Το κείμενο είναι το δοκίμιο του συγγραφέα που συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία Bloodstained: One Hundred Years of Leninist Counterrevolution (AK Press, 2017), το κείμενο είναι διαθέσιμο από τον ιστότοπο της συντακτικής ομάδας του Anarchist FAQ. Ο Iain McKay είναι αναρχικός, συγγραφέας και μέλος της συντακτικής ομάδας του Anarchist FAQ. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Έγιναν τρείς επαναστάσεις το 1917 – τον Φεβρουάριο που ξεκίνησε αυθόρμητα με απεργίες την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας, η επανάσταση τον Οκτώβριο όταν η πλειοψηφία του Δεύτερου Πανρωσικού Κογκρέσου των Σοβιέτ επέλεξε να ψηφίσει μια Μπολσεβίκικη κυβέρνηση, και αυτή που ο Ρώσος αναρχικός Voline ονόμασε Η Άγνωστη Επανάσταση στο ενδιάμεσο όταν οι εργάτες και οι χωρικοί άρχισαν να σπρώχνουν την επανάσταση από μια απλή πολιτική αλλαγή προς ένα κοινωνικό μετασχηματισμό.
Η Άγνωστη Επανάσταση έγινε μάρτυρας της επανασύστασης των σοβιέτ που είχαν πρωτοεμφανιστεί στην επανάσταση του 1905 βασισμένα σε ανακλητούς εκπροσώπους εκλεγμένους από τους χώρους εργασίας, εργάτες δημιουργούσαν ενώσεις και εργοστασιακές επιτροπές και οι χωρικοί έπαιρναν την γη πίσω από τους γαιοκτήμονες ενώ πρωτόγνωρες πολιτικές ελευθερίες θεωρούνταν δεδομένες μετά την τυραννία του τσαρισμού. Ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον απλώθηκε σε όλο το κόσμο και η Οκτωβριανή Επανάσταση έγινε δεκτή από πολλούς στην επαναστατική αριστερά – αναρχικών συμπεριλαμβανομένων – ως κορύφωση της διαδικασίας.
Ως το 1921 όμως οι αναρχικοί είχαν απομακρυνθεί από το καθεστώς με την κατάπνιξη της επανάστασης της Κροστάνδης για σοβιετική ελευθερία. το Μπολσεβίκικο Κράτος είχε, δίκαια, αποκηρυχθεί πολιτικά ως κομματική δικτατορία και οικονομικά ως κρατικός καπιταλισμός. Πως έγινε αυτό;
Θα ήταν αδύνατο να καλυφθούν όλες οι πτυχές της λενινιστικής ιδεολογίας και πρακτικής όπως και η αναρχική εναλλακτική, έτσι εδώ δείχνουμε τους κύριους παράγοντες που επέδρασαν κατά τη διαδικασία. Το Κράτος και Επανάσταση του Lenin μπαίνει στο επίκεντρο επειδή ως γραμμένο κατά τη διάρκεια του 1917 εκφράζει τις φιλοδοξίες του μπολσεβικισμού από τη καλύτερη πλευρά τους – όπως φαίνεται από το γεγονός πως ακόμη και σήμερα οι λενινιστές μας παροτρύνουν να το διαβάσουμε ώστε να δούμε γιατί πρέπει να ενταχθούμε στο κόμμα τους. θα συγκρίνουμε τη ρητορική του έργου του Lenin με την πραγματικότητα που δημιούργησε το καθεστώς, την θεωρία στη πράξη. Κάνοντάς το αυτό μπορούμε να δούμε γιατί η επανάσταση εκφυλίστηκε και να κατανοήσουμε καλύτερα – για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Alexander Berkman – τον Μπολσεβίκικο Μύθο ώστε μάθουμε από την ιστορία αντί να την επαναλάβουμε.
Θεωρία
Όταν ο Lenin επέστρεψε στην Ρωσία τον Απρίλιο του 1917, γρήγορα ήρθε σε σύγκρουση με τους συνεργάτες του με την υιοθέτηση ριζοσπαστικής στάσης. Αντί να μιλήσει – σύμφωνα με την μαρξιστική ορθοδοξία – πως η Ρωσία αντιμετώπιζε μια αστική επανάσταση και έτσι χρειάζονταν τη δημιουργία μιας δημοκρατίας και καπιταλισμού, υποστήριζε πως η επανάσταση έπρεπε να ενταθεί και να οδηγηθεί προς κοινωνικό μετασχηματισμό μέσα από τη δημιουργία ενός νέου Κράτους βασισμένου στα Σοβιέτ. Αυτό και η συνεχιζόμενη αντίθεση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο έφερε τους μπολσεβίκους να κερδίζουν όλο και περισσότερη επιρροή, εξελισσόμενοι από μια μικρή σέκτα σε μαζικό κόμμα σε διάστημα λίγων μηνών.
Έγραψε το Κράτος και Επανάσταση στη διάρκεια αυτής της έντονης περιόδου και στόχο είχε τουλάχιστον θεωρητικά να δικαιολογήσει αυτή την αλλαγή οπτικής. Στόχευε κυρίως εναντίον εκείνων εντός του μαρξιστικού κινήματος που διαφωνούσαν με τον Lenin όπως και, σε μικρότερο βαθμό, στους αναρχικούς. Και οι δύο σχετίζονται με τις θέσεις του Lenin για την ανάγκη κοινωνικού μετασχηματισμού και αντίθεση προς τις δυο πλευρές σε καπιταλιστικές συγκρούσεις προηγουμένως είχε υποστηριχθεί μόνο από τους αναρχικούς. Οι «αστοί και οι οπορτουνιστές μέσα στο εργατικό κίνημα συνεργάζονται σε αυτή την αλλοίωση του μαρξισμού. Παραλείπουν, αποκρύπτουν ή διαστρεβλώνουν την επαναστατική πλευρά της θεωρίας αυτής, την επαναστατική της ψυχή», και έτσι «το βασικό μας καθήκον είναι να εγκαθιδρύσουμε ξανά αυτό που ο Marx είπε στη πραγματικότητα για το θέμα κράτος». Ο Lenin, όπως υπόσχεται, προσφέρει «μια σειρά από αποστροφές από τα έργα των ίδιων των Marx και Engels» ωστόσο πρέπει να προσφέρει και σχολιασμό ώστε να εξασφαλίσει πως ο αναγνώστης θα τις μεταφράσει σωστά. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Marx και ο Engels δεν επιχειρηματολόγησαν τόσο όσο ισχυρίζεται πως έκαναν ο Lenin. Παρομοίως, τα σχόλια του πάνω στον αναρχισμό – όπως και η διαστρέβλωση του – δεν κατορθώνουν να μιλήσουν για τα πραγματικά ζητήματα μεταξύ αυτού και του μαρξισμού.
Ο Lenin ισχυρίζονταν πως «μόνο αυτός είναι μαρξιστής που διευρύνει την αναγνώριση του ταξικού αγώνα στην αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου». Η επανάσταση απαιτεί πως η ‘ειδική εξαναγκαστική δύναμη’ για την καταπίεση του προλεταριάτου από την αστική τάξη, των εκατομμυρίων της εργατικής τάξης από μια χούφτα πλουσίων, πρέπει να αντικατασταθεί από μια ‘ειδική εξαναγκαστική δύναμη’ για την καταπίεση της αστικής τάξης από το προλεταριάτο ( η δικτατορία του προλεταριάτου)». Ο στόχος ήταν «να ανατραπεί η αστική τάξη, η καταστροφή του αστικού κοινοβουλευτισμού, για μια δημοκρατική δημοκρατία στα πρότυπα της [Παρισινής] Κομμούνας, ή μια δημοκρατία των Σοβιέτ των Εργατών και των Εκπροσώπων των Στρατιωτών, για την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου». Επειδή το «προλεταριάτο χρειάζεται κρατική εξουσία, μια κεντρική οργάνωση της δύναμης, μια οργάνωση της βίας, και οι δυο για την συντριβή των εκμεταλλευτών και να οδηγήσουν την τεράστια μάζα του πληθυσμού – τους χωρικούς, τους μικροαστούς και τους ημιπρολετάριους – στο έργο της οργάνωσης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας».
Το υπάρχον Κράτος ήταν αστικό Κράτος και έπρεπε να διαλυθεί και να αντικατασταθεί από ένα νέο είδος Κράτους και «ήταν ακριβώς αυτό το ουσιαστικό σημείο που αγνοήθηκε πλήρως από τα κυρίαρχα επίσημα Σοσιαδημοκρατικά κόμματα, και πράγματι, διαστρεβλωθεί [...] από τον κύριο θεωρητικό της Δεύτερης Διεθνούς, τον Karl Kautsky». Οι αναρχικοί δεν μπορούν να κατανοήσουν πως αυτό το νέο Κράτος είναι απαραίτητο όπως αποτυγχάνουν να κατανοήσουν πως το «όργανο της καταπίεσης» είναι «η πλειοψηφία του πληθυσμού, και όχι μια μειονότητα, όπως ήταν στη περίπτωση της δουλείας, της δουλοπαροικίας και της μισθωτής σκλαβιάς. Και επειδή η πλειοψηφία του λαού καταπιέζει τους καταπιεστές της , μια «ειδική δύναμη» για την καταπίεση δεν είναι πια απαραίτητη! Υπό την έννοια αυτή, το κράτος αρχίζει να ξεθωριάζει». Το Κράτος δεν μπορεί να καταργηθεί όπως λένε οι αναρχικοί αλλά μπορεί και θα εξαφανιστεί.
Η πρακτική του μπολσεβίκικου καθεστώτος δεν ταιριάζει με τη θεωρία αλλά πρώτα πρέπει να μιλήσουμε για τα θεωρητικά προβλήματα στο επιχείρημα του Lenin ώστε να καταλάβουμε γιατί έγινε αυτό, επειδή κακή θεωρία παράγει κακή πρακτική.
Η Παρισινή Κομμούνα
Ο πυρήνας του επιχειρήματος του Lenin βασίζεται πάνω στη Παρισινή Κομμούνα του 1871 και τα μαθήματα που άντλησαν από αυτή ο Marx και ο Engels. Ωστόσο αποτυγχάνει να αναφέρει καίριες πτυχές του γεγονότος αυτού και όπως ο Marx και ο Engels προσφέρει μια επιφανειακή ανάλυση του. Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με τους αναρχικούς, για παράδειγμα ο Kropotkin έγραψε πολλά περισσότερα για την Κομμούνα από ότι έκανε ο Marx ή ο Engels.
