Τον Ιούλιο του 1840 ένας νεαρός Ρώσος αριστοκράτης φτάνει στο Βερολίνο για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Δε διάλεξε τυχαία την πρωτεύουσα της Πρωσσίας: τα πρώτα μαθήματα που θα τρέξει να παρακολουθήσει είναι αυτά του καθηγητή Βέρντερ, πιστού και «ορθόδοξου» μαθητή του Χέγκελ. Ο εικοσιεξάχρονος Μπακούνιν είναι ήδη ένας χεγκελιανός: τον έχει μυήσει σ' αυτήν τη φιλοσοφία «που είναι το υψηλότερο σημείο της σύγχρονης κουλτούρας» ο φίλος του Στάνκιεβιτς, όταν ήταν ακόμα φοιτητής στη Μόσχα. Πολύ γρήγορα γίνεται δεχτός στο Doktorklub), την περίφημη λέσχη των «Νεαρών Χεγκελιανών»".
Έτσι, τον Οκτώβρη του 1842 το πρώτο του άρθρο βλέπει το φως της δημοσιότητας σε συνέχειες στην εφημερίδα «Γερμανικά Χρονικά» (τεύχη 249 ώως 252). Αυτή την εφημερίδα εκδίδει στη Δρέσδη ο Άρνολντ Ρούγκε, αφότου η κυβέρνηση απαγόρευσε το προηγούμενο περιοδικό του «Χρονικά του Χάλλε», και είναι όργανο του Κύκλου των Ελεύθερων Ανθρώπων (Die Freien), ριζοσπαστικής εξέλιξης του Doktorklub. Τίτλος του «Η αντίδραση στη Γερμανία: Απόσπασμα από ένα Γάλλο» και σαν υπογραφή το ψευδώνυμο «Ζυλ Ελυζάρ». Μέτρο προφύλαξης ίσως, αλλά ωστόσο, αρκετά δικαιολογημένο αφού λίγους μήνες αργότερα η αστυνομία θα κλείσει τα "Γερμανικά Χρονικά" και σχεδόν ταυτόχρονα την «Εφημερίδα του Ρήνου», το άλλο σπουδαίο όργανο του κινήματος όπου την ίδια χρονιά εμφανίστηκαν τα πρώτα άρθρα του νεαρού Μαρξ.1
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, ο Μπακούνιν θα γνωρίσει και θα αφοσιωθεί στην υπόθεση στην οποία έμεινε πιστός σ' όλη τη ζωή του: στην επανάσταση. Τούτο το πρώτο του γραφτό είναι λοιπόν ένα ντοκουμέντο τόσο για τη διαμόρφωση των μεταγενέστερων ιδεών του όσο και για την εξέλιξη της χεγκελιανής αριστεράς.
«Πρέπει να συλλάβουμε και να ανυψώσουμε σε αρχή την αντίφαση, της οποίας η αρχή πρέπει να εκφραστεί έτσι: όλα τα πράγματα είναι καθαυτά αντιφατικά. Αυτή η πρόταση εκφράζει την ουσία και την αλήθεια των πραγμάτων... Η ταυτότητα είναι μόνο ο καθορισμός της απλής αμεσότητας, του νεκρού Όντος, ενώ η αντίφαση είναι η ρίζα κάθε κίνησης και κάθε ζωτικότητας. Μονάχα στο μέτρο που περικλείει μια αντίφαση, ένα πράγμα είναι ικανό για κίνηση, για ορμή, για δραστηριότητα» (Χέγκελ, «Η Επιστήμη της Λογικής»). Το άρθρο του Μπακούνιν προσπαθεί να εφαρμόσει τη χεγκελιανή αρχή της αντίφασης στην πολιτική κατάσταση που αντιμετώπιζε τότε η Γερμανία.
Το «δημοκρατικό κόμμα» και το «αντιδραστικό κόμμα» εμφανίζονται σαν ο αρνητικός και ο θετικός πόλος.2 Και βέβαια, ο Μπακούνιν, ακολουθώντας πιστά τον Χέγκελ σ' αυτό το σημείο, πιστεύει στην ανωτερότητα του αρνητικού. Όχι φυσικά στο βαθμό που το αρνητικό ορίζεται σαν μια μερικότητα, σαν μια αποκλειστική άποψη, αλλά στο βαθμό που είναι φορέας του ενεργητικού, του πνευματικού στοιχείου, του Πνεύματος, στο βαθμό που το αρνητικό αποτελεί έκφραση του απόλυτου, του γενικού. Η αρχή του αρνητικού είναι η αρχή της απόλυτης ελευθερίας κι αυτή αντιτίθεται στην περιορισμένη και μερική ύπαρξη του. Ο Μπακούνιν προσπαθεί να δώσει ένα ιστορικό σχήμα, όπου κυριαρχεί η «αιώνια αντίφαση ανάμεσα στην ελευθερία και τη μη ελευθερία», της οποίας η αντίφαση που εξετάζει δεν είναι παρά μια απλή στιγμή. Μια αποφασιστική στιγμή ωστόσο, γιατί ελπίζει, πιστεύει, πως είναι η στιγμή που φέρνει τη λύση της. Αν αυτή η ελπίδα αποδείχτηκε μάταιη, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν αλλά και για μας.
