Στις αρχές του 1918, η πολεμική μηχανή της Αυστρίας βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ενώ η αυτοκρατορία των Αψβούργων παρέπαιε και οι στρατιώτες λιμοκτονούσαν στο μέτωπο, η εργατική τάξη στα μετόπισθεν της Βιέννης πήρε τις υποθέσεις της στα χέρια της. Τον Ιανουάριο του 1918, 250.000 εργαζόμενοι, αγνοώντας τις εκκλήσεις των συνδικαλιστικών τους ηγεσιών για ηρεμία, κήρυξαν απεργία και εξέλεξαν συμβούλια για να την αντιπροσωπεύσουν.
Τα συμβούλια εργατών και στρατιωτών που αναπτύχθηκαν από την απεργία αυτή, ήταν παρόμοια με τα συμβούλια που συγκροτήθηκαν στη Ρωσία μερικούς ακριβώς μήνες πριν και, όπως έγινε με τα ρωσικά, στα αυστριακά δεν δόθηκε ποτέ ο χρόνος ν’ αναπτύξουν πλήρως οποιοδήποτε επίπεδο μόνιμης πολιτικής συνείδησης.
Αποσυναρμολογήθηκαν εξαιτίας πολιτικών δολοπλοκιών εκ μέρους των σοσιαλδημοκρατών (SDAP) καθώς και από ένα ποσοστό αφέλειας από τη δική τους πλευρά.
Στη Μόσχα, οι Μπολσεβίκοι ήσαν σίγουροι... «Το Πανρωσικό Συνέδριο θεωρεί τις ισχυρές διαμαρτυρίες των εργαζομένων της Βιέννης, της κάτω Αυστρίας και της Ουγγαρίας ενέργειες ενάντια σε μια ειρήνη προσάρτησης καθώς και το αφυπνισμένο επαναστατικό κίνημα του γερμανικού προλεταριάτου την καλύτερη εγγύηση ενάντια σε μια ιμπεριαλιστική ειρήνη, βασισμένη στην υποδούλωση, τη βία και την καμουφλαρισμένη ασφάλεια» (Ψήφισμα του 3ου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ για τους όρους της ειρήνης που προτάθηκαν από τις Κεντρικές Δυνάμεις) ...Κάτι που, όμως, δεν εξηγεί τους πραγματικούς όρους της Συνθήκης του Brest Litovsk!
Το σοσιαλδημοκρατικό SDAP της Αυστρίας δεν διέφερε από το γερμανικό του αντίστοιχό στην καταστροφή οποιωνδήποτε σημαδιών αυτοδραστηριότητας της εργατικής τάξης. Πράγματι, οι γερμανοί, χωρίς καμία αμφιβολία έμαθαν κάποια πράγματα σ’ αυτό από τους αυστριακούς. Αν και οι σοσιαλδημοκράτες του SDAP αποτελούσαν το μικρότερο από τα τρία κοινοβουλευτικά μέτωπα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό της μεταπολεμικής προσωρινής κυβέρνησης επειδή αποδείχτηκαν οι ικανότεροι να διατηρήσουν τη δημόσια τάξη εν μέσω μιας επαναστατικής κατάστασης που δημιουργήθηκε από την οικονομική κατάρρευση και τη στρατιωτική ήττα.
Με τη μαρξιστική ρητορική του Bauer και τους ισχυρούς δεσμούς του κόμματος με τον οργανωμένο κόσμο της εργασίας, το SDAP υπερίσχυσε εύκολα των κομμουνιστών του KPF. Κατέστειλαν σύντομα τον παλαιό αυτοκρατορικό στρατό και ίδρυσαν μια νέα στρατιωτική δύναμη, το Volkswehr (Λαϊκή Υπεράσπιση), υπό τον έλεγχο του SDAP, με δήθεν επαναστατική προπαγάνδα και επιφυλακή ενάντια στην αστική αντεπανάσταση. Αλλά ήταν το Volkswehr που συγκράτησε τον αυξανόμενο ριζοσπαστισμό των συμβουλίων και επέτρεψε στο SDAP να εφαρμόσει τη μεταρρυθμιστική του πολιτική.
