Όλοι όσοι είτε είχαν εκδιωχθεί από τη FAF όσο αυτή βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Φοντενιστών, είτε είχαν αποχωρήσει από αυτήν με δική τους πρωτοβουλία, συναντήθηκαν προς το τέλος του 1953 για να ξαναστήσουν τη FAF, ενώ η οργάνωση των Φοντενιστών είχε πάρει το όνομα FCL. Τραυματισμένοι από τη μοναδική τους εμπειρία, υιοθέτησαν πολύ χαλαρούς οργανωτικούς δεσμούς, επιτρέποντας σε μια ποικιλία από σκέλη και τάσεις που όλοι δήλωναν αναρχικοί να συνυπάρχουν μεταξύ τους:

α) τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα να συνεργάζονται όλες οι τάσεις, β) αυτονομία (δηλαδή απουσία εξουσίας) για κάθε ομάδα, γ) κατάργηση όλων των συγκεντρωτικών (τύπου Εθνικής Επιτροπής) οργανισμών, δ) προσωπική ευθύνη (ποτέ συλλογική), ε) το όργανο του κινήματος να είναι πάνω από τις τάσεις, με τον καθένα ελεύθερο να αναδεικνύει τα δικά του όργανα... καθώς και να ασχολείται με οποιαδήποτε δραστηριότητα στο πλαίσιο της κουλτούρας, της έρευνας, της δράσης ή της αναρχικής προπαγάνδας και στ) εγκάρδιες και ανοιχτές σχέσεις με κινήματα που κινούνται σε αναρχική κατεύθυνση σε ένα συγκεκριμένο σημείο!

Οι κοινωνικές τάξεις δεν έπαιζαν πλέον τον ίδιο ρόλο στον αγώνα: τη θέση τους πήραν οι "νοοτροπίες". Στο τέλος, συντάχθηκε λεπτομερές καταστατικό και δημιουργήθηκε μια Ομάδα Προστασίας για να αποκρούσει κάθε νέο πραξικόπημα κατά της οργάνωσης. Η ομάδα “Louise Michel” από τη συνοικία Montmartre του Παρισιού, και η ομάδα "Sebastien Faure” από το Μπορντό ήταν οι βασικοί πυλώνες της νέας FAF και του οργάνου της “Le Monde Libertaire” (Ο Ελευθεριακός Κόσμος).

Μετά από μια προσπάθεια το 1949 να γίνει παράρτημα της FAF, η CNTF ανέκτησε την πλήρη ελευθερία δράσης της, αλλά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των μελών της αποτελείτο από Ισπανούς, που ήταν πολιτικά παροπλισμένοι λόγω του ότι ήταν πρόσφυγες, την οδήγησε στο να αποσυρθεί στον εαυτό της και να επικεντρωθεί στο ιβηρικό ζήτημα. Η εφημερίδα της, “Le Combat Syndicaliste” (Η Συνδικαλιστική Μάχη), χρησίμευε όλο και περισσότερο ως μέσο έκφρασης της ισπανικής CNT, μέχρι που τελικά έφτασε να εκδίδεται στην ισπανική γλώσσα (εκτός από την πρώτη και την τελευταία σελίδα).

Διάφορες ομάδες που διαφωνούσαν με την FCL, η Ομάδα “Κρονστάνδη”, για παράδειγμα, ενώθηκαν, με το όνομα CAAR (Ομάδες Αναρχικής Επαναστατικής Δράσης) και εξέδωσαν ένα περιοδικό το “Noir et Rouge” (Μαύρο και Κόκκινο) που κυκλοφορούσε σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα.

Στη Διακήρυξη Αρχών τους το 1957, οι CAAR υιοθέτησαν επίσης την εμπειρία της FCL, ενώ τάχθηκαν σαφώς υπέρ της πλατφορμιστικής προσέγγισης:
“Στο πεδίο της άμεσης δράσης, η αναρχική κομμουνιστική οργάνωση είναι σύμφωνη με τη συμμαχία με προλετάριους αγωνιστές ή ομάδες αγωνιστών σε κοινές δραστηριότητες, για βραχυπρόθεσμους ή περιορισμένους στόχους, υπό την προϋπόθεση ότι το αντικείμενο του αγώνα αντιπροσωπεύει ένα βήμα προς τα εμπρός προς την κατεύθυνση της εργατικής χειραφέτησης. Σε κάθε περίπτωση, διατηρεί το δικαίωμα να θέσει προς επίβλεψη τις δικές της θέσεις.
Η συμμετοχή στις εργασίες της οργάνωσής μας πρέπει να είναι εθελοντική. Θα πρέπει, ωστόσο, να περιλαμβάνει επαρκές αίσθημα ευθύνης ώστε οι κλίσεις και οι αντιπάθειες του κάθε ατόμου να ‘υποτάσσονται’ ελεύθερα και εθελοντικά στα συμφέροντα μιας επαρκούς οργάνωσης, έτσι ώστε ο συντονισμός των δραστηριοτήτων των ομάδων να μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.
Η ειδική αναρχική κομμουνιστική οργάνωση αποτελείται από μια ομοσπονδία ομάδων συγγένειας που έχουν καταλήξει σε συμφωνία επί της αρχής της ιδεολογικής ενότητας, με σκοπό να παρουσιάσουν ένα ενιαίο μέτωπο αναρχικών που έχουν δεσμευτεί στον κοινωνικό αγώνα. Η ιδεολογική ενότητα δεν αποτελείται από άκαμπτες αρχές, αλλά θα είναι επιδεκτική αναθεώρησης μέσω της αναγκαίας προσαρμογής στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση.
Η ιδεολογική ενότητα συνεπάγεται ενότητα της τακτικής. Όπως το βλέπουμε εμείς, η τακτική ενότητα είναι η αναγνώριση από το κίνημα στο σύνολό του της επιτυχίας της τάδε μεθόδου στα χέρια της τάδε ομάδας και η εθελοντική δέσμευση των υπολοίπων να την υιοθετήσουν ως δική τους. Είναι η αναγνώριση από όλες τις ομάδες ότι υπάρχει η ανάγκη χρήσης μιας κοινής τακτικής σε σχέση με το συγκεκριμένο πρόβλημα που όλοι αναγνωρίζουν ότι αντιμετωπίζουν από κοινού. Επιπλέον, συνάδει με τον φεντεραλισμό ότι κάθε ομάδα πρέπει να λειτουργεί όπως η ίδια κρίνει σκόπιμο.
Με αυτόν τον τρόπο, θα επινοήσουμε τη βάση πάνω στην οποία τα ελεύθερα άτομα μπορούν να οργανωθούν για μια αποτελεσματική δράση, παραμένοντας παράλληλα ελεύθερα. Σε αυτό το πνεύμα, με τα ιδανικά και επιδιώκοντας τον στόχο που καθορίζεται στην παρούσα διακηήρυξη, ας προχωρήσουμε μπροστά, ελεύθερα και αλληλέγγυα, με πνεύμα αδελφότητας”. 2

Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος στην Αλγερία μαίνεται, ο Μάης του 1958 έχει περάσει και ο στρατηγός Ντε Γκωλ έχει ανέλθει στην εξουσία. Οι περισσότεροι αναρχικοί έκαναν ό,τι μπορούσαν, και οι προσπάθειές τους δεν ήταν αμελητέες, γιατί η αλληλεγγύη τους στους αρνητές στράτευσης και τους λιποτάκτες επιβεβαιώθηκε περίτρανα (ένας υπόγειος σιδηρόδρομος θα μετέφερε λαθραία σχεδόν 600 από αυτούς στην Ελβετία). Οι αναρχικοί είχαν επίσης παρουσία σε όλες τις διαδηλώσεις στους δρόμους, ιδιαίτερα το 1961 και το 1962. Ορισμένοι συμμετείχαν σε δίκτυα υποστήριξης του αλγερινού FLN (αυτή δεν ήταν καθόλου ομόφωνη επιλογή και, εκ των υστέρων, θα μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε το νόημα αυτής της επιλογής). Το κίνημα επανήλθε σιγά-σιγά. Κάποιοι από την CAAR αποφάσισαν να επιστρέψουν στη FAF και να ιδρύσουν τη UGAC (Ένωση Αναρχικών Κομμουνιστικών Ομάδων) - μια άλλη παράταξη συνέχισε το έργο της "εκκαθάρισης του εδάφους" που είχε ξεκινήσει με την επιθεώρηση “Noir et Rouge” και δημοσίευσε μελέτες για την ταξική πάλη, τον επαναστατικό αντικληρικαλισμό, τη μασονία, τον εθνικισμό, τον μαρξισμό και τα πειράματα αυτοδιαχείρισης στην Ισπανία και το Ισραήλ (τα κιμπούτζ) κ.λπ.

Μετά το θάνατο του Paul Zorkine (Μαυροβούνιου στην καταγωγή και κάποτε μέλους της γιουγκοσλαβικής Μακί), ο οποίος ήταν το ηγετικό της στέλεχος, καθώς και την αποχώρηση του στενού του συνεργάτη Henri Kleber, η UGAC προχώρησε σε μια θεαματική στροφή. Υιοθετώντας τη γραμμή ότι καμία αξιόλογη δραστηριότητα δεν ήταν εφικτή στο εσωτερικό της FAF, επιβεβαίωσε την αυτονομία της και υποστήριξε μια κάπως παράξενη στρατηγική. Για να ορκιστεί πίστη σε κάθε αυτόνομη δραστηριότητα, παρουσιάστηκε ως συστατικό μέρος ενός "Διεθνούς Επαναστατικού Μετώπου" που αγκάλιαζε άλλους "επαναστάτες", όπως τους τροτσκιστές της επαναστατικής μαρξιστικής σχολής σκέψης της Τέταρτης Διεθνούς (τους παμπλιστές) και κάποιους φιλομαοϊκούς Ελβετούς! Στην επιστολή της προς το Διεθνές Αναρχικό Κίνημα που δημοσιεύτηκε το 1966, σημείωνε ότι το κέντρο βάρους της επανάστασης είχε μετατοπιστεί προς τα έθνη του Τρίτου Κόσμου (αποικιοκρατικές ή αποικιοκρατούμενες χώρες) και ότι "θα ήταν επικίνδυνο για τους αναρχικούς να μην έχουν παρουσία εκεί". Αναρωτιόταν επίσης αν οι "λαοί που πετυχαίνουν την ελευθερία δεν απελευθερώνουν και ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή”. 3 Κατά κάποιο τρόπο, εντόπισε το νέο παγκόσμιο προλεταριάτο στον Τρίτο Κόσμο και μετέτρεψε τους δυτικούς εργάτες σε "αστούς". Η αυτοδιαχείριση, που υπήρχε στην Αλγερία και στη Γιουγκοσλαβία (;!) (και αργότερα θα εντόπιζαν ακόμη και το μικρόβιό της στο βιετναμέζικο NLF!) ήταν, κατά την άποψή τους, το παράδειγμα προς μίμηση. Η επιστολή κατέληγε ότι "αν η έκκλησή μας, δυστυχώς, δεν εισακουστεί, λέμε ξεκάθαρα ότι ο αναρχισμός θα διολισθήσει στον ρεφορμισμό, με την πιο άθλια συνενοχή, και ότι, σε κάθε περίπτωση, θα χαθεί ιστορικά. Ποιος θα διεκδικούσε την κληρονομιά μας;” 4 Αντιθέτως, τα μέλη της UGAC ήταν εκείνα που θα διολίσθαιναν όλο και περισσότερο στον παραλογισμό και την αποστασία: προσκολλημένα στο φλερτ τους με τους "επαναστάτες" στο όνομα μιας μυθικής, πολυδιαφημισμένης αυτοδιαχείρισης, θα έβρισκαν, από το 1968 και μετά, μια θέση σε ενώσεις που αποτελούνταν από αντιφρονούντες σταλινικούς και μερικούς γραφειοκράτες που αναζητούσαν απεγνωσμένα συνοδοιπόρους. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε τη γνώμη κάποιων πρώην μελών που την εγκατέλειψαν στην αξιοζήλευτη μοίρα της: "κλειδώνει τους αναρχικούς στην καμπίνα ενός επαναστατικού κινήματος με λενινιστικές δυνάμεις. Αυτού του είδους η σκέψη είναι είτε εκπληκτικά αφελής είτε μια εθιστική κομματικοποίηση". 5

