Στα τέλη Αυγούστου, η Εργατική κυβέρνηση Albanese πέρασε νομοθεσία με στόχο την καταστροφή του πιο μαχητικού συνδικάτου της Αυστραλίας, της Ένωσης Εργαζομένων στις Κατασκευές, τη Δασοκομία και τη Ναυτιλία (Construction, Forestry & Maritime Employees Union - CFMEU), επιβάλλοντας ένα δρακόντειο καθεστώς διοίκησης που σκοπεύει να δώσει τέλος στους σκληρά κερδισμένους και μετά από αγώνες μισθούς και τις συνθήκες εργασίας των εργατών στις κατασκευές.
Μπορεί να φαίνεται ειρωνικό το γεγονός ότι ένα κόμμα που ιδρύθηκε στον απόηχο μιας βιομηχανικής δράσης - της Μεγάλης Απεργίας των κουρέων (Great Shearers’ Strike) το 1891 - τάσσεται τώρα πρόθυμα στο πλευρό των αφεντικών. Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που το Εργατικό Κόμμα ξεπουλάει την εργατική τάξη και δεν θα είναι η τελευταία. Για το Εργατικό Κόμμα, αυτή είναι μια συνηθισμένη δουλειά.
Στο πλαίσιο του αυστραλιανού καπιταλισμού, το Αυστραλιανό Εργατικό Κόμμα (Australian Labor Party - ALP) έχει δύο λειτουργίες. Από τη μία πλευρά, αντιπροσωπεύει τον πολιτικό βραχίονα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Οι συνδικαλιστικοί αξιωματούχοι συμμετέχουν στο ALP σε κάθε επίπεδο της λειτουργίας του. Από τους 20 εκλεγμένους αντιπροσώπους του εθνικού εκτελεστικού οργάνου του Εργατικού Κόμματος 2024, οι 12 είναι εν ενεργεία συνδικαλιστικά στελέχη. Τόσο σε πολιτειακό όσο και σε εθνικό επίπεδο, οι μισές από τις θέσεις των αντιπροσώπων που παρίστανται στα συνέδρια του Εργατικού Κόμματος χορηγούνται σε συνδικάτα που ανήκουν (ή ελέγχονται) στο ALP.
Η εσωτερική πολιτική του ALP καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από ένα εξαιρετικά οργανωμένο παραταξιακό σύστημα. Η δύναμη αυτών των παρατάξεων στο κόμμα προέρχεται τελικά από τη δύναμη των συνδικάτων που τους ανήκουν. Η παράταξη της Εργατικής Αριστεράς (Labor Left) κυριαρχείται από την Ενωμένη Εργατική Ένωση (United Workers Union - UWU), την Αυστραλιανή Ένωση Εργαζομένων στη Βιομηχανία (Australian Manufacturing Workers Union - AMWU) και την CFMEU. Οι βασικοί παίκτες της Εργατικής Δεξιάς παράταξης (Labor Right) είναι η Αυστραλιανή Ένωση Εργαζομένων (Australian Workers Union - AWU) και η Ένωση Εργαζομένων Καταστημάτων, Διανομών και Συναφών Επιχειρήσεων (Shop, Distributive and Allied Employees Association - SDA).
Με τη σειρά του, ο διαχωρισμός των παρατάξεων εντός του Εργατικού Κόμματος κατευθύνει τον τρόπο με τον οποίο ενεργούν τα κορυφαία συνδικαλιστικά στελέχη εντός των συνδικάτων τους. Για παράδειγμα, αφού τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εξαπέλυσαν την προπαγανδιστική τους επίθεση στην CFMEU, η δεξιά πτέρυγα της γραφειοκρατίας βρήκε την ευκαιρία να συντρίψει έναν από τους αντιπάλους της. Εκπρόσωποι της SDA πίεσαν την εκτελεστική επιτροπή του κορυφαίου οργάνου του αυστραλιανού συνδικαλιστικού κινήματος, του ACTU, να δεχτεί το διορισμό ενός διαχειριστή στην CFMEU. Η δεξιά πτέρυγα της γραφειοκρατίας πέρασε στην επίθεση και το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής πτέρυγας της γραφειοκρατίας απλώς συνθηκολόγησε. Αυτά είναι ακριβώς τα είδη των προβλημάτων που μπορούμε να περιμένουμε να προκύψουν όταν τα συνδικάτα είναι δέσμια των πολιτικών.
Η άλλη βασική λειτουργία του ALP είναι αυτή της ικανής διαχείρισης του αυστραλιανού καπιταλισμού, προς το συμφέρον των καπιταλιστών. Όπως και κάθε άλλη κυβέρνηση, το ALP είναι τελικά υπόχρεο στα συμφέροντα των καπιταλιστών και πρέπει να αποδεικνύει με συνέπεια την αξιοπιστία του απέναντί τους. Οι Εργατικοί είναι χρήσιμοι στους Αυστραλούς καπιταλιστές για διάφορους λόγους. Πρώτον, θεωρούνται γενικά από τις επιχειρήσεις ως μια πιο αξιόπιστη πηγή ανάπτυξης που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση. Δεύτερον, η στενή σχέση μεταξύ του ALP και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας έχει καθιερώσει το Εργατικό Κόμμα ως το κόμμα που είναι σε καλύτερη θέση για να εμποδίσει την ταξική πάλη να ξεφύγει από τον έλεγχο. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι οι Εργατικοί είναι πρόθυμοι να συντρίψουν ένα μαχητικό συνδικάτο όπως το CFMEU για να δείξουν στους καπιταλιστές πόσο καλά μπορούν να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Από την άλλη πλευρά, αν οι πολιτικές των Εργατικών άρχιζαν ποτέ να απειλούν σοβαρά την κερδοφορία ή την ανάπτυξη, οι καπιταλιστές θα χρησιμοποιούσαν τη νόμιμη ιδιοκτησία τους και τον έλεγχο της οικονομίας για να τους αναγκάσουν να υποχωρήσουν.
