Εισαγωγή
Αρχίζουμε τη μετάφραση και δημοσίευση των κεφαλαίων του εκ των βασικών έργων του Alexandre Skirda (Αλεξάντερ Σκιρντά, 1942-2020) με τίτλο «Facing the Enemy» και υπότιλο «A History Of Anarchist Organisation from Proudhon to May 1968» (Αντικρύζοντας τον Εχθρό - Μια Ιστορία της Αναρχικής Οργάνωσης από τον Προυντόν στον Μάη του 1968). Το βιβλίο γράφτηκε στα γαλλικά, μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Paul Sharkey, και εκδόθηκε στο AK Press σε συνεργασία με την Kate Sharpley Library, το 2002. Η ελληνική μετάφραση γίνεται από το Ούτε Θεός Ούτε Αφέντης και τα Κεφάλαια θα δημοσιεύονται όποτε τελειώνει η μετάφρασή τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η χρεοκοπία του Σοσιαλισμού και η οπισθοχώρηση του Αναρχισμού
Η εποχή των σύγχρονων επαναστάσεων είναι απότοκο της Γαλλικής Επανάστασης, που έριξε μια μακρά σκιά σε ολόκληρο το 19ο αιώνα. Έτσι, άλλες Βαστίλες κατακτήθηκαν και, σταδιακά, χάρη στα καίρια χτυπήματα και τις εξεγέρσεις, με αποκορύφωμα τον ασυνήθιστο επαναστατικό αναβρασμό του 1848 και την άνοδο της Κομμούνας του Παρισιού το 1871, διαμορφώθηκε το επαναστατικό όραμα. Έκτοτε, οι υποστηρικτές του ασχολούνταν αδιάκοπα με τις προοπτικές της υλοποίησής του. Τώρα, έχουν αναδυθεί πολλές δυσκολίες στο φως όσον αφορά τις προσπάθειες και τα πειράματα που έγιναν εξ ονόματός του. Αυτά βρίσκονται εξίσου στην επινόηση ενός όσο το δυνατόν πιο ακριβούς ορισμού των στόχων του και τη χάραξη μιας στρατηγικής για την υλοποίησή τους.
Έτσι, ενώ ο αιώνας αυτός (στμ. εννοεί τον 20ό αιώνα) οδεύει πος το τέλος του και σύμφωνα με τις προβλέψεις ορισμένων από αυτούς τους σοσιαλιστές «προφήτες», ότι θα γινόμασταν μάρτυρες της πραγματοποίησης της «χειραφέτησης της ανθρωπότητας», είμαστε σε θέση να δηλώσουμε, χωρίς φόβο ή και χωρίς αντιφάσεις, δυστυχώς, ότι οι υποσχέσεις που ενέπνευσε η αρχή του αιώνα δεν έχουν εκπληρωθεί. Ειδικότερα, γίνεται ολοένα και πιο προφανές ότι η εξαιρετική τεχνολογική και επιστημονική εξέλιξη που σημάδεψε τη ζωή μας έφερε μόνο πικρές απογοητεύσεις ή μια τραγική αποθάρρυνση σε εκείνους που στήριξαν τις ελπίδες τους για μια ενδεχόμενη απελευθέρωση σε αυτήν την πρόοδο. Αντικρύζοντας μια τέτοια επιμονή των γεγονότων, η ιστορία έχει σημαδέψει το χρόνο, κάνοντας ένα γύρισμα μόνο και μόνο για να εξακοντίζεται προς κάθε κατεύθυνση. Όταν η μάσκα της πέσει, τα πρελούδια της επανάστασης ακολουθούνται από χλωμές και συνηθισμένες αυγές.
