ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Από το άτομο του Στίρνερ στον παραγωγό του Προυντόν

Οι αναρχικές ιδέες εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1840, ως αντίδραση (backlash) εναντίον της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής επαγγελματικής πίστης που είχαν έρθει πρόσφατα στη μόδα.

Ας σημειώσουμε πάντως ένα παράδοξο: οι τελευταίοι (στμ., οι σοσιαλιστες και κομμουνιστές) θεωρούνταν αντιμέτωποι του «αστικού» ατομικισμού, και επεζήτησαν το καλό του «μεγαλύτερου αριθμού» (σ.τμ., των μαζών). Με τη σειρά του, ο αναρχισμός στάθηκε αντιμέτωπος στην κοινωνική πρόθεση να ξεπεράσει το άτομο και ζήτησε να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς του μαζικού κράτους.

Στις εκτιμήσεις του Stirner και του Proudhon, που εξέφραζαν αυτήν την αντίδραση εκείνη την εποχή, το άτομο είναι μια ύπαρξη με σάρκα και οστά, η βασική μονάδα της κοινωνίας, ένας μη κερδοσκόπος, που δεν έχει τίποτα κοινό με τον αφηρημένο «ολοκληρωμένο» άνθρωπο της ιστορικής ή θρησκευτικής εξέλιξης στον οποίο οι υποστηρικτές της κοινοτικοποιητικής (κοινοτιστικής) ή κρατιστικής αδελφοσύνης, των Σαινσιμονιστών, των Φουριεριστών, των ακολουθητών του Καμπέ (Cabet) και άλλων ιδεολόγων της κοινωνικότητας, επιδίωξαν να επιβληθούν. Ειδικά καθώς, στο όραμα των τελευταίων, ορισμένα άτομα ήταν προορισμένα να διαδραματίσουν έναν ειδικό, έναν ρόλο-ελίτ, όπως οι «προφήτες» με λίγα λόγια, και ως εκ τούτου, είχαν μια σαφή τάση να διεκδικούν ορισμένα προσόντα για τον εαυτό τους και ένα πεπρωμένο που, μακροπρόθεσμα, τα μεταμόρφωσαν σε κάστα ή άρχουσα τάξη. Εν αναμονή της έλευσης της παραδοσιακής υπόσχεσης γης της κομμουνιστικής κοινωνίας, όπως καταλαβαίνετε.

Ο Stirner υιοθέτησε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: όσο τον αφορούσε, το άτομο ήταν ο «μοναδικός», ο «εγωιστής» που λειτουργούσε σύμφωνα με την αυτοπραγμάτωσή του, χωρίς να παραβιάζει τα συμφέροντα των άλλων ή να αποκλείει κάθε μορφή ελεύθερης συσχέτισης (embraced association), αλλά αρνούμενος την κρατική εποπτεία σε οποιαδήποτε μορφή. Μια τέτοια ένωση αποτελούσε στην ουσία μια σύμβαση που θα συναπτόταν με άλλα αυτόνομα πρόσωπα, στη βάση της απόλυτης αμοιβαιότητας και για συγκεκριμένη διάρκεια, και συνεπώς υπόκειται σε ακύρωση ανά πάσα στιγμή:

Αν μπορώ να χρησιμοποιήσω κάποια άλλη ύπαρξη, έρχομαι σε μια συμφωνία μαζί του και εγώ μαζί του, για να ενισχύσω τη δύναμή μου μέσω μιας τέτοιας ρύθμισης, και να επιτύχω περισσότερο, χάρη στην ενωμένη δύναμή μας, δεν βλέπω απολύτως τίποτα διαφορετικό σε αυτό εκτός από τον πολλαπλασιασμό της ικανότητάς μου και το αφήνω να υπάρξει μόνο εφόσον αντιπροσωπεύει έναν πολλαπλασιασμό της ικανότητάς μου. Αλλά, αν το εκλάβουμε κατ΄αυτόν τον τρόπο, αυτό είναι ένας σύνδεσμος (association).

