθώς η άρχουσα τάξη νόμισε ότι επέζησε από την κρίση του Μαΐου του 1992 χωρίς αρκετή αστάθεια και ζημιά στην εξουσία της, ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση. Η οικονομική κατάρρευση άρχισε στην Μπανγκόκ τον Ιούλιο του 1997. Η δικτατορία του Σουχάρτο ανατράπηκε στη γειτονική Ινδονησία. Στη Μαλαισία επικρατούσε αστάθεια με τη σύγκρουση μεταξύ Ανουάρ και Μαχατίρ. Διασπάσεις και διαφωνίες όσον αφορά την οικονομική πολιτική εμφανίστηκαν στους κύκλους της ταϊλανδικής άρχουσας τάξης.
Η ταϊλανδική άρχουσα τάξη ελπίζει ότι το νέο σύνταγμα του 1997 και η «καλή διακυβέρνηση» θα εξαφανίσουν τα προβλήματά της. Αλλά η οικονομική κρίση δεν συνέβη μόνο για την πλεονεξία, τις δωροδοκίες και την κακή διακυβέρνηση. Ήταν μέρος της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος σε παγκόσμια κλίμακα. Θα υπάρξουν περαιτέρω κρίσεις και η αναπτυσσόμενη εργατική τάξη δεν θα μπορεί να εξαγοράζεται συνεχώς από το αυξανόμενο βιοτικό επίπεδο κάτω από τέτοιες περιστάσεις. Το όνειρο μιας μελλοντικής Ταϊλάνδης με μια συνεχή οικονομική ανάπτυξη και με την πλειοψηφία του πληθυσμού να μετατρέπεται σε μεσαία τάξη, είναι ολοκληρωτική ουτοπία. Εν τω μεταξύ, η ταϊλανδική καπιταλιστική τάξη είναι απασχολημένη με μια τεράστια επίθεση αναδόμησης εναντίον της εργατικής τάξης. Οι δυνάμεις και οι αξίες της οικονομίας της αγοράς πρόκειται να εισαχθούν σε κρατικές επιχειρήσεις, κρατικά πανεπιστήμια και κρατικά νοσοκομεία. Συρρίκνωση και αποδοτικότητα είναι η διαταγή.
Η ταξική πάλη μεταξύ κυριαρχούμενων και κυρίαρχων στην Ταϊλάνδη, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών, έχει δείξει ότι η εργατική τάξη είναι μια δύναμη που λαμβάνεται υπόψη. Σε διάφορες περιόδους η μια πλευρά είχε το ανώτερο χέρι, σε άλλες περιόδους οι όροι αντιστράφηκαν ή έγιναν συμβιβασμοί. Ο αγώνας πραγματοποιείται συνεχώς και δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ μέχρι που ο αγώνας για σοσιαλισμό είναι επιτυχής. Αυτό είναι ο στόχος της ταϊλανδικής εργατικής τάξης.
* Για περισσότερες πληροφορίες ο συγγραφέας του άρθρου, Ji Giles Ungpakorn, έχει γράψει δύο βιβλία στα αγγλικά, με τίτλους «ThestruggleforDemocracyandSocialJusticeinThailand» (AromPongpanganFoundation, Bangkok, εκδ. 1997) και «Thailand: ClassStruggleinaEraofEconomicCrisis» (WorkersDemocracyBookClub & AMRC, HongKong, εκδ. 1999).
** Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο www.anarkismo.net στις 5 Μαΐου 2005 και μεταφράστηκε στα ελληνικά στις 22 Μαΐου 2005 από το «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης» στη Μελβούρνη.