Η καίρια πτυχή της Κομμούνας για τον Lenin συνοψίζεται από την παρακάτω αποστροφή του Marx: « ένα πράγμα αποδείχτηκε από την Κομμούνα ιδιαίτερα, πως ότι ‘η εργατική τάξη δεν μπορεί απλά να πάρει τον έτοιμο κρατικό μηχανισμό και να τον χειριστεί για τους σκοπούς του’...». Ο Marx αναφέρεται επίσης στο πως «ήταν ένα εργατικό, όχι κοινοβουλευτικό σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό την ίδια στιγμή». Αυτό, συνοψίζει ο Lenin, «αντικατέστησε τη κατεστραμμένη κρατική μηχανή ‘μόνο’ με πληρέστερη δημοκρατία: κατάργηση του εθνικού στρατού, όλοι οι αξιωματούχοι εκλέγονται και είναι ανακλητοί» και «ήταν σταματούσε να είναι κράτος επειδή είχε να καταστείλει, όχι την πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά μια μειονότητα (τους εκμεταλλευτές). Έπρεπε να καταστρέψει τον αστικό κρατικό μηχανισμό. Στη θέση μιας ειδικής εξαναγκαστικής δύναμης ο ίδιος ο πληθυσμός έρχονταν στη σκηνή. Αυτό ήταν μια εκτροπή από το κράτος με την κανονική σημασία της λέξης».
Η Παρισινή Κομμούνα όμως δεν ήταν μια νέα δομή Κράτους αντίθετα ήταν ένα μετασχηματισμένο κοινοτικό συμβούλιο. Πράγματι ο Lenin αναφέρει τον Marx για το πως η Κομμούνα «δημιουργήθηκε από τους κοινοτικούς συμβούλους, επιλεγμένους στα διάφορα εκλογικά διαμερίσματα της πόλης, υπεύθυνους και ανακλητούς ανά πάσα στιγμή» μετά την αρχική (αυθόρμητη) εξέγερση τη 18η Μαρτίου η Κεντρική Επιτροπή της Εθνικής Φρουράς του Παρισιού αρνήθηκε να πάρει η ίδια την εξουσία αντίθετα κάλεσε εκλογές στο υπάρχον κοινοτικό συμβούλιο με τα μέλη του να εκλέγονται από τα υπάρχοντα δημοτικά διαμερίσματα με όρους καθολικού (ανδρικού) δικαιώματος ψήφου. Η Κομμούνα, έτσι, δεν ήταν σοβιέτ.
Τα πρακτικά συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν ο Marx και ο Engels ήταν – όπως πριν – πως οι εργάτες έπρεπε να οργανωθούν σε πολιτικά κόμματα και να πάρουν μέρος στη «πολιτική δράση» για να καταλάβουν το Κράτος σε εθνικό επίπεδο με τον ίδιο τρόπο που οι Κομμουνάροι το έκαναν τοπικά. Ο Lenin μπερδεύει τη συντριβή του Κρατικού μηχανισμού με τη συντριβή του ίδιου του Κράτους. Επίσης είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία του Marx είναι το πιο συμπαθητικό του έργο επειδή εξιστορεί τι συνέβη στη διάρκεια μιας επανάστασης εμπνευσμένης από αναρχικές ιδέες. Αν και ο Marx δεν το αναφέρει, η κινητήριος δύναμη πίσω από τις διακηρύξεις της Κομμούνας ήταν Διεθνιστές επηρεασμένοι από το Proudhon. Για να το δούμε αυτό πρέπει απλά να συγκρίνουμε τη θέση του Proudhon κατά την Επανάσταση του 1848 με αυτά που εφαρμόστηκαν – και εξυμνήθηκαν από τον Marx – το 1871:
«Δεν επιθυμούμε τη κυβέρνηση του ανθρώπου από άνθρωπο παραπάνω από ότι την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο [...]. Είναι δουλειά της Εθνικής Συνέλευσης , μέσα από την οργάνωση των επιτροπών της, να εξασκεί εκτελεστική εξουσία, με τον ίδιο τρόπο που ασκεί νομοθετική εξουσία μέσα από τις κοινές συζητήσεις και ψηφοφορίες της. [...] σοσιαλισμός είναι το αντίθετο του κυβερνητισμού. [...]
Εκτός του καθολικού δικαιώματος ψήφου και ως συνέπεια του καθολικού δικαιώματος ψήφου, θέλουμε την εφαρμογή της επιτακτικής εντολής [mandate impératif]. Οι πολιτικοί εναντιώνονται σε αυτή! Που σημαίνει πως στα μάτια τους, οι άνθρωποι, στην εκλογή εκπροσώπων, δεν διορίζουν εντολοδόχους αλλά μάλλον απαρνούνται την κυριαρχία τους!... Αυτό σίγουρα δεν είναι σοσιαλισμός: δεν είναι καν δημοκρατία».
Ο Lenin – όπως ο Marx – ξεχνά να αναφέρει πως οι Κομμουνάροι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Fédérés (φεντεραλιστές). Ως εκ τούτου, το παράπονο του «πως ο αποστάτης [Eduard] Bernstein» πρότεινε «όσον αφορά το πολιτικό του περιεχόμενο» το πρόγραμμα του Marx «επιδεικνύει, σε όλα του τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά, τη μέγιστη ομοιότητα με τον φεντεραλισμό του Proudhon», αγνοεί το άβολο γεγονός πως καθώς ο Marx εξιστορεί με ακρίβεια την εξέγερση, δεν μπορεί να αποφύγει παρά να φαίνεται φεντεραλιστής.
Ο Lenin μοιάζει να αγνοεί τι σημαίνει φεντεραλισμός. Όλη η ουσία του φεντεραλισμού είναι ο συντονισμός της δραστηριότητας στο κατάλληλο επίπεδο (έτσι δεν μπορεί παρά να είναι από κάτω προς τα πάνω). Ο κεντρικός σχεδιασμός, αντίθετα, συντονίζει τα πάντα στο κέντρο (και έτσι δεν μπορεί παρά να είναι από πάνω προς τα κάτω). Έτσι όταν ο Lenin ισχυρίζεται πως όταν ο Marx «σκόπιμα χρησιμοποίησε» συγκεκριμένες λέξεις (όπως «Η εθνική ενότητα έπρεπε... να οργανωθεί») ήταν για «αντιτάξει συνειδητό, δημοκρατικό, προλεταριακό συγκεντρωτισμό απέναντι στον αστικό, στρατιωτικό, γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό» είναι εντελώς εκτός θέματος.
Αντίστοιχα, ο Proudhon έγραψε για το πως «να δημιουργήσεις εθνική ενότητα [...] από κάτω προς τα πάνω, από τη περιφέρεια προς το κέντρο» και πως υπό το φεντεραλισμό «οι ιδιότητες της κεντρικής εξουσίας γίνονται εξειδικευμένες και περιορισμένες» που «αφορούν ομοσπονδιακές υπηρεσίες». Έτσι οι Κομμουνάροι μιλούσαν για την οργάνωση της εθνικής ενότητας και (για να χρησιμοποιήσω τον Marx) πως «μερικές αλλά σημαντικές λειτουργίες που θα παρέμεναν για μια κεντρική κυβέρνηση δεν επρόκειτο να καταργηθούν, όπως επίτηδες είχε διαδοθεί, αλλά θα μεταφέρονταν σε κοινοτικούς, δηλαδή, αυστηρά υπεύθυνους, αξιωματούχους» είναι μια έκφραση φεντεραλισμού και όχι η άρνηση του. Το γεγονός πως ο Marx συγχέει το ανώτερο ομοσπονδιακό σώμα με «μια κεντρική κυβέρνηση» δεν το αλλάζει αυτό.
Ομοίως, ο Proudhon επίσης είπε πως ήταν «απαραίτητο να αφοπλίσει τις εξουσίες που υπήρχαν» με το τερματισμό της στρατιωτικής επιστράτευσης και «οργανώνοντας ένα στρατό πολιτών». Είναι «δικαίωμα των πολιτών να ορίζουν την ιεραρχία των στρατιωτικών τους ηγετών, οι απλοί στρατιώτες και εθνοφρουροί να ορίζουν τους χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, οι αξιωματικοί να ορίζουν τους ανωτέρους τους». με το τρόπο αυτό «ο στρατός διατηρεί την πολιτική του αίσθηση» ενώ ο Λαός «οργανώνει το στρατό του με τέτοιο τρόπο ώστε συγχρόνως να εγγυάται την άμυνα και τις ελευθερίες του». Επιπλέον, προηγήθηκε του Lenin στην «αντικατάσταση της αστικής δημοκρατίας με προλεταριακή δημοκρατία» αντιπαρατίθοντας στις υπάρχουσες μορφές την «εργατική δημοκρατία».
Με δεδομένη αυτή την εμφανή επιρροή, δεν ισχύει πως «να συγχέουμε την άποψη του Marx με την ‘καταστροφή της κρατικής εξουσίας, μια παρασιτικής έκφυσης’, με τον φεντεραλισμό του Proudhon ως κάτι ξεκάθαρα τερατώδες!». Γιατί οι Κομμουνάροι ήταν φεντεραλιστές και ενώ ο Lenin ισχυρίζονταν πως «δεν υπήρχε ούτε ίχνος φεντεραλισμοιύ στη προηγούμενη παρατήρηση του Marx για την εμπειρία της Κομμούνας» και έπρεπε να είναι αν η αφήγηση ήταν έστω και επιφανειακά ακριβής. Ότι ο Marx πριν και μετά την Κομμούνα ήταν υπέρ του κεντρικού σχεδιασμού δεν πρέπει να μας αποσπά από την καταγραφή του των Κομμουνάρων, αλλά σημαίνει πως δεν μπορούμε, όπως επιθυμεί ο Lenin, να πάρουμε Τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία ως την απόλυτη εκδοχή των ιδεών του για το κοινωνικό μετασχηματισμό.
