Κάποιος φίλος του δημοσιογράφος έγραψε στην «Ελευθεροτυπία» στις 30/12/1994:
«Έφυγε ο σκαπανέας της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης. Εύχομαι φίλε Γιάννη στο ύστατο ταξίδι σου να βρεις τη συντροφικότητα και ελευθερία που γύρευες στη ζωή σου». Κάποιος άλλος φίλος κατέθεσε στη μνήμη του ένα ποσό στο ΨΝΑ. Οι υπόλοιποι βουβαθήκαμε όλοι από το σοκ καθώς είναι αδύνατο να πιστέψουμε πως ο Γιάννης δεν θα είναι πια ανάμεσά μας. Είναι αδύνατο να δεχτούμε πως δεν θα ξανακούσουμε την απλή χαρακτηριστική του φράση όταν σηκώναμε το τηλέφωνο «Έλα.., ο Γιάννης» πάντα ξαφνικά και απρόσμενα όπως μας έχει συνηθίσει.
Από σήμερα κάθε κατατρεγμένος θα είναι πιο φτωχός και μόνος του γιατί δεν θα έρθει δίπλα του ο Σκανδάλης. «Η ζωή, έλεγε, δεν είναι σινεμά για να την βλέπεις απ’ την πλατεία. Πρέπει να σκαρφαλώνεις και να μπαίνεις μέσα στη σκηνή έστω κι αν η εξουσία σου τσεκουρώνει τα χέρια σου για να σε στείλει στην «θεσούλα σου» - στην πλατεία». Ο Σκανδάλης είχε πολλές φορές συγκρουστεί μ’ αυτές τις δυνάμεις μα ποτέ δεν λύγισε. Αντιπάλεψε την καταστολή και την αδικία και είχε αντιπάλους τους φορείς της. Παρόλα αυτά δεν ξέρουμε κανένα προσωπικό του εχθρό. Ξέρουμε μόνο τους φίλους του.
Ο Γιάννης ήταν ένα αμάλγαμα ασυμβίβαστου αγωνιστή, ευαισθησίας και ευγένειας. Εραστής της φιλίας και της συντροφικότητας, σεμνός και ταπεινός αλλά μπορούσε να αντέξει τις κακουχίες και τις δυσκολίες με την «πολωνική ξεροκεφαλιά του» φτάνοντας στο τέρμα. Αυτός ο gentleman με τους φίλους του δεν δίσταζε να ορμά στους δεσμοφύλακές του με τα νύχια και τα δόντια ή να περιλούζει το διευθυντή του Νταχάου της Κέρκυρας με το περιεχόμενο της βούτας στο συσσίτιο.
Όταν κάποιος αδικημένος έκανε το πρώτο βήμα, στο δεύτερο είχε δίπλα του τον Σκανδάλη. Φορτωμένος με το φάκελό του, να του βρει δικηγόρο, με τα τηλέφωνα των δημοσιογράφων και των γιατρών που μπορούν να συμπαρασταθούν.
Ο Γιάννης ζούσε για να βοηθά και να προσφέρει. Παρατούσε τη δουλειά του τρέχοντας με την μηχανή του από εφημερίδα σε εφημερίδα σε δικηγόρους και γιατρούς. Παράλληλα απευθυνόταν στην νεολαία και στο κίνημα. Το βράδυ κοιμόταν στην κατάληψη που γι’ αυτό το λόγο είχε γίνει (είτε στην Εμπορική ή στο Πολυτεχνείο), ενώ δεν θα έλειπε βέβαια από τις πορείες συμπαράστασης. Κι όλοι αυτοί που παρακινημένοι από την φλογερή επιμονή του Γιάννη για αλληλεγγύη συμπαραστέκονταν παίρνανε την εσωτερική αυτή χαρά της επαναστατικής αλληλεγγύης που τόσο σεμνά κι ευγενικά τους είχε μπάσει ο ίδιος.
Τα 43 χρόνια του Γιάννη είναι κομμάτι της ιστορίας του κινήματος και της ιστορίας της μεταπολίτευσης. Ήταν ο τελευταίος μιας ιστορικής οικογένειας που δέθηκε θετικά ή αρνητικά με τις τύχες αυτής της χώρας. Και χωρίς συναισθηματισμούς – ήταν ο καλύτερος.