Την ίδια χρονιά, ο ιστορικός Daniel Guerin προσπάθησε να παντρέψει τον αναρχισμό και τον μαρξισμό (την κιμωλία με το τυρί): "Παίρνοντας ένα μπάνιο στον αναρχισμό - ο σημερινός μαρξισμός μπορεί να βγει θεραπευμένος από τις φλύκταινες του και να αναγεννηθεί". 6 Για το σκοπό αυτό, επινόησε έναν "ελευθεριακό μαρξισμό", υμνώντας τον μέχρι τον ουρανό. Και ο Maurice Fayolle επινόησε μια πραγματική καινοτομία προχωρώντας σε μια σχολαστική ανάλυση ορισμένων βασικών σημείων του αναρχισμού. Θα μπορούσαμε να σταθούμε ιδιαίτερα στη διάκριση που κάνει μεταξύ της εξουσίας λήψης αποφάσεων και της εκτελεστικής εξουσίας σε οργανωτικά ζητήματα. Είναι αυτή η διάκριση που διαφοροποιεί τον αναρχικό εκπρόσωπο από έναν γραφειοκράτη, διότι η εντολή του τον εξουσιοδοτεί απλώς να εκτελεί τις οδηγίες ή την ειδική εντολή που του έχει ανατεθεί από την οργάνωσή του. Ο Fayolle έχει επίσης μια ενδιαφέρουσα, αν και παραδοσιακή, προσέγγιση του ρόλου και της συμπεριφοράς της μειονότητας:
“Πρώτον, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί η μειοψηφία, στο όνομα μιας ψευδούς (στρατοπεδικού τύπου) πειθαρχίας, να υποχρεωθεί να εφαρμόσει τις αποφάσεις που λαμβάνει η πλειοψηφία: η τελευταία και μόνο αυτή φέρει την ευθύνη για την εφαρμογή τους. Από την άλλη πλευρά, η μειοψηφία απέχει (και εδώ είναι που υπεισέρχεται η πραγματική πειθαρχία) από το να παρεμποδίζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται από την πλειοψηφία στο συνέδριο. Απλώς διατηρεί το δικό της δικαίωμα και την ευκαιρία να ανατρέψει αυτή την πλειοψηφία προς όφελός της.
Δεύτερον: για να είναι αυτή η πρόταση μια πρακτική πραγματικότητα, η μειοψηφία (ακόμη και αν αυτή αποτελείται μόνο από ένα άτομο) πρέπει να είναι σε θέση να εκφράζεται ελεύθερα σε κάθε επίπεδο και σε κάθε όργανο του κινήματος, χωρίς να μπορεί η πλειοψηφία να ασκήσει βέτο με οποιοδήποτε πρόσχημα”. 7

Εκείνη περίπου την εποχή, ο φοιτητικός κόσμος βρισκόταν σε αναταραχή για κάθε είδους μικροπροβλήματα (δικαιώματα επίσκεψης στα γυναικεία διαμερίσματα των πανεπιστημιακών εστιών, πολεμική με μερικούς παρωχημένους μανδαρίνους κ.λπ.). Στην πανεπιστημιούπολη της Nanterre, μέλη της "ομάδας non - group" -απόρροια της επιθεώρησης “Noir et Rouge”- και των Enrages (Angries) -που πρόσκεινται στους Καταστασιακούς- προκαλούν επεισόδια που, μεταφερόμενα στη συνοικία Latin, στο Παρίσι, εκφυλίζονται σε βίαιες συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης. Όλες οι λεγόμενες αριστερές και επαναστατικές οργανώσεις πιάστηκαν απροετοίμαστες, μερικές φορές με παράλογο τρόπο: στις 6 Μαΐου 1968, στην Rue Soufflot, καθώς μια ειρηνική διαδήλωση έφτανε στο τέλος της, ακούσαμε έναν τύπο με γυαλιά (πιθανότατα έναν εκπαιδευόμενο καθηγητή) να καλεί τους πάντες "να έρθουν να συντάξουν φυλλάδια υπό την επίβλεψη των εργαζομένων στην Ecole Normale Superieure, ακριβώς στη γωνία!". Στη συνέχεια ήρθε η 10η Μαΐου και η νύχτα των οδοφραγμάτων, κρίσιμη για την πορεία των γεγονότων. Μπορούμε να μιλήσουμε ως αυτόπτες μάρτυρες λέγοντας ότι κανένα μέλος οποιασδήποτε από τις τροτσκιστικές, μαοϊκές ή σταλινικές ομαδούλες του PCF (UEC - Ένωση Κομμουνιστών Φοιτητών) δεν έβαλε το χεράκι του. Ακριβώς το αντίθετο. Όλοι αυτοί που ήταν εκεί στην αρχή σε πειρασμό -πριν η δειλία τους κάνει να αποχωρήσουν- ως “αμετάκλητα υπεύθυνοι επαναστάτες" για να εμποδίσουν τους "προβοκάτορες" να σκάψουν τα καλντερίμια και να προχωρήσουν σε μια ενθουσιώδη και καλοδουλεμένη κατάληψη του χώρου, ήταν απόντες. Περιττό να πούμε ότι παραμερίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Όχι ότι αυτό τους εμποδίζει να διεκδικούν όλα τα εύσημα για τον Μάη του 1968 για τον εαυτό τους αυτές τις μέρες. Οι πρωταγωνιστές εκείνου του γεγονότος-σταθμού ήταν ως επί το πλείστον νέοι άνθρωποι -οι περισσότεροι φοιτητές ή πρώην φοιτητές- που επέστρεφαν ενστικτωδώς στις παλιές επαναστατικές παραδόσεις των καλντεριμιών του Παρισιού.