Θάθελα να τονίσω δύο ακόμα σημεία: το πρώτο είναι η θρησκευτικότητα που αποπνέει το κείμενο. Για τον Μπακούνιν, η πίστη στην «υπόθεση του αρνητικού» είναι μια θρησκευτική πίστη. Το επαναλαμβάνει πολλές φορές και γίνεται φανερό ότι δεν είναι ένα απλό σχήμα λόγου. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό οφείλεται στη χεγκελιανή επιρροή ή στις όχι ακόμα ξεπερασμένες θρησκευτικές ανησυχίες του νεαρού ρώσου.3 Πάντως, αυτή η στάση αξίζει μερικές παρατηρήσεις:
Στα «Γαλλογερμανικά Χρονικά» (που το μοναδικό τεύχος τους θα βγάλουν ο Ρούγκε και ο Μαρξ στο Παρίσι το 1843) υπάρχουν δύο από τα σημαντικότερα κείμενα του Μαρξ, «Το εβραϊκό ζήτημα» και η «Εισαγωγή της Συμβολής στην Κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου». Σ' αυτά, ιδιαίτερα στο δεύτερο, αναγγέλλεται το τέλος της θρησκείας, δηλαδή το τέλος της κριτικής της θρησκείας:»Για τη Γερμανία η κριτική της θρησκείας έχει ουσιαστικά τελειώσει, και η κριτική της θρησκείας είναι η προϋπόθεση κάθε κριτικής». Τα «Γαλλογερμανικά Χρονικά» είναι ίσως το υψηλότερο σημείο που έφτασε η χεγκελιανή αριστερά, αλλά και ταυτόχρονα ο χαμός της. Από δω και πέρα, ο Χέγκελ θα παραδοθεί στους ιστορικούς της φιλοσοφίας, ενώ η σταλινομαρξιστική μυθολογία θα τον τοποθετήσει ευλαβικά στο μουσείο των προγόνων του «επιστημονικού σοσιαλισμού» δίπλα στην «"αγγλική πολιτική οικονομία και το γαλλικό ουτοπικό σοσιαλισμό». Για το «διαλεκτικό υλισμό» το πρόβλημα της θρησκείας έχει λυθεί. Τόσο καλά μάλιστα που θα προτιμήσει να κλείσει τα μάτια του μπροστά στη θρησκευτική πίστη που εξακολουθεί να συνταράξει τα πλήθη και να εγκαταλείψει σιωπηρά την αθεϊστική του προπαγάνδα. Παρά τη θεωρητική του αφέλεια όμως, ο σταλινομαρξισμός θα δείξει μια αναμφίβολη πρακτική ικανότητα να εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του τις θρησκευτικές διαδικασίες που άφησε να συνεχίζονται, με υποκριτική περιφρόνηση, στην ψυχή των μαζών (τη λατρεία των αρχηγών, την πίστη στο δόγμα, το παιγνίδι των αιρέσεων κλπ.). Σήμερα ορισμένοι θεωρητικοί μιλούν για την επιστροφή της θρησκείας, δηλαδή για την επιστροφή της κριτικής της θρησκείας.4 Μερικά σύγχρονα γεγονότα - απ' το Ιράν ως την Πολωνία - έκαναν φανερή αυτήν την επιστροφή. Θα πρέπει ίσως να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα σε θρησκευτικότητα και καθαυτό θρησκεία (θεολογία). Η θρησκευτικότητα δεν έχει καμιά σχέση με το «θεϊκό φάντασμα». Η θρησκευτικότητα δεν είναι παρά μία μερική έκφραση της πνευματικότητας, της δύναμης που κινούσε και συγκινούσε πάντα τους ανθρώπους. Ο Μαρξ των «Γαλλογερμανικών Χρονικών» (που είναι ίσως το υψηλότερο σημείο της κριτικής της θρησκείας5, αλλά με κανένα τρόπο το τέλος της) ήξερε να διακρίνει τις δύο όψεις που περιέχει η θρησκεία γενικά: «έκφραση της πραγματικής αθλιότητας και διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική αθλιότητα». Εγκατέλειψε όμως στη συνέχεια κάθε μελέτη σχετικά με αυτήν την «καλή πλευρά» της θρησκείας. Έτσι το κείμενο του νεαρού Μπακούνιν, σοκάροντας ίσως κάποιους, μας φέρνει στο κλίμα μιας ξεχασμένης εποχής που το επαναστατικό κίνημα ήξερε ότι περιείχε μια θρησκευτική πλευρά. Και βέβαια μόνο ξέροντας αυτό, μπορεί να κριτικάρει αυτή τη θρησκευτική πλευρά, μπορεί να βρει μέσα στο θρησκευτικό βούρκο το καθαρό διαμάντι του Πνεύματος. Το δεύτερο σημείο είναι το μίσος για τους συμβιβαστές, για τους «συμφιλιωτικούς» όπως τους ονομάζει.
