Είναι γνωστό ότι οι δημόσιες δαπάνες για τη δημόσια υγεία δεν καλύπτουν τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ΕΣΥ. Αν αναλογιστούμε ότι σε αυτόν τον ισχνό και πενιχρό προϋπολογισμό, το ποσοστό που πηγαίνει για την ψυχική υγεία σε σχέση με την συνολική υγειονομική δαπάνη σήμερα δεν ξεπερνά το 3.3%. Μέσα σε όλα αυτά το κράτος έρχεται με το πρόσχημα της βελτιστοποίησης και του μετασχηματισμού των δημόσιων υπηρεσιών ψυχικής υγείας να συρρικνώσει ή/και να διαλύσει τις υπάρχουσες δομές και να εκχωρήσει στον ιδιωτικό τομέα πλήθος των υπηρεσιών αυτών, έναντι αντιτίμου φυσικά. Σχέδιο που συμβαδίζει με την γενικότερη απαξίωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
O τομέας της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα ήταν πάντα το παραμελημένο παιδί του κρατικού συστήματος, το οποίο πληρώνει τη διαχρονική αποτυχία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης και της αποασυλοποίησης που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Οι χρόνιες και δομικές ανεπάρκειες στην ψυχική υγεία διαιωνίζονται από τα μέσα της δεκαετίας με το σχέδιο Λέρος Ι & ΙΙ και στη συνέχεια του "Ψυχαργώς" που συνετέλεσε στην εισαγωγή ιδιωτών και ΜΚΟ που το κύριο μέλημά τους ήταν το οικονομικό χωρίς κανένα πραγματικό όραμα για την αποασυλοποίηση και την ένταξη στην κοινότητα που συνάγει με τον βασικό στόχο της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης παγκοσμίως. Αντίθετα, συνέβαλε στην ανάπτυξη συντεχνιών και παρατρεχάμενων που κατασπατάλησαν τους δημόσιους πόρους προς ιδίον όφελος και απαξίωσαν το παρεχόμενο θεραπευτικό έργο.
Για να φτάσουμε σήμερα στη διάλυση του δημόσιου συστήματος ψυχικής υγείας το οποίο, αφού αφέθηκε στην τύχη του την πρώτη δεκαετία του 2000 αφού η εφαρμογή του εθνικού σχεδίου "Ψυχαργώς" κατέρρευσε παταγωδώς. Αυτό οδήγησε στον κατακερματισμό των υπηρεσιών, στην ακατάλληλη παροχή υπηρεσιών, στην απουσία επιδημιολογικών ερευνών, τεράστια ελλείμματα τεχνογνωσίας, έλλειψη προσωπικού τόσο εξειδικευμένου αλλά και σε υποστηρικτικούς ρόλους. Για να μην αναφερθώ στις ακούσιες νοσηλείες που πέρα του μεγάλου τους αριθμού εγείρουν σοβαρά θέματα αναφορικά με τα δικαιώματα των ληπτών των υπηρεσιών ψυχικής υγείας αλλά και την επαγγελματική εξουθένωση των εργαζομένων.
Ιστορικά γνωρίζουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις για να λειτουργήσουν χρειάζονται μακροπρόθεσμο ορίζοντα που ξεπερνάει τις εκλογικές συγκυρίες. Ενώ για να επιτύχουν χρειάζονται προσήλωση στο στόχο, διαφάνεια και περιορισμό κάθε πελατειακών σχέσεων. Αυτό είναι ανέφικτο στην σημερινή εποχή μιας και η εξουσία αποτελεί τον κύριο φορέα θεσμικής ανομίας. Ζούμε σε μια περίοδο που οι κοινωνικοί δεσμοί διαλύονται. Η απώλεια νοήματος οδηγεί τους ανθρώπους στην ιδιώτευση, και με το πρόσχημα αυτό η εξουσία καταργεί τον δημόσιο χαρακτήρα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας ανοίγοντας τον δρόμο προς την ιδιωτική πρωτοβουλία. Η επίκληση πλέον στην κοινότητα θα είναι κενού θεραπευτικού και όχι μόνο περιεχομένου, ειδικά με τον εισοδισμό της αγοράς σε αυτόν τον εύθραυστο τομέα υπηρεσιών υγείας.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση χρειάζεται ενιαία και οργανωμένη αντίσταση από όλους τους εμπλεκόμενους, εργαζόμενους και μη. Θεραπευτές και λήπτες υπηρεσιών και τις οικογένειές τους. Με στόχο την επίτευξη μιας πραγματικής ολιστικής φροντίδας και επιστροφή στην κοινωνική δικτύωση με στόχο την ενδυνάμωση, την συμμετοχή και τελικά την χειραφέτηση όλων των εμπλεκομένων που θα οδηγήσει και στον αποστιγματισμό των ωφελουμένων. Αυτό σημαίνει μια βαθιά πολιτική αλλαγή και ρήξη με το υπάρχον εξουσιαστικό σύστημα.
Το πλαίσιο αυτής της αντίστασης και το προταγματικό του όραμα ξεπερνά τον κρατισμό και τις υφιστάμενες οικονομικές πολιτικές του καπιταλισμού. Η ύπαρξη πολιτικής βούλησης με δέσμευση στην υποστήριξη και προαγωγή της δημόσιας υγείας είναι πέραν από τις επιδιώξεις του κράτους και της εξουσίας. Επιπλέον, η αμφισβήτηση των υφιστάμενων θεραπευτικών πρακτικών και κυρίως του φαρμακοκεντρικού βιοϊατρικού μοντέλου με στόχο την επίτευξη ενός ολοκληρωμένου και διεπιστημονικού συστήματος συνεργατικής φροντίδας που θα προάγει της κουλτούρας της επιστροφής στην κοινότητα είναι επιβεβλημένη. Η διασφάλιση δε των αναγκαίων πόρων είναι υψίστης προτεραιότητας.
Ο επιπολασμός νέων μορφών παθολογίας, συμπεριφορών και εξαρτήσεων που είναι συμβατές με την τρέχουσα επικαιρότητα και τις προκλήσεις που αυτές επιβάλλουν πρέπει να μπουν ψηλά στην ατζέντα της δημόσιας συζήτησης για την ψυχική υγεία ειδικά και την υγεία γενικότερα. Ως απότοκο της πανδημίας η κοινωνική απομόνωση οδήγησε σε αύξηση της αυτοκτονικότητας, ενώ η διαρκής και διάχυτη κρίση των θεσμών οδηγεί στην ελλειμματική κοινωνικοποίηση και την παραβατικότητα ως επιστέγασμα της τοξικότητας της σημερινής μεταμοντέρνας κουλτούρας και της ναρκισσιστικής αυταπάτης.
Η ρήξη με το υπάρχον καθεστώς στην ψυχική υγεία που θα πρέπει να επιτευχθεί πρέπει να λάβει υπόψη βασικούς κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας όπως η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, το ψυχολογικό αίσθημα της κοινότητας οι οποίοι σήμερα απορρίπτονται ή αγνοούνται. Δημόσια αναπαλλοτρίωτα αγαθά όπως η στέγη και η τροφή μαζί με την υγεία ορίζουν το βασικό τρίπτυχο για την επανοικειοποίηση της ανθρώπινης ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που είναι πάντα πέρα από το κράτος και μακριά από την εξουσία. Ας μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό.
Αργύρης Αργυριάδης