Το Κόμμα
Η πιο εμφανής διαφορά μεταξύ της θεωρίας του Κράτος και Επανάσταση και τη πρακτική του νέου καθεστώτος είναι πως το βιβλίο έχει ελάχιστες αναφορές στο κόμμα και το ρόλο του κόμματος πρωτοπορίας και του ρόλου του. Η πιο σημαντική αναφορά είναι διφορούμενη:
«Επιμορφώνοντας το εργατικό κόμμα, ο μαρξισμός μορφώνει την πρωτοπορία του προλεταριάτου, ικανή να αναλάβει την εξουσία και να οδηγήσει το σύνολο των ανθρώπων στο σοσιαλισμό, της διαχείρισης και οργάνωσης του νέου συστήματος, να είναι ο δάσκαλος, ο καθοδηγητής, ο ηγέτης όλων των εργαζόμενων και εκμεταλλευόμενων ανθρώπων στο να οργανώσουν τη ζωή τους δίχως και έναντι στην αστική τάξη».
Είναι το προλεταριάτο ή πρωτοπορία του που αναλαμβάνει την εξουσία; Τα άλλα κείμενα που έγραψε ο Lenin στη διάρκεια του 1917 το κάνουν ξεκάθαρο – είναι η πρωτοπορία, το κόμμα, που αναλαμβάνει την εξουσία. Με δεδομένο αυτό, χρειάζεται να κατανοήσουμε τη φύση του κόμματος στο οποίο ο Lenin πέρασε τη ζωή του και του οποίου η ιδεολογία αναγκαστικά θα διαμόρφωνε τις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν και τις δομές που θα δημιουργούνταν.
Το πρώτο πράγμα που προσέχουμε για την πρωτοπορία είναι πόσο σημαντική είναι για το σοσιαλισμό. Δίχως το σωστό τύπο κόμματος, ο σοσιαλισμός θα ήταν αδύνατος. Όπως τόνισε ο Lenin το 1902 «δεν θα μπορούσε να υπάρξει σοσιαλδημοκρατική συνείδηση ανάμεσα στους εργάτες» καθώς πρέπει «να φτάσει σ’ αυτούς από έξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνει πως η εργατική τάξη, αποκλειστικά με τις δυνάμεις της, είναι ικανή να αναπτύξει συνδικαλιστική συνείδηση» ενώ η «θεωρία του σοσιαλισμού, όμως, γεννήθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν από μορφωμένους αντιπροσώπους των τάξεων ιδιοκτητών, των διανοούμενων». Το κόμμα ήταν απαραίτητο για να μορφώσει μια τάξη η οποία δεν μπορούσε ποτέ να αναπτύξει σοσιαλιστικές ιδέες από μόνη της:
«δεν μπορούμε να μιλάμε για μια ανεξάρτητη ιδεολογία που μορφοποιήθηκε από τις ίδιες τις εργαζόμενες μάζες στη διεργασία του κινήματος τους, η μόνη επιλογή είναι – είτε αστική ή σοσιαλιστική ιδεολογία. Δεν υπάρχει μέση οδός [...] Επομένως, το να κακολογείς τη σοσιαλιστική ιδεολογία κατά οποιονδήποτε τρόπο, να αποκλίνεις από αυτή έστω και στο ελάχιστο, σημαίνει να ενισχύεις την αστική ιδεολογία. Λέγονται πολλά για αυθορμητισμό. Η αυθόρμητη εξέλιξη όμως του κινήματος της εργατικής τάξης οδηγεί στην υποταγή του στην αστική ιδεολογία [...]. Επομένως, το έργο μας, το έργο της Σοσιαλδημοκρατίας, είναι να πολεμήσει την αυθορμητότητα, να στρέψει το κίνημα της εργατικής τάξης από αυτή την αυθόρμητη, συνδικαλιστική μάχη να μπει υπό τη προστασία της επαναστατικής Σοσιαλδημοκρατίας».
Αγνοώντας το προφανές σημείο πως η «ιστορία» δεν δείχνει κάτι τέτοιο – ως εμφανές αντιπαράδειγμα, το 1917 «οι μάζες ήταν ασύγκριτα πιο επαναστατικές από το Κόμμα, το οποίο με τη σειρά του ήταν πιο επαναστατικό από τη κεντρική επιτροπή του» – αυτή η οπτική δεν μπορεί να βοηθήσει το κόμμα και πόσο μάλλον η ηγεσία του να αποκτήσει μια πλεονεκτική θέση. Το εμφανές συμπέρασμα είναι πως το να διαφωνείς με το κόμμα και την ηγεσία του ήταν ένδειξη απουσίας της σοσιαλιστικής συνείδησης από μέρους σου. Το κόμμα έτσι υποκαθιστά την εργατική τάξη με τον εαυτό του. Αυτή η οπτική βοηθά να κατανοήσουμε ένα από τα πιο περίεργα σχόλια του Lenin στο Κράτος και Επανάσταση:
«Δεν είμαστε ουτοπιστές, δεν ‘ονειρευόμαστε’ να ξεφορτωθούμε με μιας κάθε διοίκηση, κάθε υποταγή. Αυτά τα αναρχικά όνειρα, βασισμένα στην μη κατανόηση του έργου της προλεταριακής δικτατορίας, είναι εντελώς ξένα προς το μαρξισμό, και είναι γεγονός, χρησιμεύουν μόνο για να αναβάλλουν την σοσιαλιστική επανάσταση μέχρι να αλλάξουν οι άνθρωποι. Όχι, θέλουμε τη σοσιαλιστική επανάσταση με τους ανθρώπους όπως είναι τώρα, με ανθρώπους που δεν μπορούν να αφήσουν την υποταγή, τον έλεγχο και τους ‘επιστάτες και τους λογιστές’».
Αγνοώντας το αμήχανο γεγονός διεύθυνση δεν συνεπάγεται υποταγή περισσότερο από ότι οργάνωση συνεπάγεται αυθεντία και έτσι αυτά τα «αναρχικά όνειρα» υπήρχαν μόνο στο μυαλό του Lenin, η θέση του πηγάζει φυσικά από την άποψη πως οι άνθρωποι της εργατικής τάξης δεν μπορούν να αλλάξουν με τους δικούς τους αγώνες τους εαυτούς τους. στη καλύτερη η πλειοψηφία μπορεί να αναγνωρίσει πως το κόμμα ενσαρκώνει τα συμφέροντά της και να το ψηφίσει (ακόμη και να ενταχθεί σε αυτό, αν το κόμμα τους θεωρεί κατάλληλους).ίσως κάποιος να επισημάνει πως ο Lenin προσθέτει πως αυτή «η υποταγή, όμως, πρέπει να είναι στην ένοπλη πρωτοπορία όλων των εκμεταλλευόμενων και εργαζόμενων ανθρώπων, δηλαδή στο προλεταριάτο», αλλά αυτό γεννά το ερώτημα – γιατί είναι σίγουρα λαός το προλεταριάτο; Πως μπορεί αυτή η τάξη να εγκαταλείψει «με μιας κάθε διοίκηση, κάθε υποταγή»; Αλλά στη συνέχεια μιλά για την «εγκαθίδρυση αυστηρής, σιδερένιας πειθαρχίας υποστηριζόμενη από τη κρατική εξουσία των ένοπλων εργατών».
Αυτό είναι σημαντικό γιατί στη διάρκεια της επανάστασης του 1905 κορόιδευε τους μενσεβίκους επειδή ήθελαν μόνο «πίεση από τα κάτω» που ήταν «πίεση από τους πολίτες προς την επαναστατική κυβέρνηση». Αντίθετα, μιλούσε για πίεση «τόσο από πάνω όσο και από κάτω», όπου «η πίεση από πάνω» ήταν «η πίεση από την επαναστατική κυβέρνηση προς τους πολίτες». Σημειώνει πως ο Engels «εκτιμούσε την σημασία της δράσης από πάνω» και πως είδε την ανάγκη « για την αξιοποίηση της επαναστατικής κυβερνητικής εξουσίας» γιατί «η μίμηση επί της αρχής, της επαναστατικής δράσης από κάτω για πίεση από τα κάτω και απάρνηση της πίεσης και από τα πάνω είναι αναρχισμός.
Η επανάσταση του 1905 είδε την βαθιά ριζωμένη καχυποψία της αυτενέργειας της εργατικής τάξης να βγαίνει στην επιφάνεια στη θέση των μπολσεβίκων της Αγίας Πετρούπολης που ήταν πεπεισμένοι πως «μόνο ένα ισχυρό κόμμα οργανωμένο σε ταξικές γραμμές μπορεί να οδηγήσει το προλεταριακό πολιτικό κίνημα και να διατηρήσει την ακεραιότητα του προγράμματός του, αντί ενός πολιτικού μίγματος αυτού του τύπου, ένα απροσδιόριστο και αμφιταλαντευόμενο πολιτικό οργανισμό όπως είναι τα εργατικά συμβούλια και δεν μπορούν να μην είναι». Έτσι τα σοβιέτ δεν μπορούσαν να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα των εργατών επειδή εκλέγονταν από τους εργάτες. Ο Lenin, προς τιμή του, πολέμησε εναντίον αυτής άποψης όταν επέστρεψε από την εξορία αλλά η στήριξη για τα σοβιέτ αντιμετωπίζονταν απλά, όπως το έθεσε το 1907, «για το σκοπό της ανάπτυξης και της ενδυνάμωσης του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος» και «αν οι σοσιαλδημοκρατικές δραστηριότητες ανάμεσα στις προλεταριακές μάζες είναι σωστά, αποτελεσματικά και ευρέως οργανωμένες, τέτοιοι θεσμοί μπορεί να γίνουν περιττοί». Το χτίσιμο του κόμματος παραμένει ο σκοπός και η αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης απλά το μέσο.
Όπως και η τοποθέτηση του κόμματος πάνω από τη τάξη, μέσα στο κόμμα η ηγεσία υπερτερεί των μελών. Η ηγεσία φυσικά υποκαθιστά η ίδια τα μέλη όπως απαιτείται από «το μετασχηματισμό της δύναμης των ιδεών στη δύναμη της εξουσίας, την υποταγή των κατώτερων κομματικών σωμάτων στα υψηλότερα». Μια συγκεντρωτική, κάθετη από πάνω προς κάτω οπτική γίνεται αναγκαιότητα:
«είναι η οργανωτική αρχή της επαναστατικής Σοσιαλδημοκρατίας αντίθετα με την οργανωτική αρχή της οπορτουνιστικής Σοσιαλδημοκρατίας. Η τελευταία πασχίζει να προχωρήσει από κάτω προς τα πάνω [...]. Η πρώτη πασχίζει από τα πάνω προς τα κάτω».
