Τι σημαίνει η ποινή του θανάτου για τους ανθρώπους του αιώνα μας; Για να το πούμε απλά, ας πούμε ότι ο πολιτισμός μας έχει χάσει τις μόνες αξίες που, με έναν ορισμένο τρόπο, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν αυτή την ποινή και υποφέρει αντίθετα από δεινά που επιβάλλουν την κατάργησή της. Με άλλα λόγια, η κατάργηση της θανατικής ποινής θα ‘πρεπε να είναι το αίτημα των συνειδητών μελών της κοινωνίας μας ταυτόχρονα για λόγους λογικής και για λόγους ρεαλισμού.
Λογικής πριν απ’ όλα. Το να ορίζουμε ότι ένας άνθρωπος πρέπει να πλήττεται με την οριστική τιμωρία είναι σαν να αποφασίζουμε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν έχει πλέον καμία ευκαιρία να επανορθώσει. Σε αυτό το σημείο, τα επιχειρήματα αναμετριούνται τυφλά και κρυσταλλώνονται σε μια στείρα αντιπαράθεση. Αλλά ακριβώς κανείς από μας δεν μπορεί να αποφασίσει σε αυτό το σημείο, γιατί όλοι μας είμαστε δικαστές και διάδικοι. Από δω πηγάζει η αβεβαιότητα μας για το δικαίωμα που έχουμε να σκοτώνουμε και η αδυναμία στην οποία βρισκόμαστε για να πείσουμε ο ένας τον άλλον.
Χωρίς απόλυτη αθωότητα δεν υπάρχει διόλου ανώτατη κρίση. Όλοι όμως έχουμε διαπράξει το κακό στη ζωή μας, ακόμη και αν αυτό το κακό, χωρίς να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του νόμου, έφτανε ώς το άγνωστο έγκλημα. Δεν υπάρχουν δίκαιοι, αλλά μόνον καρδιές λιγότερο ή περισσότερο φτωχές σε δικαιοσύνη.
Το να ζούμε μας επιτρέπει τουλάχιστο να το γνωρίζουμε και να προσθέτουμε στο σύνολο των ενεργειών μας λίγο καλό που θα αντισταθμίζει εν μέρει το κακό που έχουμε ρίξει στον κόσμο. Αυτό το δικαίωμα στη ζωή, που συμπίπτει με την ευκαιρία επανόρθωσης, είναι το φυσικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου, ακόμη και του χειρότερου. Ο τελευταίος των εγκληματιών και ο πιο ακέραιος δικαστής ξαναβρίσκονται εδώ πλάι-πλάι, εξίσου δύστυχοι και αλληλέγγυοι. Χωρίς αυτό το δικαίωμα η ηθική ζωή είναι απολύτως αδύνατη.
Κανείς από μας ιδιαίτερα δεν έχει το δικαίωμα να χάνει τις ελπίδες του για ένα μόνο άνθρωπο, παρά μόνο μετά το θάνατό του, που μετατρέπει τη ζωή του σε πεπρωμένο και επιτρέπει τότε την οριστική κρίση. Αλλά το να διατυπώνουμε την οριστική κρίση πριν από το θάνατο, το να διατάσσουμε το κλείσιμο των λογαριασμών όταν ο πιστωτής είναι ακόμη ζωντανός, αυτό δεν ανήκει στη δικαιοδοσία κανενός ανθρώπου. Σε αυτό το όριο, τουλάχιστον, όποιος κρίνει απόλυτα καταδικάζεται απόλυτα.
...Οι φωτισμένοι αιώνες, όπως τους αποκαλούν, θέλησαν να καταργήσουν την ποινή του θανάτου με το αιτιολογικό ότι ο άνθρωπος ήταν καλός στο βάθος. Φυσικά, ο άνθρωπος δεν είναι καλός (είναι χειρότερος ή καλύτερος). Αλλά, ακριβώς επειδή δεν είναι καλός, κανείς από μας δεν μπορεί να αναγορευτεί σε απόλυτο κριτή και να αποφανθεί για την οριστική εξάλειψη του χειρότερου των ενόχων, αφού κανείς από μας δεν μπορεί να διεκδικήσει την απόλυτη αθωότητα. Η εσχάτη των ποινών διαρρηγνύει τη μόνη αδιαμφισβήτητη ανθρώπινη αλληλεγγύη, την αλληλεγγύη ενάντια στο θάνατο, και δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί παρά μόνο από μια αλήθεια ή μια αρχή που τοποθετείται πάνω από τους ανθρώπους.