Οι αναρχικοί που ήταν παρόντες στο σημείο εκείνο το βράδυ έκαναν το καθήκον τους ως επαναστάτες: έστησαν αρκετά οδοφράγματα και τα επάνδρωσαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, ιδίως τα οδοφράγματα που έλεγχαν την πρόσβαση στην Rue Mouffetard, την Rue Blainville, την Rue Thouin, την Rue de l'Estrapade, την Rue du Pot de Fer, την Rue lliomond και την Rue Tournefort. Έλαβαν ευπρόσδεκτη ενίσχυση από τα μέλη της FAF και το πλήθος που προερχόταν από την αίθουσα Mutualite, όπου είχε πραγματοποιηθεί μια γκαλά βραδιά για λογαριασμό της “Le Monde Libertaire”, με τον Leo Ferre στην κορυφή της λίστας. Αργότερα, ορισμένοι από αυτούς πήραν ενεργό μέρος στις επιτροπές φοιτητών-εργατών που εδρεύουν στην πανεπιστημιούπολη Censier - τις επιτροπές της Citroen, της Renault, της Thomson Houston και άλλες, όταν χρειάστηκε να γίνει μια κίνηση από την πρώτη στιγμή για να ξεκινήσουν οι καταλήψεις και οι απεργίες. Αυτό ήταν κάτι δύσκολο, διότι τα εργοστάσια αυτά ελέγχονταν από συνδικαλιστικές περιφρουρήσεις - ακόμη κι έτσι, τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά ενθαρρυντικά. Υπήρχαν επιτροπές όλων των ειδών - θυμόμαστε μια "εικονική" στη Renault, ένα βράδυ δύο νεαροί εργάτες της Renault οδηγήθηκαν μπροστά της, και αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε κανείς άλλος από αυτήν εκτός από περίπου τριάντα φοιτητές ή διανοούμενους, πιθανότατα φιλομαοϊκούς, που ονειρεύονταν την "εργατική Ακρόπολη", αλλά στερούνταν οποιασδήποτε πραγματικής σχέσης με αυτήν. Έτσι κατέστη αναγκαίο να ελεγχθούν και να πιστοποιηθεί η ταυτότητα των ανθρώπων και μάλιστα να προχωρήσει η φυσική απομάκρυνση των τροτσκιστών από την FER (Ομοσπονδία Επαναστατών Φοιτητών) και των μελών του PCF που είχαν το θράσος να προσπαθήσουν να εγκατασταθούν στο Censier. Οι επιτροπές εκεί καταλάμβαναν τον τρίτο και τέταρτο όροφο και δούλευαν πιο αποτελεσματικά από ό,τι στη Σορβόννη, η οποία είχε μετατραπεί σε ένα… ανατολίτικο παζάρι του αριστερισμού. Θα πρέπει να αναφέρουμε τη δρομολόγηση από έναν σύντροφο μιας επιτροπής του Παρισιού-Προβηγκείου, η οποία απέστειλε ομάδες agitprop και υλικά προς κάθε κατεύθυνση, συμπεριλαμβανομένων φυλλαδίων και αφισών από τη σχολή καλών τεχνών, τα εργαστήρια της οποίας είχαν διατεθεί από την αρχή κατόπιν αιτήματος αυτής της επιτροπής. 8 Διαχειριστές (εκπρόσωποι), με τη μορφή περίπου δέκα μελών, τοποθετήθηκαν ως υπεύθυνοι για την παρακολούθηση των εισόδων και εξόδων μέσα στο χώρο του Censier. Αυτό είχε τη χρησιμότητά του στην αποτροπή "ύποπτων" στοιχείων. Άλλοι σύντροφοι δημιούργησαν μια εφημερίδα τοίχου και μια ομάδα συζήτησης στο σταυροδρόμι της Gobelins. Όλα αυτά συνεχίστηκαν για τρεις εβδομάδες, μέρα και νύχτα, με ύπνο και σίτιση επί τόπου (καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρχε μια καντίνα, γνωστή ως CLEOPS, και μια Επιτροπή Φοιτητών που οργανώθηκε από φοιτητές του Γεωπονικού Ινστιτούτου, βοηθούμενη από συμπαθείς φορτηγατζήδες, φρόντισε για την τακτική τροφοδοσία της). Αυτό ήταν μόνο ένα από τα παραδείγματα για τα οποία θα μπορούσαμε να καταθέσουμε προσωπική μαρτυρία, αλλά υπήρχαν και άλλοι ελευθεριακοί που έδωσαν απερίσπαστα τον εαυτό τους κατά τη διάρκεια του Μαΐου και τους οποίους θα ήταν ενδιαφέρον να δημοσιοποιήσουμε κάποια μέρα.

