Απόσπασμα άρθρου με τίτλο «Ένα τρίπτυχον. Ληστών Καρατόμησις – Εγκλήματα – Τοκογλυφία», στον «Οδηγό της πόλης του Πύργου», έκδοση της τοπικής εφημερίδας «Αυγή», σελ. 33-36):
«ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ
Η μελανή σελίδα της Ιστορίας του τόπου μας κλείνει με τα περί τοκογλυφίας.Μας λέγουν, από τον Πύργον που γίνονται τα πολλά εγκλήματα; ενώ δεν γίνονται τα «πολλά», ή από τον Πύργον που βγαίνουν οι λησταί; ενώ ο Πύργος δεν είχε ληστάς. Διά τους τοκογλύφους δεν λέγουν, διότι δεν ημπορούν να ομολογήσουν και οι ληστευόμενοι ακόμη από κακούργους τοκογλύφους, διότι σήμερα δεν τιμωρείται μόνον ο δίδων, αλλά και ο λαμβάνων τοκογλυφικώς χρήματα.
Δεν υπάρχουν εν τούτοις και τα ίδια περιθώρια όπως όταν με την ευλογίαν των πάντων ωργίαζαν οι απόγονοι του Σάϋλωκ, που όταν δεν είχαν να δώσουν τα δανεισθέντα χρήματα, τους έκοβεν τας σάρκας των.
Μέχρι προ της κατοχής εις την Πηνείαν ο τοκογλυφικός δανεισμός είχε την ονομασίαν «έντριτον». Δηλαδή μία οκά (τότε) σιτάρι το χειμώνα, με την υποχρέωσιν να δίδουν οι λαμβάνοντες τρείς οκάδες κατά τον θερισμόν.
Ο συγγραφέας του βιβλίου «Τω χωριό μου – Τριφυλιακόν Αίπυ νυν Πλατιάνα της Ηλείας-Ολυμπίας» Κων. Ιω. Σταυρόπουλος, γράφει ανοικτά διά τα θύματα των τσιφλικούχων και των τοκογλύφων (σελίς 38): «Επί των εκκαθαρίστων προϊόντων γης, δασών, κτηνών κλπ. Έπαιρναν από τους κολλήγους η ληστρική αυτή οικογένεια των νεοτούρκων αφεντάδων το 33%!»… «Τυχόν δυστροπούντας κολλήγους διά την καταβολήν του «τρίτου», όπως ελέγετο τότε, τους συνελάμβανον, τους μουτζούρωναν, τους εξευτέλιζαν και τους ωδηγούσαν δέσμιους εις το δικαστήριον Κυπαρισσίας τότε, όπου τους κατεδίκαζον εις φυλάκισιν, πρόστιμα κ.λπ.
Όταν οι εξερχόμενοι των φυλακών ήρχοντο εις τα χωριά των, ή δεν έπρεπε να σηκώσουν κεφάλι πλέον και να μείνουν ισοβίως «δούλοι» ή έπρεπε να πάρουν τα βουνά ως λησταί πλέον».
Η ληστεία της τοκογλυφίας διεπράττετο επισήμως. Ο ίδιος συγγραφεύς φέρει εις φως επίσημον συμβόλαιον τοκογλυφίας διά χρέος 130 δρχ. που εχρειάσθησαν 18 έτη να το εξοφλήση ο δυστυχής οφειλέτης. Τα συμβόλαια ήρχιζαν:
«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α’ αριθμ.. 4417. εν Ανδριτσαίνη τη 6η Δεκεμβρίου 1885 μέραν Παρασκευήν ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου Ανδριτσαίνης Χαρ. Παρθενίου…»Εκατόν χρόνια και πλέον μετά την απελευθέρωσιν από Τουρκικόν ζυγόν οι δούλοι είναι «κολλήγοι» και απλώς ήλλαξαν αφέντη. Έχυσαν το αίμα των να διώξουν τον εχθρόν και οι έξυπνοι και επιτήδειοι πολλοί από τους οποίους ήσαν φίλοι με τον εχθρόν, «ακμαίοι» εισήλθαν εις την ελευθέραν Χώραν διά να γίνουν αυτοί οι τύραννοι και μάλιστα εμπρός σ’ αυτούς τι ήταν οι Τούρκοι;
Ίσως δεν έχει θέσιν εις τα περί τοκογλυφίας αυτό, αλλά εάν το 1825 ο Ιμβραήμ έκαψε και επάτησε επί πτωμάτων διά να καταπνίξη την επανάστασιν και υπήρξεν ο μεγαλύτερος των εχθρών, ο Σισίνης (κι’ αυτός) έβγαλε το χειρότερο όνομα διά να στηρίξη την επανάστασιν. Έλεγεν ο Λαός: «Τι Μπραΐμης, τι Σισίνης»!