Ενώ για τον Lenin ο Marx είχε «προσπαθήσει να αντλήσει πρακτικά μαθήματα» και έτσι «’διδαχθεί’ από τη Κομμούνα», στη πραγματικότητα οι αναρχικοί πρόσφεραν μια βαθύτερη ανάλυση της εξέγερσης. Για τον Kropotkin, με την «ανακήρυξη της ελεύθερης Κομμούνας, οι άνθρωποι του Παρισιού προκήρυξαν μια θεμελιώδη αναρχική αρχή» αλλά «σταμάτησαν στα μισά» και έδωσαν «στους εαυτούς τους ένα Κοινοτικό Συμβούλιο αντιγραμμένο από τα παλιά δημοτικά συμβούλια». Έτσι η Κομμούνα του Παρισιού δεν «απομακρύνθηκε από την παράδοση του Κράτους, της κυβέρνησης των αντιπροσώπων, και δεν προσπάθησε να πετύχει μέσα στη Κομμούνα την οργάνωση εκείνη από το απλό ως το πολύπλοκο που ξεκίνησε με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και της ελεύθερης ομοσπονδίας των Κομμούνων». Οι εκλεγμένοι επαναστάτες ήταν απομονωμένοι από τις μάζες και κλεισμένοι στο δημαρχείο που οδήγησε στη καταστροφή καθώς το συμβούλιο της Κομμούνας «ακινητοποιήθηκε, μέσα στη χαρτούρα», έχασε «την έμπνευση που προκύπτει από τη συνεχή επαφή με τις μάζες» και έτσι «αυτοί οι ίδιοι παρέλυσαν την λαϊκή πρωτοβουλία» αυτό επιβεβαιώνεται από μια μαρξιστική εκδοχή που παραδέχτηκε (στα πεταχτά!) πως το κοινοτικό συμβούλιο είχε «κατακλυσθεί» από προτάσεις από άλλα σώματα, ο «απλός όγκος» των οποίων «δημιούργησε δυσκολίες» και το «βρήκε δύσκολο να αντεπεξέλθει με το χείμαρρο των ανθρώπων που συνωστίζονταν στα γραφεία».
Παρά τις διαβεβαιώσεις του Lenin, οι αναρχικοί είχαν δίκιο «να διεκδικούν την Κομμούνα ως [...] συνεργασία του δόγματος τους» και είναι οι μαρξιστές που έχουν «παρανοήσει εντελώς τα μαθήματα της».
Οπορτουνισμός
Το έργο του Lenin στρέφονταν εναντίον δυο βασικών αντιπάλων στο Μαρξιστικό κίνημα, τους Οπορτουνιστές και οι Καουτσκικοί. Οι πρώτοι ήταν η ρεφορμιστική πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κυρίως σχετίζονταν με τον Eduard Bernstein. Οι δεύτεροι ήταν οι βασικοί τους αντίπαλοι στη Δεύτερη Διεθνή και σχετίζονταν κυρίως με τον Karl Kautsky. Μέχρι να ξεσπάσει ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος ο Lenin θεωρούσε τον εαυτό του οπαδό του Kautsky και επανειλημμένα επικαλούνταν τα κείμενά του για να αποδείξει την μαρξιστική του ορθοδοξία (πιο διαβόητο στο Τι Να Κάνουμε; στο πως «η σοσιαλιστική συνείδηση είναι κάτι που εισάγεται στη προλεταριακή ταξική πάλη από έξω» από «την αστική διανόηση (bourgeois intelligentsia)».
Ακόμη και ως το 1913 εξυμνούσε τις «βασικές αρχές των κοινοβουλευτικών τακτικών» της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που ήταν «αδιάλλακτη σε ζητήματα αρχής και πάντοτε κατευθύνονταν προς την επίτευξη του τελικού στόχου» όπως είναι ευρέως γνωστό, ο Lenin αρχικά αμφισβητούσε τις ειδήσεις πάνω στο ότι οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί ψήφισαν το 1914 για τις πολεμικές πιστώσεις, τέτοια ήταν η πίστη του σε εκείνο το κόμμα.
Έτσι ενώ εκείνος ένιωσε έκπληξη πως τελικά «αποδείχτηκε πως στη πραγματικότητα το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ήταν πολύ πιο μετριοπαθές και οπορτουνιστικό από ότι φαινόταν», οι αναρχικοί δεν ένιωσαν καμία έκπληξη καθώς είχαμε προβλέψει και επανειλημμένως αποκηρύξει τον προφανή ρεφορμισμό στη Σοσιαλδημοκρατία για δεκαετίες. Ούτε συζητά ο Lenin γιατί «ο οπορτουνισμός» αναπτύχθηκε εξαρχής, ειδικά η μαρξιστική τακτική της πολιτικής δράσης με κόμματα σε εκλογές αντί της αναρχικής με άμεση δράση με εργατικές ενώσεις. Έτσι, ήταν μια ξεκάθαρη επιβεβαίωση των προειδοποιήσεων του Bakunin πως όταν «κοινοί εργάτες» στέλνονται «στις Νομοθετικές Συνελεύσεις» το αποτέλεσμα είναι πως οι «εργάτες- αντιπρόσωποι, μεταφερόμενοι σε ένα αστικό περιβάλλον, σε μια ατμόσφαιρα από καθαρά αστικές αντιλήψεις, στη πράξη θα πάψουν να είναι εργάτες και, με το να γίνουν Βουλευτές, θα γίνουν αστοί» επειδή «οι άνθρωποι δεν διαμορφώνουν τις συνθήκες τους, αντίθετα όμως, οι άνθρωποι διαμορφώνονται από αυτές». Πράγματι, ο «οπορτουνισμός» υπήρχε στη Σοσιαλδημοκρατία από την αρχή – όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό από την παραδοχή του Lenin πως οι επιθέσεις του Bakunin ήταν «δικαιολογημένες» καθώς το «λαϊκό κράτος» ήταν «μια ανοησία» και «εκτροπή από το σοσιαλισμό» και έτσι ο Engels προσπάθησε να «απαλλάξει» τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία «από οπορτουνιστικές προκαταλήψεις» γύρω από το Κράτος... το 1875!
Έτσι ενώ μεγάλο μέρος του βιβλίου του Lenin είναι σχολιασμός πάνω σε πολλά αποσπάσματα από τον Marx και τον Engels και αντιπαραβάλλοντας την δική του ερμηνεία με την τότε ορθόδοξη θέση, δεν κατορθώνει να αναφέρει πως εκείνος, όπως όλοι οι μαρξιστές πριν το 1917, ήταν «οπορτουνιστές» με την έννοια πως αφού διάβασαν τον Marx και τον Engels κατέληξαν πως η «πολιτική δράση» θα χρησιμοποιούνταν για την κατάληψη της «πολιτικής εξουσίας» που τότε, με τη σειρά, της θα χρησιμοποιούνταν για το μετασχηματισμό και του Κράτους και της κοινωνίας.
Ο λόγος πίσω από αυτό είναι προφανής καθώς ο Lenin συγχέει την καταστροφή του Κρατικού μηχανισμού με την καταστροφή του ίδιου του Κράτους. Έχει δίκιο στο ότι «ο Marx ήταν που δίδαξε πως το προλεταριάτο δεν μπορεί απλά να κερδίσει τη κρατική εξουσία με την έννοια πως ο παλιός κρατικός μηχανισμός περνάει σε καινούρια χέρια, αλλά πρέπει να τον καταστρέψει και να τον αντικαταστήσει με ένα καινούριο». Έχει άδικο ότι ο Marx πίστευε πως θα επιτυγχάνονταν δίχως πρώτα την εξασφάλιση καθολικού δικαιώματος ψήφου και στη συνέχεια της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο. Έτσι, όταν ο Lenin λέει πως ο Kautsky «μιλά για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας – και τίποτε άλλο» και έτσι «έχει επιλέξει μια συνταγή που κάνει παραχωρήσεις στους οπορτουνιστές, επειδή παραδέχεται την πιθανότητα της κατάληψης της εξουσίας δίχως την καταστροφή του κρατικού μηχανισμού» είναι εκτός θέματος. Αυτό φαίνεται από αποσπάσματα των Marx και Engels που παραθέτει ο ίδιος ο Lenin και στα οποία νιώθει την ανάγκη να προσθέσει σχόλια σε αυτό που έπρεπε να είναι αυταπόδεικτος σχολιασμός.
Έτσι, αφού παραθέσει ένα μακροσκελές απόσπασμα από τον Engels, ο Lenin πρέπει να προσθέσει «ο Engels μιλά εδώ για την προλεταριακή επανάσταση που ‘καταργεί’ το αστικό κράτος, ενώ οι λέξεις για το κράτος εξαφανίζονται αναφέρονται στα κατάλοιπα του προλεταριακού κράτους μετά την επανάσταση», όταν ο ίδιος ο Engels δεν κάνει τέτοια διάκριση και μιλάει απλά για Κράτος. Παρομοίως, παραθέτει τον Engels για το πως «ένα πράγμα είναι σίγουρο είναι πως το κόμμα μας και η εργατική τάξη μπορούν να έρθουν στην εξουσία μόνο με τη μορφή δημοκρατίας» και πως αυτή «είναι ακόμη η ιδιαίτερη μορφή για την δικτατορία του προλεταριάτου, όπως έχει δείξει ήδη η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση» πριν νιώσει την ανάγκη να προσθέσει – πιθανότατα ελπίζοντας οι αναγνώστες δεν θα προσέξουν πως ο Engels δεν είπε τέτοιο πράγμα – πως «ο Engels συνειδητοποίησε εδώ με μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική μορφή την θεμελιώδη ιδέα που διατρέχει όλα τα έργα του Marx, δηλαδή, πως η δημοκρατία είναι η κοντινότερη προσέγγιση στην δικτατορία του προλεταριάτου». Έτσι «η ιδιαίτερη μορφή» γίνεται «η κοντινότερη προσέγγιση».
