Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ
ΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΝ
ΠΡΟΦΑΣΕΙΣ ΕΝ ΑΜΑΡΤΙΑΙΣ
ΤΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΝ ΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΤΑΛΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ ΜΑΓΚΡΙΝΙ
Ο απεσταλμένος του «Αιώνος» του Μιλάνου εις τον πόλεμον Μαγκρίνη, ευρεθείς εις Θεσσαλονίκην ολίγον μετά την δολοφονίαν του Βασιλέως Γεωργίου, έλαβε την άδειαν του ανακριτού και επισκέφθη τον βασιλοκτόνον εις την φυλακήν τη συνοδεία προς ανθυπολοχαγού.
Και τηλεγραφεί εις τον «Αιώνα» τα εξής, εξ ών συνάγεται, ότι ο δολοφόνος του Βασιλέως Γεωργίου μετά την πράξιν του –υγιεστάτας έχων πάντοτε τας φρένας του- κατέγινε εις το να σχεδιάση την απολογίαν του.
-Μόλις εισήλθον εις την φυλακήν, τηλεγραφεί ο Μαγκρίνι, ο δολοφόνος εστηρίχθη επί των αγκώνων του και εστήριξεν επ’ εμού προς μεγάλους υαλίνους οφθαλμούς του, οιονεί διά να με ερωτήση «Ποιος είσαι;»
Κατ’ αρχάς απαντά εις τας ερωτήσεις μου μετά κόπου. Αλλά κατόπιν, εννοήσας, ότι ευρίσκεται προ δημοσιογράφου, λαμβάνει θάρρος. Αλλ’ η φωνή του παραμένει πάντοτε θρηνώδης. Επιμένει λέγων, ότι εκτύπησε τον Βασιλέα ενώ ευρίσκετο εις κατάστασιν ασυναισθησίας! Δεν γνωρίζει πως, ούτε διατί. Δεν ανησυχεί διά την τιμωρίαν. Ούτε ερωτά ούτε γνωρίζει ίσως ποία θα ήνε η καταδίκη του. Θεωρεί την οικονομικήν του αθλιότητα, την φυσικήν και την ψυχικήν, επαρκή, προς δικαιολογήση ή τουλάχιστον εξηγήσει την τρέλλαν του. Συχνά δίδει απαντήσεις μυστηριώδεις, αι οποίαι θα προέδιδον επιδεξίαν πανουργίαν, αν δεν εμαρτύρουν ασυνειδησίαν.
-Διατί εφόνευσες τον Βασιλέα; Ο δολοφόνος απαντά.
-Όχι εγώ, αλλ’ η αφαίρα του πολυκρότου εφόνευσε τον Βασιλέα.
-Τι πράγμα ώθησε το πολύκροτόν σου εις παρομοίαν πράξιν;
-Μία μεγάλη φυσική δύναμις ώπλισε την χείρα μου κατά του Βασιλέως, εν αγνοία μου. Μέχρι προ δύο μηνών ημήν προς καλός Έλλην, αν και από δεκατεσσάρων ετών υπέφερον από μίαν νευρασθένειαν, η οποία ημπόδισε να εργασθώ και μου καθιστά πολύ δύσκολον την ύπαρξιν. Υπέφερα πολύ. Από προς και ημίσεως μηνός προσεβλήθην εκ φθίσεως. Ολίγας ημέρας πρίν φονεύσω τον Βασιλέα προσεβλήθην από σφορδούς πυρετούς. Είχον παραληρήματα. Κατά την νύκτα εξυπνούσα, ωσεί κατειχόμην υπό τρέλλας. Ήθελα να καταστρέψω τον κόσμον. Ήθελον να φονεύσω όλους, διότι όλη η κοινωνία ήτο εχθρά μου. Η τύχη ηθέλησεν ώστε κατά την ψυχολογικήν αυτήν κατάστασίν μου να συναντήσω τον Βασιλέα. Θα εφόνευον και την αδελφήν μου αν την συνήντων την ημέραν εκείνην.
Εις ερώτησιν, αν επρομελέτησε τον φόνον, απήντησε.
-Όχι! Εφόνευσα τον Βασιλέα εκ συμπτώσεως. Εβάδιζον ως νεκρός να γνωρίζω που επήγαινα. Αίφνης στραφείς είδον οπισθέν μου τον Βασιλέα με αν υπασπιστήν του. Επεβράδυνα το βήμα. Ο Βασιλεύς διήλθεν εγγύτατα. Τον αφήκα να διέλθη και αμέσως επυροβόλησα.
-Εσκόπευσες πριν πυροβολήσης;
-Δεν ήτο ανάγκη. Ο βασιλεύς μόλις απείχε εν μέτρον απ’ εμού. Μόλις επυροβόλησα, ουδέν ηννόησα πλέον. Με ωδήγησαν εις ένα φαρμακείον και μου υπέβαλον πολλάς ερωτήσεις, μεθ’ ο με ωδήγησαν εις την φυλακήν.