Το άτομο του Stirner δεν είναι πλέον το «εργατικό δυναμικό» που υπόκειται στη βούληση της συλλογικότητας: «χρησιμοποιεί τον σύνδεσμο και τον εγκαταλείπει χωρίς να φροντίζει για το καθήκον ή την πίστη, αφού θεωρεί ότι δεν υπάρχει πλέον κάποιο πλεονέκτημα από αυτά». Δεν υπάρχει καμιά υπονοούμενη θυσία, διότι δίνει τη συγκατάθεσή του μόνο εκεί από όπου μπορεί να επωφεληθεί, εξαιτίας του αυτοένδιαφέροντός του . Όσον αφορά τη θυσία, «θυσιάζει μόνο αυτό που δεν είναι μέσα στην εξουσία του, δηλαδή δεν θυσιάζει τίποτε».

Πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Stirner έκανε διάκριση μεταξύ επανάστασης και εξέγερσης. Όπου η πρώτη (η επανάσταση):

… περιλαμβάνει μια ανατροπή συνθηκών, μιας υπάρχουσας κατάστασης υποθέσεων (status quo) σχετικά με το κράτος ή την κοινωνία, είναι κατά συνέπεια μια πολιτική ή κοινωνική πράξη. Βεβαίως, το δεύτερο έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια τον μετασχηματισμό των συνθηκών, αλλά δεν πηγάζει από αυτό.

Ανακαλύπτοντας την προέλευσή του από τη δυσαρέσκεια των ανθρώπων με τον εαυτό τους, δεν είναι κανένα δέσιμο των ασπίδων, αλλά μάλλον μια εξέγερση ατόμων, μια εξέγερση που δεν μπορεί να προκύψει από τα θεσμικά όργανα. Η επανάσταση έχει ως στόχο νέους θεσμούς, αλλά η εξέγερση μας αναγκάζει να μην θεωρούμε πλέον οργανωμένη, αλλά να κοιτάμε αντ’ αυτού στην αυτοοργάνωση και να μην επενδύουμε καμία λαμπερή ελπίδα σε «θεσμούς». Είναι μια πάλη ενάντια στην κατεστημένη τάξη, αφού, σε περίπτωση επιτυχίας, η δεύτερη καταρρέει χωρίς βοήθεια, επομένως είναι απλώς η δύσκολη απόσπαση του εαυτού από αυτή τη σειρά.

Εκτιμώντας ότι, κατά την άποψη του Stirner, η εργατική δύναμη του ατόμου έπρεπε να απελευθερωθεί από την κηδεμονία της κοινωνίας, ο Proudhon υιοθέτησε τη γραμμή ότι το άτομο είναι, πρωτίστως, ο παραγωγός, το προϊόν του οποίου έχει απορροφηθεί από την μπουρζουαζία, την κυρίαρχη τάξη. Ο Proudhon πιστεύει στην εγκυρότητα του συνδέσμου και της ομοσπονδίας, οι οποίοι, αφού έχουν δημιουργήσει μεταξύ τους τις ομάδες παραγωγών και καταναλωτών τους, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, αντιπροσωπεύουν μια συλλογική δύναμη εχθρική προς το κράτος και τους ιδιοκτήτες.

Όταν έχουν αφαιρεθεί τα προνόμια από τους τελευταίους, η εξουσία τους θα εξαντληθεί και η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο θα δώσει τη θέση της σε μια κοινωνία απαλλαγμένη από κάθε κυβέρνηση: Αναρχία.