Ο Engels επαναλαμβάνει συνεχώς πως «η δημοκρατία» είναι «η έτοιμη πολιτική μορφή για τη μελλοντική διακυβέρνηση του προλεταριάτου» που στη Γαλλία «υπάρχει ήδη» και το έκανε και στο κείμενο που παρέθεσε ο Lenin:
«Έτσι, όταν, μια ενωμένη δημοκρατία [...] Από το 1792 ως το 1798 κάθε γαλλικό διαμέρισμα, κάθε κοινότητα (Gemeinde), απολάμβανε απόλυτη αυτονομία πάνω στο αμερικάνικο μοντέλο, και αυτό είναι που πρέπει να έχουμε και εμείς. Πως η αυτονομία πρέπει να οργανωθεί και πως μπορούμε να διαχειριστούμε , δίχως γραφειοκρατία πρέπει να μας το δείξει η Αμερική και η πρώτη Γαλλική Επανάσταση, και φαίνεται ακόμη και σήμερα από την Αυστραλία, το Καναδά και τις άλλες αγγλικές αποικίες».
Δεν υπάρχει αναφορά για την Παρισινή Κομμούνα πουθενά στην κριτική του Engels πάνω στο προσχέδιο του Προγράμματος του Έρφουρτ που είναι σημαντικό με δεδομένο ότι ο Lenin ισχυρίζεται πως «δεν μπορεί να αγνοηθεί, γιατί είναι οι οπορτουνιστικές απόψεις των σοσιαλδημοκρατών πάνω σε ζητήματα κρατικής οργάνωσης με τις οποίες ασχολείται κυρίως αυτή η κριτική».
Η θέση αυτή είναι σύμφωνη με τα σχόλια του Marx για την «διάλυση» του Κρατικού μηχανισμού που ο Lenin που θεωρεί τόσο σημαντική. Αυτό ισχύει επειδή είναι δυνατό να πουν πως η πολιτική δράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κερδηθεί η πολιτική εξουσία και πως η πρώτη δράση του κόμματος νικητή είναι να γκρεμίσει την Κρατική γραφειοκρατία – όπως επιβεβαίωσε ο Engels σε μια επιστολή του 1884 όταν ζητούσε να διευκρινιστεί αυτό ακριβώς το σημείο από τον Bernstein:
«Είναι απλά ζήτημα να δείξει το νικηφόρο προλεταριάτο πως πρέπει πρώτα να επανασχεδιάσει την παλιά, γραφειοκρατική, διοικητική κεντρική κρατική εξουσία πριν μπορέσει να τη χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς: ενώ όλοι οι αστοί ρεπουμπλικάνοι από το 1848 καταφέρονται εναντίον αυτού το μηχανισμού για όσο ήταν στην αντιπολίτευση, ενώ μόλις ήταν στην κυβέρνηση τον πήραν δίχως να τον αλλάξουν και τον χρησιμοποίησαν εν μέρει εναντίον της αντίδρασης αλλά ξανά κυρίως εναντίον του προλεταριάτου».
Το οποίο αντικατοπτρίζει το προηγούμενο σχόλιο του Marx (που παραθέτει ο Lenin) πάνω στην «εκτελεστική εξουσία με την γιγαντιαία γραφειοκρατική και στρατιωτική οργάνωση, με την τεράστιο και ευφυή κρατικό μηχανισμό της, με πλήθος αξιωματούχων που φτάνουν το μισό εκατομμύριο, πέρα από ένα στρατό ενός ακόμη μισού εκατομμυρίου, αυτό το αποκρουστικό παρασιτικό σώμα [...] όλες οι επαναστάσεις τελειοποίησαν αυτό το μηχανισμό αντί να τον καταστρέψουν». Έτσι αντίθετα από τους αναρχικούς – που, από τον Proudhon και έπειτα, έλεγαν πως ήταν «αναπόφευκτα συνδεδεμένος με το κεφάλαιο και ήταν στραμμένο εναντίον του προλεταριάτου» – οι μαρξιστές αντιλαμβάνονταν το αστικό Κράτος όχι μόνο κάτι που μπορούσαν να καταλάβουν αλλά να το μεταρρυθμίσουν προς το συμφέρον της εργατικής τάξης.
Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ οπορτουνιστών και καουτσκιστών ήταν πως οι πρώτοι απλά ήθελαν το κόμμα να αλλάξει τη ρητορική που χρησιμοποιούσε ώστε να ταυτιστεί με κομματική (ρεφορμιστική) πρακτική ενώ οι δεύτεροι επέμεναν η ρητορική να μείνει επαναστατική. Και οι δύο ωστόσο χρησιμοποιούσαν τις ίδιες τακτικές και επιδίωκαν τον ίδιο στόχο – μια Σοσιαλδημοκρατική πλειοψηφία. Οι πρώτοι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τον υπάρχοντα κρατικό μηχανισμό για να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις στο σύστημα και δεν έβλεπαν καμία ανάγκη για την καταστροφή του μηχανισμού ή να αλλάξουν γρήγορα το σύστημα. Οι δεύτεροι παρέμεναν πιστοί στο Marx και έλεγαν πως για εξασφαλιστεί το προλεταριάτο ως η κυβερνώσα τάξη, το κοινοβούλιο έπρεπε να καταστρέψει αυτό το μηχανισμό για να αντικαταστήσει το καπιταλισμό με σοσιαλισμό.
Με δεδομένη ότι η Παρισινή Κομμούνα είχε αξιοποιηθεί ένα μέρος του υπάρχοντος Κράτους – του δημοτικού συμβουλίου του Παρισιού – για να καταργήσει το Κρατικό μηχανισμό, είναι εύκολο να δούμε γιατί η ερμηνεία του Marx και του Engels από τον Lenin πήρε μέχρι το 1917 να διαμορφωθεί, ιδιαίτερα με δεδομένη την ευρέως γνωστή υποστήριξη προς την εκλογική διαδικασία και την αντίθεσή τους στις αναρχικές εκκλήσεις για καταστροφή του Κράτους και την αντικατάστασή του με μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης βασισμένη σε ομοσπονδίες εργατικών ομάδων.
Πριν πάμε σε αυτό, πρέπει να σημειώσουμε πως ενώ βρήκε το χρόνο να επιπλήξει τον Bernstein πως είχε «επαναλάβει για περισσότερο από μια φορά τις χυδαίες αστικές αποδοκιμασίες προς την ‘πρωτόγονη’ δημοκρατία» και πως «πολεμά τις ιδέες της ‘πρωτόγονης’ δημοκρατίας» – «δεσμευτικές εξουσιοδοτήσεις, άμισθους αξιωματούχους, ανίσχυρα κεντρικά σώματα αντιπροσώπων, κλπ.» – για να «αποδείξει» πως αυτό «είναι παράλογο» και «αναφέρεται στην εμπειρία των βρετανικών εμπορικών ενώσεων, όπως ερμηνεύτηκαν από τον Webbs», δεν κατάφερε να πει πως αναφέρει στο ίδιο βιβλίο στο Τι Να Κάνουμε για να αποδείξει επίσης «τον παραλογισμό μιας τέτοιας αντίληψης της δημοκρατίας».
Αναρχισμός
Αν η προσέγγιση του Lenin στο μαρξισμό αφήνει πολλά κενά, δεν είναι τίποτα αν συγκριθεί με την ανοησία που επιτίθεται στον αναρχισμό. Το να περιγραφεί η κατανόηση του αναρχισμού από τον Lenin ως επιφανειακή θα ήταν γενναιόδωρο. Συνοψίζει τι θεωρεί ως διαφορές μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού:
«Ο πρώτος [ΣτΜ: ο μαρξισμός] ενώ στοχεύει στη πλήρη κατάργηση του κράτους, αναγνωρίζει πως αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί μόνο αφότου οι τάξεις καταργηθούν από τη σοσιαλιστική επανάσταση, ως αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης σοσιαλισμού, που οδηγεί στην σταδιακή εξαφάνιση του κράτους. Ο δεύτερος [ΣτΜ: ο αναρχισμός] θέλει να καταργήσει εντελώς το κράτος σε μια νύχτα, μη κατανοώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το κράτος μπορεί να καταργηθεί. Ο πρώτος αναγνωρίζει πως αφού το προλεταριάτο κερδίσει την πολιτική εξουσία πρέπει να καταστρέψει εντελώς τη παλιά κρατική μηχανή και να την αντικαταστήσει από μια καινούρια, αποτελούμενη από μια οργάνωση ένοπλων εργατών, κατά τα πρότυπα της Κομμούνας. Ο δεύτερος, ενώ επιμένει στην καταστροφή του κρατικού μηχανισμού, έχει μια πολύ ασαφή αντίληψη για το τι πρέπει να βάλει στη θέση του το προλεταριάτο. Οι αναρχικοί αρνούνται ακόμη και τη χρήση της κρατικής εξουσίας από το επαναστατικό προλεταριάτο, απορρίπτουν την επαναστατική δικτατορία του. Ο πρώτος ζητά την εκπαίδευση του προλεταριάτου για επανάσταση με την χρησιμοποίηση του παρόντος κράτους. Οι αναρχικοί το απορρίπτουν αυτό».
Καταρχάς, παρά τις απόψεις του Lenin περί επαναστάσεις «εν μια νυκτί», οι αναρχικοί ποτέ δεν αντιμετώπισαν τη κοινωνική επανάσταση με αυτό το τρόπο. Εντελώς το αντίθετο, καθώς οι αναρχικοί πάντοτε τόνιζαν πως οι επαναστάσεις είναι δύσκολες και χρειάζονται χρόνο όπως και επίσης κατηγορηματικά απορρίπτοντας την ιδέα των επαναστάσεων της «μιας ημέρας». Ο Kropotkin είπε πως ενώ μπορεί να είναι πιθανό να «ανατραπεί και να αλλάξει μια κυβέρνηση σε μια ημέρα», μια επανάσταση, «αν είναι να πετύχει ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα [...] απαιτεί τρία ως τέσσερα χρόνια επαναστατικής αναταραχής». Τότε η εργατική τάξη μπορεί να είναι σε θέσει να γκρεμίσει το Κράτος και το καπιταλισμό που η εξέγερση της αποδυνάμωσε και έτσι είναι ελεύθερη να ξεκινήσει την δημιουργία μια νέας κοινωνίας.