Μπροστά σε τέτοιες αυγές, μακριά από κάτι το ακτινοβόλο και το χορωδιακό, μήπως καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ίδια η έννοια της κοινωνικής επανάστασης έχει ξεπεραστεί; Φυσικά όχι. Αντίθετα, μιλώντας για τον εαυτό μας, είμαστε πεπεισμένοι ότι παραμένει η μοναδική προοπτική για μια πραγματικά ανθρώπινη κοινωνία. Και αυτό ανεξάρτητα από τους νικητές, τους σκοταδιστές και αυτούς που ασκούν πλύση εγκεφάλου όλων των τύπων: παρά τις μόδες κάθε είδους, τις σοσιαλιστικές μεταμφιέσεις και τα μαρξιστικά-λενινιστικά εγκλήματα - παρά τους αποστάτες της τάξης μας, τους αδιάφορους και τους απολίτικους ξερόλες που φαντάζονται ότι μπορούν να ξεφύγουν αλώβητοι κρατώντας αποστάσεις από τον κοινωνικό πόλεμο.
Αλλά πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τις αποκλίσεις και τις επαναλαμβανόμενες αποτυχίες που υπέστη το επαναστατικό ιδεώδες, την πτώση του σε μια ντροπή και μια «παγκόσμια αρνητική» ετυμηγορία που λειτούργησε εναντίον του από ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Γης; Η σωστή απάντηση σε αυτό θα απαιτούσε έναν παρατεταμένο και σύντομο έλεγχο μιας σειράς παραγόντων και διαφορετικών επιρροών. Ελπίζουμε τελικά να διεξάγουμε μια τέτοια έρευνα, αλλά μέχρι στιγμής πρέοει να το κάνουμε προσφέροντας μερικές πολύ συμπυκνωμένες παρατηρήσεις.
Πρώτα απ’ όλα, υπήρξε κάποια σύγχυση γύρω από την ίδια την έννοια της επανάστασης. Οι σοσιαλιστές ιδεολόγοι την εξέλαβαν ως συνώνυμο ενίοτε με το «δικαίωμα στην εργασία» (1848), μερικές φορές με το δικαίωμα του εργαζόμενου στο πλήρες προϊόν της εργασίας του, κατόπιν με την απλή ορθολογική οργάνωση μιας κοινωνίας των παραγωγών ή ακόμη -και πρώτα απ’ όλα- με την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας. Ο σκοπός ήταν να τεθεί ο μοχλός της κοινωνίας σε μια πορεία που να ταιριάζει στα συμφέροντα της «πολυπληθέστερης και μεγαλύτερης» τάξης -του προλεταριάτου- αλλά στην πραγματικότητα εμπιστεύοντάς την στη φροντίδα αυτών που έχουν επωμιστεί με την αντιπροσώπευση του «ιστορικού ρόλου» της. Αυτή η τάση προκάλεσε την εμφάνιση μιας νέας «σοσιαλιστικής» τάξης: των Καπιταλιστών της Εξειδίκευσης ή των διανοούμενων.
Κάθε φορά που κάποιος κοιτάζει το αποτέλεσμα αυτού του βαθιά ριζωμένου ξεμυαλίσματος με τη βιομηχανική ανάπτυξη, διαπιστώνει ότι παρέχει στους εργάτες, στη βάση, μόνο ψίχουλα, καθιστώντας την ζωή τους σίγουρα πιο ανεκτή από ό,τι πριν, αλλά αρκετά επισφαλή, όπως μπορούμε σήμερα να το εκτιμήσουμε. Αυτή η φιλοδοξία για μια απλή «διαχείριση των πραγμάτων» μέσω μιας καλής «διακυβέρνησης των ανθρώπων» εξαρτάται από το μυαλό των σοσιαλιστών και των ακολουθητών τους από μια «καταστροφική» ανάλυση περί της εξελικτικής τάσης του καπιταλιστικού συστήματος. Το σύστημα αυτό προοριζόταν, με βάση την εκτίμησή τους, να μπει πρώιμα σε έναν τάφο, ως θύμα των αμέτρητων αντιφάσεών του, και το μόνο που χρειαζόταν ήταν η υπομονή και η οποία έγινε η βασική αρετή του «επιστημονικού» σοσιαλισμού. Θα έπρεπε να τοποθετηθεί και να