Η ανάγκη για συγκεντρωτισμό πηγάζει από τις υποθέσεις της πρωτοπορίας γιατί αν η σοσιαλιστική συνείδηση έρχεται από έξω από την εργατική τάξη τότε αυτό ισχύει και εντός του κόμματος. Έτσι γεννιέται η ανάγκη για κεντρικό έλεγχο πέρα από τις προλήψεις πως είναι πιο αποδοτικό και αποτελεσματικό από το φεντεραλισμό. Έτσι το πρωτοποριακό κόμμα είναι συγκεντρωτικό όπως το καπιταλιστικό σύστημα εναντίον του οποίου διατείνεται πως μάχεται. Οι αναρχικοί έχουν πει από παλιά πως ο συγκεντρωτισμός της Κρατικής δομής παράγει γύρω του μια γραφειοκρατία και, δίχως να εκπλήσσει, ομοίως το μπολσεβίκικο κόμμα με τον ίδιο τρόπο παρήγαγε μια κάστα αξιωματούχων. Μιλώντας για τους μπολσεβίκους το 1905 ο Trotsky σημειώνει πως αυτή η τάση υπήρχε εξαρχής:
«Οι ιδιαίτερες ιδιοσυγκρασίες μιας πολιτικής μηχανής είχαν ήδη αρχίσει να μορφοποιούνται υπόγεια. Ο νεαρός επαναστάτης γραφειοκράτης είχε ήδη αρχίσει να αναδύεται ως τύπος. Οι συνθήκες συνωμοσίας, είναι αλήθεια, πρόσφεραν μάλλον περιορισμένο φάσμα τέτοιων δημοκρατικών τύπων όπως εκλογιμότητα, λογοδοσία και έλεγχο. Όμως, αναμφισβήτητα οι επίτροποι περιόριζαν αυτούς τους περιορισμούς πολύ περισσότερο από ότι η ανάγκη απαιτούσε και ήταν πολύ πιο αυστηρές και σοβαρές με τους επαναστάτες εργάτες παρά με τους ίδιους, προτιμώντας να κυριαρχούν ακόμη και όταν οι περιστάσεις απαιτούσαν έναν ευήκοο αυτί στις ανάγκες των μαζών».
Δίχως έκπληξη λοιπόν, ο Lenin επίσης δαπάνησε αρκετή ενέργεια πολεμώντας την γραφειοκρατία του ίδιου του κόμματος το 1917 για να γίνει η επανάσταση. Όπως κατέγραψε ο Trotsky:
«Όπως συμβαίνει συχνά, ένα απότομο χάσμα αναπτύχθηκε μεταξύ των μαζών σε κίνηση και των συμφερόντων των κομματικών μηχανών. Ακόμη και τα επιτελεία του μπολσεβίκικου κόμματος, που απολάμβαναν το προνόμιο της εξαιρετικής επαναστατικής εκπαίδευσης, είχαν ξεκάθαρα τη τάση να αγνοούν τις μάζες και να ταυτίζουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους με τα ενδιαφέροντα του μηχανισμού την ίδια την ημέρα που ανατράπηκε η μοναρχία. Τότε, τι θα μπορούσε να περιμένει κάποιος από αυτά τα επιτελεία όταν έγιναν μια πανίσχυρη κρατική γραφειοκρατία;».
Και τώρα στρεφόμαστε σε αυτό το ερώτημα, τη πραγματικότητα του μπολσεβίκικου καθεστώτος.
Πρακτική
Φυσικά η αναρχική θέση μπορεί να είναι λάθος και του Lenin η σωστή. Το ανακαλύπτουμε αυτό μέσα από τη πράξη έτσι χρειάζεται να κοιτάξουμε τι συνέβη αφότου το μπολσεβίκικο κόμμα κατέλαβε την εξουσία και άρχισε να εφαρμόζει το δικό του όραμα περί σοσιαλισμού.
Αν και συχνά περιγράφεται σαν πραξικόπημα, στη πραγματικότητα οι μπολσεβίκοι είχαν πράγματι αρκετή λαϊκή στήριξη στα βιομηχανικά κέντρα και η Οκτωβριανή Επανάσταση πραγματοποιήθηκε μόνο αφού το κόμμα είχε τη πλειοψηφία των ψήφων στα σοβιέτ της Μόσχας και του Πέτρογκραντ. Στη συνέχεια απέκτησαν πλειοψηφία ψήφων στο Δεύτερο Πανρωσικό Κογκρέσο των Σοβιέτ για την επικύρωση της ανατροπής της προσωρινής κυβέρνησης και την αντικατάσταση της από κάποιο τύπο σοβιετικού συστήματος. Το ερώτημα είναι, τι συνέβη στη συνέχεια;
Επικεντρώνουμε στις σχέσεις των μπολσεβίκων με την εργατική τάξη των πόλεων καθώς αυτή ήταν η αγαπημένη τους τάξη και η τάξη που το νέο Κράτος σκόπευε να εξασφαλίσει ως την κυρίαρχη τάξη. Δεν μπορούμε να καλύψουμε κάθε πτυχή και από ανάγκη θα επικεντρωθούμε σε μερικές καίριες εξελίξεις που ο ιστορικός S.A. Smith συνοψίζει πολύ καλά:
«Οι μπολσεβίκοι καθιέρωσαν την εξουσία τους κατά τόπους μέσω των σοβιέτ, των επιτροπών των στρατιωτών, των επιτροπών των εργοστασίων, και του Κόκκινου Στρατού. Αριθμώντας λιγότερο από 350000 τον Οκτώβριο του 1917, το κόμμα δεν είχε άλλη επιλογή από το να επιτρέψει σε αυτούς τους ανεξάρτητους οργανισμούς εκτεταμένη ελευθερία. τα ίδια προβλήματα όμως, της ανεργίας και έλλειψης φαγητού και καυσίμων που βοήθησαν να στραφούν οι εργάτες εναντίον της Προσωρινής Κυβέρνησης σύντομα άρχισαν να στρέφουν τους εργάτες εναντίον των μπολσεβίκων. Στο πρώτο μισό του 1918, περίπου 100000 με 150000 εργάτες από όλη τη Ρωσία συμμετείχαν σε απεργίες, εξεγέρσεις για φαγητό και άλλες διαμαρτυρίες, σχεδόν στα ίδια επίπεδα με την εργατική αναταραχή τις παραμονές της Επανάστασης του Φεβρουαρίου. Στο πλαίσιο αυτό, οι μπολσεβίκοι πάλευαν να συγκεντρώσουν την εξουσία στα χέρια του κόμματος και των κρατικών οργάνων. [...] Την άνοιξη του 1918, η εργατική δυσαρέσκεια μεταφρασμένη σε ανανεωμένη στήριξη προς τους μενσεβίκους και, σε μικρότερο βαθμό, τους Επαναστάτες Σοσιαλιστές, ανάγκασε τους μπολσεβίκους να ακυρώσουν τις εκλογές στα σοβιέτ και να κλείσουν τα σοβιέτ που αποδεικνύονταν μη συνεργάσιμα, ξεκινώντας έτσι τη διαδικασία όπου τα σοβιέτ και τα συνδικάτα μετατράπηκαν σε εκφύσεις του μονοκομματικού κράτους. Όταν οι Λευκοί, όμως, πήραν την ηγεσία του αντι-μπολσεβίκιου κινήματος τους τελευταίους μήνες του 1918, οι εργάτες μετακινήθηκαν ξανά στηρίζοντας τη κυβέρνηση.
Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, η εργατική αναταραχή συνεχίστηκε [...], οι μπολσεβίκοι γενικά αντέδρασαν με την έκτακτη μεταφορά προμηθειών και με τη σύλληψη των ηγετών των διαμαρτυριών, που ήταν συχνά μενσεβίκοι ή αριστεροί Σοσιαλιστές Επαναστάτες [...], δεν είχαν ενδοιασμούς όταν το θεωρούσαν αναγκαίο να αναπτύξουν ένοπλες δυνάμεις για να καταστείλουν απεργίες, να κατάσχουν δελτία τροφίμων ή ακόμη και να απολύσουν μαζικά απεργούς και να τους επαναπροσλάβουν μετά επιλεκτικά. Οι μπολσεβίκοι ήθελαν η εργατική τάξη να μιλά με μια φωνή – θετικά προς το καθεστώς – και όταν δεν το έκανε, εκείνοι που κάποτε επέκρινα έντονα τους μενσεβίκους για την άρνηση τους να δεχτούν πως ένα πραγματικό προλεταριάτο υπήρχε στη Ρωσία, κατηγορούσαν την εργατική τάξη πως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ξεριζωμένοι χωρικοί με βαθιά μικροαστική ψυχολογία».
Οι εξελίξεις αυτές δεν ήρθαν ξαφνικά. Αντικατοπτρίζουν τη σύγκρουση της μπολσεβίκικης ιδεολογίας και προκαταλήψεων με τη πραγματικότητα, μια σύγκρουση στην οποία τα πρώτα έκαναν τη δεύτερη χειρότερη. Επίσης αντικατόπτριζαν τις αλλαγμένες οπτικές εκείνων που βρίσκονται σε θέσεις ισχύος μέσα σε ένα συγκεντρωτικό, ιεραρχικό, κάθετο από πάνω προς κάτω κοινωνικό οργανισμό – το Κράτος.
Ενώ παράγοντες όπως η οικονομική κρίση, ο εμφύλιος πόλεμος, η ιμπεριαλιστική παρέμβαση, μια «δίχως ταξική συνείδηση» ή «εξαφανισμένη» εργατική τάξη χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τους Λενινιστές (ξεκινώντας με το Trotsky στα 1930) για να αιτιολογούν και να δικαιολογούν τις αντισοσιαλιστικές αποφάσεις των μπολσεβίκων που τόσο εμφανώς άνοιξαν το δρόμο για το Σταλινισμό, όπως θα δείξουμε ήταν κυρίως ο συνδυασμός ιδεολογίας και των πραγματικοτήτων των συγκεντρωτικών πολιτικών και οικονομικών δομών που προτιμούσαν οι μπολσεβίκοι που απέδειξαν την ορθότητα της αναρχικής θέσης και έδειξαν την αφέλεια του Κράτος και Επανάσταση.
Το Κράτος και τα Σοβιέτ
Ο Lenin είχε επισημάνει την ανάγκη για «ενεργά σώματα» και την συγχώνευση των νομοθετικών και εκτελεστικών σωμάτων, ωστόσο το Δεύτερο Πανρωσικό Κογκρέσο των Σοβιέτ εξέλεξε μια νέα Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή (VTsIK, με 101 μέλη) και δημιούργησαν το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού (Sovnarkom, με 16 μέλη). Καθώς το δεύτερο λειτουργεί ως το εκτελεστικό σώμα του εκτελεστικού των σοβιέτ, οι υποσχέσεις του Lenin στο Κράτος και Επανάσταση δε κράτησαν ούτε ένα χρόνο. Χειρότερα, τέσσερις μέρες μόλις αργότερα το Συμβούλιο των Επιτρόπων μονομερώς έδωσε στον εαυτό του νομοθετικές αρμοδιότητες απλά εκδίδοντας το διάταγμα. Αυτό δεν ήταν απλά το αντίθετο από το παράδειγμα που τέθηκε από τη Κομμούνα του Παρισιού αλλά και έκανε ξεκάθαρη την υπεροχή του κόμματος έναντι των σοβιέτ.