Το στοιχείο της αλήθειας στη δήλωση του Lenin είναι πως οι αναρχικοί απορρίπτουν όντως τη μαρξιστική αντίληψη πως χρειαζόμαστε Κράτος για να ξαναχτίσουμε και να υπερασπιστούμε τη κοινωνία μετά από μια επιτυχημένη επανάσταση. Αυτό συμβαίνει λόγω των διαφορετικών αναλύσεων μας για το τι είναι κράτος. και οι δύο συμφωνούν πως το υπάρχων και τα περασμένα Κράτη είναι όργανα ταξικής κυριαρχίας, με τη τάξη να είναι η μειοψηφία των καταπιεστών και των εκμεταλλευτών που έχουν μονοπωλήσει το κοινωνικό πλούτο. Οι μαρξιστές πιστεύουν πως ένα Κράτος – είτε μια επαρκώς μετασχηματισμένη δημοκρατία (Kautsky, Lenin πριν το 1917) ή ένα νέο Σοβιετικό Κράτος (Lenin το 1917) – μπορεί να είναι όργανο της πλειοψηφίας, της εργατικής τάξης, επειδή είναι απλά «μια ειδική δύναμη για τη καταστολή μιας συγκεκριμένης τάξης». Οι αναρχικοί απορρίπτουν αυτή την ανάλυση και πιστεύουν πως ο θεσμός του Κράτους χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες δομές που του επιτρέπουν να κάνει το έργο του και πως το Κράτος αναπτύσσει τα δικά του συμφέροντα. Η «δικτατορία του προλεταριάτου» θα γίνονταν σύντομα «δικτατορία επί του προλεταριάτου».
Αυτό συμβαίνει επειδή το Κράτος είναι ένας «οργανισμός ιεραρχικού συγκεντρωτισμού» και είναι «απαραίτητα ιεραρχικός, αυταρχικός – ή παύει να είναι Κράτος». Είναι η «απορρόφηση ολόκληρης της φυσικής ζωής, συγκεντρωμένη σε μια πυραμίδα υπαλλήλων». Η δομή αυτή δεν εμφανίστηκε κατά τύχη. Αυτό που είναι εντυπωσιακό γύρω από την άποψη του Lenin για το Κράτος είναι πως ποτέ, δεν αναρωτιέται γιατί αυτή η κοινωνική δομή έχει πάρει τη μορφή που έχει. Το αστικό Κράτος είναι συγκεντρωτικό και το προλεταριακό κράτος θα είναι επίσης – και κάθε προσπάθεια να εννοηθεί πως ο Marx ήταν φεντεραλιστής απορρίπτεται (σωστά όμως!) γιατί «πίστευε στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, τη δημοκρατία – μια και αδιαίρετη».
Ιεραρχικές και συγκεντρωτικές δομές όμως είναι απαραίτητες για να κυβερνά μια μειονότητα. Εξαιρούν τις μάζες από τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή. Όπως υποστήριζε ο Proudhon:
«και ποιος επωφελείται από αυτό το καθεστώς ενότητας; Ο λαός; Όχι, οι ανώτερες τάξεις [...] Η ενότητα [...] είναι μια πολύ απλή μορφή αστικής εκμετάλλευσης υπό τη προστασία της ξιφολόγχης. Ναι, η πολιτική ενότητα, στα μεγάλα Κράτη, είναι αστική: οι θέσεις που δημιουργεί, οι ίντριγκες που προκαλεί, οι επιρροές που δέχεται, όλα αυτά είναι αστικά και πάνε στους αστούς».
Το συγκεντρωτικό, ιεραρχικό, κράτος είναι «ο ακρογωνιαίος λίθος του αστικού δεσποτισμού και της εκμετάλλευσης». Υπό τον ανερχόμενο αστισμό, ο Kropotkin σημείωσε, «το Κράτος ήταν ο μόνος κριτής» που σήμαινε πως «κάθε τοπική, ασήμαντη διαφωνία [...] μαζεύονταν σε σωρούς με τη μορφή εγγράφων στα γραφεία» και το «κοινοβούλιο στη κυριολεξία κατακλύζονταν από χιλιάδες από αυτούς του μικρούς τοπικούς καυγάδες. Απαιτούσε χιλιάδες υπαλλήλους στη πρωτεύουσα – οι περισσότεροι διεφθαρμένοι – να διαβάσουν, να ταξινομήσουν, αξιολογήσουν όλα αυτά, να εκφραστούν πάνω στη μικρότερη λεπτομέρεια» και «το ποτάμι [των θεμάτων] φούσκωνε συνεχώς!». Η ίδια διαδικασία θα πραγματοποιούνταν στο νέο αποκαλούμενο ημι-Κράτος καθώς αυτό, επίσης, ήταν συγκεντρωτικό και έτσι είχε «ένα νέο διοικητικό δίκτυο ώστε να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του και να επιβάλλει την υπακοή». Οι αναρχικοί επεδίωκαν να αποκεντρώσουν τη λήψη αποφάσεων πέρα από ένα κεντρικό σώμα στις ομοσπονδίες των εργασιακών χώρων και ενώσεων κοινοτήτων και αναρωτιόνταν γιατί οι μαρξιστές είχαν «υιοθετήσει το ιδανικό του Ιακωβίνικου Κράτους όταν αυτό το ιδανικό είχε σχεδιαστεί από την οπτική των αστών, σε απευθείας αντίθεση με τις χειραφετικές και κομμουνιστικές τάσεις των ανθρώπων που είχαν ξεσηκωθεί στη διάρκεια της [Γαλλικής] Επανάστασης».
Ο Lenin συγχέει τη κοινωνική οργάνωση με το Κράτος και είναι εκτός θέματος όταν λέει δε «μπορούμε να φανταστούμε τη δημοκρατία, ακόμη και τη προλεταριακή δημοκρατία, δίχως θεσμούς αντιπροσώπων, αλλά μπορούμε να και πρέπει να φανταστούμε τη δημοκρατία δίχως κοινοβουλευτισμό», για λίγο κάθε οργανισμός απαιτεί εκπροσώπους να συντονίσουν αποφάσεις, είναι λάθος να το μπερδεύουμε αυτό με αντιπροσωπευτική – και έτσι συγκεντρωτική – κυβέρνηση. Έτσι αν «υπό το σοσιαλισμό όλοι θα κυβερνούν με τη σειρά τους και σύντομα θα συνηθίσουν στο να μη κυβερνά κανένας» υπό τον Αναρχισμό, αντί να έχεις μια σειρά από κυβερνήτες, όλοι θα συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων και η «συγκεντρωτική, γραφειοκρατική, και στρατιωτική οργάνωση» του Κράτους που λειτουργεί «από πάνω προς τα κάτω, από το κέντρο προς τη περιφέρεια» θα αντικατασταθεί «με μια ομοσπονδιακή οργάνωση» ενώσεων και κοινοτήτων «από κάτω προς τα πάνω, από τη περιφέρεια προς το κέντρο» με «εκλεγμένους επίσημους υπόλογους στο λαό, και με τον εξοπλισμό του πληθυσμού».
Το ερώτημα είναι αν αυτά τα αιρετά σώματα είναι επικεντρωμένα σε ειδικά ζητήματα στο κατάλληλο επίπεδο ή καλύπτουν, σαν τα Κοινοβούλια, όλα τα κοινωνικά ζητήματα στο κέντρο. Και στις δυο περιπτώσεις «αντιπροσωπευτικοί» θεσμοί παραμένουν με την έννοια ότι συγκεκριμένοι άνθρωποι εκλέγονται σε συγκεκριμένα σώματα, ο Lenin όμως μπέρδεψε το θέμα λέγοντας πως «ο δρόμος πέρα από το κοινοβουλευτισμό δεν είναι, φυσικά, η κατάργηση των θεσμών αντιπροσώπευσης και της αρχής των εκλογών, αλλά η μετατροπή των αντιπροσωπευτικών θεσμών από καφενεία συζητήσεων σε σώματα ‘εργασίας’». Αυτό είναι τμήμα μόνο του του τι χρειάζεται καθώς το ζήτημα του συγκεντρωτισμού είναι καίριο γιατί μειώνει σημαντικά τη λαϊκή συμμετοχή και αυξάνει σημαντικά τις γραφειοκρατικές τάσεις.
Για το Lenin, οι «εκμεταλλεύουσες τάξεις χρειάζονται πολιτική εξουσία για να διατηρήσουν την εκμετάλλευση, για παράδειγμα, στα εγωιστικά συμφέροντα μιας ασήμαντης μειονότητας έναντι της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού» ενώ οι «εκμεταλλευόμενες τάξεις χρειάζονται τη πολιτική εξουσία για να καταργήσουν πλήρως κάθε εκμετάλλευση» οι αναρχικοί συμφωνούν με το πρώτο κομμάτι αλλά διαφωνούν με το δεύτερο. Η πολιτική εξουσία – το Κράτος – χρειάζεται σε μια μειονοτική τάξη να κυριαρχήσει στη κοινωνία και είναι δομημένη ανάλογα (ιεραρχική, συγκεντρωτική, κάθετη). Δεν χρειάζεται – πράγματι, δεν έχει νόημα – όταν μιλάμε για τάξεις πρώην εκμεταλλευόμενων («η συντριπτική πλειοψηφία») που διευθύνουν μια κοινωνία επειδή απλά δεν είναι δομημένη να το επιτρέπει αυτό. Με τη δημιουργία μιας νέας συγκεντρωτικής κοινωνικής δομής, οι μαρξιστές δημιουργούν τις συνθήκες για τη γέννηση μιας νέας άρχουσας τάξης – της γραφειοκρατίας. Αυτός είναι ο λόγος που οι αναρχικοί απορρίπτουν την ιδέα για τη χρήση του κράτους για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού:
Ο Κράτος, με την ιεραρχία των υπαλλήλων του και το βάρος των ιστορικών παραδόσεων του, μπορεί μόνο να καθυστερήσει την αυγή μιας νέας κοινωνίας απελευθερωμένης από μονοπώλια και εκμετάλλευση [...] ποια μέσα μπορεί να προσφέρει το κράτος για να καταργήσει αυτό το μονοπώλιο που η εργατική τάξη δεν μπορούσε να βρει μέσα στη δική της δύναμη και ομάδες; [...] ποια πλεονεκτήματα μπορεί να προσφέρει το κράτος για την κατάργηση αυτών των ίδιων [ταξικών] προνομίων; Μπορεί η κυβερνητική της μηχανή, αναπτυγμένη για τη δημιουργία και την διατήρηση αυτών των προνομίων, να χρησιμοποιηθεί τώρα για τη κατάργησή τους; δεν θα απαιτούσε η νέα λειτουργία την δημιουργία νέων οργάνων; Και αυτά τα νέα όργανα δεν θα έπρεπε να δημιουργηθούν από τους εργάτες τους ίδιους, στις ενώσεις τους, τις ομοσπονδίες τους, εντελώς έξω από το Κράτος;».