Και πάλι, η γραμμή του Proudhon ήταν ότι κάθε άτομο είναι «μοναδικό» στο δρόμο του: έχει μια βασική ικανότητα: το θέλημά του -την ελεύθερη του επιλογή- που δημιουργεί την προσδοκία για αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία και αντιπροσωπεύει την απαραίτητη προϋπόθεση για την ελευθερία του:
Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε, όπως κάνουν οι σύγχρονοι κομμουνιστές ή οι σοσιαλιστές, ότι ο άνθρωπος έχει αξία μόνο χάρη στην κοινωνία, ότι είναι το προϊόν αυτής, ότι εκτελεί μια λειτουργία, μια εξειδίκευση σε αυτόν, ότι είναι δεσμευμένη σε αυτήν για όλα και ότι (η κοινψνία) δεν του χρωστάει τίποτα. Αυτή η διευθέτηση οδηγεί στην κατάρρευση της προσωπικότητας, στον Ανατολικό ή τον Καισαρικό απολυταρχισμό. Σκλαβώνει το άτομο, έτσι ώστε η μάζα να είναι ελεύθερη. Αυτή είναι τυραννία, όχι σύνδεσμος. Δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα για μια κοινότητα η οποία, έχοντας ιδρυθεί με ενθουσιασμό, δεν έχει τελειώσει με τρυφερότητα. 2

Αυτά τα εξαιρετικά διαυγή λόγια έχουν από τότε εισάγει πολλά και ειμφυσούν μια νέα ζωή όσον αφορά το ενδιαφέρον που θα μπορούσε να φέρει σε έναν άνθρωπο ο οποίος θα μπορούσε ακόμη να γράψει ότι «ο άνθρωπος δεν επιθυμεί να είναι οργανωμένος, μηχανοποιημένος: η κλίση του είναι η αποδιοργάνωση, η αποκατάστασή του με βάση το στοιχείο της τύχης». 3

Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζεται από την ηθική πρόθεσή του: την «αξιοπρέπεια» και την ακεραιότητα του κάθε ατόμου, στο όνομα μιας δικαιοσύνης που οριοθετείται ως «αυθόρμητα παραγόμενος και αμοιβαίως εγγυημένος σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ανεξάρτητα από το πρόσωπο ή την περίσταση και από οποιονδήποτε κίνδυνο για τον οποίο η άμυνά του μας εκθέτει». 4 Μια τέτοια εκτίμηση καθιερώνει μεταξύ των ανθρωπων έναν δεσμό σύνδεσης και αλληλεγγύης που θέτει τα θεμέλια για μια πραγματική αδελφότητα μεταξύ τους, εξασφαλισμένη με αμοιβαία εκτίμηση της αυτονομίας τους ως ατόμων.

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, δεν πρόκειται πλέον για κοινωνική αρμονία μεταξύ όλων των υπαρχουσών τάξεων ούτε για συσχέτιση (association) μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά, αντίθετα, για μια ασυμβίβαστη αντιπαράθεση μεταξύ τους, για τον αμείλικτο ανταγωνισμό μεταξύ τους. Εδώ, ο Proudhon εμπλέκεται στην παρέα του Μαρξ, στον οποίο αναμφίβολα άσκησε επιρροή: η επιβεβαίωση ενός απόλυτου αγώνα μεταξύ των τάξεων, η σημασία της εργασίας, η ανάπτυξη των δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, ο ρόλος της επιστήμης, η ιδεο-ρεαλιστική αρχή (που μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας στον Μαρξ). Επιπλέον, και οι δυο προώθησαν από κοινού έναν βαθύ αθεϊσμό (αν και σε αυτήν την πεποίθηση έπαιξαν ρόλο, από την μια, η αναζήτηση της δικαιοσύνης, και, από την άλλη, η κατεύθυνση της ιστορίας). Παρά τις αναλυτικές αυτές συγκυρίες, υπήρχε εντούτοις μια τεράστια διαίρεση μεταξύ τους όσον αφορά την οριστικότητα της ταξικής πάλης. Ο Μαρξ το θεώρησε απλώς ως μια ιστορική μεταστροφή με την οποία το προλεταριάτο υποκαθιστά μια αστική τάξη που έχει αρχίσει να παραπαίει ή να χάνει την προοδευτική της κατεύθυνση: αλλά παρά ταύτα, τα κέρδη της διατηρούν την εγκυρότητά τους. Η άποψη του Proudhon ήταν ότι έφερε μια βαθιά και ανεπανόρθωτη παραβίαση: ο ρόλος της μπουρζουαζίας έληξε και βρίσκεται σε ένα τέλος που πρέπει να προωθήσει το προλεταριάτο, μεταφέροντάς το έξω από το έδαφος της αστικής τάξης και προσέχοντας να μην την υποστηρίξει με την εμπλοκή της στα όποια δημοκρατικά προσχήματα.

