Ένα κείμενο για την πρώτη ένοπλη κοινωνική εξέγερση στην Ελλάδα
Από τις 30 Απρίλη του 1834 και για περίπου έναν μήνα τράβηξε η δίκη του Θ. Κολοκοτρώνη και άλλων ταραχοποιών στοιχείων της εποχής, για “συνωμοσία επί σκοπώ του να ταράξουν την κοινήν ησυχίαν, και καταφέρουν τους υπηκόους της Α.Μ. εις την ληστείαν και τον εμφύλιον πόλεμον, και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα, και υπογραψάντων εις Τριπολιτσάν περί τα τέλη Ιουλίου του αυτού έτους αναφοράν προς ξένην δύναμιν και παρακινησάντων και άλλους υπηκόους της Α.Μ. να υπογράψουν επί σκοπώ καταργήσεως της Υψηλής Αντιβασιλείας, ήγουν του καθεστώτος πολιτεύματος“.
Η κατηγορία μοιάζει περίεργη καθώς αφορά τον “αρχιστράτηγο” της επανάστασης του 1821, καταξιωμένο μέσω μιας σειράς στρατιωτικών νικών που ωστόσο δε στάθηκαν ικανές να εξασφαλίσουν μια επιτυχία της επανάστασης, που πολύ γρήγορα απώλεσε κάθε κοινωνικό ανατρεπτικό περιεχόμενο (“Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν, και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν… Ο κόσμος να γλυτώση, απ’ αύτην την πληγή, κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη“) για να καταλήξει στην εδραίωση μιας νέας εξουσίας μέσω ασκήσεων εθνοκάθαρσης, με αποκορύφωμα την άλωση της Τριπολιτσάς, στο πλιάτσικο της οποίας ο Κολοκοτρώνης επίσης διέπρεψε. Συνέπεια αυτής της συρρίκνωσης της επαναστατικής διαδικασίας και προκειμένου να “εξασφαλιστεί” η έκβαση της “επανάστασης”, χωρίς επανάσταση, μέσω μιας πολεμικής ανάμειξης των “Μεγάλων Δυνάμεων” (όχι πολύ διαφορετικής απ’ τη σημερινή στη Λιβύη) ήταν και η βαυαροκρατία ως επιβεβλημένη κρατική ρύθμιση των ανταγωνισμών μεταξύ των διαφόρων φατριών που εποφθαλμιούσαν την εξουσία (και είχαν οδηγήσει ήδη σ’ έναν εμφύλιο στα 1825) και των προστατιδών “Μεγάλων Δυνάμεων” με τις οποίες η καθεμιά ταύτιζε τα συμφέροντά της.
Το σύρσιμο ενός παλιού αγωνιστή ευρείας αποδοχής όπως ο Κολοκοτρώνης στα δικαστήρια, δεν ήταν απλά μια ευνοϊκή κίνηση προς τα αγγλικά συμφέροντα εις βάρος των ρωσσικών που μάλλον εξέφραζε, αλλά και μια σαφής προειδοποίηση προς κάθε οπλαρχηγό -και όχι μόνο- που ενδεχομένως ν’ αμφισβητούσε το ποιός έχει πλέον το κουμάντο.
Η καταδίκη εις θάνατον του Κολοκοτρώνη (μετατράπηκε στη συνέχεια σε ισόβια κάθειρξη), ήταν ταυτόχρονα και μια ταπείνωση όλων των παλιών αγωνιστών της επανάστασης που τέθηκαν μετεπαναστατικά στο περιθώριο και πολλοί μάλιστα ξανά στην παρανομία, αυτή τη φορά απέναντι στη ελληνική χωροφυλακή και μετέπειτα την αστυνομία, σε μια γραμμή παράλληλη προς τους κοινωνικούς αγώνες, που περνάει απ’ τον Νταβέλη και φτάνει μέχρι τις μέρες μας με τους Παλαιοκωσταίους. Εκτός απ’ την οργή των περιφρονημένων οπλαρχηγών όμως (υπό το πρίσμα και της δημιουργίας μισθοφορικού στρατού από Γερμανούς και τον αποκλεισμό έτσι απ’ το στρατιωτικό εισόδημα των παραδοσιακά μωραϊτικων οικογενειών) υπήρχαν και μιά σειρά κοινωνικών συνθηκών. Η βαυαρική συγκεντρωτική νομοθεσία που καταργούσε τις παραδοσιακές μορφές τοπικής αυτοδιοίκησης και αστικοποιούσε το κοινωνικό υλικό εξαθλιώνοντας τους αγρότες και υποτάσσοντας την ύπαιθρο στην πόλη, η ληστρική φορολογία (25-35% αντί της οθωμανικής δεκάτης=10%), τα επαχθή δάνεια του 1824-5 και 1832 και η ακρίβεια, ενέτειναν τον αναβρασμό.