Ο Lenin επίσης αρέσκεται στο να συγχέει την ανάγκη να υπερασπιστεί την επανάσταση με το Κράτος και αναφέρει από μια επίθεση που ο Marx έκανε στους ρεφορμιστές μουτουαλιστές γενικεύοντας την σε όλους τους αναρχικούς:
«Ο Marx επιλέγει την οξύτερη και καθαρότερη μέθοδο για να εκφράσει τη θέση του εναντίον των αναρχικών: Μετά την αποτίναξη του ζυγού των καπιταλιστών, πρέπει οι εργάτες «να αφήσουν τα όπλα κάτω», ή να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον των καπιταλιστών ώστε να τσακίσουν την αντίσταση τους; αλλά ποια είναι η συστηματική χρήση των όπλων από μια τάξη εναντίον μιας άλλης αν όχι μια «μεταβατική μορφή» κράτους;».
Έτσι σύμφωνα με τον Marx και τον Engels, οι αναρχικοί παρότρυναν την εργατική τάξη να ξεσηκωθεί σε επανάσταση εναντίον της αστικής τάξης και του Κράτους της και, μόλις νικήσει, να αφήσει απλά τα όπλα της κάτω; Είναι δύσκολο να το πάρεις αυτό στα σοβαρά – ιδιαίτερα καθώς συγχέει την άμυνα μιας επανάστασης (της ελευθερίας) με το Κράτος. ο Lenin, όπως ο Marx και ο Engels, ενώνονται με εκείνους που «πιστεύουν πως αφού έχουμε ανατρέψει τη κυβέρνηση και την ιδιωτική ιδιοκτησία θα τους επιτρέψουμε σιωπηλά να ανοικοδομηθούν ξανά, εξαιτίας ενός σεβασμού για την ελευθερία εκείνων που μπορεί να αισθάνονται την ανάγκη να είναι ηγέτες και ιδιοκτήτες. Ένας πραγματικά παράδοξος τρόπος ερμηνείας των ιδεών μας!».
Ο Lenin λέει πως οι «ένοπλοι εργάτες που δημιουργούν μια πολιτοφυλακή που περιλαμβάνει τον συνολικό πληθυσμό» είναι «ένας πιο δημοκρατικός κρατικός μηχανισμός». Αν όμως Κράτος ήταν απλά μόνο αυτό δεν θα υπήρχε καμία διαφωνία μεταξύ αναρχισμού και μαρξισμού:
«Αμέσως μετά την ανατροπή των καθιερωμένων κυβερνήσεων, οι κομμούνες θα πρέπει να συνταχθούν σύμφωνα με επαναστατικές γραμμές [...] Ώστε να υπερασπιστούν την επανάσταση, οι εθελοντές τους την ίδια στιγμή θα σχηματίσουν μια κοινοτική πολιτοφυλακή. Αλλά καμία πολιτοφυλακή δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της από μόνη της. Έτσι θα πρέπει να εκπέμπει την επανάσταση προς τα έξω, για να ξεσηκώσει όλες τις γειτονικές της κομμούνες σε εξέγερση [...] και να σχηματίσει ομοσπονδία μαζί τους για κοινή άμυνα».
Η πρωτοτυπία του Lenin ήταν πως απομακρύνθηκε από την ορθόδοξη μαρξιστική θέση για το Κράτος προς την αναρχική θέση πως ο σοσιαλισμός πρέπει να δημιουργηθεί από τους ίδιους τους εργάτες χρησιμοποιώντας τους οργανισμούς που φτιάχνουν οι ίδιοι στη πάλη εναντίον του καπιταλισμού. Ωστόσο, τη συνέδεσε με μια συνεχιζόμενη μαρξιστική προκατάληψη υπέρ συγκεντρωτικών δομών και έτσι η βεβαιότητα του πως το νέο καθεστώς «δεν είναι το κανονικό κράτος» ήταν απλά αναληθής γιατί σε μια συγκεντρωτική δομή η εξουσία βρίσκεται στη κορυφή, στα χέρια μιας μειοψηφίας – με τα δικά της (ταξικά) συμφέροντα. Έτσι όταν ο Lenin έλεγε πως «θα πολεμήσουν για την ολοκληρωτική καταστροφή του παλιού κρατικού μηχανισμού, ώστε το ένοπλο προλεταριάτο το ίδιο να μπορεί να γίνει η κυβέρνηση, οι αναρχικοί απλά επισημαίνουν πως σε μια συγκεντρωτική δομή θα ήταν η ηγεσία του μαρξιστικού κόμματος που θα γινόταν η κυβέρνηση, όχι το ένοπλο προλεταριάτο:
«Με το λαϊκή κυβέρνηση οι μαρξιστές εννοούν κυβέρνηση από το λαό μέσω ενός μικρού αριθμού αντιπροσώπων εκλεγμένων μέσα από καθολική ψηφοφορία [...] κυβέρνηση της ευρείας πλειοψηφίας των μαζών του λαού από μια προνομιούχα μειοψηφία. Αυτή όμως η μειοψηφία, λένε οι μαρξιστές, θα αποτελείται από εργάτες. Ναι, σίγουρα, από πρώην εργάτες που, μόλις γίνουν κυβερνήτες και αντιπρόσωποι του λαού, θα πάψουν να είναι εργάτες και θα αρχίσουν να κοιτάνε κάτω προς το προλεταριακό κόσμο από τις κορυφές του Κράτους: θα εκπροσωπούν τότε, όχι το λαό, αλλά τους ίδιους και τη φιλοδοξία τους να τον κυβερνούν. Όποιος το αμφισβητεί αυτό, δεν γνωρίζει την ανθρώπινη φύση».
Σε μια συγκεντρωτική, «μια και αδιαίρετη» δημοκρατία η εκλογή, η εξουσιοδότηση και η ανάκληση γίνεται όλο και πιο ανούσια – θα απαιτούσε εκατομμύρια εκλεκτόρων στη βάση σε ολόκληρη τη χώρα που ταυτόχρονα δρουν με τον ίδιο τρόπο για να έχουν πραγματικό αντίκτυπο. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει αρκετός χώρος για τα συμφέροντα του Κράτους να αποκλίνουν από το λαό και, όπως προειδοποίησε ο Bakunin, «το Κράτος δεν μπορεί να είναι βέβαιο για την ίδια του την αυτοσυντήρηση δίχως μια ένοπλη δύναμη να το προστατέψει εναντίον των ίδιων των εσωτερικών εχθρών, εναντίον της δυσαρέσκειας των ίδιων των πολιτών του».
Για αυτό ενώ αναγνωρίζουν την ανάγκη για την εξέγερση και την υπεράσπιση της επανάστασης, οι αναρχικοί επιδιώκουν την κατάργηση του Κράτους και την αντικατάσταση του με μια κοινωνική δομή πιο κατάλληλη για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – γιατί «όποτε μια νέα οικονομική μορφή ξεπηδάει στη ζωή του έθνους – όταν η δουλοπαροικία αντικατέστησε τη δουλεία, και αργότερα η μισθωτή εργασία τη δουλοπαροικία – μια νέα μορφή πολιτικής οργάνωσης έπρεπε πάντοτε να αναπτυχθεί» και έτσι» η οικονομική χειραφέτηση θα επιτευχθεί με το γκρέμισμα των παλιών πολιτικών μορφών που εκπροσωπούνται από το Κράτος. Ο άνθρωπος θα αναγκαστεί να βρει νέους τρόπους οργάνωσης για τις κοινωνικές λειτουργίες που το Κράτος εκχώρησε στους υπαλλήλους του».
Δεύτερο, ο ισχυρισμός πως οι αναρχικοί έχουν μόνο μια «ασαφή» αντίληψη του τι θα αντικαταστήσει το Κράτος είναι απλά λανθασμένη. Διακηρύσσοντας πως οι αναρχικοί ισχυρίζονται πως «πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο την καταστροφή του παλιού κρατικού μηχανισμού» και «είναι άχρηστο να μελετήσουμε τα χειροπιαστά μαθήματα των προηγούμενων προλεταριακών επαναστάσεων και αναλύοντας τι να βάλουμε στη θέση αυτού που έχει καταστραφεί, και πως», έρχεται σε αντίθεση με πολλά άρθρα και βιβλία στα οποία αναρχικοί έκαναν ακριβώς αυτό. Για να παραθέσω τον Bakunin:
«Εργάτες, μην βασίζεστε πια σε κανένα πέρα από τους εαυτούς σας [...] Απέχετε από κάθε είδους συμμετοχή σε αστικό ριζοσπαστισμό και οργανώστε τις δυνάμεις του προλεταριάτου έξω από αυτόν. Η βάση αυτής της οργάνωσης είναι πλήρως γνωστή: εργασιακοί χώροι και οι ομοσπονδίες των εργασιακών χώρων, η δημιουργία ταμείων αντίστασης, οργάνων αγώνα ενάντια στους αστούς, και η ομοσπονδιοποίησηση τους όχι απλά εθνική αλλά διεθνής. Η δημιουργία Εργατικών Επιμελητηρίων [...] η καταστροφή του Κράτους και τις αστικής κοινωνίας [...] Αναρχία, δηλαδή η πραγματική, η ανοιχτή λαϊκή επανάσταση [...] οργάνωση, από πάνω ως κάτω και από την περιφέρεια ως το κέντρο».
Τα «Εργατικά Επιμελητήρια» ήταν ομοσπονδίες τοπικών συνδικάτων που ομαδοποιούνταν με την περιοχή και τα επαναστατικά οράματα του Bakunin προέβλεψαν τα εργατικά συμβούλια του 1905 και του 1917. Αντίστοιχα, ο Kropotkin έλεγε πως «ανεξάρτητες Κομμούνες για τις τοπικές ενώσεις, και μεγάλες ομοσπονδίες εργατικών συνδικάτων για ενώσεις με βάση τις κοινωνικές λειτουργίες – και οι δύο αλληλένδετες και προσφέροντας στήριξη στη καθεμία για να εκπληρωθούν οι ανάγκες της κοινωνίας – επιτρέποντας στους αναρχικούς να υλοποιήσουν με ένα πραγματικό, χειροπιαστό τρόπο την πιθανή οργάνωση μιας απελευθερωμένης κοινωνίας» – βασισμένη σε μια ανάλυση τόσο του εργατικού κινήματος και της Παρισινής Κομμούνας καθώς και της ιστορίας του Κράτους.
