Κατά την 14 Φεβρουαρίου του 1898, περί την 6 μ.μ. ώραν, εις την οδόν του Παλαιού Φαλήρου εγίνετο η κατά του βασιλέως Γεωργίου Α απόπειρα υπό του Γεωργίου Καρδίτση και ενός συντρόφυ του. Ο βασιλεύς επιστρέφον εκ του συνήθους περιπάτου ου μετά της θυγατρός του πριγγηπίσσης Μαρίας, εδέχθη πέντε σφαίρας όπλου γκρά, εκ των οποίων ετραυματίσθη μόνον ένα άλογο της αμάξης του και αυτό ελαφρώς. Η είδησις προεκάλεσεσχετικήν συγκίνησιν. Είχαν παρέλθει αι πρώται εντυπώσεις εκ του ατυχούς πολέμου του 1897 και ο βασιλεύς Γεώργιος, όστις εγνώριζε να χειρίζεται την βασιλικήν εξουσίαν, είχεν αρχίσει ν’ ανακτά τας συμπαθείας του λαού. την επομένην εγένετο δοξολογία, συνέρρευσε δε αρκετόν πλήθος λαού.
Κατά την εποχήν εκείνη, καίτι νέος ακόμη βουλευτής, είχον εκλεγή αντιπρόεδρος της Βουλής, επειδή δε απουσίαζεν ο πρόεδρος αυτής Ρώμας, μετάβην εγώ μετά του προεδρείου εις τα ανάκτορα ίνα συγχαρώμεν τον βασιλέα. Μετά την επίσημον προσφώνησιν, ο βασιλεύς μας διηγήθη πως συνέβη η απόπειρα και πως αυτός όσως σκοτίση τους δολοφόνους εγερθείς επί της αμάξης περιέστρεφε την ράβδον του και προεφύλαττε ταυτοχρόνως την βασιδόπαιδα μαρίαν διά του σώματός του. Η αφήγησις αύτη και η διαδήλωσις της πατρικής στοργής μας συνεκίνησε βαθύτατα και …ήλθομεν των ανακτόρων χαίροντες, διότι η τύχη προεφύλαξε τον άνακτα, μετεδώκαμεν δε ό,τι ηκούσαμεν από του στόματος του βασιλέως. Μετά ένα μήνα εγένετο η δίκη των δραστών εις το Βερβάκειον, κατεδικάσθησαν δε ούτοι εις θάνατον και μετεφέρθησαν εις το παλαμήδι του Ναυπλίου. Γενική πεποίθησις ε..πράτει ότι ο βασιλεύς θα τους εχάριζε την ζωήν, ως έπραξαν και άλοι βασιλείς, τραυματισθέντες μάλιστα.
Κατά τον χρόνον εκείνον είχαμεν ως κέντρον συναθροίσεως την οικίαν του διευθυντού των Καιρών Πέτρου Κανελλίδου, όπου εσύχναζον πολλοί φίλοι του διαπρεπούς δημοσιογράφου, μεταξύ των οποίων πολυάριθμοι πο..τόμενοι δημοσιογραφούντες, δημοσιογράφοι εξ επαγγέλματος και άλλα μέλη της κοινωνίας, πάντοτε δε ευρίσκετο παρών ο κατόπιν υπουργός Δικαιοσύνης Νικόλαος Δημητρακόπουλος και … Γεώργιος Πώπ, αρχισυντάκτης τότε των «Καιρών».
Η κυρία Κανελλίδου ηρέσκετο να παίζη μάους, χαρτοπαίγνιδο του συρμού, πε΄ρι την τράπεζαν δε αυτής διηρχόμεθα παίζοντας μέχρι των πρωινών ωρών. Ο Κανελλίδης μετά τον νυκτερινόν των περίπατον εισήρχετο εις την αίθουσαν, τότε δε το παιχνίδι έπαυε και ήρχιζεν η πολιτική κουβέντα. Ένα βράδυ εγίνετο λόγος περί του Καρδίτση και του Ιωάννου Κυριακού των δραστών της αποπείρας. Ο Κανελλίδης αγαθωτάτων αισθημάτων άνθρωπος, εδυσφόρει διότι δεν εδημοσιεύετο το βασιλικόν διάταγμα την απονομής χάριτος εις αυτούς.
-θα είνε τρομερόν, έλεγε, να καρατομηθούν δυο άνθρωποι, διά τον ελαφρόν τραυματισμόν ενός ίππου των βασιλικών σταύλων.
Μετ’ ολίγας ημέρας διεδίδετο εις την πόλιν, ότι η κατά του βασιλέως απόπειρα είχε σκηνοθετηθή υπό του διαχειριστού της βασιλικής χορηγίας Νικολάου Θών, όστις διά του τρόπου τούτου ηθέλησε να εξεγείρη τας συμπαθείας του λαού υπέρ του κυρίου του.