Οι παλιοί αγωνιστές φίλοι και συγγενείς του Κολοκοτρώνη, δεμένοι μεταξύ τους με σχέσεις συμπολεμιστή, ήταν και που αποτέλεσαν τη σπίθα της επανάστασης του 1834, που ξέσπασε τέλη Ιουλίου στην Μεσσηνία. Τοποθεσία καθόλου τυχαία, μιας και τα αρβανίτικα Σουλιμοχώρια της, αποτελούσαν τα “Εξάρχεια” της εποχής, με τους στρατιωτικο-κοινωνικά αυτοδιοικούμενους΄Νδρέδες να βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση με τις οθωμανικές αρχές κρατώντας μακριά τους εντεταλμένους τους, κάτι που εξασφάλιζε παραδοσιακά ένα είδος “άσυλου” στα χωριά τους για τους κάθε φυλής και θρησκείας καταδιωγμένους απ’ τον νόμο.
“Απεφασίσαμε, να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνάμεως, του μόνου και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιεζομένου λαού“
Ο Γιαννάκης Γκρίζαλης κι ο πεθερός του Μητρο-Πέτροβας, ο Μήτρος κι ο Κόλιας Πλαπούτας, ο Νικήτας Ζερμπίνης (ανηψιός του Κολοκοτρώνη) κι ο Αναστάσης Τζαμαλής μαζεύοντας μικρές δυνάμεις παλιών αγωνιστών κηρύσσουν την επανάσταση στα Σουλιμοχώρια, με μια προκήρυξη στην οποία πρωτοεμφανίζονται με επιθετικό τρόπο κοινωνικές διεκδικήσεις στο ελληνικό κράτος, ενάντια στην καταπίεση, τη ληστρική φορολογία, την απουσία Συντάγματος, τις καταχρήσεις της εξουσίας και την εξαθλίωση του λαού, αλλά και θρησκευτικά, που αντανακλούσαν σ’ έναν βαθμό τη λαϊκή καχυποψία απέναντι στους Βαυαρούς. Η εξέγερση ξεκινά απ’ τον παλιό οπλαρχηγό της επανάστασης Ασημάκη Σεργιόπουλο, ενώ οι δυνάμεις των εξεγερμένων περνούν από χωριό σε χωριό, καταλύοντας τις τοπικές αρχές και παίρνοντας με το μέρος τους οπλισμένους χωρικούς. Οι εξεγερμένοι μπαίνουν την νύχτα στα χωριά και κρύβονται σε σπίτια συμπαθούντων, ενώ την άλλη μέρα ενώνονται με τις δυνάμεις των οπλαρχηγών που καταλαμβάνουν τα χωριά και καταλύουν τις κρατικές αρχές, με την ίδια τακτική που θα επιστρατεύσουν στα 1877 στο Gallo και στα χωριά του Benevento στην Ιταλία οι αναρχικοί της “προπαγάνδας της πράξης” (Cafiero, Malatesta και λίγες δεκάδες ακόμα), πριν η φράση αυτή ταυτιστεί με τις απελπισμένες ατομικές πράξεις αντίδρασης που ακολούθησαν την καταστολή αυτού του κινήματος.
Την Κυριακή 29 Ιούλη, οι δυνάμεις του Γκρίζαλη μπαίνουν στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία), διοικητικό κέντρο της εποχής και απαγάγουν τον Νομάρχη, τον στρατιωτικό διοικητή και τον έφορο παίρνοντάς τους μαζί τους πίσω στα Σουλιμοχώρια. Στην Κυπαρισσία καταργούνται όλα τα κρατικά όργανα και αντικαθίστανται από μια αιρετή κι άμεσα ανακλητή επιτροπή. Το ίδιο σκηνικό αναφέρεται απ’ τον έπαρχο Ολυμπίας Λ. Κρεστενίτη για όλα τα χωριά της περιοχής.
Ο 83χρονος Μητρο-Πέτροβας καταλαμβάνουν με τον Τζαμαλή την Μεσσήνη που εγκαταλείπουν άρον-άρον οι κυβερνητικοί. Οι Πλαπουταίοι με τον Ζερμπίνη αφού ταπείνωσαν δυνάμεις της χωροφυλακής στον Αλφειό, μπαίνουν στην Ανδρίτσαινα και συλλαμβάνουν τον μοίραρχο, ενώ μετά από εξέγερση των γύρω χωριών, περνάει στα χέρια των επαναστατών και η Μεγαλόπολη. Η Ανδρούσα πέφτει χωρίς αντίσταση, και λεηλατείται η έπαυλη του τοπικού δικαστή. Στον Ασλαναγά, οι κάτοικοι διώχνουν τα κυβερνητικά στρατεύματα και υποδέχονται τους εξεγερμένους. Στο Δερβούνι, στρατιώτες που είχαν σταλεί να πολιορκήσουν το χωριό, στρέφονται ενάντια στους αξιωματικούς τους και περνούν με το μέρος των εξεγερμένων που καταφθάνουν από παντού.