Μια θρησκευτική ποινή
Στην πραγματικότητα, η ανώτατη τιμωρία υπήρξε πάντοτε διαμέσου των αιώνων μια θρησκευτική ποινή. Όταν επιβάλλεται στο όνομα του βασιλιά, των εκπροσώπων του θεού πάνω στη γη, ή από τους ιερείς, ή στο όνομα της κοινωνίας θεωρούμενης ως ιερού σώματος, τότε δεν είναι η ανθρώπινη αλληλεγγύη που διαρρηγνύεται, αλλά η συμμετοχή του ενόχου στη θεία κοινότητα, η οποία μόνη μπορεί να του δίνει τη ζωή.
Η επίγεια ζωή του έχει αφαιρεθεί αναμφίβολα, αλλά η πιθανότητα επανόρθωσης διατηρείται γι’ αυτόν. Η πραγματική κρίση δεν έχει διατυπωθεί, αυτό θα γίνει στον άλλο κόσμο.
Οι θρησκευτικές αξίες, και ιδιαίτερα η πίστη στην αιώνια ζωή, είναι επομένως οι μόνες που μπορούν να θεμελιώσουν την ανώτερη τιμωρία, αφού αυτές με βάση τη δική τους ιδιαίτερη λογική εμποδίζουν αυτή την τιμωρία να είναι οριστική και ανεπανόρθωτη...
Για πέντε αιώνες οι χριστιανοί πίστευαν ότι η ακριβής ηθική διδασκαλία του κυρίου τους απαγόρευε το φόνο. Αλλά η καθολική πίστη δεν τρέφεται μόνο από την προσωπική διδασκαλία του Χριστού. Τρέφεται επίσης από την Παλαιά Διαθήκη, καθώς και από τον απόστολο Παύλο και από τους Πατέρες. Ιδιαίτερα η αθανασία της ψυχής και η οικουμενική ανάσταση των σωμάτων είναι άρθρα του δόγματος. Επομένως, η θανατική ποινή παραμένει για τον πιοτό μια προσωρινή τιμωρία, η οποία αφήνει σε εκκρεμότητα την οριστική απόφαση, μια ρύθμιση αναγκαία μόνο για την επίγεια τάξη, ένα διοικητικό μέτρο, που όχι μόνο δεν εξοντώνει τον ένοχο αλλά αντίθετα μπορεί και να ευνοήσει τη λύτρωσή του...
Αλλά τι σημαίνει αυτή η δικαιολογία στην κοινωνία όπου ζούμε και η οποία τόσο στους θεσμούς της όσο και στα ήθη της έχει αποϊεροποιηθεί; Όταν ένας άθεος ή σκεπτικιστής ή αγνωστικιστής δικαστής επιβάλλει την ποινή του θανάτου σε έναν καταδικασμένο που δεν πιστεύει, επιβάλλει μια οριστική τιμωρία που δεν μπορεί να αναθεωρηθεί. Τοποθετείται στο θρόνο του θεού, χωρίς να έχει τις εξουσίες του και άλλωστε χωρίς να πιστεύει σε αυτόν. Με δυο λόγια, φονεύει επειδή οι πρόγονοί του πίστευαν στην αιώνια ζωή.
Αλλά η κοινωνία, που υποτίθεται ότι αυτός αντιπροσωπεύει, παίρνει στην πραγματικότητα ένα καθαρό μέτρο εξόντωσης, συντρίβει την ανθρώπινη κοινότητα που είναι ενωμένη ενάντια στο θάνατο και αναγορεύει τον εαυτό της σε απόλυτη αξία, αφού αυτή διεκδικεί την απόλυτη εξουσία...