Ο ορμητικός Μπακούνιν δηλώνει απερίφραστα ότι προτιμάει τους γνήσιους, καθαρούς και αδιάλλακτους «αντιδραστικούς», τους ορκισμένους εχθρούς της επανάστασης, και είναι πρόθυμος να τους αναγνωρίσει μια κάποια εντιμότητα. Αλλά η περιφρόνηση του ξεχειλίζει όταν μιλάει για τους πολιτικάντηδες του «ναι μεν αλλά», αυτούς που ξέρουν «να δείχνουν κατανόηση», αυτούς που ξέρουν να ελίσσονται, να συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα και να δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα. Και τα γεγονότα που ακολούθησαν, στα εκατόν τόσα χρόνια που μας χωρίζουν απ' αυτό το άρθρο, έδειξαν επαρκώς ότι οι «συμφιλιωτικοί», είτε προέρχονται απ’ το «δημοκρατικό» είτε απ’ το «αντιδραστικό κόμμα» είναι πραγματικά οι πιο επικίνδυνοι εχθροί της επανάστασης. Έχει υποστηριχθεί πως ο Μπακούνιν υπογράφοντας την «Αντίδραση στη Γερμανία» με το ψευδώνυμο ενός Γάλλου, δείχνει μια προσπάθεια για να συνδέσει τα «αριστερά» συμπεράσματα της χεγκελιανής φιλοσοφίας με την παράδοση και την οπτική του γαλλικού σοσιαλισμού. Ωστόσο, το άρθρο του μου φαίνεται περισσότερο σημαδεμένο από τη γερμανική σκέψη. Το «πέρασμα στη γαλλική οπτική» συνέβηκε, νομίζω, αργότερα. Το βλέπουμε, φανερά πια, στο γράμμα του Μπακούνιν στον Ρούγκε (Μάης 1843) που, μαζί με την αλληλογραφία ανάμεσα στους Μαρξ, Ρούγκε και Φόυερμπαχ, δημοσιεύτηκε στο μοναδικό τεύχος των Γαλλογερμανικών Χρονικών για να δείξει στους αναγνώστες μέσα από ποια ανταλλαγή ιδεών προέκυψε η έκδοση του περιοδικού. Το γράμμα αυτό, που προστέθηκε σαν παράρτημα σ’ αυτό το βιβλίο, είναι το αμέσως επόμενο κείμενο του Μπακούνιν (είχε μεσολαβήσει μια σύντομη συνεργασία του με την εφημερίδα «Ελβετός Δημοκράτης» του Φρέμπελ). Εδώ, όντως, ο Μπακούνιν βλέπει τη Γαλλία σαν την πρωτοπορία της ανθρωπότητας, υποστηρίζει θερμά τον «εκγαλλισμό» της Γερμανίας ενώ δε λείπουν οι αυστηρές κρίσεις για τον χεγκελιανισμό (π.χ. όταν μιλάει για «τον ελεφάντινο πύργο των σοφών θεωριών» ή για «την ατυχία των γερμανών θεωρητικών»). Φτάνει μάλιστα να εγκωμιάζει τον Ρουσσώ και τον Βολταίρο, σαν εκφραστές μιας ανώτερης φιλοσοφίας! Πάντως ο ενθουσιασμός του ήταν προσωρινός, λίγο καιρό μετά θα γράψει πως ο Ρουσσώ «ήταν ο πιο νοσηρός φιλόσοφος του περασμένου αιώνα, ο σοφιστής που ενέπνευσε όλους τους αστούς επαναστάτες».
Τέλος, ας παρατηρήσουμε πως αυτή η «γαλλική ασθένεια» δεν ήταν προσωπική υπόθεση του Μπακούνιν, αλλά κοινή εξέλιξη των περισσότερων νεοχεγκελιανών που υπάκουσαν με ενθουσιασμό στο σύνθημα που έριξε ο Φόυερμπαχ για την ένωση του «γερμανικού νου» με τη «γαλλική καρδιά», που την αντιλαμβάνονταν σαν ένωση της ιδεαλιστικής με την υλιστική αρχή. Τελικά, αυτό το σχέδιο εφαρμόστηκε σαν εγκατάλειψη του «γερμανικού νου» προς όφελος της «γαλλικής καρδιάς», αν όχι προς όφελος του «αγγλικού νου» των Άνταμ Σμιθ και Ρικάρντο. Τελικά, αυτό σήμαινε εγκατάλειψη της σκέψης του Χέγκελ και σύνδεση με τα «λαϊκά» πολιτικά σοσιαλιστικά ρεύματα. Το επαναστατικό κίνημα στρέφει την πλάτη του στη φιλοσοφία και τραβάει το δρόμο του.