Συνδυάζοντας αυτές τις δύο λειτουργίες του ALP, βλέπουμε ότι αποτελεί το όχημα με το οποίο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία προσπαθεί να διαπραγματευτεί έναν συμβιβασμό με το κεφάλαιο σχετικά με τη συνολική διαχείριση του καπιταλισμού στην Αυστραλία. Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικές των Εργατικών είναι πάντα πιο συντηρητικές από τις πολιτικές των ίδιων των συνδικάτων. Οι πολιτικές των Εργατικών είναι το προϊόν των ισορροπιών δύο δυνάμεων: της σχετικής δύναμης των συνδικάτων μέσα στον καπιταλισμό και της σχετικής ισορροπίας στα συνδικάτα μεταξύ της γραφειοκρατίας και των μελών.
Η σχέση σήμερα μεταξύ της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του ALP εξακολουθεί να βρίσκεται στη μακρά σκιά της Συμφωνίας (Accord) της δεκαετίας του 1980. Η Συμφωνία αυτή ήταν μια συμφωνία μεταξύ των συνδικαλιστικών αξιωματούχων και των Εργατικών κυβερνήσεων των Hawke και Keating, η οποία αποσκοπούσε στην αναδιάρθρωση του αυστραλιανού καπιταλισμού και στην αναστροφή της κρίσης της μείωσης των κερδών. Η Συμφωνία περιόρισε στενά το τι μπορούσαν να διεκδικήσουν νομικά τα συνδικάτα και, ειδικότερα, έθεσε ένα ανώτατο όριο στις μισθολογικές διεκδικήσεις των συνδικάτων. Το δικαίωμα στην απεργία περιορίστηκε αναλόγως.
Η συμφωνία αυτή ήταν άκρως καταστροφική για τα αυστραλιανά συνδικάτα. Η Συμφωνία υποχρέωσε τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να ενεργεί ως αστυνομική δύναμη έναντι της βάσης και του συνόλου. Οποιεσδήποτε απεργίες ή συνδικάτα που δεν συμμορφώνονταν με τους όρους της Συμφωνίας συντρίβονταν με την πλήρη υποστήριξη του ACTU και του ALP, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία συνεργάστηκε ενεργά με το κράτος για την αποστράτευση του κινήματος του οποίου υποτίθετο ότι ηγείτο.
Ενώ η γραφειοκρατία απολάμβανε μια εξαιρετικά στενή σχέση με την κυβέρνηση, ο αριθμός των μελών των συνδικάτων κατέρρευσε. Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα συγχωνεύσεων των συνδικάτων του ACTU δημιούργησε μεγάλα συνδικάτα με εκατοντάδες μέλη του προσωπικού (staff members), αποδυναμώνοντας περαιτέρω τη βάση (rank and file), ενώ ενίσχυσε τη θέση των αξιωματούχων. Οι κανονισμοί των συνδικάτων ξαναγράφτηκαν ώστε να είναι λιγότερο δημοκρατικοί και οι αριστεροί αξιωματούχοι διέλυσαν τις ομάδες βάσης που προηγουμένως αποτελούσαν τη βάση στήριξής τους.
Σήμερα, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι πολύ λιγότερο ευαίσθητη στην πίεση των μελών (της βάσης). Όχι μόνο οι κανόνες τους δίνουν μονομερή έλεγχο στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, αλλά δεν υπάρχουν και οι ίδιοι άτυποι δεσμοί με τους χώρους εργασίας που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν οι αξιωματούχοι. Πλέον οι αξιωματούχοι δεν προέρχονται κυρίως από τους χώρους εργασίας. Αντίθετα, αποτελούν μια ξεχωριστή κάστα από την αρχή, καθώς προσλαμβάνονται ως οργανωτές κατευθείαν από το πανεπιστήμιο. Πολλοί αξιωματούχοι είναι πρώην φοιτητές-μαθητευόμενοι πολιτικοί του ALP που βλέπουν την αναρρίχηση στις τάξεις ενός συνδικάτου ως ένα αποφασιστικό βήμα στην πορεία προς μια πολιτική καριέρα στο κοινοβούλιο.
Το Εργατικό Κόμμα πάντα θα μας ξεπουλάει, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ακόμα και όταν το κάνει, ενεργεί προς το συμφέρον της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Δεν μπορεί να υπάρξει μαχητικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Αυστραλία, αν δεν ηττηθεί η επιρροή του Εργατικού Κόμματος στα συνδικάτα μας. Η καταπολέμηση της καταστροφικής επιρροής του Εργατικού Κόμματος απαιτεί την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας. Πρέπει να οικοδομήσουμε τη δύναμη της βάσης και να ξαναχτίσουμε τις δημοκρατικές διαδικασίες που οι αξιωματούχοι έχουν διαλύσει. Είναι ο μόνος τρόπος να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και να προωθήσουμε τον επαναστατικό αγώνα ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό.
*Κείμενο από το πρόσφατο τεύχος του δελτίου της Melbourne Anarchist Communist Group (Αναρχική Κομμουνιστική Ομάδα Μελβούρνης). Σχετικός σύνδεσμος: https://melbacg.au/the-labor-party-friends-of-the-bosses/ Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.