Εδώ έχουμε την ιδέα της αποχής από την πολιτική και της ιδέας του αγώνα παντού στο οικονομικό έδαφος: εξ ου και η αναγκαιότητα της εργατικής τάξης να οργανώνεται πέρα ​​από την κυρίαρχη επιρροή και η αυτόνομη ανάπτυξή της να τυχαίνει κάθε ενθάρρυνσης. Μια αρχή που οδήγησε πρώτα στην αναρχική θεωρία και αργότερα στον επαναστατικό συνδικαλισμό. Η προυντονική φόρμουλα, «το εργαστήριο πρέπει να αντικαταστήσει την κυβέρνηση», ενσαρκώνει αυτήν την προοπτική. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, ενώ, κατά την άποψη του Μαρξ, το προλεταριάτο εκπροσωπείτο αποκλειστικά από τους εργάτες της μεγάλης βιομηχανίας, ο Proudhon διεύρυνε τον ορισμό αυτό ώστε να συμπεριλάβει τους εργάτες των μικρών επιχειρήσεων, τους φτωχούς αγρότες και σχεδόν τους μικρούς τεχνίτες που δεν απασχολούν εργαζόμενους.

Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Proudhon αναθεώρησε την άποψή του: «Όλες οι οικονομικές μου ιδέες, που τις επεξεργάστηκα σε μια περίοδο είκοσι πέντε ετών, μπορούν να συνοψιστούν σε αυτά τα τρία λόγια: αγροτική - βιομηχανική ομοσπονδία, όλες οι πολιτικές μου απόψεις μπορούν να απορροφηθούν σε μια παρόμοια φόρμουλα: πολιτική ομοσπονδία ή αποκέντρωση». 5

Προκειμένου να συμπεριλάβει αυτόν τον στόχο, υποστήριξε «την πρωτοβουλία των μαζών, μέσω μιας συνεργασίας πολιτών, της εμπειρίας των εργαζομένων, ης πορείας και της διάδοσης του διαφωτισμού, την επανάσταση μέσω της ελευθερίας. … Μέσω μιας σειράς επαναστατικών πράξεων, θα φτάσουμε στην «κατάργηση όλων των εξουσιών, πνευματικών, χρονικών, νομοθετικών, εκτελεστικών, δικαστικών και ιδιοκτησιακών». 6

Η συλλογική δύναμη που επιζητεί είναι σαν το διπλάσιο της «πολλαπλασιασμένης δύναμης» του Εγώ του Stirner, αν και έχει σχεδιαστεί με πιο διαρκή τρόπο και είναι πιο συστηματική από άποψη χρόνου και χώρου. Γι‘ αυτό τον βρίσκουμε να λυπάται για την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848 εκ μέρους των Λεσχών (κατ’ εξοχήν λαϊκών συνδέσμων όπως και τα Τμήματα του 1793, προπομπούς των ρωσικών σοβιέτ) να διαδραματίσουν πιο σημαντικό ρόλο και ότι κανείς δεν συνέβη να τα αναπτύξει και να τα ενισχύσει.