Σε κάθε περίπτωση, το να δηλώνει κάποιος ότι ένας άνθρωπος πρέπει να κοπεί από την κοινωνία γιατί είναι απόλυτα κακός είναι σαν να λέει ότι ο ίδιος είναι απόλυτα καλός, πράγμα που κανείς συνετός άνθρωπος δεν θα το πιστέψει σήμερα. Δεν θα το πιστέψει και θα σκεφτεί πιο εύκολα το αντίθετο. Η κοινωνία μας έγινε τόσο κακή και τόσο εγκληματική ακριβώς επειδή αυτοαναγορεύτηκε σε έσχατο σκοπό και δεν σέβεται πλέον τίποτα άλλο εκτός από την αυτοσυντήρησή της ή την επιτυχία της μέσα στην ιστορία. Η κοινωνία μας σίγουρα έχει αποϊεροποιηθεί. Αλλά αυτή άρχισε να συγκροτεί κατά το 19ο αιώνα ένα υποκατάστατο θρησκείας, προτείνοντας τον εαυτό της ως αντικείμενο λατρείας. Οι θεωρίες της εξέλιξης και οι ιδέες της επιλογής που τις συνοδεύουν αναγόρευσαν το μέλλον της κοινωνίας τελικό σκοπό. Οι πολιτικές ουτοπίες που προστέθηκαν σε αυτές τις θεωρίες τοποθέτησαν στο τέλος του χρόνου μια χρυσή εποχή, που δικαιολογούσε προκαταβολικά όλα τα τολμήματα. Η κοινωνία συνήθισε να νομιμοποιεί ό,τι θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για το μέλλον της και να χρησιμοποιεί κατά συνέπεια την ανώτατη ποινή με τρόπο απόλυτο. Από αυτή τη στιγμή θεώρησε έγκλημα και ανοσιούργημα καθετί που αντιτασσόταν στο σχέδιο της και στα κοσμικά της δόγματα. Με άλλα λόγια, ο δήμιος από ιερέας έγινε δημόσιος υπάλληλος.
Το κράτος και το έγκλημα
Μπροστά στο έγκλημα πώς ορίζεται πράγματι ο πολιτισμός μας; Η απάντηση είναι απλή: εδώ και τριάντα χρόνια τα κρατικά εγκλήματα ξεπερνούν κατά πολύ τα εγκλήματα των ατόμων. Δεν μιλώ ακόμα για τους πολέμους, γενικούς ή τοπικούς, αν και το αίμα είναι σαν το αλκοόλ που δηλητηριάζει με τον καιρό, όπως το πιο δυνατό κρασί.
Αλλά ο αριθμός των ατόμων που φονεύτηκαν άμεσα από το κράτος έχει πάρει αστρονομικές διαστάσεις και ξεπερνάει άπειρα εκείνο των ατομικών φόνων. Υπάρχουν όλο και λιγότεροι κατάδικοι του κοινού δικαίου και όλο και περισσότεροι πολιτικοί κατάδικοι. Αυτοί που χύνουν το περισσότερο αίμα είναι οι ίδιοι που πιστεύουν ότι έχουν το δίκαιο, τη λογική και την ιστορία με το μέρος τους. Η κοινωνία μας οφείλει επομένως να αμύνεται όχι τόσο ενάντια στο άτομο όσο ενάντια στο κράτος. Μπορεί οι αναλογίες να αντιστραφούν μέσα σε τριάντα χρόνια. Αλλά, προς το παρόν, η νόμιμη άμυνα πρέπει να αντιταχθεί στο κράτος και πρωταρχικά σε αυτό.
Η δικαιοσύνη και ο ρεαλισμός επιτάσσουν ο νόμος να προστατεύει το άτομο απέναντι σε ένα κράτος παραδομένο στους παραλογισμούς του σεκταρισμού ή της αλαζονείας.
Έχουν πει ότι οι αιματηροί νόμοι αιματοκυλούν τα ήθη. Αλλά έρχεται μια κατάσταση ατίμωσης για μια δεδομένη κοινωνία, όπου παρ’ όλες τις ταραχές τα ήθη δεν κατορθώνουν ποτέ να είναι τόσο αιματηρά όσο οι νόμοι. Η μισή Ευρώπη γνωρίζει αυτή την κατάσταση. Εμείς οι Γάλλοι τη γνωρίσαμε και κινδυνεύουμε να τη γνωρίσουμε ξανά. Οι εκτελεσμένοι της Κατοχής είχαν ως αποτέλεσμα τους εκτελεσμένους της Απελευθέρωσης, των οποίων οι φίλοι ονειρεύονται εκδίκηση.
Αλλού, κράτη που ευθύνονται για πάρα πολλά εγκλήματα ετοιμάζονται να κρύψουν την ενοχή τους μέσα σε ακόμα μεγαλύτερες σφαγές.
Σκοτώνουν για ένα θεοποιημένο έθνος ή για μια θεοποιημένη τάξη. Σκοτώνουν για μια μελλοντική κοινωνία, θεοποιημένη και αυτή.
Όποιος πιστεύει ότι γνωρίζει τα πάντα, φαντάζεται ότι μπορεί να κάνει τα πάντα. Εγκόσμια είδωλα που απαιτούν μιαν απόλυτη πίστη εκφωνούν ασταμάτητα απόλυτες ποινές. Και θρησκείες χωρίς υπέρβαση φονεύουν μαζικά καταδικασμένους χωρίς ελπίδα.