(Η μετάφραση έγινε από τα γαλλικά, μετάφραση Ζαν Μπαρρυέ –SPARTACUS 1970) κι όχι απ’ το γερμανικό πρωτότυπο. Οι σημειώσεις και οι υπότιτλοι στο κείμενο προστέθηκαν απ" το γάλλο μεταφραστή.)
Ν. Κ. Μάης 1986
Σημειώσεις του μεταφραστή:
1. Πάντως, η ανωνυμία δεν έσωσε τον Μπακούνιν. Το δοκίμιο του έκανε μεγάλη εντύπωση, το αληθινό όνομα του συγγραφέα γρήγορα έγινε γνωστό κι ο ίδιος χρειάστηκε να καταφύγει στην Ελβετία.
2. Βέβαια αυτοί οι όροι πρέπει να ειδωθούν μέσα στην εποχή τους. Επ' ευκαιρία θάθελα να διαμαρτυρηθώ για τη συνηθισμένη ταύτιση του μέσου αναγνώστη: «κόμμα = γραφειοκρατικός οργανισμός», ταύτιση που τον οδηγείσε διασκεδαστικές παρανοήσεις όταν διαβάζει κείμενα όπου αυτός ο όρος χρησιμοποιείται με τον τρόπο του Χέγκελ ή του νεαρού Μαρξ, δηλαδή, με την ετυμολογική και την πιο βαθιά του σημασία: ένα κομμάτι της κοινωνίας που αντιτίθεται συνειδητά στην υπόλοιπη κοινωνία.
3. Είναι γνωστό ότι ο νεαρός Μπακούνιν είχε όντως θρησκευτική πίστη, είναι γνωστές επίσης και οι δυσκολίες του να την ξεπεράσει. Αλλά κι ο παθιασμένος και επίμονος αθεϊσμός των γηρατειών του δεν είναι μήπως η άλλη όψη αυτής της νεανικής πίστης του; Βλ. Φόυερμπαχ «Ο πανθεϊσμός είναι η αναγκαία συνέπεια της θεολογίας (ή του θεϊσμού), είναι η συνεπής θεολογία. Ο αθεϊσμός είναι η αναγκαία συνέπεια του πανθεϊσμού, ο συνεπής πανθεϊσμός» ή «Ο αθεϊσμός είναι ο πανθεϊσμός ανεστραμμένος» και «ο πανθεϊσμός είναι η άρνηση της θεολογίας απ' την άποψη της θεολογίας».
4. Τα πιο χαρακτηριστικό κείμενα που έχω υπόψη μου είναι: Κεν Ναμπ «Η πραγμάτωση και η κατάργηση της θρησκείας» (μπροσούρα, Μπέρκλεϋ 1977) και «Η κρίση του θεού άρχισε!», κείμενο του Ινστιτούτου Σύγχρονης Προϊστορίας (στο Περιοδικό Σύγχρονης Προϊστορίας Ι, Παρίσι 1982 — τα δυο αυτά κείμενα θα περιλαμβάνονται σ' ένα βιβλίο με τίτλο «Το Ξεπέρασμα της Θρησκείας» που θα εκδοθεί προσεχώς απ' τις εκδόσεις «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ»).
5. Ενδιαφέρον έχει και η σουρρεαλιστική κριτική της θρησκείας, που εκμεταλλεύτηκε σε κάποιο βαθμό τις ψυχαναλυτικές θεωρίες. Με τις σοβαρές ανεπάρκειες της σιτουασιονίστικης κριτικής της θρησκείας ασχολείται το κείμενο του Ναμπ.
6. «Ο αληθινός φιλόσοφος, όμοιος κι απαράλλαχτος με τη ζωή και τον άνθρωπο, πρέπει νάναι γαλλογερμανικής καταγωγής. Η καρδιά - θηλυκή αρχή, γήινη έννοια, έδρα του υλισμού - είναι ουσία γαλλική. Το κεφάλι - αρσενι κή αρχή, έδρα του ιδεαλισμού - είναι ουσία γερμανική».
* Το κείμενο αυτό η εισαγωγή στο βιβλίο «Η Αντίδραση στη Γερμανία», εκδ. «Ελεύθερος Τύπος», Αθήνα 1987 (σελ.5-10). Mετάφραση Νίκος Κούρκουλος, επιμέλεια Πάνος Τσαχαγέας.