Η σκηνοθεσία αυτή ήτο ευφυές επινόημα και εξεπλήρωσε τον σκοπόν του. Αλλ’ ο κανελλίδης πληροφορηθείς ταύτα κατελήφθη εξ οργής και δεν εννοούσε να συγχωρήση τας τοιαύτας αγυρτίας εμπαιζούσας τον λαόν, ανεκοίνωσε δε δημοσία την παιχθείσαν κωμωδίαν εις τον Ανάλατον του Φαλήρου.
-Είνε αυτή, έλεγε, μία ανάλατος κωμωδία, την οποίαν δεν θα εδέχετο να παίξη ούτε ο Θεοδοσίου με την Τρελλοκατερίνην εις το κάρρο της αποκρηάς.
Όλα αυτά όμως ήγειραν κατ’ αυτού ποινικήν καταδίωξιν και ο Κανελλίδης εισήχθη εις τας φυλακάς Συγγρού. Εκεί μετάβημεν συχνά μετά του κ. Πώπ διά να του κρατούμεν ολίγην συντροφιάν. Του είχε παραχωρηθή ένα ευρύχωρον δωμάτιον, το οποίον είχε μεταβάλει εις γραφείον και εκείθεν απέστελλεν εις τους «Καιρούς» τα άρθρα του. Το δωμάτιον αυτό κατά τας ώρας καθ’ ας οι κρατούμενοι αφίνοντο ελεύθεροι εις την αυλήν, εδέχετο τους φυλακισμένους, οι οποίοι φυσικά όλοι εκρατούντο άδικα. Υπέβαλον ούτοι εις το μακαρίτην Κανελλίδην τα παράπονά των και τον παρεκάλουν να τους υπερασπίση διά της εφημερίδος του. Ο Κενελλίδης, εις την ψυχήν του οποίου ουδέποτε εισήλθεν η κακία, εύρισκε πάντοτε λόγους οίτινες εμετρίαζον την σοβαρότητα των πράξεών του. Μίαν ημέραν διηγήθη εις τον κ. Πώπ και εμέ πόσον αψυχολογήτως δικάζονται και καταδικάζονται οι άνθρωποι υπό των δικαστηρίων.
-Να, μας έλεγε, βλέπετε αυτόν τον νέον; και μας έδειξεν ένα κομψότατον νεανίαν· αι λοιπόν αυτός κατεδικάσθη, διότι αφήρεσεν, εν ώρα μεγάλης ανάγκης από τον πατέρα του, ο οποίος ήτο δημόσιος ταμίας, ολίγας χιλιάδας δραχμών. Εάν εφιλοσόφουν οι δικασταί ποτέ δεν θα κατεδίκαζαν τον λαμπρόν αυτόν νέον διά μίαν τοιαύτην παρεκτροπήν.
Άλλοτε μας επέδειξεν ένα άλλον επίσης λαμπρόν νέον, όστις είχε μαχαιρώσει τον πενθερόν του και την πενθεράν του, κατόπιν δεινών έβρεων τας οποίας είχον εκστομίσει εναντίον του. Τι ηθέλατε να γίνη κατόπιν τούτου; Νέος ήτο, τον προσέβαλον εις το φιλότιμο, ο διάβολος το έφερε να έχη στη μέση του ένα λάζο, τον έσυρε και εμαχαίρωσε τους αυθάδεις γέροντας, οίτινες είχον την ανοησίαν να ερεθίσουν τα νεύρα του. Ο λάζος, λογικώτερος του γαμβρού, δεν τους έδωκε τον θάνατον. Εν τούτοις αυτός κατεδικάσθη εις δώδεκα ετών ειρκτήν. Την ποινήν ταύτην εθεώρει υπερβολικήν.
-Εάν η τιμωρία της φυλακίσεως συντελή εις τον σωφρονσμόν ενός πταίσαντος, δέκα μήνες θα ήσαν αρκετοί να σωφρονισθή ο μαχαιρώσας τα πεθερικά του, μας είπεν.
Ενώ δι’ όλους τους κρατουμένους είχεν ο κανελλίδης λέξεις επιεικείας και συμπαθείας, δεν εχόνευεν ένα μόνον.
-Αυτός, μας έλεγεν, είνε κακότροπος κεφαλή, αληθινός τύραννος εδώ μέσα.
-Αυτός ποιος είνε; ηρώτησεν ο κ. Πώπ.
-Αυτός ο αχρείος είνε ο δεσμοφύλαξ.
Όταν δικασθείς ηθωώθη, ο Κανελλίδης δεν ελησμόνησε τους λαμπρούς αυτούς νέους, αλλά τα Χριστούγεννα τους έστειλε χριστόψωμα και κουραμπιέδες, τακτικώτατα δε τους εφωδίαζε με πακέτα σιγαρέτων, όπως καπνίζοντες παρηγορούνται διά την αυστηρότητα της αψυχολογήτου και αφιλοσοφήτου δικαιοσύνης.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΕΛΛΙΑΝΙΤΗΣ
(Νεολόγος, 22 Ιουλίου 1930)