...Πώς θα επιβιώσει λοιπόν η ευρωπαϊκή κοινωνία αυτού του αιώνα, αν δεν αποφασίσει να υπερασπιστεί τα πρόσωπα, με όλα τα μέσα, ενάντια στην κρατική καταπίεση; Η απαγόρευση της θανάτωσης ενός ανθρώπου θα σήμαινε ότι διακηρύσσεται δημόσια ότι η κοινωνία και το κράτος δεν είναι απόλυτες αξίες, ότι διατάσσεται τίποτα να μην τις εξουσιοδοτεί να νομοθετούν οριστικά ούτε να παράγουν το ανεπανόρθωτο.
Ανθρωπιστές δήμιοι
Στην ήπειρό μας όλες οι αξίες έχουν ανατραπεί από το φόβο και από το μίσος ανάμεσα στα άτομα και στα έθνη. Η πάλη των ιδεών διεξάγεται με την κρεμάλα και με τη λαιμητόμο. Δεν είναι πλέον η ανθρώπινη και φυσική κοινωνία που ασκεί τα δικαιώματα της καταστολής, αλλά η ιδεολογία που κυριαρχεί και απαιτεί τις ανθρωποθυσίες της. Η ασθένεια της Ευρώπης είναι ότι δεν πιστεύει σε τίποτα και ότι διατείνεται πως τα γνωρίζει όλα. Η πίστη για τους περισσότερους Ευρωπαίους έχει χαθεί. Μαζί με αυτήν έχουν χαθεί και οι δικαιολογίες που αυτή προσέφερε στη διαταγή της τιμωρίας. Αλλά η πλειονότητα των Ευρωπαίων αποστρέφεται επίσης και την ειδωλολατρία του κράτους που επεδίωξε να αντικαταστήσει την πίστη.
Στην ενωμένη Ευρώπη του αύριο η επίσημη κατάργηση της ποινής του θανάτου θα έπρεπε να είναι το πρώτο άρθρο του ευρωπαϊκού κώδικα που όλοι ελπίζουμε.
Από τα ανθρωπιστικά ειδύλλια του 18ου αιώνα ώς τα αιματηρά ικριώματα ο δρόμος είναι ευθύς και οι δήμιοι του σήμερα, όλοι το γνωρίζουμε, είναι ανθρωπιστές. Δεν θα ήταν επομένως υπερβολικό να δυσπιστούμε απέναντι στην ανθρωπιστική ιδεολογία σε ένα πρόβλημα όπως αυτό της ποινής του θανάτου.
Καθώς τελειώνω, θα ήθελα λοιπόν να επαναλάβω ότι δεν είναι οι αυταπάτες για τη φυσική καλοσύνη του ανθρώπινου πλάσματος ούτε η πίστη σε μια χρυσή εποχή που έρχεται οι οποίες εξηγούν την αντίθεσή μου στην ποινή του θανάτου. Αντίθετα, η κατάργηση μου φαίνεται αναγκαία για λόγους πεσιμισμού, λογικής και ρεαλισμού.
Όχι ότι η καρδιά δεν έχει το μερίδιό της σε όσα έχω πει. Για όποιον περνάει βδομάδες συναναστρεφόμενος κείμενα, αναμνήσεις, ανθρώπους, που από κοντά ή από μακριά αγγίζουν το ικρίωμα, δεν θα υπήρχε περίπτωση να βγει από αυτά τα φριχτά περάσματα ίδιος όπως ήταν όταν είχε μπει.
Αλλά δεν πιστεύω ωστόσο ότι δεν υπάρ-χει καμία ευθύνη σε αυτό τον κόσμο και ότι θα πρέπει να υποχωρήσουμε σε αυτή τη σύγχρονη τάση που έγκειται στο να δίνουμε άφεση αμαρτιών σε όλους, στο θύμα και στο δήμιο, μέσα στην ίδια σύγχυση.
Αυτή η καθαρά συναισθηματική σύγχυση πηγάζει από δειλία μάλλον, παρά από γενναιοδωρία και καταλήγει να δικαιολογεί ό,τι χειρότερο υπάρχει στον κόσμο…
*Το απόσπασμα αυτό περιλαμβάνεται στο Alber Camus-Arthur Koestler: “Reflexions sur la peine capitale”, Calmann-Levy, 1979. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» στις 11 Γενάρη 1998.