Όμως αυτό αποτελεί έκπληξη μόνο για κάποιον που έχει διαβάσει μόνο το Κράτος και Επανάσταση, γιατί στη διάρκεια του 1917 ο Lenin μιλούσε πως «οι μπολσεβίκοι πρέπει να αναλάβουν την εξουσία» και « μπορούν και πρέπει να πάρουν την κρατική εξουσία στα χέρια τους». Το έκαναν όπως παραδέχτηκε η Μπολσεβίκικη Κεντρική Επιτροπή αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση: «είναι αδύνατο να αρνηθούμε μια αμιγώς μπολσεβίκικη κυβέρνηση δίχως να προδώσουμε το σύνθημα της εξουσίας στα Σοβιέτ, από τη στιγμή που η πλειοψηφία του Δεύτερου Πανρωσικού Κογκρέσου των Σοβιέτ [...] παρέδωσε την εξουσία σε αυτή την κυβέρνηση». Έτσι στο «νέο» Κράτος, δεν ήταν ο λαός ούτε τα σοβιέτ που κυβερνούσαν αλλά αντίθετα οι μπολσεβίκοι.
Έτσι η VTsIK, θεωρητικά το υψηλότερο όργανο στη σοβιετική εξουσία, είχε μετατραπεί κάτι ελάχιστα περισσότερο από σφραγίδα για το μπολσεβίκικο εκτελεστικό. Αυτό υποβοηθήθηκε από τις δραστηριότητες του κυριαρχούμενου από μπολσεβίκους προεδρείου που παρέκαμπτε τις γενικές συνελεύσεις, ανέβαλε τακτικές συνεδρίες και παρουσίαζε πολιτικές που ήδη είχαν εφαρμοστεί από το Συμβούλιο των Επιτρόπων. Επιπλέον, «η πραγματική εξουσία των τοπικών σοβιέτ ασταμάτητα σπρώχνονταν προς τις εκτελεστικές επιτροπές, και ιδιαίτερα στα προεδρία τους. οι συνεδριάσεις της ολομέλειας γίνονταν όλο και πιο συμβολικές και αναποτελεσματικές».
Σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, το «νέο» Κράτος επίσης βίωσε μια μεγέθυνση της γραφειοκρατίας που άρχισε αμέσως με την κατάκτηση της εξουσίας από τους μπολσεβίκους:
«Ο παλιός κρατικός πολιτικός μηχανισμός «συντρίφτηκε», αλλά στη θέση του ένα νέο γραφειοκρατικό και συγκεντρωτικό σύστημα αναδύθηκε με εξαιρετική ταχύτητα. Μετά τη μετακίνηση της κυβέρνησης στη Μόσχα το Μάρτιο του 1918 συνέχισε να επεκτείνεται [...]. Καθώς αυξάνονταν οι λειτουργίες της κυβέρνησης το ίδιο και η γραφειοκρατία, και ως τον Αύγουστο του 1918 σχεδόν το ένα τρίτο του εργαζόμενου πληθυσμού της Μόσχας απασχολούνταν σε γραφεία. Η μεγάλη αύξηση στον αριθμό των υπαλλήλων [...] πραγματοποιήθηκε στην αρχή και το μέσο του 1918 και, έπειτα, παρά τις πολλές εκστρατείες για τη μείωση του αριθμού τους, παρέμειναν σταθερό ποσοστό του μειούμενου πληθυσμού».
Η γραφειοκρατία «αναπτύχθηκε με άλματα. Ο έλεγχος πάνω στη νέα γραφειοκρατίας συνεχώς ελαττώνονταν» ενώ «η απόσταση μεταξύ ‘λαού’ και ‘επισήμων’, την οποία το σοβιετικό σύστημα υποτίθεται πως θα εξαφάνιζε, είχε επανέρθει. Ξεκινώντας το 1918, παράπονα για ‘γραφειοκρατικές υπερβολές’, έλλειψη επαφής με τους εκλογείς, και νέοι προλετάριοι γραφειοκράτες γίνονταν όλο και πιο θορυβώδεις». Σε απόλυτη αντίθεση με την υπόσχεση για «λήψη μέτρων για την εκρίζωση της γραφειοκρατίας» αυξήθηκε γρήγορα και δραματικά. Ίσως ο Lenin είχε δίκιο να διαβεβαιώνει πως η ιδέα της «εξάλειψης της γραφειοκρατίας μονομιάς, παντού και εντελώς, είναι εκτός συζητήσεως» και «ουτοπία» αλλά να αυξήσει μαζικά την γραφειοκρατία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό – ιδιαίτερα όταν το αντίθετο είχε διακηρυχθεί με τόση βεβαιότητα.
Μαζί με μια συνεχώς αυξανόμενη γραφειοκρατία, το νέο «ήμι-Κράτος» επίσης απέκτησε «ειδικά σώματα» ένοπλων δυνάμεων. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1917 το Συμβούλιο των Επιτρόπων ενέκρινε τη δημιουργία μια μυστικής αστυνομικής δύναμης, της Τσέκα (Cheka). Με όλη τη κουβέντα για «συντριβή» του παλιού Κρατικού μηχανισμού, το πρώτο αρχηγείο της Τσεκά ήταν στην διεύθυνση Γκοροκάιεβα 2 που στέγαζε τη διαβόητη υπηρεσία ασφαλείας, την Οχράνα (Okhrana). Το Μάρτιο του 1918, ο Trotsky αντικατέστησε τη πολιτοφυλακή με τακτικό στρατό, καταργώντας τις επιτροπές των στρατιωτών και τους εκλεγμένους αξιωματικούς: «η αρχή της εκλογής είναι πολιτικά άσκοπη και τεχνικά άστοχη, και πρακτικά καταργήθηκε με διάταγμα».
Η μετατόπιση αυτή της εξουσίας προς το κέντρο και της λειτουργίας στα εκτελεστικά, η άνοδος μιας «νέας» γραφειοκρατίας και εξειδικευμένες ένοπλες δυνάμεις – ενώ οι αναρχικοί τα περίμεναν – δεν σήμαινε αυτόματα δικτατορία καθώς άλλα κόμματα μπορούσαν, στη θεωρία, να κερδίσουν τις εκλογές στα σοβιέτ, να γίνουν πλειοψηφία και να αντικαταστήσουν τα εκτελεστικά. Ακριβώς αυτό αποφάσισαν να κάνουν οι μενσεβίκοι και σημείωσαν σημαντική επιτυχία ως την άνοιξη του 1918 καθώς η εργατική τάξη «ένοιωθε όλο και μεγαλύτερη απογοήτευση με το μπολσεβίκικο καθεστώς, τόσο πολύ που σε πολλά μέρη οι μπολσεβίκοι ένιωθαν αναγκασμένοι να διαλύσουν τα σοβιέτ ή να εμποδίσουν τις νέες εκλογές όπου οι μενσεβίκοι κι οι Επαναστάτες Σοσιαλιστές είχαν κερδίσει πλειοψηφίες».
Οι μπολσεβίκοι, μαζί με την καθυστέρηση των εκλογών και τη διάλυση με τη βία σοβιέτ που είχαν εκλεγεί με μη μπολσεβίκικες πλειοψηφίες, επίσης γέμισαν τα σοβιέτ με ανθρώπους από οργανώσεις που έλεγχαν. Έτσι, για παράδειγμα, στο Πέτρογκραντ το μπολσεβίκικο σοβιέτ επικύρωσε νέους κανονισμούς «για να βοηθήσει να αποτρέψει αδυναμίες» στην «εκλογική τους δύναμη στα εργοστάσια». Η «πιο σημαντική αλλαγή» ήταν η «αριθμητικά αποφασιστική αντιπροσώπευση» να δοθεί «σε οργανώσεις που οι μπολσεβίκοι είχαν συντριπτική ισχύ, ανάμεσά τους το Συμβούλιο του Εμπορικού Συνδικάτου του Πέτρογκραντ, μεμονωμένα συνδικάτα, εργοστασιακές επιτροπές σε κλεισμένες επιχειρήσεις, περιφερειακά σοβιέτ, και περιφερειακά μη κομματικά συνέδρια». Αυτό εξασφάλισε πως «μόνο 260 από τους περίπου 700 εκπροσώπους στο νέο σοβιέτ θα εκλέγονταν από τα εργοστάσια, που εγγυόντουσαν εκ των προτέρων μια μεγάλη μπολσεβίκικη πλειοψηφία» και έτσι οι μπολσεβίκοι «σκηνοθέτησαν μια πλειοψηφία» στο νέο Σοβιέτ πολύ πριν κερδίσουν 127 από τους 260 εκπροσώπους των εργοστασίων. Αυτό, επιπλέον, δεν λαμβάνει υπόψιν την καταστολή των αντιπολιτευόμενων κομμάτων και τύπου στα αποτελέσματα. Επιπλέον, η μπολσεβίκικη εκλογική νίκη «ήταν ιδιαίτερα ύποπτη, ακόμη και μεταξύ των απλών εργατών».
Τόση ήταν ή υπόσχεση του Lenin για «κυρίαρχο, παντοδύναμο Σοβιέτ των Εκπροσώπων των Εργατών και των Στρατιωτών».
Τέτοιες δραστηριότητες θα ήταν δύσκολες με ένα Κράτος εξαρτημένο στον ένοπλο λαό – αλλά ως τότε οι Μπολσεβίκοι είχαν τακτικό στρατό και πολιτική αστυνομία για να επιβάλουν τη θέληση τους. Το μπολσεβίκικο καθεστώς επιβεβαίωσε την περιγραφή του Κράτους που έκανε ο Engels και παρέθεσε ο Lenin: «η εγκαθίδρυση μιας πολιτικής εξουσίας που δεν συμπίπτει πλέον με την οργάνωση του πληθυσμού σε ένοπλη δύναμη. Αυτή η ειδική, ένοπλη εξουσία είναι απαραίτητη επειδή μια αυτόνομη ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού έχει γίνει αδύνατη από την διαίρεση του σε τάξεις.... Η δημόσια αυτή εξουσία υπάρχει σε κάθε κράτος, δεν αποτελείται απλά από ένοπλους άνδρες αλλά και από υλικά παραρτήματα, φυλακές, και θεσμούς εξαναγκασμού κάθε τύπου».
Η ειρωνεία είναι πως ήταν η ιδεολογία του ίδιου του Engels που το παρήγαγε αυτό καθώς οι τάξεις στις οποίες είχε χωριστεί η κοινωνία, ήταν η εργατική τάξη κι η νέα κομματική γραφειοκρατική κυβερνώσα τάξη. Όπως προέβλεψαν οι αναρχικοί, η λειτουργία και το όργανο είναι αδιαχώριστα και το συγκεντρωτικό Κράτος παρήγαγε γύρω από αυτό μια νέα μειοψηφική τάξη. Το Κράτος δεν άρχισε «να εξαφανίζεται» αλλά αντίθετα το μεγάλωσε και το ενίσχυσε. Αν, «σύμφωνα με τον Marx, το προλεταριάτο χρειάζεται μόνο ένα κράτος το οποίο να εξαφανίζεται, για παράδειγμα, ένα κράτος θεσμοθετημένο έτσι που αρχίζει να εξαφανίζεται αμέσως, και δεν μπορεί παρά να εξαφανιστεί», τότε το καθεστώς του Lenin απέτυχε να το προσφέρει.