-Αφού δεν επρομελέτησες τον φόνον του Βασιλέως, διατί ήσο ωπλισμένος με πολύκροτον; Διατί έγραψες την βιογραφίαν σου, υπογράψας «Αλέξανδρος Σχινάς» και γράψας ότι «από του ανεπτυγμένους θα θεωρηθής ανεπτυγμένος, από προς ήρωας ήρως και από προς αχρείους και ανισορρόπους, αχρείος και ανισόρροπος;»
-Έφερον πάντοτε μαζή μου το πολύκροτον. Την βιογραφίαν μου την έγραψα πέντε ημέρας πριν φονεύσω τον Βασιλέα. Την έγραψα νύκτα κατά τας στιγμάς του πυρετού, όταν ήθελον να εκδικηθώ και δεν εγνώριζον πως θα κτυπήσω την κοινωνίαν και ποίον ώφειλον να κτυπήσω.
-Είσαι αναρχικός;
-Όχι, όχι! Δεν είμαι αναρχικός, αλλά σοσιαλιστής. Έγινα σοσιαλιστής, όταν εσπούδαζον ιατρικήν εις τας Αθήνας. Δεν γνωρίζω πως. Γίνεται κανείς σοσιαλιστής χωρίς να το καταλαμβάνη, ολίγον κατ’ ολίγον. Όλοι οι άνθρωποι οι καλοί και οι μορφωμένοι είνε σοσιαλισταί. Η φιλοσοφία προς ιατρικής ήτο δι’ εμέ ο σοσιαλισμός.
-Πόσας αδελφάς προς;
-Δύο. Και αυταί υπήρξαν η αφορμή προς καταστροφής μου. Είχα συμπληρώσει τας σπουδάς προς ιατρικής, αλλά δεν είχον χρήματα διά να πάρω το δίπλωμά μου. Εχρειάζοντο πεντήκοντα Τουρκιπρος λίραι. Παρεκάλεσα την αδελφήν μου να δεχθή μίαν θέσιν διδασκαλίσσης. Θα έκαμνα και εγώ τον διδάσκαλον και με τα κέρδη μου θα ηδυνάμην να αγοράσω το δίπλωμα. Προς φίλος μου εύρε δύο θέσεις διδασκάλου εις το χωρίον Κλεσούρα. Ήμην ευτυχής. Αλλ’ όταν η μικροτέρα αδελφή μου, παρακινηθείσα από την μεγαλειτέραν, ηρνήθη να με συνδράμη, τότε παρητήθην από την θέσιν του διδασκάλου. Ο φίλος μου τότε συνετέλεσε να μου δοθούν επί πιστώσει ιατρικά αξίας επτά λιρών Τουρκικών, τα οποία μετέβην να μεταπωλήσω εις εν μέρος πλησίον εκεί, κερδίσας ούτω εντός μηνός δύο Τουρκικάς λίρας. Τότε μετέβην εις την Ξάνθην δια να εξασκήσω το ιατρικόν επάγγελμα, αλλά με ημπόδισαν, διότι δεν είχον δίπλωμα και ήρχισα έκτοτε τον πλάνητα βίον. Ήμην εικοσιπέντε ετών, όταν η νευρασθένεια ήρχισε να με βασανίζη. Τώρα είμαι 43!
Εκθέτει είτα ο βασιλοκτόνος πως εγκατέλειψε την Θεσσαλονίκην προ τριών ετών.
-Με είχον απελάσει οι Νεότουρκοι, διότι ήμην καλός Έλλην πατριώτης. Επανήλθον δε προ ενός μηνός, γενόμενος κακός από τους ανθρώπους και από την ασθένειαν.
-Ποια νομίζεις ότι θα ήνε η καταδίκη σου;
-Η δικαιοσύνη την γνωρίζει. Εγώ δεν γνωρίζω.
-Πως νομίζεις ότι θα σε κρίνουν οι άνθρωποι;
-Έκαστος θα με κρίνη κατά την αντίληψίν του. Εγώ ήμην ατυχής.
-Μετανόησες δι’ ό,τι έκαμες;
Ο βασιλοκτόνος δεν απαντά. Κλίνει την κεφαλήν και παραμένει σιωπηλός.
-Συναινείς να σου πάρω την φωτογραφίαν;
-Είμαι έτοιμος. Πάρετέ την.
Τον καλώ να εγερθή και να τοποθετηθή επί μιάς έδρας. Η μορφή του είνε φασματώδης. Εξάπτεται η ματαιοδοξία του και ζητεί να τακτοποήση το ένδυμά του, φέρων είτα την χείρα επί της κόμης του. Κάθηται είτα κρατών υψηλά την κεφαλήν και παραμένει ακίνητος προ της φωτογραφικής μηχανής.
Όταν ελήφθη η φωτογραφία, ο βασιλοκτόνος επανήλθεν εις το στρώμα του. Όταν δε πρόκειται να απέλθω, ημιεγείρεται, συγκεντρών τας δυνάμεις του και με φωνήν βραχνώδη μοι λέγει.
-Κύριε, εγώ ήμουν καλός, όπως ο Χριστός! Όλη η Θεσσαλονίκη ημπορεί να το βεβαιώση. Ο κόσμος και η κοινωνία κάμνουν κακούς τους ανθρώπους και δημιουργούν τους εγκληματίας!
Ενώ η θύρα της φυλακής κλείει βαρέως, φθάνουν ακόμη μέχρις εμού οι λόγοι του: «Εγώ ήμουν καλός!»
(Νεολόγος, 16 Μαρτίου 1913)