τονιστεί ότι αυτή η πεποίθηση ήταν κοινή, σε διαφορετική μορφή, και από τους αναρχικούς και τους έντιμους επαναστάτες, καθώς και από ευάριθμους προλετάριους. Ως εκ τούτου, έτσι εξηγείται η ανυπομονησία τους και η κάπως αφελής πίστη τους σε μια αυθόρμητη επανάσταση και άμεση μεταμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων. Ενθαρρύνθηκαν σε αυτή την πορεία από εκείνους που αρνήθηκαν να «νομοθετήσουν για το μέλλον». Αυτό ήταν ένα έξυπνο και κερδοφόρο εργαλείο για να συγκαλυφθεί η φιλοδοξία μιας νέας άρχουσας τάξης και για να παρακαμφθεί το ζήτημα της πραγματικής ισορροπίας των δυνάμεων που υπάρχουν μεταξύ των επαναστατών ή των πιθανών εχθρών τους. Αυτή η εξασθένιση της επαγρύπνησης οδήγησε πολλούς προλετάριους να καταφεύγυν ή να συμμετέχουν, συχνά απερίσκεπτα, σε εξεγερσιακές περιπέτειες. Και αυτό χωρίς να είναι επαρκώς εξοικειωμένοι ή επικριτικοί για τον προσανατολισμό των προσπαθειών τους ή για την ανάκτηση των κερδών που επιτεύχθηκαν από τους αγώνες αυτούς από τους νέους εσωτερικούς εχθρούς, οι οποίοι είχαν υποτιμηθεί αδικαιολόγητα μέχρι εκείνο το σημείο. Αυτό μπορούσε να φανεί εκείνη την εποχή με την αιματοχυσία των εργατών τον Ιούνιο του 1848, στην Κομμούνα των Παρισίων, τη Ρωσία και την Ουκρανία το 1917-1921 και τελευταία στην Ισπανία το 1936-1939.
Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η επικέντρωση στις οικονομικές συνθήκες, οι οποίες θεωρούνται τελικά ο ακρογωνιαίος λίθος οποιασδήποτε αναμόρφωσης της κοινωνίας, πήγε χέρι-χέρι με την υπεροχή του αθροιστικού στοιχείου πάνω στο άτομο, εξαλείφοντας έτσι μια πιο ολοκληρωμένη, ανατρεπτική εκτίμηση των σχέσεων κυριαρχίας. Ο αναρχισμός από μόνος του αποτελεί την εξαίρεση σε αυτό, δεδομένου ότι έχει υιοθετήσει τις συνθήκες του ατόμου ως το σημείο εκκίνησης του επαναστατικού έργου. Σύμφωνα με την «αναρχική άποψη, το άτομο είναι κάτι περισσότερο από παραγωγός και καταναλωτής: είναι επίσης ένα ον που διαθέτει μια κριτική συνείδηση και προσβλέπει στην κοινωνική αρμονία μέσω της αλληλεπίδρασης των μεμονωμένων αυτονομιών.
Η έλλειψη ακρίβειας στις ιδεολογίες του 19ου αιώνα έχει αντικατοπτριστεί στον «χορό των ετικετών»: στροφή και ξανά στροφή, κάθε φράξια έχει ονομαστεί «Κολεκτιβιστική», «Επαναστατική-Σοσιαλιστική», «Κομμουνιστική» και «Σοσιαλδημοκρατική» μέχρις ότου η διαδικασία της εκκαθάρισης μας άφησε με αυτούς που προωθούσαν έναν υποτιθέμενο «επιστημονικό» κρατικό σοσιαλισμό και των φεντεραλιστών αυτονομιστών, οι οποίοι στη συνέχεια έγιναν αναρχικοί ή ελευθεριακοί κομμουνιστές. Έτσι, οι πρώτοι ήταν πολύ πεπεισμένοι ότι η κατάρρευση του καπιταλισμού ήταν αναπόφευκτη, δεδομένης της απλής ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών, και ότι αυτό χρειάζεται απλώς να επιταχυνθεί λίγο, παίρνοντας τον έλεγχο του παλαιού κρατικού μηχανισμού. Είναι τόσο απλό καθώς το σύστημα αποδείχθηκε πιο ζωντανό απ’ όσο αναμενόταν και το γεγονός ότι κατάφερε να ανακάμψει εν μέσω ολόκληρης αυτής της αμφισβήτησης με έξυπνο τρόπο.