Κράτος και Σοσιαλισμός
Σε όλη τη διάρκεια του 1917 οι μπολσεβίκοι έλεγαν πως α οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ρωσία ήταν ευθύνη της Προσωρινής Κυβέρνησης καθώς ήταν αστικής καταγωγής και έτσι απρόθυμη να πάρει τα απαραίτητα μέτρα εναντίον των (αστικών) κερδοσκόπων και συμφερόντων. Η δημιουργία μιας νέας «σοβιετικής» εξουσίας θα τερμάτιζε τα προβλήματα γρήγορα. Αυτό αποδείχτηκε πως ήταν υπερβολικά αισιόδοξο. Η οικονομική κρίση συνεχίστηκε και αφού οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία και έγινε χειρότερη καθώς η μπολσεβίκικη ιδεολογία άρχισε να παίζει και αυτή το ρόλο της.
Οι μπολσεβίκοι έκαναν αυτό που υποδείκνυε ο Lenin στο Κράτος και Επανάσταση – έχτισαν «σοσιαλισμό» στις βάσεις που είχαν δημιουργηθεί από το καπιταλισμό. Το Δεκέμβριο του 1917, η VTsIK προκήρυξε τη δημιουργία του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Οικονομίας (Vesenka). Ήταν «μια εκδήλωση της αρχής του συγκεντρωτισμού και ελέγχου από τα πάνω που ήταν χαρακτηριστική του μαρξισμού». Το σώμα αυτό χρησιμοποίησε τις «κύριες επιτροπές» (glavki) δημιουργημένες κατά τη διάρκεια του πολέμου από το τσαρικό καθεστώς και αντιμετωπίζονταν από τους μπολσεβίκους «πως πρόσφεραν καλό υπόβαθρο και προϋποθέσεις για την εθνικοποίηση και έλεγχο των τιμών» και έτσι «διατηρήθηκαν και τους δόθηκαν αυξημένες αρμοδιότητες». Πολλές δημιουργήθηκαν και αυτές «έγιναν το θεμέλιο της οργάνωσης της παραγωγής» βασισμένη «σε ένα ήδη έτοιμο θεσμικό πλαίσιο για επιπλέον πολιτικές συντονισμού και ελέγχου». Εναλλακτικές βασισμένες στις οργανώσεις των ίδιων των οργανώσεων απορρίφθηκαν:
«Σε τρεις περιπτώσεις κατά τους πρώτους μήνες της Σοβιετικής εξουσίας, η ηγέτες (της εργοστασιακής) επιτροπής προσπάθησαν να φέρουν το μοντέλο τους στη ζωή. Σε κάθε σημείο η ηγεσία του κόμματος τους απέρριπτε. Το αποτέλεσμα ήταν να ανατεθούν τόσο οι διευθυντικές όσο και οι ελεγκτικές εξουσίες σε όργανα του κράτους που ήταν υποταγμένες στη κεντρική διοίκηση, και είχαν διαμορφωθεί από αυτούς».
Πράγματι, είναι «πιθανό πως τα επιχειρήματα για συγκεντρωτισμό στην οικονομική πολιτική, τα οποία ήταν συχνά μεταξύ των μαρξιστών, καθόρισαν τη βραχυβιότητα του Πανρωσικού Συμβουλίου Εργατικού Ελέγχου». Επιπλέον, προσπάθειες από τις επιτροπές των εργοστασίων να οργανωθούν από μόνες τους υποσκάπτονταν συστηματικά από τους μπολσεβίκους χρησιμοποιώντας τα ελεγχόμενα συνδικάτα τους για ανά αποτρέψουν, μεταξύ άλλων, ένα ήδη σχεδιασμένο Πανρωσικό Κογκρέσο.
Ο Lenin αρχικά απέρριψε τις εκκλήσεις για εθνικοποίηση και άφησε τους καπιταλιστές στη θέση τους, υποκείμενους σε «εργατικό έλεγχο» (ή καλύτερα επιτήρηση) από το εργατικό Κράτος. ο άμεσος εργατικός έλεγχος της παραγωγής δεν φαίνονταν ως ουσιαστικός και, πράγματι, απορρίφθηκε. Μέχρι τον Απρίλιο του 1918, αντιμέτωποι με την αυξανόμενη οικονομική κρίση που η μπολσεβίκικη εξουσία δεν είχε βελτιώσει, ο Lenin στράφηκε στις επιτροπές των εργοστασίων, μεταφέροντας το άρθρο Περί Εξουσίας του Engels – με την σύγχυση του συμφωνίας και αυταρχισμού, συνεργασίας και εξαναγκασμού – και απαίτησε «υπακοή, και μάλιστα τυφλή υπακοή, κατά την εργασία στις αποφάσεις του ενός που έρχονταν από τους Σοβιετικούς διευθυντές, των δικτατόρων που εκλέχθηκαν ή διορίστηκαν από τους Σοβιετικούς θεσμούς, εξοπλισμένους με δικτατορικές εξουσίες». Εν συντομία, καπιταλιστικές σχέσεις στη παραγωγή στις οποίες οι εργάτες ήταν για ακόμη μια φορά απλά εκτελεστές διαταγών:
«Πρώτα, το ερώτημα αρχής, δηλαδή, είναι ο ορισμός ατόμων, δικτατόρων με απεριόριστες εξουσίες, γενικά συμβατή με τις θεμελιώδεις αρχές της Σοβιετικής κυβέρνησης; [...] όσον αφορά τη σημασία των ατομικών δικτατορικών εξουσιών από την οπτική των συγκεκριμένων καθηκόντων της παρούσας στιγμής, πρέπει να ειπωθεί πως μεγάλης κλίμακας βιομηχανία – που είναι ακριβώς η πηγή υλικού, η πηγή της παραγωγής, η βάση του σοσιαλισμού – απαιτεί για απόλυτη και αυστηρή ενότητα θέλησης, που κατευθύνει τις ενωμένες προσπάθειες εκατοντάδων, χιλιάδων και δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων [...] Αλλά τώρα πως μπορεί να εξασφαλιστεί αυστηρή ενότητα της θέλησης; Με την υποταγή της θέλησης χιλιάδων στη θέληση του ενός [...] τυφλής υποταγή σε μια μοναδική θέληση είναι απόλυτα απαραίτητη για την επιτυχία των διαδικασιών που οργανώνονται με το μοτίβο της βιομηχανίας μεγάλης κλίμακας. [...] η επανάσταση απαιτεί – ακριβώς για τα οφέλη της ανάπτυξης και της εδραίωσης της, ακριβώς για το συμφέρον του σοσιαλισμού – που οι άνθρωποι αναντίρρητα υπακούν στη μοναδική θέληση των ηγετών της εργασίας».
Αυτό ήταν κομμάτι του «καθήκοντος μας» που «ήταν να μελετήσουμε τον κρατικό καπιταλισμό των Γερμανών, να κάνουμε ότι μπορούμε στην αντιγραφή του και να μην φοβηθούμε να την υιοθέτηση δικτατορικών μεθόδων για να επισπεύσουμε την αντιγραφή του» και το προεικόνισε στο Κράτος και Επανάσταση (όπως αργότερα τόνισε ο ίδιος ο Lenin εναντίον των αντιπάλων μέσα στο Κόμμα).
Το Κράτος και Εμφύλιος Πόλεμος
Η τυπική απάντηση στην αναρχική κριτική του μπολσεβίκικου καθεστώτος από τους σημερινούς λενινιστές είναι πως δεν αναφέρει τον τρομερό Εμφύλιο Πόλεμο και την ιμπεριαλιστική εισβολή. Αυτός, θα ισχυριστούν, προκάλεσε τον εκφυλισμό του καθεστώτος από τα ιδεώδη του Κράτος και Επανάσταση.
Όμως υπάρχει ένας καλός λόγος για αυτό: ο σφετερισμός της σοβιετικής εξουσίας από διευθυντές, η κατάργηση της δημοκρατίας στις ένοπλες δυνάμεις, «δικτατορική» μονοπρόσωπη διοίκηση, δημιουργία μιας ιδιαίτερα συγκεντρωτικής δομής βασισμένη στους θεσμούς που κληρονομήθηκαν από το τσαρισμό, διάλυσης των σοβιέτ, επέκτασης της γραφειοκρατίας, και ούτω καθ’ εξής – όλα αυτά συνέβησαν πριν να ξεσπάσει ο Εμφύλιος Πόλεμος στα τέλη του Μάη του 1918.
Το Κράτος και Επανάσταση έδειξε πως ο Lenin – αντίθετα από τους αναρχικούς – περίμενε η Επανάσταση να είναι μια εύκολη υπόθεση, με ελάχιστη αντίσταση. Οι ελπίδες του έμοιαζαν δικαιολογημένες αρχικά. Όπως σημείωνε το Μάρτιο του 1918, «η νίκη είχε επιτευχθεί» με «εκπληκτική ευκολία» και η «επανάσταση ήταν μια συνεχής θριαμβευτική προέλαση τους πρώτους μήνες». Όμως σημάδια αυταρχισμού – κάποια σύμφωνα με το Κράτος και Επανάσταση, κάποια όχι – ήταν παρόντα από τη πρώτη μέρα και αυξάνονταν στη διάρκεια των επόμενων μηνών. Το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στα τέλη του Μάη του 1918 απλά τα επιτάχυνε.
Οι μπολσεβίκοι ήδη είχαν διαλύσει τα σοβιέτ σε τοπικό επίπεδο μερικούς μήνες πριν δράσουν στο Πέμπτο Πανρωσικό Κογκρέσο των Σοβιέτ τον Ιούλιο του 1918. Με τους μενσεβίκους και τους δεξιούς Σοσιαλιστές Επαναστάτες απαγορευμένους από τα σοβιέτ, η λαϊκή δυσαρέσκεια για τη διακυβέρνηση των μπολσεβίκων εκφράστηκε με την ψήφο προς τους αριστερούς Σοσιαλιστές Επαναστάτες. Οι μπολσεβίκοι εξασφάλισαν τη πλειοψηφία τους στο κογκρέσο και έτσι μια μπολσεβίκικη κυβέρνηση με «εκλογική απάτη [η οποία] έδωσε στους μπολσεβίκους μια τεράστια πλειοψηφία εκπροσώπων στο κογκρέσο» με «περίπου 399 εκπροσώπους των οποίων το δικαίωμα να συμμετέχουν αμφισβητήθηκε από τη μειοψηφία των αριστερών Σοσιαλιστών Επαναστατών στην επιτροπή διαπιστευτηρίων του κογκρέσου». Δίχως τους αμφισβητούμενους αυτούς εκπροσώπους, οι αριστεροί και οι μαξιμαλιστές Σοσιαλιστές Επαναστάτες θα ήταν περισσότεροι από τους μπολσεβίκους κατά περίπου 30 εκπροσώπους, και έτσι εξασφάλισαν «την επιτυχημένη δημιουργία της ευρείας πλειοψηφίας των μπολσεβίκων». Αποκλεισμένη από τη δημοκρατική τους πλειοψηφία οι αριστεροί Επαναστάτες Σοσιαλιστές δολοφόνησαν τον Γερμανό πρέσβη για να προκαλέσουν επαναστατικό πόλεμο με τη Γερμανία. Οι μπολσεβίκοι το χαρακτήρισαν εξέγερση εναντίον των σοβιέτ και οι αριστεροί Σοσιαλιστές Επαναστάτες ακολούθησαν τους δεξιούς ΣΕ και τους μενσεβίκους στην απαγόρευση.