Ο Lenin όμως ισχυρίζονταν πως «οι αναρχικοί απέρριπταν το ζήτημα των πολιτικών μορφών εντελώς!».
Παρομοίως, είχε άδικο να ισχυριστεί πως αν οι εργάτες και οι αγρότες «οργανωθούν μόνοι τους ελεύθερα σε κομμούνες, και ενώσουν τη δράση όλων των κομμούνων στο να επιτεθούν στο κεφάλαιο, συντρίβοντας την αντίσταση των καπιταλιστών, και μεταφέροντας τους ιδιωτικής ιδιοκτησίας σιδηρόδρομους, εργοστάσια, γη και ούτω καθεξής σε ολόκληρο το έθνος, στο σύνολο της κοινωνίας» τότε θα «ήταν ο πιο συνεπής δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» στη πράξη θα ήταν φεντεραλισμός:
«Το σύνολο του παραγωγικού κεφαλαίου και των οργάνων της εργασίας θα κατασχεθούν προς όφελος των ενώσεων των εργατών [...] η Συμμαχία όλων των εργατικών ενώσεων [...] θα αποτελεί τη Κομμούνα [...] θα υπάρχει μια σταθερή ομοσπονδία των οδοφραγμάτων και ένα Επαναστατικό Κοινοτικό Συμβούλιο [... αποτελούμενο] από εκπροσώπους [...] εντεταλμένους με δεσμευτικές εξουσιοδοτήσεις και που θα λογοδοτούν και θα είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί [...] όλες οι επαρχίες, οι κομμούνες και οι ενώσεις [...θα] στέλνουν εκπροσώπους σε ένα συμφωνημένο συγκέντρωσης (όλοι [...] εφοδιασμένοι με δεσμευτικές εξουσιοδοτήσεις και υπόλογοι και ανακλητοί), ώστε να ιδρύσουν την ομοσπονδία των εξεγερμένων ενώσεων, κομμούνων και επαρχιών».
Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη, πως ήταν ο Kropotkin και όχι ο Lenin που το 1905 είδε τα σοβιέτ ως εα μέσα τόσο πάλης και αντικατάστασης του Κράτους αλλά και τα συνέκρινε με τη Παρισινή Κομμούνα. Έτσι «τα Συμβούλια των εργατών [...] ορίζονταν από τους ίδιους τους εργάτες – όπως ακριβώς η επαναστατική Κομμούνα της 10ης Αυγούστου 1792». Το συμβούλιο «θυμίζει πλήρως [...] την Κεντρική Επιτροπή που προηγήθηκε της Κομμούνας του Παρισιού το 1871 και είναι σίγουρο πως οι εργάτες σε όλη τη χώρα πρέπει να οργανώσουν τους εαυτούς τους πάνω σε αυτό το μοντέλο [...] αυτά τα συμβούλια αντιπροσωπεύουν την επαναστατική ισχύ της εργατικής τάξης. [...] Κηρύσσοντας για τη γενική απεργία και την άμεση δράση, μην επιτρέψετε σε κανένα να μας κάνει μάθημα πως οι εργάτες των Λατινικών λαών πήραν το λάθος δρόμο. [...] Μια νέα δύναμη δημιουργείται από την απεργία: η δύναμη των εργατών που διεκδικούν οι ίδιοι για πρώτη φορά και που κινούν το μοχλό κάθε επανάστασης – άμεση δράση». Οι «αστικοί εργάτες [...] μιμούμενοι τους επαναστατημένους αγρότες [...] θα τους ζητηθεί να πάρουν στα χέρια τους όλα όσα είναι απαραίτητα για να ζήσουν και να παράγουν. Τότε μπορούν να θέσουν στις πόλεις τα θεμέλια της κομμουνιστικής κομμούνας».
Αντίθετα οι μπολσεβίκοι το 1905 «δεν θα έβρισκαν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να παρουσιάσουν στο Σοβιέτ με ένα τελεσίγραφο: υιοθετήστε άμεσα Σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα ή διαλυθείτε». Ούτε προσπάθησαν οι μπολσεβίκοι να μεταμορφώσουν ή να επεκτείνουν την επανάσταση από αστικούς σε σοσιαλιστικούς στόχους – αντίθετα με τους αναρχικούς. Με δεδομένο αυτό, ήταν ίσως καλύτερο που η Οκτωβριανή Επανάσταση σήμαινε πως ο Lenin δεν έγραψε ποτέ το δεύτερο μέρος του Κράτος και Επανάσταση που θα ασχολούνταν με τα γεγονότα του 1905.
Όλα αυτά απλά γελοιοποιούν τον ισχυρισμό του Lenin πως ο «Αναρχισμός δεν έχει δώσει, ακόμη και κατά προσέγγιση, πραγματικές απαντήσεις στα χειροπιαστά πολιτικά ερωτήματα: Πρέπει η παλιά κρατική μηχανή να καταστραφεί; Και τι πρέπει να μπει στη θέση της;» Ο αναρχισμός πρότεινε τα εργατικά συμβούλια ως μέσο πάλης και αντικατάστασης του καπιταλισμού και του Κράτους από την εποχή που ο Bakunin συγκρούστηκε με τον Marx στη Διεθνή.
Τρίτο, εκείνοι που πρόσεχαν γύρω τους θα κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η μοίρα της Σοσιαλδημοκρατίας και ο εκφυλισμός της σε «Οπορτουνισμό» θα έδειχναν γιατί οι αναρχικοί αρνούνται να πάρουν μέρος στο Κράτος με την απόρριψη των εκλογών. Το μόνο που κάνουν αυτές είναι να «εκπαιδεύουν» τους εργάτες στο να αφήνουν άλλους να δρουν για αυτούς και έτσι «να ξεσυνηθίζουν οι άνθρωποι από την άμεση φροντίδα των αναγκών τους και μαθαίνει τους μεν στην υποταγή και τους δε στις δολοπλοκίες και τα ψέματα». Όπως τόνισε ο Kropotkin:
«Βλέπουμε στην ανικανότητα του κρατιστή σοσιαλιστή να καταλάβει το πραγματικό ιστορικό πρόβλημα του σοσιαλισμού ένα τεράστιο λάθος κρίσης [...] Να λέει στους εργάτες πως θα είναι σε θέση να εισαγάγουν το σοσιαλιστικό σύστημα ενώ διατηρούν το Κρατικό μηχανισμό και μόνο αλλάζοντας τους ανθρώπους στην εξουσία, να αποτρέπουν, αντί να βοηθούν, το μυαλό των εργατών, να προχωρά προς την αναζήτηση νέων μορφών ζωής που θα είναι δική τους – που στα μάτια μας είναι ένα ιστορικό λάθος που συνορεύει στο εγκληματικό».
Αντί συμμετοχής στις εκλογές, «οι αναρχικοί, από τις αρχές της Διεθνούς ως το παρόν, έχουν πάρει ένα ενεργό μέρος στις οργανώσεις των εργατών που δημιουργήθηκαν για τον άμεσο αγώνα της Εργατικής Τάξης εναντίον του Κεφαλαίου. Ο αγώνας αυτός, ενώ εξυπηρετεί πολύ καλύτερα από οποιαδήποτε έμμεση δράση να εξασφαλίσει κάποιες βελτιώσεις στη ζωή του εργάτη και το άνοιγμα των ματιών των εργατών στο κακό που έκανε στην κοινωνία από τη καπιταλιστική οργάνωση και από το Κράτος που τη στηρίζει, ο αγώνας αυτός επίσης αφυπνίζεται στις σκέψεις του εργάτη που αφορούν τις μορφές κατανάλωσης, παραγωγής και άμεσης ανταλλαγής μεταξύ των ενδιαφερομένων, δίχως τη διαμεσολάβηση του καπιταλιστή και του Κράτους».
Τέλος, το έργο του Lenin είναι η πηγή της κοινής πεποίθησης των μαρξιστών πως οι περισσότεροι αναρχικοί υποστήριζαν την άρχουσα τάξη τους στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ανεξάρτητα από το σχόλιο του για «τους λίγους αναρχικούς» που «διατήρησαν μια αίσθηση τιμής και μια συνείδηση» με το να αντιταχθούν στο πόλεμο, στη πραγματικότητα οι αναρχικοί υπέρ του πολέμου παρά ότι είχαν «ανάμεσα τους συντρόφους που αγαπάμε και σεβόμαστε πολύ» δεν «ήταν πολλοί» και «σχεδόν όλοι» από τους αναρχικούς «παρέμειναν πιστοί στις πεποιθήσεις τους». ούτε αναφέρει ο Lenin πως αυτοί οι λίγοι – που δυστυχώς περιλάμβαναν τον Kropotkin – είχαν απορρίψει τη θέση του Bakunin (να μετατρέψουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε επανάσταση) προτιμώντας την υπεράσπιση της πατρίδας του Engels, ενώ παραδόξως, ο Lenin πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Σοσιαλισμός
Το Κράτος και Επανάσταση είναι κατά κύριο λόγο έργο πάνω στις πολιτικές δομές και μια ιδεολογική υπεράσπιση των νέων θέσεων του Lenin. Περιέχει ελάχιστα λόγια για το σοσιαλισμό ή, πιο σωστά, τα αρχικά βήματα που θα κάνει το σοσιαλιστικό Κράτος μόλις κατακτηθεί η εξουσία αλλά αυτές οι λίγες λέξεις είναι σημαντικές.
Ο καίριος παράγοντας για τον Lenin δεν είναι ποιος διαχειρίζεται τη παραγωγή αλλά ποιος έχει την ιδιοκτησία. «Τα μέσα της παραγωγής δεν είναι πια η ιδιωτική ιδιοκτησία ατόμων» αλλά πλέον θα «ανήκουν στο σύνολο της κοινωνίας» και ενώ αρχικά θα υπάρχουν διαφορές στο πλούτο «η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα έχει γίνει αδύνατη γιατί θα είναι αδύνατο να αρπάξουν τα μέσα της παραγωγής – τα εργοστάσια, τις μηχανές, τη γη κλπ. – και να τα κάνουν ιδιωτική ιδιοκτησία».