Ασυνήθιστοι, κάτω από τον Τουρκικόν ζυγόν, σε πορεία ζωής τετρακοσίων χρόνων δουλείας οι (ας τους γράψωμεν και εμείς) ραγιάδες, δεν τα κατάφεραν να «σηκώσουν κεφάλι». Έτσι εδημιουργήθησαν οι νέοι σκλάβοι των τσιφλικούχων και των τοκογλύφων. «Ο χρόνος δεν διέρχεται εις μάτην και η γη δεν στρέφεται ανώφελα περί τον άξονά της».
Αυτά γράφει εις την «Πατρίδα» Πύργου, 24-1-1935, επιφανής συμπολίτης, ευρείας μορφώσεως και κοινωνικής πείρας, διαμένων (τότε) εν Αθήναις και ο οποίος εδημοσίευσε με το ψευδώνυμον «Νοσταλγός» εις εννέα συνεχείας μίαν σπουδαίαν σειράν αποκαλυπτικών άρθρων με τον γενικόν τίτλον: «Οργάνωσις πολλών ετών κινήματος προς αποτέφρωσιν του Υποθυκοφυλακείου και των Συμβολαιογραφείων του Πύργου διά την εξαφάνισιν των αγροτικών χρεών. Πώς παρεστάθη ψευδώς ότι αρχηγός του κινήματος ήτο ο Πέτρος Αυγερινός. Κατάδοσις του κινήματος εις την Εισαγγελίαν. Ο ρόλος ενός δικηγόρου. Άλλαι εκπληκτικαί λεπτομέρειαι. Του εν Αθήναις επιφανούς συμπολίτου και Συνεργάτου «Νοσταλγού».
Ο γράφων εδώ σήμερα ήτο τότε συντάκτης της «Πατρίδος». «Πέρασαν» απ’ τα χέρια του τα χειρόγραφα αυτά και η επιμέλεια της ταξινομήσεως του κειμένου ήτο ιδική του. Ημερομηνία χειρογράφων 24.1.35 – Αθήναι. Έναρξις δημοσιεύσεως 10.2.1935. Το άρθρον αρχίζει: «Ανασύρω σήμερον εις το φως μίαν σελίδα της ιστορίας του Πύργου…» και συνεχίζει:»Κατά το 1896 ένας νέος γνωστός υπό το όνομα Κοψαχείλης (Πάνος), επεσκέπτετο τους δύο πρωτεργάτας τότε της εν Πύργω σοσιαλιστικής κινήσεως με τον σκοπόν να τους ανακοινώση κάτι σοβαρόν. Ο Κοψαχείλης ήτο ρεμεσέρης το επάγγελμα, γνωστός δε δια τον παλληκαρισμόν και την γενναιοφροσύνην του, αλλά και πολύ συνετός και μετριοπαθής, διά τούτο δ’ απήλαυνεν εξαιρετικής τιμής από τους παλληκαράδες της εποχής εκείνης, όχι μόνον του Πύργου αλλά και των περιχώρων».
Αυτός (κατά την αποκάλυψιν του αφηγήματος) εις τον «Αγιοργίτικο δρόμο» έκαμε την συζήτησιν με τους δύο σοσιαλιστάς εκ Πύργου διά ν’ απαλλαγούν οι εργαζόμενοι από τα νύχια των εκμεταλλευτών, διότι δεν μπορούσε να βλέπη υποδουλωμένον εις τους τοκογλύφους ένα ολόκληρο λαό και ήθελε να τους δώση την βοήθεια να ελευθερωθούν.