Ο στόχος του SDAP ήταν ένα σοσιαλιστικό κράτος ενωμένο με τη Γερμανία και ο μύθος του εθνικισμού χρησιμοποιήθηκε για να διαλύσει την ταξική φρασεολογία και προπαγάνδα που χρησιμοποιούσαν τα συμβούλια.
Μετά από την υπογραφή της ανακωχής, το SPAP επιδίωξε να επιτύχει το στόχο του. Οι εκπρόσωποι από το ρεφορμιστικό Αυτοκρατορικό Συμβούλιο (που αποτελείτο από 102 γερμανούς εθνικιστές, 72 χριστιανοσοσιαλιστές, 42 σοσιαλδημοκράτες και 16 από άλλα κόμματα) συγκεντρώθηκαν στη Βιέννη για ν’ αποφασίσουν τη μελλοντική μοίρα του γερμανο-αυστριακού κράτους. Στις 12 Νοεμβρίου, η Προσωρινή Εθνική Συνέλευση συγκλήθηκε στο Κοινοβούλιο της Βιέννης και ανακήρυξε τη «Γερμανο-Αυστριακή Λαϊκή Δημοκρατία».
Εντούτοις, δεδομένου ότι κατά την άποψή τους το νέο αυτό κράτος δεν θα ήταν σε θέση να επιζήσει από μόνο του, η Γερμανο-Αυστρία κηρύχθηκε, συγχρόνως, μέρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (Weimar) της Γερμανίας.
Ωστόσο, οι όροι της πρόσφατης συνθήκης με τους συμμάχους έφραξαν το δρόμο της Αυστρίας προς τη συνένωσή της με τη Γερμανία χωρίς τη συγκατάθεση της Κοινωνίας των Εθνών (προκάτοχο του ΟΗΕ) και ανάγκασαν το νέο κράτος να ονομαστεί Δημοκρατία της Αυστρίας παρά Γερμανο-Αυστριακή Δημοκρατία.
Αν και τα συμβούλια εργατών και στρατιωτών είχαν ήδη συνθλιφθεί, οι κομμουνιστές έπαιξαν το τελευταίο τους χαρτί τον επόμενο χρόνο. Ένας δικηγόρος της Βουδαπέστης, ο Ernst Bettelheim, κέρδισε την έγκριση και τη χρηματοδότηση της Comintern (Κομμουνιστικής Διεθνούς) για την ίδρυση ενός αυστριακού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Bettelheim και οι οπαδοί του σχεδίαζαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των νευραλγικών κέντρων του κυβερνητικού μηχανισμού, ενώ ο Bela Kun (ο εκλεκτός της Μόσχας στην Ουγγαρία) έστειλε τον κόκκινο ουγγρικό στρατό στα αυστριακά σύνορα (μόνο δύο ώρες πορεία από τη Βιέννη) έτοιμος να εισβάλει για να υποστηρίξει τους συμπατριώτες του.
Αλλά τη νύχτα πριν την προκαθορισμένη της εξέγερσης, στις 14 Ιουνίου 1919, οι αυστριακές κατασταλτικές δυνάμεις συνέλαβαν ολόκληρη την αυστριακή κομμουνιστική ηγεσία, εκτός από τον Bettelheim, και μια διαδήλωση 4.000 κομμουνιστών για την απελευθέρωσή τους διαλύθηκε από τα πυρά της αστυνομίας.
* Το κείμενο αυτό βρέθηκε σε μια από τις ιστοσελίδες των αριστερών ή συμβουλιακών κομμουνιστικών ομάδων υπογραμμένο από τα ονόματα afadmin καιM@latested. Μετάφραση «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης», Μελβούρνη, 21 Ιούλη 2005.