Έτσι ως τον Ιούλιο του 1918, το καθεστώς ήταν μια de facto μπολσεβίκικη δικτατορία. Χρειάστηκαν κάποιοι μήνες για αυτή τη πραγματικότητα να αποτυπωθεί και στη ρητορική. Ο πρώην αναρχικός Victor Serge ανέφερε στα 1930 πως «η αποσύνθεση του μπολσεβικισμού» ήταν εμφανής |στην αρχή του 1919» και είχε «τρομοκρατηθεί διαβάζοντας ένα άρθρο» του Zinoviev «πάνω στο μονοπώλιο του κόμματος στην εξουσία». Ως το 1920 ο Zinoviev διακήρυσσε αυτό το συμπέρασμα στους συγκεντρωμένους επαναστάτες του κόσμου στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς:
«Σήμερα, άνθρωποι σαν τον Kautsky έρχονται και λένε πως στη Ρωσία δεν έχεις τη δικτατορία της εργατικής τάξης αλλά τη δικτατορία του κόμματος. Νομίζουν πως αυτό είναι μια κατηγορία εναντίον μας. Ούτε στο ελάχιστο! Έχουμε δικτατορία της εργατικής τάξης και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο έχουμε δικτατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η δικτατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι απλά μια λειτουργία, ένα γνώρισμα, μια έκφραση της δικτατορίας της εργατικής τάξης [...] η δικτατορία του προλεταριάτου είναι την ίδια στιγμή και δικτατορία του κομμουνιστικού Κόμματος».
Είναι μέσα από αυτό το πλαίσιο της ασφαλούς κυβέρνησης του ενός κόμματος που πρέπει να δούμε τη μοίρα των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Οι μπολσεβίκοι απαγόρευσαν τους μενσεβίκους από τα σοβιέτ τον Ιούνιο του 1918 και το αναίρεσαν τον Νοέμβριο του 1918 και, όπως όλα τα αριστερά κόμματα, βίωσαν περιόδους ανοχής και καταστολής. Αυτό έδειχνε ένα γενικότερο μοτίβο – όταν ο εμφύλιος πόλεμος ήταν στο αποκορύφωμα του, οι μπολσεβίκοι νομιμοποίησαν αντιπολιτευόμενα κόμματα επειδή γνώριζαν πως μπορούσαν να τα υπολογίζουν στο να συνεργαστούν με το καθεστώς εναντίον της Λευκής απειλής. Όταν ο κίνδυνο είχε υποχωρήσει, απαγορεύονταν ξανά – έτσι δεν μπορούσαν να επηρεάσουν ή να επωφεληθούν από την αναπόφευκτη επιστροφή της λαϊκής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας η οποία συνόδευε αυτές τις νίκες εναντίον των Λευκών. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη πως αντιπολιτευόμενα κόμματα – όπως και φράξιες εντός του κόμματος – τελικά απαγορεύτηκαν μετά το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου.
Οικονομικά, η ίδια πορεία πάνω στις αυταρχικές τάσεις που ήδη εμφανίζονταν πριν τον εμφύλιο πόλεμο συνεχίστηκε. Αντιμέτωπη με την προβλέψιμη αντίσταση από τους καπιταλιστές, στο τέλος του Ιουνίου του 1918 εθνικοποιήσεις ευρείς κλίμακας διακηρύχθηκαν – αν και πολλά τοπικά σοβιέτ είχαν ήδη αποφασίσει να το κάνουν αυτό υπό τη πίεση των εργατών. Αυτό απλά παρέδωσε την οικονομία στη όλο και μεγαλύτερη γραφειοκρατία – ο μηχανισμός της Vasenka αυξήθηκε από 6000 το Σεπτέμβριο του 1918 σε 24000 στο τέλος του 1920, με περισσότερο από το μισό της προϋπολογισμό καταναλώνονταν από το κόστος της μισθοδοσίας ως το τέλος του 1919.
Τον Απρίλιο του 1920 εμφανίστηκε αυτό που έμοιαζε με νίκη εναντίον των Λευκών και με την ειρήνη οι μπολσεβίκοι επικεντρώθηκαν άρχισαν να επικεντρώνονται στο χτίσιμο του σοσιαλισμού. Οποιαδήποτε περιορισμένη μορφή εργατικού ελέγχου ή διαχείρισης υπήρχε αντικαταστάθηκε από την αρχή του ενός και έτσι η οπτική του 1918 συνεχίστηκε με τον Lenin το 1920 να τονίζει πως η «κυριαρχία του προλεταριάτου συνίσταται από το γεγονός πως οι γαιοκτήμονες και οι καπιταλιστές έχουν αποστερηθεί την ιδιοκτησία τους».
το «νικηφόρο προλεταριάτο είχε καταργήσει την ιδιοκτησία» και «εκεί εντοπίζεται η κυριαρχία του ως τάξη. Το κύριο πράγμα είναι το ζήτημα της ιδιοκτησίας». Η αυτοδιαχείριση της παραγωγής από τους εργάτες – με άλλα λόγια, βασική οικονομική δύναμη – θεωρούνταν ασήμαντη.
Κοιτώντας πίσω στον Απρίλιο του 1918, ο Lenin επανέλαβε τη θέση του («Δικτατορικές εξουσίες και μονοπρόσωπη διεύθυνση δεν είναι αντίθετο με τη σοσιαλιστική δημοκρατία.») ενώ τόνιζε ταυτόχρονα πως αυτό δεν επιβάλλονταν πάνω στους μπολσεβίκους από τον εμφύλιο πόλεμο. Συζητώντας πως, ξανά, ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει και ήταν η ώρα να στηθεί ο σοσιαλισμός έλεγε πως «όλη η προσοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Σοβιετικής κυβέρνησης είναι επικεντρωμένο στην ειρηνική οικονομική ανάπτυξη, στα προβλήματα της δικτατορίας και της μονοπρόσωπης διαχείρισης [...] Όταν τα αντιμετωπίσαμε για πρώτη φορά το 1918 δεν υπήρχε εμφύλιος πόλεμος και ούτε καμιά εμπειρία». Έτσι ήταν «όχι μόνο εμπειρία» εμφυλίου πολέμου, έλεγε ο Lenin «αλλά κάτι βαθύτερο» που «μας έχει προκαλέσει τώρα, όπως έκανε δυο χρόνια πριν, να συγκεντρώσουμε όλη μας τη προσοχή στην εργατική πειθαρχία». Οι μπολσεβίκοι «πήραν τη νίκη ως ένδειξη της ορθότητας της ιδεολογικής τους προσέγγισης και άρχισαν το έργο της οικονομικής δημιουργίας πάνω στη βάση της εντατικοποίησης των πολιτικών του Πολεμικού Κομμουνισμού».
Ακόμη και τέτοια εκτρώματα όπως «η στρατιωτικοποίηση της εργασίας» ήταν αντικείμενο υπεράσπισης όχι ως απελπισμένα μέτρα που απαιτούνταν από την ανάγκη – πράγμα το οποίο, αν και λάθος, τουλάχιστον θα έδειχνε κάποια επίγνωση του τι σήμαινε σοσιαλισμός – αλλά ιδεολογικά με όρους κατάλληλων εργαλείων για το χτίσιμο του σοσιαλισμού. Έτσι ο Trotsky όπως υπερασπίζονταν την «αντικατάσταση» της «δικτατορίας των Σοβιέτ» με «τη δικτατορία του κόμματος» επίσης υπερασπίστηκε την μονοπρόσωπη διεύθυνση («Θεωρώ πως αν ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε λεηλατήσει τα οικονομικά μας όργανα από όλους ήταν οι δυνατότεροι, οι πιο ανεξάρτητοι, οι πιο προικισμένοι με πρωτοβουλία, θα έπρεπε αναμφισβήτητα να μπούμε στο μονοπάτι της μονοπρόσωπης διαχείρισης στη σφαίρα της οικονομικής διοίκησης πολύ νωρίτερα και πολύ πιο ανώδυνα») και την στρατιωτικοποίηση της εργασίας («η μόνη λύση στις οικονομικές δυσκολίες από την οπτική τόσο της αρχής όσο και της πρακτικής είναι να αντιμετωπίζουμε το πληθυσμό ολόκληρης της χώρας ως τη δεξαμενή του αναγκαίου εργατικού δυναμικού [...] και να εισαγάγουμε αυστηρή τάξη στο έργο της καταγραφής, της κινητοποίησης και της αξιοποίησης του.»). Τέτοιες οπτικές υποβοηθούνταν από το Περί Εξουσίας του Engels και στις αναφορές περί «βιομηχανικών στρατών» στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Απέτυχαν.
Έτσι αντί να αντί να ωθούνται από τον εμφύλιο πόλεμο, «για την ηγεσία, η αρχή του μέγιστου συγκεντρωτισμού της εξουσίας εξυπηρετούσε περισσότερα από την ανάγκη. Επανέρχονταν σταθερά ως εικόνα, επίσης, πολιτικής της περιόδου ειρήνης». Αυτό ήταν αναμενόμενο γιατί ο Lenin από καιρό έλεγε πως η συγκεντρωτική, από πάνω προς τα κάτω οργάνωση ήταν το μοντέλο για το επαναστατικό Κράτος και, μόλις βρέθηκε στην εξουσία, δεν «απογοήτευσε».
Όμως, από την ίδια τη φύση του συγκεντρωτισμού, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς παρά να παράξει γραφειοκρατία – πως αλλιώς τα κεντρικά σώματα θα συγκεντρώσουν και θα επεξεργαστούν την απαραίτητη πληροφορία και θα εφαρμόσουν τις αποφάσεις τους; Έτσι η «γραφειοκρατία και τα απέραντα διοικητικά γραφεία τυποποίησαν την σοβιετική πραγματικότητα» γιατί καθώς «οι λειτουργίες του κράτους επεκτάθηκαν, το ίδιο έγινε και με την γραφειοκρατία» και έτσι «ακολουθώντας την επανάσταση, η διαδικασία της θεσμικής διείσδυσης άγγιξε επίπεδα δίχως προηγούμενο».