Είχε διακόσιους «γκράδες» εις την διαθεσίν του, θα πήγαιναν εις το υποθηκοφυλακείον «θα βγάλουμε όλα τα βιβλία έξω και… φωτιά! Όταν θα φθάσουμε έως εκεί πολλοί θα ευρεθούν να μας βοηθήσουν διά να κάψουμε με μιάς όλα τα αρχεία των συμβολαιογράφων. Εννοείτε τώρα τι γλέντι έχει να γείνη εκείνο το βράδυ! Σε μια, δυό, τρεις το πολύ ώρες, όλοι οι δουλοπάροικοι των τοκογλύφων θα είναι ελεύθεροι…»
Οι σοσιαλισταί δεν εδέχθησαν να βοηθήσουν, διότι, ως απεκάλυψαν, αυτούς τους ενδιέφερεν η καταπίεσις διά να «ψαρεύουν» οπαδούς και συνεπώς ο Κοψοχείλης δια να επιτύχη προσεπάθησε να πείση τους μυηθέντας ότι αρχηγός του κινήματος ήτο ο Πέτρος Αυγερινός. Ο Αυγερινός έπεσε εις την παγίδα του Κοψαχείλη και εν πλήρει άγνοιά του υπεβοήθησε τον οργανωτήν του κινήματος, ο οποίος με πολλούς χωρικούς επεσκέφθη τον Αυγερινό. Του είπε: Όλα τα παιδιά αυτά Πέτρο, να τα θεωρής δικά σου, έτοιμα να πέσουν και στη φωτιά για χάρι σου. Αρκεί να τους πης μια λέξιν μόνον. Το τι θέλει η καρδιά τους το ξέρεις. Ένα πόνον έχουν. Ότι πάσχουν από την τοκογλυφία. Και άλλο δεν θέλουν παρά να ελευθερωθούν απ’ αυτήν.«-Αλλ’ είναι κανένας άλλος, είπεν αμέσως ανύποπτος ο Αυγερινός, που να μισή τους τοκογλύφους περισσότερον από μένα; Θέλετε άλλο να σας πω, ότι αν μπορούσα θα έβανα φωτιά και θα τους έκαια. Αυτοί είναι οι βδέλλες που μας τρώνε όλους μας. Η νομίζετε ότι και γω δεν υποφέρω από την τοκογλυφίαν; Και εγώ είμαι φτωχός, όπως εσείς. Όλη μου η περιουσία και αυτό το σπίτι που κάθουμαι, είναι καταχρεωμένα».
Οι πάντες πίστεψαν τόσον ώστε ένας είπε, κατόπιν: «ποτέ μου δεν θα το επίστευα αυτό, εάν δεν το άκουα με τα ίδια μου τ’ αυτιά. Ο Αυγερινός αρχηγός, τι άλλο θέλουμε!».Διά να μη συμβή όμως το ανήκουστον παρομοίας καταστροφής εις τον Πύργον, η θεία Πρόνοια εβοήθησε να τα εξομολογηθή όλα ο Κοψαχείλης εις τον (όπως αποκαλύπτει το άρθρον) τότε δικηγόρον Α.Α. (προσωπικός ο γράφων πιστεύει, χωρίς να είναι βέβαιος, ότι ίσως πρόκειται διά τον Αθανάσιον Σ. Αθανασιάδην, δικηγόρον, ετών 47 τότε. Ο δικηγόρος τίμιος άνθρωπος, προησθάνθη το τι θα συνέβαινε με την κατάλυσιν του Κράτους από τον όχλον. Προσεποιήθη ότι το ήκουσε ως καλόν το σχέδιον και τον συνεχάρη δήθεν διά την πρωτοβουλίαν του να απαλλάξη τον τόπον από το κακόν της τοκογλυφίας. Όμως παρακάλεσε τον Κοψαχείλην να του δώση μιάς εβδομάδος προθεσμίαν να προετοιμασθή.
Αντί όμως αυτού ο δικηγόρος Α.Α. επήγεν εις τον Εισαγγελέα. Του απέσπασε τον λόγον της τιμής του ότι δεν θα διώξη κανέναν απ’ τους κινηματίας και τότε του αφηγήθη τα πάντα και του υπέδειξε:
«-Να καλέσης αυτούς τους ανθρώπους και αφού τους πής ότι αι αρχαί διατελούν εν γνώσει των ενεργειών και αποφάσεών των, να τους καταστήσης υπευθύνους δι’ ό,τι έχει να γίνη και ότι θα διατάξης αμέσως την σύλληψίν των, εάν δεν σου δώσουν τον λόγον της τιμής των και δεν ορκισθούν, ότι τίποτε δεν θα κάμουν απ’ όσα μελετούν».
Πράγματι δε οι χωρικοί φοβηθέντες προδοσίαν εσυγκρατήθησαν και υπεσχέθησαν να συμμορφωθούν με τας οδηγίας και νουθεσίας του Εισαγγελέως. Το παράβολον σχέδιον εματαιώθη».