Όσο για την κατάκτηση της εξουσίας, αυτή έχει οδηγήσει απλώς τους σοσιαλιστές όλων των αποχρώσεων σε μια διαρκή άρνηση, χάρη σε τεράστιες παραχωρήσεις και σε ντροπιαστικούς συμβιβασμούς με τον εχθρό -την καπιταλιστική αστική τάξη- ενώ διατείνεται ότι μπορεί να λειτουργήσει την κοιωνία καλύτερα από τους καπιταλιστές! Όλα σε βάρος των τελικών στόχων τους, που αναβάλλονται απεριόριστα σε μια πιο μακρινή και αόριστη μελλοντική ημερομηνία.
Κατά την άποψη ενός τμήματος αυτών των κρατικών σοσιαλιστών, καθώς το ίδιο το σύστημα αρνήθηκε να ηττηθεί, έχει γίνει θέμα επείγουσας ανάγκης να ληφθούν υπόψη οι υποκειμενικές συνθήκες του προλεταριακού «Προμηθέα» και οι προσπάθειές του να εποπτεύονται. Έτσι, η Μπλανκιστική άποψη για την επαναστατική μειοψηφία, ανασχηματίστηκε σε συνθήκη έγινε μια «σάλτσα tartare» από τον Λένιν, που δημιούργησε μια οργάνωση ενός νέου τύπου: το μπολσεβίκικο κόμμα. Θεωρώντας τον εαυτό του ως μοναδικό αποθετήριο (repository) των ιστορικών συμφερόντων του βιομηχανικού προλεταριάτου και, ως εκ τούτου απονέμοντας στον εαυτό του το δικαίωμα να ενεργεί εκ μέρους του και στη θέση του, το κόμμα αυτό επιβλήθηκε εξήντα χρόνια πριν, ασκώντας μια προνομιακή επιλογή έναντι ολόκληρου του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος. Με τα καταστροφικά αποτελέσματα της ηγεμονίας του είμαστε όλοι εξοικειωμένοι: οπουδήποτε πέτυχε, απείχε πολύ από την εξάλειψη της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας, απλώς τη συνέχιζε και την εδραίωνε. Οι αδύναμοι και γηραιότεροι αυτοκράτορες έχουν αντικατασταθεί από αδίστακτους και παντοδύναμους κομματικοκράτες. Εν ολίγοις, ο ταξικός αγώνας που άρχισε τη ζωή του με το βλέμμα προς την απελευθέρωση, μετατράπηκε μεταξύ των κρατικών σοσιαλιστών, των μεταρρυθμιστών και των ολοκληρωτικών, σε έναν συνηθισμένο «ανταγωνισμό για το αξίωμα». Μια ευχάριστη αλλά πολύ διαδεδομένη φόρμουλα.
Όσον αφορά τον δεύτερο εναλλακτικό παράγοντα -το θέμα αυτού του βιβλίου- δηλαδή τους αναρχικούς ή τους ελευθεριακούς κομμουνιστές, πάντα επιζητουσαν και ανέμεναν την άμεση παραδοχή από τους εκμεταλλευόμενους του ελέγχου των υποθέσεών τους, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε κόμμα ή κρατική κηδεμονία. Μαζί με την κατάργηση του ιδιωτικού και του κρατικού καπιταλισμού, καθώς και την εξάλειψη όλων των όρων της πολιτικής κυριαρχίας, ώστε αυτές να «αντικατασταθούν από μια οικονομική και κοινωνική ρύθμιση όπου η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και οι ανθρώπινες σχέσεις θα συνδέονταν άμεσα με τις πραγματικές ανάγκες και τις επιθυμίες των ανδρών και των γυναικών, που θα συνενώνονταν σε ελεύθερα ομόσπονδες αυτόνομες κοινότητες. Για πολύ καιρό αυτό το ιδανικό έχει απορριφθεί ως ουτοπικό, αλλά εφαρμόστηκε σε δοκιμαστική βάση -και παρά τις εξαιρετικά δύσκολες περιστάσεις- κατά τη διάρκεια δύο επαναστατικών πειραμάτων, ένα στην ανατολική Ουκρανία το 1917-1921 και το άλλο στην ελευθεριακή Ισπανία το 1936-1939. Αυτό έδειξε ότι οι ουτοπιστές δεν θεωρούσαν εκείνους που θεωρούνταν έτσι, αλλά αυτοί που πίστευαν ότι όλα μπορούσαν να συνεχιστούν όπως και πριν, με το σύστημα εκμετάλλευσης να υφίσταται ένα μικρό κούνημα εδώ και εκεί: πράγμα που στηρίζεται στην πραγματικότητα στη διατήρησή του ζωντανού και ατελείωτου απορρίπτοντας την αναπόφευκτη κατάρρευση της.