Αν η Παρισινή Κομμούνα είχε «πνιγεί» από τα αιτήματα προς αυτή, οι νέοι θεσμοί καλύπτοντας πολύ μεγαλύτερες εδαφικές και λειτουργικές περιοχές βίωσαν χειρότερα. Έτσι το Κομισαριάτο Οικονομικών ήταν «όχι μόνο γραφειοκρατικά δυσκίνητο, αλλά περιλάμβανε τεράστια λογιστικά προβλήματα» και «τα διάφορα γραφεία του Sovnarkhoz και της δομής του κομισαριάτου [ήταν] κυριολεκτικά κατακλυσμένο με ‘επείγουσες’ αντιπροσωπίες και ήταν βυθισμένο στα χαρτιά». Η Vesenka «ήταν κατακλυσμένη με έργο ad hoc χαρακτήρα», αιτήματα «για καύσιμα και προμήθειες συσσωρεύονταν» και εργοστάσια «απαιτούσαν οδηγίες». Το προεδρείο του «μετά βίας γνώριζε ποια ήταν τα καθήκοντα του».
Εν συντομία:
«Το πιο εμφανές του μειονέκτημα [...] ήταν πως δεν εξασφάλιζε την κεντρική κατανομή των προμηθειών και τη κεντρική διανομή της παραγωγής, σύμφωνα με κάποια βαθμίδα προτεραιοτήτων [...] υλικά δίνονταν σε εργοστάσια σε αυθαίρετες ποσότητες: σε κάποια σημεία συσσωρεύονταν, ενώ αλλού ήταν σε έλλειψη. Επιπλέον, ο χρόνος της διαδικασίας που χρειάζονταν να απελευθερωθούν τα προϊόντα αυξάνονταν την έλλειψη σε συγκεκριμένες στιγμές, μιας και τα προϊόντα παρέμεναν αποθηκευμένα μέχρι το κέντρο να εκδώσει εντολή αγοράς εκ μέρους ενός κεντρικά ορισμένου πελάτη. Αχρησιμοποίητα αποθέματα συνυπήρχαν με οξεία έλλειψη. Το κέντρο ήταν ανίκανο να καθορίσει τις σωστές αναλογίες ανάμεσα στα αναγκαία υλικά και τελικά να επιβάλει την εκτέλεση των παραγγελιών για το σύνολο των ποσοτήτων τους. το κενό μεταξύ θεωρίας και πράξης ήταν σημαντικό».
Για να εξασφαλιστεί ο συγκεντρωτισμός, οι πελάτες έπρεπε να πάνε μέσω την επιτροπή κεντρικών παραγγελιών, που θα περνούσε στη συνέχεια τις λεπτομέρειες στην κατάλληλη glavki και, δίχως έκπληξη, «δεν ήταν σε θέση να αντεπεξέλθει με αυτά τα τεράστια καθήκοντα» και τα «μειονεκτήματα της κεντρικής διοίκησης και η glavki αυξάνονταν μαζί με τον αριθμό των επιχειρήσεων υπό τον έλεγχο τους». το «κέντρο στερούνταν βασικών πληροφοριών για τις επιδόσεις της οικονομίας» και «στερούνταν τη γνώση με τις οποίες θα κρίνει τα κόστη και τις συνέπειες για τις πολιτικές που πρότεινε». Στοιχειώδης πληροφορίες για τη κατάσταση της παραγωγής «δεν ήταν δυνατό να συγκεντρωθούν» και «στερούμενη πληροφοριών για τη διαθεσιμότητα καυσίμων, πρώτων υλών, και εργασίας και για τη κατάσταση συντήρησης του εξοπλισμού, η glavki εξέδιδε τυφλές παραγγελίες παραγωγής».
Αντιμέτωπος με τις πραγματικότητες τη πραγματικότητα αντί της ρητορικής της συγκεντρωτικής, από πάνω προς τα κάτω δομής ακόμη και ο πλέον αφοσιωμένος μπολσεβίκος κατέληξε να δρα ανεξάρτητα από τις επίσημες δομές απλά και μόνο για να κάνει τη δουλειά του. Τέτοιου τύπου τοπική πρωτοβουλία ήρθε σε σύγκρουση με τις διαταγές από πάνω αλλά οι επαναλαμβανόμενες απαιτήσεις για αλλαγή αγνοούνταν γιατί «αμφισβητούσαν» τις «κεντρικές οδηγίες του κόμματος» και «το μέγιστο συγκεντρωτισμό της παραγωγής». Έτσι «η αποτυχία του γκλαφκισμού δεν έφερε την επανεξέταση των προβλημάτων της οικονομικής οργάνωσης [...] Αντίθετα, η ιδεολογία του συγκεντρωτισμού ενισχύθηκε».
Ενώ η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα χαοτική στις αρχές του 1918, αυτό δεν αποδεικνύει πως ο σοσιαλισμός των επιτροπών των εργοστασίων δεν ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος διοίκησης υπό τις συνθήκες αυτές. Εκτός και αν, όπως οι μπολσεβίκοι, έχεις μια δογματική πίστη πως ο συγκεντρωτισμός είναι πάντοτε πιο αποτελεσματικός και, επιπλέον, μια αρχή του σοσιαλισμού.
Το όραμα περί σοσιαλισμού του Lenin ήταν εξαθλιωμένο αλλά ιδιαίτερα πιστό στην ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση. Έτσι αντίθετα από το να είναι ασαφής πάνω στο τι είναι σοσιαλισμός, οι μπολσεβίκοι είχαν πολύ ισχυρές αντιλήψεις πάνω στο θέμα και επεδίωξαν να τις εφαρμόσουν. Η καθαρή συνέπεια του οράματος περί σοσιαλισμού του Κράτος και Επανάσταση ήταν η οικοδόμηση κρατικού καπιταλισμού και να κάνει την οικονομική κρίση χειρότερη.
Εν ολίγοις, «από τις πρώτες μέρες τη μπολσεβίκικης εξουσίας υπήρχε μόνο μια πολύ αδύναμη συσχέτιση μεταξύ της έκτασης της ‘ειρήνης’ και της ηπιότητας ή της αυστηρότητας της μπολσεβίκικης διακυβέρνησης, μεταξύ της έντασης του πολέμου και της έντασης των μέτρων του πρωτο-πολεμικού κομμουνισμού» ενώ «με ιδεολογικούς όρους υπήρχαν ελάχιστες διαφορές μεταξύ της ‘ανάπαυλας’ (Απρίλιος-Μάιος 1918) από τον πολεμικό κομμουνισμό που ακολούθησε». Η «ανάπαυλα των πρώτων μηνών του 1920 μετά τις νίκες επί του Kolchak και του Denikin» είδε την «εντατικοποίηση και την στρατιωτικοποίηση της εργασίας» και «καμιά σοβαρή προσπάθεια δεν έγινε για την εξέταση της καταλληλότητας των πολιτικών του πολεμικού κομμουνισμού». Η ιδεολογία «συνεχώς περιορίζονταν από επιλογές που έγιναν σε διάφορα σημεία του εμφυλίου πολέμου» και έτσι «ο μπολσεβίκικος απολυταρχισμός δεν μπορεί να αποδοθεί απλά στη τσαρική κληρονομιά ή στις δύσκολες συνθήκες». Πράγματι, «στα σοβιέτ και στην οικονομική διαχείριση το έμβρυο του συγκεντρωτικού και γραφειοκρατικού κράτους είχε εμφανιστεί ήδη από τα μέσα του 1918».
Τέλος, υπάρχει μια μεγάλη ειρωνεία σε αυτή την τυπική υπεράσπισή των μπολσεβίκων, καθώς οι Λενινιστές συνήθως (και ψευδώς) επιτίθονται στους αναρχικούς επειδή δεν αναγνωρίζουν την ανάγκη υπεράσπισης της επανάστασης. Παρόλα αυτά όμως τους έχουμε να δικαιολογούν τον μπολσεβίκικο απολυταρχισμό με το αναφέρουν κάτι – Εμφύλιο Πόλεμο – που ισχυρίζονται πως είναι αναπόφευκτο στοιχείο κάθε επανάστασης. Έτσι ακόμα αν αγνοήσουμε το άβολο γεγονός πως πριν το Μάιο του 1918 το καθεστώς ήταν ήδη για τα καλά στη πορεία του για μονοκομματική δικτατορία κρατικού καπιταλισμού, μπορούμε μόνο να συμπεράνουμε πως αν ο Λενινισμός δεν μπορεί να καταλάβει πως αυτό που (δίκαια) διακηρύσσει είναι αναπόφευκτο δίχως να εκφυλιστεί, τότε είναι καλύτερα να τον αποφύγουμε.
Το Κράτος και οι Μάζες
Η προνομιούχα θέση που δεν αναφέρεται στο Κράτος και Επανάσταση – τόσο σε όρους ιδεολογίας και με όρους διατήρησης και άσκησης της εξουσίας – έπαιξε το ρόλο της στις μπολσεβίκικες συμπεριφορές προς τις μάζες στο όνομα των οποίων κυβερνούσαν. Ο Lenin παραθέτει τον Engels:
«Καθώς το κράτος είναι μόνο ένας μεταβατικός θεσμός που χρησιμοποιείται στον αγώνα, στην επανάσταση, για να καταστείλει τους αντιπάλους κάποιου με τη βία, είναι ξεκάθαρη ανοησία να μιλάμε για ‘κράτος ελεύθερων ανθρώπων’, για όσο το προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος, δεν το χρειάζεται για λογαριασμό της ελευθερίας αλλά για την καταστολή των αντιπάλων του».
Το πρόβλημα είναι πως σε ένα Κράτος δεν είναι οι άνθρωποι που κυβερνούν αλλά αντίθετα εκείνοι που αποτελούν τη κυβέρνηση και αυτοί, με τη σειρά τους, χρειάζονται σώματα για να υλοποιήσουν τις αποφάσεις τους. η μεταμόρφωση του Κόκκινου Στρατού και η δημιουργία της Τσέκα επιβεβαιώνουν τις αναρχικές προβλέψεις πως το κυβερνών κόμμα θα χρειάζονταν μια ένοπλη δύναμη για να το υπερασπιστεί εναντίον του λαού. Έτσι ο Engels μπέρδευε την ανάγκη υπεράσπισής μιας επανάστασης με το κυβερνών κόμμα να καταστέλλει εκείνους που δεν συμφωνούν μαζί του – συμπεριλαμβανομένου του προλεταριάτου. Όπως εξηγούσε ο Lenin το 1920:
«Δίχως επαναστατικό εξαναγκασμό κατευθυνόμενο εναντίον των ορκισμένων εχθρών των εργατών και των αγροτών, είναι αδύνατο να συντρίψουμε την αντίσταση αυτών των εκμεταλλευτών. Από την άλλη, επαναστατικός εξαναγκασμός πρόκειται να χρησιμοποιηθεί εναντίον των αμφιταλαντευόμενων και ασταθών στοιχείων μέσα στις ίδιες τις μάζες».
Ποιος αποφασίζει ποια είναι αυτά τα «στοιχεία»; Το κόμμα φυσικά. Το κόμμα που είχε χτιστεί πάνω στη πεποίθηση πως η εργατική τάξη δεν μπορεί να φτάσει σε σοσιαλιστική συνειδητότητα με τις δικές του προσπάθειες και που δεσμεύτηκε να καταπολεμήσει την αυθορμητότητα καθώς αντικατόπτριζε αστικές επιρροές. Έτσι «το Κόμμα, μπορούμε να πούμε, απορροφά την πρωτοπορία του προλεταριάτου, και αυτή η πρωτοπορία ασκεί τη δικτατορία του προλεταριάτου» γιατί «σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες» το προλεταριάτο «είναι ακόμη τόσο διαιρεμένο, τόσο εκφυλισμένο, και τόσο διεφθαρμένο σε τμήματα του» που η δικτατορία «μπορεί να ασκηθεί μόνο από τη πρωτοπορία». Το δίδαγμα της επανάστασης ήταν ξεκάθαρο: «η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να ασκηθεί από μια μαζική προλεταριακή οργάνωση».