Η παρουσία των αναρχικών ήταν πολύ αισθητή κατά τη διάρκεια των πορειών της 13ης Μαΐου και του σταδίου Charlety, λόγω του μεγάλου αριθμού μαύρων σημαιών. Τα πολλά ελευθεριακά συνθήματα και τα ανατρεπτικά γκράφιτι στους τοίχους, η "προσαρμογή" των διαφημιστικών πινακίδων και άλλων χώρων αποκατέστησαν τον επαναστατικό λυρισμό. Η υποκειμενικότητα επανήλθε με πάταγο και όλα τα πράγματα έγιναν δυνατά. Ωστόσο, παρά κάποιες προσπάθειες συντονισμού των Επιτροπών Δράσης και παράλληλης οικονομικής οργάνωσης, δεν υπήρξε επαρκής συλλογική αποφασιστικότητα για να βρεθεί μια λύση ικανή να αντικαταστήσει τη διαβρωτική δύναμη του κράτους. Οι σταλινικοί της CGT, σύμφωνα με την αντεπαναστατική τους κλίση, έκαναν αυτό που η γκωλική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να καταφέρει ακριβώς: με δόλιες ψηφοφορίες, επέβαλαν την επιστροφή στην εργασία στη RATP (Αυτόνομη Αρχή Μεταφορών του Παρισιού), και μέσα σε μια νύχτα το σύστημα στάθηκε ξανά στα πόδια του. Ωστόσο, για όσους είχαν εμπλακεί ως συμμετέχοντες στα γεγονότα, δεν μπορούσε να γυρίσει ο χρόνος πίσω και το ελευθεριακό ήθος του Μαΐου επανέφερε το σθένος και τον ενθουσιασμό τους.

Ο αναρχισμός, που είχε γραφτεί ότι βρισκόταν στο νεκροκρέβατο, αν δεν είχε ήδη παραδοθεί στο νεκροταφείο της ιστορίας, έγινε και πάλι εξαιρετικά επίκαιρος και προκάλεσε εξίσου ευρεία περιέργεια. Το γεγονός αυτό επέτρεψε την έκδοση βιβλίων για το θέμα αυτό και μάλιστα σε συγκριτικά σημαντικό αριθμό: φυσικά, αυτά δεν ήταν όλα της ίδιας ποιότητας, αλλά βοήθησε στη διάσωση μερικών διάσημων συγγραφέων από τη λήθη (συγγραφείς όπως ο Dejacques, ο Coeuderoy, ο Προυντόν, ο Μπακούνιν κ.λπ.) και κυρίως στη δικαίωση της πραγματικής αξίας των ιστορικών εμπειριών του αναρχισμού. Τα βιβλιοπωλεία του κινήματος κατακλύστηκαν από ένα πλήθος μπροσούρων, δελτίων, φυλλαδίων και αφισών.

Από οργανωτικής άποψης, αρχικά δόθηκε έμφαση στον αυθορμητισμό, αλλά καθώς αυτός υποχωρούσε στο περιθώριο, έδινε τη θέση του σε απόπειρες πιο ανθεκτικών οργανώσεων. Ας επιτρέψουμε στον Maurice Fayolle να αντλήσει διδάγματα από τα γεγονότα:
“Τον Μάιο-Ιούνιο του 1968, πληρώσαμε ένα υψηλό τίμημα για τα 15 χρόνια απουσίας και οργανωτικού κενού. Οι αδιάκοπες δραστηριότητες μερικών συντρόφων και μερικών ομάδων δεν μπόρεσαν να αναπληρώσουν αυτό το έλλειμμα, και σε μια εποχή που το Παρίσι ήταν στολισμένο με μαύρες σημαίες, γλιστρήσαμε μέσα από αυτά τα γεγονότα, όπως το εκτόπλασμα μέσα από την ομίχλη, δηλαδή χωρίς να αποκομίσουμε όλα τα οφέλη που άλλοι αριστεροί σχηματισμοί απομυζούσαν από αυτά. Αν είχαμε, τότε, μια αξιόλογη οργάνωση, όπως η FA των χρόνων μετά τον πόλεμο του 1939-45, με τις δομές της και την εβδομαδιαία εφημερίδα της, η Γαλλία σήμερα θα είχε πάνω από διακόσιες οργανωμένες ομάδες και έναν τύπο με τεράστια κυκλοφορία, με λίγα λόγια, ένα πολυάριθμο και πολύ συνεκτικό αναρχικό κίνημα που θα μπορούσε να κάνει τη φωνή του να ακουστεί σε αυτή τη χώρα”. 9

Δεν θα θέταμε το ζήτημα με αυτούς ακριβώς τους όρους ... του ανταγωνισμού με την αριστερά, και με αριθμητικούς όρους δύναμης .... αλλά θα είχαμε επικεντρωθεί ευρύτερα στο μέτρο της επίδρασης των ελευθεριακών ιδεών, αν και δεν υπήρχαν αρκετοί αγωνιστές για να τις υιοθετήσουν, αλλά αυτό καταλήγει ουσιαστικά στο ίδιο πράγμα, διότι ο Maurice Fayolle εκτιμά ότι η "παιδική ασθένεια" του αναρχισμού -η αποδιοργάνωσή του- αποδείχθηκε μειονέκτημα για το κίνημα όταν συνέβησαν εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες "που όμοιές τους συμβαίνουν σπάνια κάθε εκατό χρόνια". Οι "αξιέπαινες προσπάθειες μερικών συντρόφων και μερικών ομάδων δεν θα έχουν κάνει τίποτα άλλο από το να σώσουν τα κάστανα των άλλων από τη φωτιά". Η ανάλυση του Fayolle έμελλε να αποδειχθεί διαθήκη του, γιατί απεβίωσε λίγο αργότερα. Ας εστιάσουμε λοιπόν όλη μας την προσοχή σε αυτήν. Αντιμετωπίζει την οργάνωση ως εργαλείο και όχι, φυσικά, ως αυτοσκοπό. Ωστόσο, δεν είναι ένα απαραίτητο εργαλείο. Τα βασικά σημεία σχετικά με αυτήν είναι ότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται σε συλλογικό επίπεδο, από το σώμα των μελών. Πρέπει να λαμβάνονται "όχι στην κορυφή, αλλά στη βάση, όχι στο κέντρο, αλλά στην περιφέρεια." Δεδομένου του γεωγραφικού μεγέθους και της δυσκολίας να συγκεντρώνονται οι ομάδες σε σταθερή βάση, πρέπει, αναγκαστικά, να υπάρχουν αντιπρόσωποι για να λαμβάνουν αποφάσεις στα συνέδρια, τα οποία αποτελούν την έδρα της ‘κυριαρχίας’ της οργάνωσης. Δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση μεταξύ του συνεδρίου και του "colloquium", μιας ευκαιρίας ανταλλαγής ιδεών. Προκειμένου να προφυλαχθεί η λογοδοσία των συντονιστικών ή εκτελεστικών οργάνων που μετατρέπονται σε ηγετικές εξουσίες ή σε κάποια αμετακίνητη γραφειοκρατία, θα πρέπει "να υπάρχει συνεχής παρακολούθηση από τη βάση και συχνή εναλλαγή των υπεύθυνων".