Εδώ ή λίγο μετά, αρκετοί μαχητές του 1848 έβαλαν τις υπογραφές τους στο πιστοποιητικό γέννησης της αναρχίας. Μπορούμε να αναφέρουμε το «Manifeste de l’anarchie» (Μανιφέστο της Αναρχίας) του Anselme Bellegarrigue, το πρώτο αναρχικό περιοδικό που κυκλοφόρησε το 1850, στο οποίο ο συγγραφέας στοχεύει στην εθελοντική υποτέλεια, βαδίζοντας αρκετά στην παράδοση του Etienne de la Boetie: «Μέχρι σήμερα, σκεφτήκατε ότι υπήρχαν τέτοια πράγματα όπως οι τύραννοι! Λοιπόν, κάνετε λάθος, υπάρχουν μόνο σκλάβοι: όπου κανείς δεν υπακούει, κανένας δεν δίνει εντολές». 7

Όσο για τον Joseph Dejacque, κατέκρινε τόσο έντονα και ποιητικά την ιεραρχία και την μούσα του, την εξουσία: «Εσύ ξεδοντιάρα μάγισσα, σφιχτοχέρα σκύλα, φτερωτό φιδάκι Μέδουσα, Εξουσία! Πήγαινε πίσω μου και άνοιξε δρόμο για την ελευθερία! ... Κάνε δρόμο για τους ανθρώπους που έχουν άμεση κατοχή της κυριαρχίας τους, για την οργανωμένη κοινότητα». 8.

Ως μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Dejacque επρόκειτο να ξεκινήσει μια εφημερίδα στη γαλλική γλώσσα στη Νέα Ορλεάνη, με το όνομα «Le Libertaire» ( Ο Ελευθεριακός), πρόδρομος του ομώνυμου περιοδικού που ίδρυσαν το 1895 οι Sebastien Faure και Louise Michel.

Όσο καλύτερα εκτιμούμε την εισαγωγή στο κοιννικόσώμα και το ενδιαφέρον αυτών των ελευθεριακών πεποιθήσεων, ας θυμηθούμε τις περιστάσεις της εποχής: η Γαλλία υπέφερε από την αντίδραση που οδήγησε ο ΛLouis Napoleon, η σκλαβιά για τους μαύρους ήταν ακόμα ο κανόνας στις Ηνωμένες Πολιτείες: η θρησκεία των «λευκών νυχτών» θα συνεχιστεί μέχρι το 1861 στην αυτοκρατορία του τσάρου. η βιομηχανική μηχανική προχωρούσε με αλματώδη βήματα, όπως και η ποινική δουλεία στο εργοστάσιο, στις τέχνες, ο πιο άχαρος ακαδημαϊσμός κυριαρχούσε ακόμα και ανάμεσα στις πιο «προχωρημένες» κοινωνικές διδασκαλίες, το εκκλησιαστικό κόμμα και ο κρατικός σοσιαλισμός υπερίσχυαν. Εν ολίγοις, οι προοπτικές ήταν κάτι περισσότερο από ζοφερές.

 

Σημειώσεις

1. Max Stirner, L'unique et sa propriete, Oeuvres Completes, Lausanne, Ed. L'Age d' Homme, 1972, pp. 347 et seq.
2. P. ]. Proudhon, De fa justice dans la revolution et I'Eglise (Paris, 1858) Tome 1, p. 1 17.
3. Ibid., Tome IlL, p. 228.
4. Ibid., Tome I, p. 225.
5. P. ]. Proudhon, Du principe federatij Paris, 1957, Riviere, p. 361.
6. P. J. Proudhon Confessions d'un revolutionnaire pour servir a l'histoire de la revolution de /evrier (paris, 1852) p. 35 and 37.
7. A Bellegarrigue, L'Anarchie, journal de l'ordre (paris, No.!, Apri1 1850) p. 6.
8.]. Dejacque, A bas les cheft! (Paris: Champ Libre, 1971) (La question revolutionnaire) p. 47.

Συνεχίζεται