Ωστόσο ο Lenin ισχυρίζονταν το 1917, «είναι ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει ελευθερία και δημοκρατία εκεί που υπάρχει καταπίεση και εκεί που υπάρχει βία». Μιλούσε για την «ελευθερία των καταπιεστών, των εκμεταλλευτών, των καπιταλιστών» αλλά ισχύει το ίδιο και για την εργατική τάξη – αν η αποκαλούμενη «δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή, η οργάνωση της πρωτοπορίας των καταπιεσμένων ως κυρίαρχη τάξη» καταπιέζει την ίδια την εργατική τάξη τότε αυτή η τάξη δεν μπορεί να είναι η κυρίαρχη τάξη, τότε η αυτοαποκαλούμενη «πρωτοπορία» της είναι στη πραγματικότητα η κυρίαρχη τάξη και όπως ακριβώς «υπό το καπιταλισμό έχουμε το κράτος με την πραγματική έννοια της λέξης, δηλαδή, έναν ειδικό μηχανισμό για τη καταστολή μιας τάξης από μια άλλη, και, επιπλέον, της πλειοψηφίας από τη μειοψηφία».
Ο Lenin, επιφανειακά, το ανέφερε αυτό το 1917 γιατί μιλά για τον «οργανωμένο έλεγχο πάνω στην ασήμαντη καπιταλιστική μειονότητα» και «πάνω στους εργάτες που ήταν βαθιά διεφθαρμένοι από το καπιταλισμό» αλλά δεν κατάφερε να δείξει πως αυτή η δεύτερη κατηγορία ορίζονταν από το πόσο πολύ συμφωνούσαν με την κομματική ηγεσία. Σύντομα αθροίζονταν στο σύνολο της εργατικής τάξης – και η πίεση «από πάνω» από την «επαναστατική κυβέρνηση» δίχως έκπληξη ήταν ισχυρότερη από εκείνη «από τα κάτω» από τους πολίτες. Ότι αυτή η μειοψηφία ήταν η τάξη της Κρατικής γραφειοκρατίας – οπλισμένη με πολιτική και οικονομική εξουσία – δεν την έκανε λιγότερο εκμεταλλευτική και καταπιεστική.
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια του σχολίου του Engels πως η «επανάσταση είναι σίγουρα το πιο απολυταρχικό πράγμα που υπάρχει, είναι μια πράξη όπου ένα κομμάτι του πληθυσμού επιβάλλει τη θέληση του πάνω σε άλλο κομμάτι με τα τουφέκια, τις ξιφολόγχες και τα κανόνια, τα οποία είναι όλα τους ιδιαίτερα απολυταρχικά μέσα. Και το νικηφόρο κομμάτι πρέπει να διατηρήσει την εξουσία του χρησιμοποιώντας το μέσο του τρόμου που εμπνέουν τα όπλα του στους αντιδραστικούς». Αγνοώντας το εμφανές σημείο πως δεν είναι ιδιαίτερα αυταρχικό να καταστρέφεις ένα αυταρχικό σύστημα στο οποίο μια μειοψηφία συνεχώς επιβάλει τη θέλησή της στη πλειοψηφία, ο Engels παράβλεψε το γεγονός πως σε ένα Κράτος το «νικηφόρο τμήμα» θα χρειαστεί να διατηρήσει την εξουσία του εναντίον των πολλών όπως και εναντίον των λίγων.
Ο χώρος αποκλείει μια λεπτομερή καταγραφή εργατικών διαμαρτυριών υπό – και τη κρατική καταστολή από – τους μπολσεβίκους. Αρκεί να ειπωθεί, από την άνοιξη του 1918 κι τα δύο ήταν ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό της ζωής στην «επαναστατική» Ρωσία. Εργατικές διαμαρτυρίες και απεργίες έγιναν γενικευμένες στη φύση τους και οι μπολσεβίκοι έστειλαν στρατεύματα και τη Τσέκα, παρακρατούσαν τρόφιμα, πραγματοποιούσαν μαζικές απολύσεις και επιλεκτικές επαναπροσλήψεις – σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου όταν, κατά τους Λενινιστές, η εργατική τάξη είχε γίνει «δίχως ταξική συνείδηση», «ατομικιστική» ή είχε «εξαφανιστεί». Πράγματι, το επιχείρημα αυτό πρώτα ειπώθηκε από τον ίδιο τον Lenin «για να αιτιολογήσει τη πολιτική καταστολή» και καθώς «η δυσαρέσκεια μεταξύ των εργατών ήταν όλο και πιο δύσκολο να αγνοηθεί», ο Lenin άρχισε να λέει πως «η συνείδηση μεταξύ της εργατικής τάξης είχε εκφυλιστεί» και πως «οι εργάτες είχαν χάσει τη ‘ταξική συνείδηση’». Αν και ιδιοτελές, το επιχείρημα αυτό αντανακλούσε τις ιδέες που υπήρχαν στο Τι Να Κάνουμε; Και την προνομιακή θέση που έχει το κόμμα στο Λενινισμό – καθώς οι εργάτες διαφωνούσαν με το κόμμα εξ ορισμού στερούνταν ταξικής συνείδησης.
Εν συντομία, ο Lenin είχε δίκιο όταν ισχυρίζονταν πως η «ουσία του ζητήματος» ήταν έχει «η καταπιεσμένη τάξη όπλα;». αυτή ήταν η περίπτωση με το νέο Κράτος και οι διάφορες δράσεις να αφαιρεθούν τα όπλα από την εργατική τάξη, να αντικαταστήσει τις δημοκρατικές πολιτοφυλακές με τακτικού τύπου μόνιμο στρατό, να δημιουργήσει μια πολιτική αστυνομική δύναμη. Όταν οι εργατικές οργανώσεις, οι διαμαρτυρίες και οι απεργίες καταστέλλονται συστηματικά και επαναλαμβανόμενα, είναι ανόητο να λέμε πως η εργατική τάξη είναι η κυρίαρχη τάξη – ιδιαίτερα όταν η καταστολή ξεκίνησε τόσο νωρίς στο νέο καθεστώς.
Εναλλακτικές
Μπορεί να υπάρξει η ένσταση πως επιδιδόμαστε σε θεωρίες του καναπέ και το πως το γεγονός ήταν πως οι μπολσεβίκοι και όχι οι αναρχικοί που αντιμετώπιζαν τον εμφύλιο πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση δείχνει πως ο αναρχισμός έπρεπε, όπως ισχυρίζονταν ο Trotsky, να σταλούν στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Εκτός από δυο γεγονότα. Πρώτα, η κάθοδος των μπολσεβίκων προς τον απολυταρχισμό προηγήθηκε του εμφυλίου πολέμου και, δεύτερο, οι αναρχικοί αντιμετώπισαν αυτές τις προκλήσεις και δεν υπέκυψαν όπως έκαναν οι μπολσεβίκοι.
Έχουμε δείξει το πρώτο και ο χώρος αποκλείει μια λεπτομερή καταγραφή του δεύτερου πέρα από την υπενθύμιση πως το μαχνοβίτικο κίνημα στην Ουκρανία αντιμετώπισε τις ίδιες (αναμφισβήτητα χειρότερες) πιέσεις και ενθάρρυνε τη δημοκρατία των σοβιέτ, την ελευθερία του λόγου, την εργατική διαχείριση, και ούτω το καθεξής ενώ οι μπολσεβίκοι τα κατέστειλαν. Αφού βοήθησαν στην κατατρόπωση των Λευκών, οι μπολσεβίκοι πρόδωσαν τους μαχνοβίτες και τους συνέτριψαν μετά από μήνες επιπλέον πολέμου.
Αυτό το αντιπαράδειγμα – δίχως αμφιβολία, προβληματικό όπως κάθε αληθινό κίνημα είναι όταν συγκρινόμενο με το ιδεώδες – δείχνει πως οι ιδέες και η δομή έχουν σημασία. Έτσι οι προκαταλήψεις υπέρ του συγκεντρωτισμού, συνεπάγονται πως οι «από πάνω προς τα κάτω» δομές αντιπροσωπεύουν την «επαναστατική Σοσιαλδημοκρατία», εξαθλιωμένα οράματα περί σοσιαλισμού, την προνομιακή θέση του κόμματος, η σύγχυση της υπεράσπισης της ελευθερίας με τις «απολυταρχικές» μεθόδους, όλα έπαιξαν το ρόλο τους στην αποτυχία της Ρωσικής Επανάστασης και την εκφύλιση του μπολσεβίκικου καθεστώτος.
Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς του Lenin, οι αναρχικοί δεν οραματίζονταν επαναστάσεις «σε μια νύχτα». Η Emma Goldman, για παράδειγμα, δεν πήγε στη Ρωσία «περιμένοντας να βρει τον Αναρχισμό υλοποιημένο» ούτε «περίμενε ο Αναρχισμός να ακολουθήσει άμεσα μετά από αιώνες δεσποτισμού και υποταγής». Αντίθετα, «είχε την ελπίδα να βρει στη Ρωσία τουλάχιστον τις αρχές των κοινωνικών αλλαγών για τις οποίες είχε παλέψει η Επανάσταση» και πως «οι Ρώσοι εργάτες και αγρότες συνολικά θα είχαν φτάσει σε ουσιαστική κοινωνική βελτίωση ως αποτέλεσμα του μπολσεβίκικου καθεστώτος». Και οι δυο ελπίδες διαψεύστηκαν.
Έτσι οι αναρχικοί δεν αντιπαρέβαλλαν και δεν αντιπαραβάλουν τη πραγματικότητα της Μπολσεβίκικης Ρωσίας με το αδύνατο ιδανικό μιας γρήγορα δημιουργημένης ουτοπίας. Αντίθετα, το θέμα είναι αν οι μάζες έχτιζαν ένα καλύτερο κόσμο ή αν υποτάσσονταν σε ένα νέο καθεστώς μιας μειοψηφίας. Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς του Lenin το 1917, το δεύτερο ήταν η κατάσταση στο νέο «σοβιετικό» σύστημα με το κυβερνών κόμμα του, τα περιθωριοποιημένα σοβιέτ, την συγκεντρωτική γραφειοκρατία, διορισμένους από πάνω δικτατορικούς διευθυντές, εθνικισμό, και ούτω καθεξής. Οι μπολσεβίκοι μπορεί να κέρδισαν τον Εμφύλιο Πόλεμο αλλά έχασαν την Επανάσταση.