Ταυτόχρονα, μια αυτόνομη ομάδα, η Ομάδα “Κρονστάνδη” (που δεν έχει καμία σχέση με την ομώνυμη ομάδα που εξέδωσε πριν μερικά χρόνια το Υπόμνημα - σ.τμ.: για το οποιο έγινε λόγος στο προηγούμενο Κεφάλαιο) εξέδωσε ένα Σχέδιο Αρχών Οργάνωσης για μια ελευθεριακή κομμουνιστική οργάνωση. 10 Αυτό ήταν προϊόν εμπειρίας περίπου μιας δεκαετίας και, ως εκ τούτου, προσπαθούσε να αντλήσει διδάγματα από αυτήν. Μετά από μια γενική διακήρυξη σχετικά με τη φύση και το ρόλο μιας επαναστατικής οργάνωσης, συνέχισε να υποστηρίζει ότι θα πρέπει να υπάρχουν πολλές τέτοιες οργανώσεις, δηλαδή ότι μπορεί να υπάρχουν αρκετές από αυτές που αυτοχαρακτηρίζονται επαναστατικές, αλλά ότι "καμία δεν μπορεί να διεκδικήσει το μονοπώλιο": όλες "θα πρέπει να στοχεύουν στην ενοποίηση στην πράξη της επανάστασης, βασιζόμενες έτσι σε ολοκληρωμένα όργανα αγώνα βάσης, εμβρυακά Εργατικά Συμβούλια". 11 Αυτό σήμαινε μια ρήξη με τον οργανωτικό σοβινισμό που ήταν τόσο διαδεδομένος μέχρι τότε, καθώς και μια απόρριψη κάθε πρωτοπορίας. Στη συνέχεια διευκρινίστηκε ότι μια τέτοια οργάνωση "ως μέσο, θα έπρεπε να συνδυάζεται με έναν σταθερό στόχο, δηλαδή ότι από την αρχή της και καθώς αναπτύσσεται, θα πρέπει να καταργήσει τους διανοητικούς και κοινωνικούς διαχωρισμούς και τις διαιρέσεις μεταξύ των δοτών και των ακολουθητών των εντολών και να μην επιτρέπει την αναπαραγωγή των πυραμιδικών σχέσεων που υπάρχουν στην κατεστημένη κοινωνία. Και να μην καταπολεμά την αποξένωση μέσω για τα χαλιά που αποξενώνουν. "

Αυτό το Σχέδιο όριζε ότι "είναι αυτονόητο ότι η ένταξη σε μια επαναστατική οργάνωση είναι ασυμβίβαστη με τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε άλλη οργάνωση της οποίας η φύση και οι μέθοδοι δεν θα ταίριαζαν στους επαναστατικούς στόχους". Η οργανωτική πρακτική εμπνεύστηκε άμεσα από την Πλατφόρμα, με τη διατύπωσή της να επικαιροποιείται. Υπήρχε αναφορά σε μια πολιτική γραμμή που στήριζε τη συλλογική προσέγγιση της οργάνωσης. Με τον όρο πολιτική γραμμή θα πρέπει να κατανοήσουμε ένα φάσμα γενικών και ειδικών θέσεων σε βασικά σχετικά ζητήματα: αυτό δεν θα ήταν συγκεκριμενοποιημένο, διότι θα υπόκειτο σε "διαρκή ανταλλαγή αναλύσεων και εμπειριών των μελών ως σώμα". Υπήρχε ένα βασικό υποκείμενο σημείο στο ότι οι αποφάσεις που θα λαμβάνονταν συλλογικά θα ήταν δεσμευτικές για όλα τα μέλη. Η οργανωτική λειτουργία ήταν εξαιρετικά λεπτομερής: στην πραγματικότητα, επαναλάμβανε όλα τα βασικά στοιχεία προηγούμενων οργανωτικών πρακτικών: το καταστατικό της Συμμαχίας του Μπακούνιν, το (l'lintessenre των πλατφορμιστικών εγγράφων και τις εμπειρίες της δεκαετίας του 1960 (βλ. ιδίως το κείμενο που αναδημοσιεύεται εν μέρει ως παράρτημα) . Αυτό το προσχέδιο αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία του Ελευθεριακού Κομμουνιστικού Κινήματος (MCL), μιας συνάθροισης περίπου εκατό αγωνιστών, ανάμεσά τους και του Georges Fontenis. Ο τελευταίος είχε εμφανιστεί ξανά τον Μάιο του 1968 στην Επιτροπή Δράσης στην Τουρ: στην πραγματικότητα, του ανατέθηκε να συντάξει το βασικό καταστατικό της οργάνωσης. Λίγο αργότερα, άρχισαν διαπραγματεύσεις με την Επαναστατική Αναρχική Οργάνωση (ORA), η οποία είχε δημιουργηθεί με βάση τις σκέψεις του Maurice Fayolle. Η ORA αρχικά ήταν συνδεδεμένη με τη FAF και στη συνέχεια, μετά από μια διαφωνία σχετικά με τη διοργάνωση του Διεθνούς Αναρχικού Συνεδρίου που ήταν προγραμματισμένο να διεξαχθεί στο Παρίσι το 1971, έγινε αυτόνομη.