Στις 4 Αυγούστου, οι κάτοικοι της Δημητσάνας παρακούν τις στρατιωτικές εντολές οχύρωσης της πόλης τους εναντίον των εξεγερμένων “που θα έρθουν και θα σας λεηλατήσουν το βιός” (τα μαγαζιά τότε δεν ήταν τόσο πολλά όσο εν έτει 2008) και κυνηγούν τους τοπικούς άρχοντες μέχρι την Τρίπολη.
Η Κυβέρνηση της αντιβασιλείας υπό την προεδρία του Κωλέττη κινήθηκε όμως αποτελεσματικά. Εξασφάλισε τα νώτα της, παραχωρώντας αμνηστεία στους Μανιάτες αντάρτες και προαγωγές στους Ρουμελιώτες, και απέλυσε τον Υπουργό Παιδείας Σχινά, που συγκέντρωνε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και είχε “στοχοποιηθεί” απ’ την προκήρυξη των επαναστατών. Ταυτόχρονα, πέρασε στην επίθεση, κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο στην Μεσσηνία και σε περιοχές της χώρας όπου εκδηλωνόταν συμπάθεια προς την εξέγερση, και οχύρωσε την Τρίπολη. Οι οπλαρχηγοί της εξέγερσης επικηρύχθηκαν με το εντυπωσιακό για την εποχή ποσό των 30.000 δραχμών (μιας και το γενικά καταχρεωμένο ελλ. κράτος αποδεικνύεται διαχρονικά γενναιόδωρο ως προς τις επικηρύξεις του), και οι 2.000 κυρίως Γερμανοί μισθοφόροι του σ/χη Σμαλτς που συμμετείχαν στην καταστολή των Μανιατών μαζί με κυβερνητικούς (παρακρατικούς θα λέγαμε σήμερα) Μανιάτες και πρώην επαναστατημένους που αυτομόλησαν τσάκισαν τις δυνάμεις των Μητροπέτροβα και Τζαμαλή στην μάχη του Ασλάναγά που πυρπολήθηκε απ’ τους Γερμανούς, και των υπολοίπων οπλαρχηγών έξω απ’ την Μεγαλόπολη, ενώ τις επόμενες μέρες ακολούθησε ένα κύμα συλλήψεων και αντιποίνων.
Οι Γκρίζαλης, Τζαμαλής και Μητρο-Πέτροβας καταδικάσθηκαν εις θάνατον σε έκτακτο στρατοδικείο στην Πύλο. Οι δυο πρώτοι εκτελέσθηκαν επί τόπου, ενώ η ποινή του τρίτου μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, λόγω γήρατος. Οι υπόλοιποι καταδικάσθηκαν σε πολυετείς ποινές φυλάκισης. Η κυβέρνηση απαγορεύει την ταφή του σώματος του Γκρίζαλη, προς αποφυγίν επεισοδίων. Αργότερα, ο Όθωνας θα στείλει μια καμπάνια για την εκκλησία του χωριού του για να εξευμενίσει τους κατοίκους.
Φαίνεται όμως πως η κοινωνική επανάσταση του 1834 άφησε τα ίχνη της στους αγώνες της περιοχής, ξεγυμνώνοντας για πάντα την εθνική μυθολογία που θέλει τη δημιουργία εθνικού κράτους, ευτυχή δικαίωση της επανάστασης του 1821. Την επόμενη χρονιά, οι κάτοικοι των χωριών της Μεγαλόπολης αρνήθηκαν να καταβάλουν φόρους κι έδιωξαν τους εφοριακούς. Στην Μεθώνη, βοσκοί επιτέθηκαν σε κυβερνητικούς και κατάφεραν να πιάσουν μάλιστα ομήρους και δυο στρατιώτες από απόσπασμα που στάλθηκε να τους συλλάβει. Άρνηση καταβολής φόρων κι επιθέσεις-απαλλοτριώσεις εφοριακών και συγκρούσεις με κυβερνητικά στρατεύματα είχαμε και την επόμενη χρονιά σε χωριά της περιοχής. Οι δυνάμεις του κράτους θα επιβληθούν ολοκληρωτικά, χρησιμοποιώντας την αποτυχημένη ανταρσία των οπλισμένων κατοίκων της περιοχής ως ακόμη ένα μέσο για την κοινωνική και οικονομική υποτίμησή τους, οδηγώντας ιστορικά πολλούς απ’ αυτούς στη φτώχεια και την μετανάστευση, στην μαύρη οικονομία κι άλλους, ακόμα χειρότερα, στο στρατό και τα σώματα ασφαλείας.
* Περισσότερα στοιχεία μπορούν να βρεθούν και στις σελίδες των σχολείων Δωρίου(λινκ) και Ψαρίου (λινκ).
Για τις απόπειρες των Ιταλών αναρχικών, προτείνεται η ταινία των αδερφών Taviani, San Michele aveva un gallo
** Αναδημοσιεύεται από το http://rioters.espivblogs.net/2011/03/25/1834/