Όμως είναι απόλυτα δυνατό να υπάρχει εκμετάλλευση δίχως ιδιωτική ιδιοκτησία – εξαρτάται από το πως «ανήκουν» στη κοινωνία τα μέσα παραγωγής. Διαχειρίζονται οι εργάτες την εργασία τους ή κάποιος άλλος – το κράτος – το κάνει αυτό; Το σοσιαλιστικό όραμα του Lenin προετοιμάζει το δεύτερο με την εξίσωση του σοσιαλισμού με καθολική μισθωτή εργασία αντί της κατάργησής της:
«Όλοι οι πολίτες μετατρέπονται σε υπαλλήλους του κράτους [...] Όλοι οι πολίτες γίνονται υπάλληλοι και εργάτες ενός μοναδικού πανεθνικού κρατικού ‘συνδικάτου’ [...] Το σύνολο της κοινωνίας θα γίνει ένα μοναδικό γραφείο και ένα μοναδικό εργοστάσιο, με ίση εργασία και αμοιβή».
Υπάρχουν κάποιες κουβέντες για το πως «πρέπει να αρχίσει με την απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής τάξης, με την εγκαθίδρυση εργατικού ελέγχου πάνω στους καπιταλιστές», αλλά το γιατί οι εργάτες θα πρέπει να ελέγχουν τους καπιταλιστές που η περιουσία τους είχε απαλλοτριωθεί δεν είναι άμεσα εμφανές. Μια προσεκτικότερη ανάγνωση δείχνει πως ο Lenin δεν είχε καμιά επιθυμία να απαλλοτριώσει άμεσα τους καπιταλιστές και να εισαγάγει εργατικό έλεγχο της παραγωγής. Αντίθετα οι καπιταλιστές θα παραμείνουν και ο έλεγχος «πρέπει να ασκείται όχι από ένα κράτος γραφειοκρατών αλλά από ένα κράτος ένοπλων εργατών».
Ενώ οι πολιτικές δομές που δημιουργήθηκαν από το καπιταλισμό έπρεπε να τσακιστούν, οι οικονομικοί έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ως ̈οικονομική βάση» για το σοσιαλισμό:
«Ένας έξυπνος Γερμανός Σοσιαλδημοκράτης [...] αποκάλεσε την ταχυδρομική υπηρεσία παράδειγμα σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος. Αυτό είναι αλήθεια. στο παρόν η ταχυδρομική υπηρεσία είναι μια επιχείρηση οργανωμένη στις γραμμές του κρατικού καπιταλιστικού μονοπωλίου. Ο ιμπεριαλισμός μετατρέπει σταδιακά όλα τα μονοπώλια σε οργανισμούς παρόμοιου τύπου, στα οποία [...] υπάρχει η ίδια αστική γραφειοκρατία. Ο μηχανισμός όμως του κοινωνικού ελέγχου υπάρχει ήδη. Μόλις ανατρέψουμε τους καπιταλιστές [...] και συντρίψουμε το γραφειοκρατικό μηχανισμό του σύγχρονου κράτους, θα έχουμε έναν υπέροχα εξοπλισμένο μηχανισμό, απελευθερωμένο από τα ‘παράσιτα’, ένα μηχανισμό που άνετα μπορεί να ρυθμιστεί να λειτουργεί από τους ίδιους τους ενωμένους εργάτες, που θα προσλάβουν τεχνικούς, επιστάτες και λογιστές, και να τους πληρώνουν όλους, όπως και όλους τους ‘κρατικούς’ αξιωματούχους γενικά, με μισθούς εργατών. Εδώ είναι το χειροπιαστό, πρακτικό έργο που μπορεί να εκπληρωθεί άμεσα σε σχέση με όλα τα μονοπώλια, ένα έργο η ολοκλήρωση του οποίου θα απαλλάξει τους εργάτες από την εκμετάλλευση».
Ο «άμεσος στόχος» των μπολσεβίκων ήταν να «οργανώσουν ολόκληρη την οικονομία σύμφωνα με την ταχυδρομική υπηρεσία» και «στη βάση αυτού που ο καπιταλισμός είχε ήδη δημιουργήσει». Έτσι οι δομές που δημιουργήθηκαν από το Κράτος τους – προσαρμοσμένο στις δικές τους προτεραιότητες και συμφέροντα – θα επεκτείνονταν με τη «μετατροπή όλων των πολιτών σε εργάτες και άλλους υπαλλήλους ενός γιγαντιαίου ‘συνδικάτου’ – ολόκληρου του κράτους – και την πλήρη υποταγή του συνόλου της εργασίας αυτού του συνδικάτου σε ένα γνήσια δημοκρατικό κράτος, το κράτος των Σοβιέτ των Εργατών και των Εκπροσώπων των Στρατιωτών».
Ο έλεγχος έτσι θα είναι από το κράτος – αρχικά πάνω στους καπιταλιστές αλλά τελικά στους κρατικούς υπαλλήλους. Ο Lenin γνωρίζει πολύ καλά τη διαβόητη επιστολή «Περί Εξουσίας» του Engels στο οποίο «κοροϊδεύει τις μπερδεμένες ιδέες των προυντονιστών, που αποκαλούν τους εαυτούς τους ‘αντιεξουσιαστές’, για παράδειγμα, αρνούνται κάθε αυθεντία, κάθε υποταγή, κάθε εξουσία. Πάρτε ένα εργοστάσιο, ένα σιδηρόδρομο, ένα πλοίο στα ανοιχτά, είπε ο Engels: δεν είναι ξεκάθαρο πως καμιά από αυτές τις περίπλοκες τεχνικές εγκαταστάσεις, βασισμένες στη χρήση μηχανών και τη συστηματική συνεργασία πολλών ανθρώπων, μπορεί να λειτουργήσει δίχως ένα επίπεδο υποταγής και, κατά συνέπεια, δίχως ένα μέγεθος αυθεντίας και εξουσίας;». Ο Engels όμως χρησιμοποιεί σκληρότερη γλώσσα από αυτή: «η οργάνωση [...] σημαίνει πως τα ζητήματα λύνονται με εξουσιαστικό τρόπο. Η αυτόματη μηχανή του μεγάλου εργοστασίου είναι πολύ πιο δεσποτική από ότι ήταν οι μικροκαπιταλιστές που απασχολούσαν εργάτες [...] Αν ο άνθρωπος, με τη γνώση και την επινοητική του ευφυΐα, έχει υποτάξει τις δυνάμεις της φύσης, η δεύτερη τον εκδικείται υποβάλλοντας τον, για όσο τις χρησιμοποιεί, σε ένα πραγματικό δεσποτισμό ανεξάρτητο από κάθε κοινωνική οργάνωση».
Ο στόχος του Lenin ήταν να μετατρέψει τη νέα οικονομία σε ένα μοναδικό εργοστάσιο υπό τον έλεγχο του Κράτους και όμως δε συμπέρανε πως αυτό θα ήταν «πιο δεσποτικό» από το καπιταλισμό. Αποτυγχάνει πλήρως να κατανοήσει πως δίχως εργατική διαχείριση της παραγωγής όταν η «ισότητα επιτυγχάνεται για όλα τα μέλη της κοινωνίας σε σχέση με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δηλαδή, της ισότητας της εργασίας και της αμοιβής» τότε απλά τους μετατρέπει σε μισθωτούς σκλάβους της Κρατικής γραφειοκρατίας. Ο καπιταλισμός – ατομική ιδιοκτησία από τους λίγους – μετατρέπεται σε Κρατικό καπιταλισμό – συλλογική ιδιοκτησία από τους λίγους στη νέα συγκεντρωτική δομή του Κράτους και των θεσμών που κληρονομήθηκαν από το καπιταλισμό.
Δεν υπάρχει τίποτα στο έργο του Lenin που να λέει οτιδήποτε σαν το όραμα του Proudhon για το σοσιαλισμό που θα δημιουργηθεί από τους ίδιους τους εργάτες χρησιμοποιώντας τις δικές τους οργανώσεις:
«υπό καθολικό συνεταιρισμό, η ιδιοκτησία της γης και των οργάνων της εργασίας είναι κοινωνική ιδιοκτησία[...] Δεν θέλουμε απαλλοτρίωση από το Κράτος [...] εξακολουθεί να είναι μοναρχικό, να είναι μισθωτή εργασία. Θέλουμε [...] δημοκρατικά οργανωμένες εργατικές ενώσεις [...] ο πρωτοπόρος πυρήνας μιας τεράστιας ομοσπονδίας εταίρων και λεσχών υφασμένες στο κοινό ένδυμα της δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Δημοκρατίας».
Όμοια, δεν υπάρχει αναφορά πως μια «ισχυρά συγκεντρωτική Κυβέρνηση» θα μπορεί να «διατάξει μια προκαθορισμένη ποσότητα» από ένα αγαθό «να στέλνεται σε ένα μέρος σε μια μέρα» και να «παραλαμβάνεται μια συγκεκριμένη μέρα από ένα ειδικό αξιωματούχο και να αποθηκευτεί σε συγκεκριμένες αποθήκες» δεν ήταν μόνο «ανεπιθύμητο» αλλά επίσης «ιδιαίτερα Ουτοπικό», επειδή ιδιαίτερα δεν μπορούσε να αξιοποιήσει «τη συνεργασία, τον ενθουσιασμό, τη τοπική γνώση» του λαού. Έτσι η αναρχική πρόβλεψη «πως το να παραδώσουν στο Κράτος όλες τις κύριες πηγές της οικονομικής ζωής» και «επίσης τη διαχείριση όλων των βασικών κλάδων της βιομηχανίας» θα «δημιουργούσε ένα νέο όργανο τυραννίας. Ο Κρατικός καπιταλισμός θα μεγέθυνε μόνο τις δυνάμεις της γραφειοκρατίας και του καπιταλισμού». Αυτή «η νέα γραφειοκρατία θα τελειώσει με το να κάνει την απαλλοτρίωση αυτή μισητή στα μάτια όλων».
*Το Β’ Μέρος θα δημοσιευθεί αύριο (13 Μάη 2024).