Τα οργανωτικά πιστεύω των δύο οργανώσεων ήταν κοντά (βλ. στα παραρτήματα το οργανωτικό σύμφωνο της ORA), αλλά οι προσωπικές διαφορές και οι ελιγμοί διάσπασης απέκλεισαν τη συγχώνευση. Η ORA συνέχισε τις θεωρητικές διαβουλεύσεις της, τις οποίες προσέφερε με τη μορφή εκθέσεων στο Διεθνές Συνέδριο του Παρισιού τον Αύγουστο του 1971, χωρίς καμία θετική ανταπόκριση, γιατί το συνέδριο αυτό ξόδεψε το χρόνο του για να διευθετήσει πολιτικούς και προσωπικούς λογαριασμούς (ο Augustin Souchy, ο ηλικιωμένος Γερμανός αναρχικός που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Κουβανικής Αναρχικής Ομοσπονδίας, αποβλήθηκε κατά ντροπιαστικό τρόπο, κατηγορούμενος για συνεργασία με τη CIA!

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η οργανωτική πρακτική της ORA σημείωσε κάποια επιτυχία, ιδίως με τη δημιουργία περίπου εκατό κύκλων του Front Libertaire, μέχρις ότου η επέκταση αυτή διακυβεύτηκε και ανακόπηκε από μια ολόκληρη καταιγίδα πολιτικών και αστυνομικών προκλήσεων, αφενός, και από μια κάπως ζόμπι όραση της μαχητικής δραστηριότητας, λόγω ενός υπερβολικού αριστερισμού, αφετέρου. 12 Θα μπορούσαμε επίσης να σημειώσουμε τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραμάτισε ένας "ιστορικός πυρήνας" ιδρυτών της ORA, ο οποίος λειτούργησε ως μια κρυφή πολιτική ηγεσία, παρ΄ ότι ήταν γνωστός και κυρίως ανεκτός από το μεγαλύτερο μέρος της οργάνωσης.

Τα έτη 1970-1976 ήταν, ως εκ τούτου, γεμάτα από πολυάριθμες διασπάσεις ή απλές εξαφανίσεις (όπως η παύση της κυκλοφορίας της επιθεώρησης “Noir et Rouge”). 13 Σε τελική ανάλυση, η ORA και η OCL (πρώην MCL) κατέληξαν να αντικατασταθούν από δύο πιο ανθεκτικές οργανώσεις: την OCL (κληρονόμος της ORA) και την UTCL (Ένωση Ελευθεριακών Κομμουνιστών Εργαζομένων), με συμβουλιακές και μαρξιστικές αποχρώσεις), οι οποίες, μέχρι σήμερα, δηλώνουν ότι ανήκουν στις ελευθεριακές κομμουνιστικές πεποιθήσεις. Αυτή η αντιστροφή από τους χιλιάδες αγωνιστές που έκαναν αυτόν τον ισχυρισμό από το 1968 είναι εντυπωσιακή. Πώς γίνεται αυτό; Ίσως να οφείλεται σε μια περίοδο αφομοίωσης των ιδεών, που ήταν απαραίτητη για να αποφευχθεί ο συγχρωτισμός, καθώς και στο γενικότερο πλαίσιο της χώρας, με πολλούς ανθρώπους να αποσύρονται στις προσωπικές τους ανησυχίες, και κυρίως στην απουσία οποιασδήποτε αξιόπιστης ελευθεριακής εναλλακτικής λύσης στο κατεστημένο σύστημα.

Την τελευταία δεκαετία περίπου (σ.τ.μ.: εννοεί τη δεκαετία του 1980), το γαλλικό αναρχικό κίνημα είναι πιο νηφάλιο και δεν υπήρξαν άλλες τέτοιες αναταραχές. Η πιο σημαντική οργάνωση, η FAF, έχει στρογγυλοκάτσει στο προσκήνιο προικίζοντας τον εαυτό της με καλούς προπαγανδιστικούς πόρους: έναν ραδιοφωνικό σταθμό, μια εβδομαδιαία εφημερίδα και ένα εξαιρετικό βιβλιοπωλείο. Επιπλέον, έχει αναθεωρήσει τις βασικές αρχές της, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη της ταξικής πάλης, της οποίας "αντικείμενο θα έπρεπε να είναι η εγκαθίδρυση μιας αναρχικής κοινωνίας": "προτρέπει τους εργάτες και τους εκμεταλλευόμενους στο σύνολό τους να καταπολεμήσουν τη διαμεσολάβηση που είναι αντίθετη με τα ταξικά τους συμφέροντα και να επιλέξουν την άμεση δράση (δηλαδή δράσεις που αποφασίζονται και πραγματοποιούνται χωρίς την παρέμβαση μεσαζόντων) και τον συντονισμό κατά μήκος ομοσπονδιακών γραμμών". Ενώ συνδέεται με τον κοινωνικό αναρχισμό, εντούτοις διατηρεί τον οργανωτικό χαρακτήρα μιας οργάνωσης σύνθεσης, απορρίπτοντας τη συλλογική ευθύνη και υποστηρίζοντας ότι η ευθύνη πρέπει να είναι προσωπική. Αποτελείται από αρκετές δεκάδες ομάδες, μερικές από τις οποίες είναι πολύ σταθερά εδραιωμένες σε τοπικό επίπεδο και οι οποίες συχνά εκδίδουν εξαιρετικά περιοδικά.