Οι συνεχιζόμενες μαζικές διαμαρτυρίες της εργατικής τάξης από την άνοιξη του 1918 (δηλαδή, στη διάρκεια και μετά από τον εμφύλιο πόλεμο) δείχνουν πως υπήρχε μια κοινωνική βάση πάνω στην οποία μια εναλλακτική μπορούσε να στηθεί. Αυτό θα περιλάμβανε – όπως έλεγαν εκείνη την εποχή – να παραμείνουν τα σοβιέτ ως εκπρόσωποι από τους χώρους εργασίας και πρακτικά την κατάργηση των εκτελεστικών σωμάτων, υποστήριξη την επιτροπή των εργοστασίων και των ομοσπονδιών τους, υποστήριξη κοοπερατίβων πελατών, διατήρηση του δημοκρατικού στρατού, προστασία της ελευθερίας του λόγου, τις συνελεύσεις και την οργάνωση, εφαρμογή σοσιαλιστικοποίησης αντί εθνικοποίησης. Με λίγα λόγια αναγνώριση πως η ελευθερία δεν είναι προαιρετικό εξτρά στη διάρκεια μιας επανάστασης αλλά η μόνη της εγγύηση, αναγνωρίζοντας την εγκυρότητα του αναρχισμού – μιας και δεν προέβλεψε τυχαία σωστά τις αποτυχίες του μαρξισμού.
Τέλος, ενώ η Ρώσικη Επανάσταση δείχνει τη χρεοκοπία της πρωτοπορίας, επίσης δείχνει την επιτακτική ανάγκη οι αναρχικοί να οργανωθούν ως αναρχικοί για να επηρεάσουν τη ταξική πάλη. Οι Ρώσοι αναρχικοί – αντίθετα με τους Ουκρανούς συντρόφους τους – δεν οργανώθηκαν επαρκώς και πλήρωσαν το τίμημα. Η ανοδική αναρχική επιρροή το 1917 δεν μπορούσε να αναπληρώσει για την προηγούμενη απουσία συστηματικής οργάνωσης και δραστηριότητας μέσα στο εργατικό κίνημα. Μόνο οι αναρχικοί έχοντας μια στιβαρή κοινωνική βάση μπορούσε να σημαίνει η Άγνωστη Επανάσταση θα ήταν νικηφόρα απέναντι και στη Κόκκινη και στη Λευκή εξουσία.
Συμπεράσματα
Αν, όπως ισχυρίζονταν ο Lenin, το Κράτος είναι «μια δύναμη που πηγάζει από τη κοινωνία αλλά θέτει τον εαυτό της πάνω από αυτή και απομακρύνεται από αυτή όλο και περισσότερο» και «αποτελείται από ειδικά σώματα ένοπλων ανδρών, έχει φυλακές, κλπ, στις διαταγές του», τότε το μπολσεβίκικο καθεστώς ήταν με κάθε βεβαιότητα Κράτος... με τη κανονική έννοια του όρου. Η αντίληψη πως ήταν ήμι-Κράτος ή κάτι τέτοιο δεν μπορεί να στηριχθεί γιατί από τη στιγμή που οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, τα σοβιέτ περιθωριοποιήθηκαν από την λήψη αποφάσεων και μεταμορφώθηκαν από «λειτουργικά σώματα» σε λέσχες συζητήσεων ενώ παντού τριγύρω τους μια «νέα» γραφειοκρατία μεγάλωνε με εκπληκτικό ρυθμό και το καθεστώς δημιούργησε κανονικές ένοπλες δυνάμεις, μια ειδική πολιτική αστυνομία με τις δικές της φυλακές, κλπ.
Η καίρια διαφορά είναι πως αντί να είναι όργανο της αστικής τάξης ή της φεουδαρχικής αριστοκρατίας όπως ήταν το Τσαρικό Κράτος που αντικατέστησε, ́ταν το όργανο μιας νέας μειοψηφίας – της Κομματικής ηγεσίας και της Κρατικής γραφειοκρατίας. Η άρχουσα αυτή τάξη συνδύαζε πολιτική και οικονομική ισχύ στα χέρια της και η δεύτερη [η κρατική γραφειοκρατία] αργά αλλά με βεβαιότητα αντικαταστούσε τη πρώτη [τη κομματική ηγεσία] ως η πραγματική εξουσία μέσα στη νέα κοινωνική ιεραρχία.
Ενώ πολλοί αναρχικοί επικεντρώνονται στην Επανάσταση της Κροστάνδης στις αρχές του 1921 (πιθανώς επειδή επιφανείς αναρχικοί όπως η Goldman και ο Berkman έφτασαν στη Ρωσία στις αρχές του 1920), η μοίρα της επανάστασης καθορίστηκε πολύ νωρίτερα. Η Άγνωστη Επανάσταση πολεμούσε για τη ζωή της από την αρχή καθώς η αντισοσιαλιστικές τάσεις του καθεστώτος εμφανίστηκαν πολύ γρήγορα – μέσα σε έξι μήνες από την επανάσταση της Οκτωβριανής Επανάστασης το λεγόμενο «ήμι-Κράτος» είχε όλα τα χαρακτηριστικά του Κράτους με τη «κανονική σημασία της λέξης» και για τα καλά στη πορεία προς τη μονοκομματική δικτατορία και τον κρατικό καπιταλισμό. Μέσα σε ένα χρόνο είχαν προχωρήσει αρκετά και μέχρι τις αρχές του 1919 η πραγματικότητα, και η ανάγκη, για τη κομματική δικτατορία είχε γίνει επίσημη ιδεολογία. Ο Zinoviev τη διακήρυξε στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς ενώ ο Trotsky συνέχισε να μιλά για την «αντικειμενική αναγκαιότητα» της «δικτατορίας» του κόμματος στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Το αποκαλούμενο εργατικό Κράτος ήταν απαραίτητο για να καταστείλει τους εργάτες:
«Οι ίδιες μάζες είναι σε διαφορετικές στιγμές εμπνέονται από διαφορετικές διαθέσεις και στόχους. Είναι μόνο για αυτό το λόγο που μια συγκεντρωτική οργάνωση της πρωτοπορίας είναι αναγκαία. μόνο ένα κόμμα, που διαχειρίζεται την εξουσία που κέρδισε, είναι ικανό να υπερνικήσει την αναποφασιστικότητα των ίδιων των μαζών [...] αν η δικτατορία του προλεταριάτου σημαίνει οτιδήποτε, τότε σημαίνει πως η πρωτοπορία του προλεταριάτου είναι οπλισμένοι με τα μέσα του κράτους ώστε να αποκρούσει του κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από τα οπισθοδρομικά στρώματα του ίδιου του προλεταριάτου».
Καθώς, εξ ορισμού, «οπισθοδρομικός» είναι οποιοσδήποτε σε σχέση με την πρωτοπορία και «αναποφασιστικότητες» εκφράζονται με εκλογές, εξουσιοδοτήσεις και ανακλήσεις έχουμε το λογικό συμπέρασμα του πρωτοπορισμού του Τι Να Κάνουμε; του Lenin στην έμμεση παραδοχή του Trotsky πως το κόμμα χρειάζεται το Κράτος «με τη πραγματική έννοια της λέξης», πως η εργατική τάξη δεν είναι η «άρχουσα τάξη» στο «νέο» Κράτος.
Η πραγματικότητα της Επανάστασης δεν αντικατοπτρίζει τις υποσχέσεις που δόθηκαν το 1917 αλλά ωστόσο στις τελευταίες από τους σύγχρονους Λενινιστές. Κοιτώντας όμως σε αυτές τις υποσχέσεις, στο Κράτος και Επανάσταση του Lenin, μπορούμε να δούμε το ρόλο που έπαιξε η ιδεολογία στον εκφυλισμό. Οι ιδέες έχουν σημασία – ιδιαίτερα οι ιδέες εκείνων στα υψηλότερα επίπεδα του Κράτους. Οι δομές έχουν σημασία – ιδιαίτερα καθώς αυτές δεν είναι ουδέτερες αλλά αντανακλούν ταξικά συμφέροντα και ανάγκες καθώς και διαμόρφωση των αποφάσεων που παίρνονται από εκείνους στην εξουσία και είτε προωθούν είτε εμποδίζουν την ουσιαστική συμμετοχή των μαζών στη κοινωνία. Τόσο οι ιδέες και οι δομές που προτάθηκαν από το Lenin το 1917 είχαν την (αρνητική) επίπτωσή τους.
Ότι οι μπλσεβίκοι ήταν αρχικά εκλεγμένοι δεν υποτιμά τις δυναμικές που είναι εγγενείς στις συγκεντρωτικές πολιτικές και οικονομικές δομές που προτιμούσαν και δημιούργησαν. Ένα φουσκωμένο γραφειοκρατικό Κράτος και μια κρατική καπιταλιστική οικονομία ήταν αναπόφευκτα με δεδομένες τις απλοϊκές μαρξιστικές φόρμουλες που πίστευαν και τις δομές που προτιμούσαν. Αντί οι πιέσεις του εμφυλίου πολέμου να παράξουν τον μπολσεβίκικο απολυταρχισμό, η πραγματικότητα είναι πως ο συνδυασμός της μπολσεβίκικης ιδεολογίας και των προτιμώμενων (συγκεντρωτικών, από πάνω προς τα κάτω) δομών ήταν που πάραξαν αυτό το αποτέλεσμα – και επιβεβαίωσαν την αναρχική θεωρία.
Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, ο Lenin είχε δίκιο να ισχυρίζεται πως «όσο το κράτος υπάρχει, δεν υπάρχει ελευθερία. Όταν υπάρχει ελευθερία, δεν θα υπάρχει κράτος». Το λάθος του ήταν πως πίστευε πως ένα Κράτος – μια συγκεντρωτική, ιεραρχική δομή αναπτυγμένη από τους λίγους για να εξασφαλίσει την εξουσία τους – θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικό τρόπο από τους πολλούς. Ακόμη και όταν βασίζονταν σε εργατικές οργανώσεις γρήγορα επανέρχονταν στο ρόλο του – την εξασφάλιση τη μειοψηφικής εξουσίας, στη περίπτωση αυτή της κομματικής ηγεσίας και την γραφειοκρατία που κάθε συγκεντρωτική δομή παράγει. Οι αναρχικές προειδοποιήσεις αποδείχτηκαν ορθές και μόνο ο αναρχισμός προσφέρει μια λύση: με τη μορφή μιας φεντεραλιστικής, αυτοδιαχειριζόμενης, από κάτω προς τα πάνω κοινωνικής οργάνωσης.
Η Ρωσική Επανάσταση δείχνει πως δεν ήταν ζήτημα Κράτος και Επανάσταση αλλά μάλλον Κράτος ή Επανάσταση.
Η εισαγωγή του βιβλίου Bloodstained: One Hundred Years of Leninist Counterrevolution είναι διαθέσιμη εδώ https://geniusloci2017.wordpress.com/2018/11/05/state_revolution/? fbclid=IwAR3_BWGjSGQXhglqFOQT8xfuAjFp1mJ9YhzebRnqSORewC9T4vZMFCR V80s
*Στη φωτογραφία ο Νέστωρ Μαχνό, πρώτος από αριστερά καθιστός, νεαρός.