Ωστόσο, παρ΄ ότι ο αναρχισμός εμφανίστηκε ως ο ριζοσπαστικός παράγοντας ενός πραγματικά επαναστατικού οράματος και διαμέσου των κρίσιμων (ή κριτικών) ισχυρισμών του έχουν επιβεβαιωθεί επανειλημμένα από τις ιστορικές τάσεις και διατηρούν έτσι την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητά τους, οι υποστηριζόμενες μέθοδοι και η οργανωτική πρακτική που υιοθετήθηκαν οδήγησαν μερικές φορές σε παρεξηγήσεις ή ακόμα και αδιέξοδα. Η συνοχή και η συνεκτικότητα συχνά λείπουν. Και αυτό είναι η ουσία του προβλήματος. Ανεξάρτητα από την έντονη ατομική αυτονομία και τη συλλεκτική προσέγγιση που μερικές φορές ξοδεύει, οι ελευθεριακοί αποτυγχάνουν συχνά να αφήνουν ένα οριστικό απελευθερωτικό αποτύπωμα στα γεγονότα και στην κίνηση της ιστορίας. Μπορεί αυτό το μειονέκτημα να αποδοθεί σε μια δυσμενή ρύθμιση, στους αναπόφευκτους αντικειμενικούς νόμους, στην ανθρώπινη φύση, ή να βρεθεί σε ένα συγγενικό μειονέκτημα, κάποιο «μαλακό υπογάστριο» στο δόγμα και σε μια ανεπάρκεια που μπορεί να θεραπεύσει; Μπορούμε να ξεκινήσουμε μια μακρά διατριβή από κάθε πλευρά του επιχειρήματος, αλλά οι αναρχικές ιδέες έχουν τις ρίζες τους κυρίως στη θέληση να είναι και να κάνουμε σε όλους μας. Επομένως, θεωρούμε ότι είναι θέμα προτεραιότητας να αναζητήσουμε τις υποκειμενικές εξηγήσεις για το ελάττωμα αυτό μέσα από μια εξερεύνηση της αναρχικής σκέψης, όπως αποδείχθηκε τον προηγούμενο αιώνα ή περισσότερο, παντρεύοντάς το στενά με τις διάφορες κοινωνικές και πρακτικές οργανωτικές εμπειρίες που μπορεί να έχουν προκαλέσει. Δεν θα είναι μέρος της πρόθεσής μας να προσφέρουμε μια πλήρη απογραφή των αναρχικών ιδεών, αλλά να επικεντρωθούμε σε κάποιες από τις πιο ξεκάθαρες εκφράσεις αυτών που συνδέονται στενότερα με το επαναστατικό έργο. Φυσικά θα τα θέσουμε στα κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια από τα οποία δεν θα μπορούσαν να απομονωθούν σε κάθε περίπτωση και η έμφαση δίδεται στα εμπόδια και στα εμπόδια που έχουν συναντήσει. Υπό το φως αυτής της διεξοδικής έρευνας, θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να ενημερώσουμε τα γεγονότα του θέματος.
*Συνεχίζεται