Παράλληλα με αυτούς, υπάρχουν οι αναρχοσυνδικαλιστές -διάσπαρτοι γύρω από τα διάφορα συνδικάτα και ορισμένες ομάδες που συνδέονται με την έκδοση επιθεωρήσεων, περιοδικών και ποιοτικών εφημερίδων. Σε αυτούς θα μπορούσαμε να προσθέσουμε αρκετούς ελευθεριακούς συνεταιρισμούς: βιβλιοπωλεία, εστιατόρια, τυπογραφεία (οκτώ από αυτά στη Γαλλία κάποια στιγμή), ακόμη και αυτοδιαχειριζόμενες φάρμες. Είναι λυπηρό που οι πληροφορίες για όλα αυτά τα εγχειρήματα δεν κυκλοφορούν πιο ελεύθερα: ελπίζουμε ότι αυτή η παράλειψη μπορεί να αποκατασταθεί, ώστε αυτή η τάση των ελευθεριακών συνεταιρισμών να ανθίσει.

Για όποιον έζησε τα χρόνια στην ερημιά μεταξύ 1958 και 1968, όλα αυτά τα σημάδια και τα εγχειρήματα -ενδεικτικά της ζωής του κινήματος- είναι ευχάριστα, και έτσι ας μην είμαστε πολύ σχολαστικοί και ας μην λυπούμαστε που δεν υπάρχει μεγαλύτερη παρέμβαση στους κοινωνικούς αγώνες. Ελπίζουμε απλώς ότι μπορεί να υπάρξει ισόρροπη και θετική συνεργασία όλων όσοι ενστερνίζονται τον αναρχισμό σε κάθε τομέα.

Σημειώσεις

1. Στο Roland Biard, Histoire du mouvement anarchists 1945-1975, (Paris: Editions Galilee, 1976), σελ. 112-113.
2. Στο “Noir et Rouge”: Anthologie, (Paris: Spartacus and Acratie, 1982), σελ. 28-29.
3. Στο “Lettre au mouvement anarchists international” από την UGAC, (Montreux, Switzer· land, 1966) , pp. 26-27. Η UCAC αργότερα μετατράπηκε σε TAC (Αναρχική Κομμουνιστική Τάση). 4. Στο ίδιο, σελ. 69.
5. Continuons Ie debat, bulletin anarchiste-communiste, No. 1, (Νοέμβριος 1970), σελ. 3.
6. Daniel Guerin, Pour un Marxisme libertaire, (Paris: Robert Laffont, 1969) , σελ. 17.
7. Maurice Fayolle, Rejlexions sur l'anarchisme, (Paris: Publico, 1965) σελ. 26 και 42.
8. Η πρώτη αφίσα έδειχνε ένα κοτόπουλο με το κεφάλι του Πομπιντού, με ένα σκουλήκι στο στόμα, και στάλθηκε ανώνυμα στην επαρχία, παρά τις επανειλημμένες αναζητήσεις από κάποιους νεκρόφιλους συλλέκτες επαναστατικών εφήμερων.
9. Maurice Fayolle, Contribution a ('elaboration d'un manifeste anarchists revolutionnaire in l'organization libertaire, No. 6, aune 1970) , σελ. 32-33.
10. Εξασέλιδο κείμενο, που δημοσιεύτηκε στις αρχές του 1971. Η ομάδα “Κρονστάνδη” υπήρξε από το 1969 έως το 1971 και αριθμούσε περίπου δέκα μέλη, μεταξύ των οποίων, κατά καιρούς, ο Daniel Guerin, ο Roland Biard και ο συγγραφέας (σ.τ.μ.: ο Alexandre Skirda), ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την εκπόνηση του προσχεδίου.
11. Αναδημοσιεύεται στο άνοιγμα του παρόντος βιβλίου.
12. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την περίπτωση κάποιου Μάρκο, ενός Ισπανού που είχε καταφύγει στη Γαλλία ως φοροφυγάς: εκτέθηκε σε μια συγκέντρωση της ORA για να αποσύρει τις ποινικές κατηγορίες εναντίον του: η πλειοψηφία των παρόντων, "χριστιανικά σκεπτόμενοι" άνθρωποι, όπως θα μπορούσε να τους περιγράψει ο Jean Grave, αρνήθηκε να τον αποπέμψει. Είχαν λόγο να το μετανιώσουν αυτό, γιατί αυτός ο Μάρκο "ανακάλυψε" ξαφνικά τον μαρξισμό και τον Λένιν του "Κράτους και Επανάσταση" και κατάφερε να πάρει μαζί του δεκάδες οπαδούς, όταν πέρασε στο τροτσκιστικό JCR (το οποίο στη συνέχεια έγινε η Ligue Communiste που ξέρουμε σήμερα). Λίγο αργότερα, βρισκόταν πίσω από την απαγόρευση της οργάνωσης αυτής από τις αρχές, όταν έφερε ένα τουφέκι στις εγκαταστάσεις της το πρωί της έρευνας που έφερε τον κεραυνό εν αιθρία από τα δικαστήρια! Αυτή τη φορά καταγγέλθηκε σε διεθνή κλίμακα! Η ORA υστερούσε επίσης σε επαγρύπνηση σε πολλές άλλες "σκοτεινές" υποθέσεις, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να σπεύσουν να αποστατήσουν από αυτήν.
13. Τις οποίες ο Christian Lagant, ένας άλλος που χάθηκε κατά τραγικό τρόπο, εξήγησε με όρους "δικής μας αποδιοργάνωσης (θεωρητικά προβλήματα- έλλειψη κοινών αναλύσεων- αδυναμία να υιοθετήσουμε τον Μάη του 1968 και να βγάλουμε τα απαραίτητα πολιτικά συμπεράσματα από αυτόν- πρακτικές δυσκολίες, επίσης, η αδυναμία μας να ξεπεράσουμε τη διαίρεσή μας σε χειρωνακτικά και εγκεφαλικά εργαζόμενους, η οποία υπήρχε παρά το γεγονός ότι ήμασταν "στοχαστές", και συνεπώς η αποτυχία μας να εξασφαλίσουμε την κατάλληλη εναλλαγή των υλικών καθηκόντων) μας οδήγησε στην αποτυχία", στο Notes sur la composition sociale, ['evolution du mouvement libertaire de 1950 a nosjours (αχρονολόγητο) σελ. 8.

Συνεχίζεται