Περιοδικό "ΓΡΑΜΜΑΤΑ"

 

ΝΕΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΡ. 2 –ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, ΣΕΠΤΕΒ.-ΟΚΤΩΒΡ. 1920

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ: ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΡΓΑΣ-ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Μ. ΠΕΡΙΔΗΣ

 

(ΣΕΛ. 82-94, ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥLUIGIFABBRI )

 

 

 

 

 

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

 

 

 

Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

 

 

 

Η Ιταλία περνά περίοδο βαθειάς πολιτικής, κοινωνικής και διανοητικής κρίσης και σ’ αυτή η τυφλή φύση φαίνεται ότι θέλει να προσθέση και άλλους κλονισμούς που επιτείνουν περισσότερο την έγνοια για το μέλλον. Τη στιγμή που γράφω, οι εφημερίδες μιλούν για πλημμύρες στις επαρχίες της Βενετίας και της Τοσκάνας που κατέστρεψαν πολλά ζώα και την εσοδεία αξίας πολλών εκατομμυρίων και είναι ακόμα χτεσινά τα νέα για το σεισμό της Γκαρφανιάνας…

 

Ο πόλεμος άφησε την Ιταλία σε τέτοια κατάσταση αδυναμίας και νευρικότητας που να περιμένη κανείς τα πιο παράδοξα πράμματα, αφού η κρίση αυτή δεν έπεσε απάνω σε σώμα εκφυλισμένο και παρακμασμένο, αλλά σε κοινωνικό οργανισμό νέο και γεμάτο από ενέργεια. Κάτω από γερασμένες πολιτικές και οικονομικές νομοθεσίες που έχουν νέο μόνο το όνομα, ευρίσκεται ένας λαός, σφριγών από δύναμη και πρωτοβουλία που ακριβώς από την κρίση της τωρινής του αδυναμίας θα μπορούσε να πάρει κατεύθυνση για ένα μέλλον καρπερής αναγέννησης. Από μερικές απόψεις η Ιταλία βγήκε από τον πόλεμο σε μια παράδοξη κατάσαση που είναι η σωτηρία της, η ηθική της σωτηρία αν όχι η οικονομική και άμεση. Στρατιωτικώς νικήτρια, αλλά νικημένη μέχρι εξευτελιστικής καταπίεσης στο διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο, ξεφεύγει από τα καταστρεπτικά αποτελέσματα τόσο της στρατιωτικής ήττας όσο και της νίκης. Δηλαδή η Ιταλία δεν είναι υποκείμενη στην τυραννία νικητού ξένου κράτους στρατοπεδευμένου στη χώρα της, ούτε και υποτάσσεται στους εκβιασμούς που συχνά μεταχειρίζεται η οπλισμένη δύναμη απάνω στους άοπλους· άρα ξεφεύγει και από την υποβολή του μίσους και της ανεκδίκησης καθώς και από τις υλικές αθλιότητες.

 

Αλλά συγχρόνως ξεφεύγει από τα βλαβερά αποτελέσματα της νίκης γι’ αυτή είναι πράγματα αδύνατα, ο μιλιταριστικός ενθουσιασμός, η εθνικιστική μέθη, η ιμπεριαλιστική μανία. Η επικίνδυνη εθνική αλαζονεία διορθώνεται από τη διπλωματική ήττα και από την οικονομική εξάρτηση. Η ισχύς του κράτους βγαίνει αδυνατισμένη από τον πόλεμο, γιατί από τη νίκη δε μπόρεσε να θρέψη τους καρπούς του γοήτρου τόσο στο εξωτερικό όσο και μπρός στο λαό του τον ίδιο που δεν γνωρίζει άλλο παρά τα βάρη του θριάμβου. Έτσι η Ιταλία απέφυγε τον περιορισμό της ελευθερίας που πάντα συνοδεύει η στρατιωτική νίκη στις νικήτριες χώρες. Η κυβέρνηση δεν έχει τη δύναμη και επομένως δεν τολμά να καταπιέση υπέρ το μέτρον τους υπηκόους της. Δεν συνέβη στην Ιταλία εκείνο που έγινε στη Γαλλία, όπου η μέθη της νίκης την κατέστησε διάδοχο της Πρωσίας στη μιλιταριστική και ελευθεριοκτόνο υπεροχή στην Ευρώπη.

 

Μια μεγάλη προσωπικότης της ιταλικής σκέψης στην Αναγέννηση, ο Νικόλας Μακιαβέλης -που οι πυγμαίοι της πολιτικής της τρίτης Ιταλίας, οι Σονίνοι και οι Σαλάνδρες, είχαν άδικο να μην ξαναδιαβάσουν- περιγράφει περίφημα στις Φλωρεντικές του ιστορίες (βιβλίο 6) τον χαρακτήρα της ανωφέλευτης νίκης που σχεδόν ισοδυναμεί με την ήττα.

 

«Ο σκοπός εκείνων που κάνουν τον πόλεμο είναι να πλουτίσουν τον εαυτό τους και να φτωχήνουν τον εχθρό. Δεν υπάρχει άλλος λόγος να ζητήση κανείς τη νίκη ούτε γι’ άλλο τίποτε γίνονται οι κατακτήσεις παρά για να δώσουν δύναμη στο νικητή και να αδυνατίσουν τον αντίπαλο. Γιαυτό όταν η νίκη σας κάνει φτωχότερους και η κατάκτηση αδυνατώτερους καλύτερα είναι να μη γίνη ο πόλεμος ή να πάψη αμέσως. Η νίκη κάνει φτωχότερο το νικητή όταν δεν μπορεί να του δώση καμμιά ωφέλεια και όταν δεν μπορεί να αδυνατίση οριστικώς τον εχθρό. Σ’ αυτή την περίπτωση, αν η ήττα μας κάνη δυστυχείς, δυστυχέστερους ακόμα μας κάνει η νίκη, γιατί, ενώ οι ηττημένοι έχουν μόνο να υποφέρουν την τυραννία των εχθρών, οι νικητές είναι υποκείμενοι να βρίζωνται διαρκώς από τους φίλους πράμα που δεν είναι λογικό και καταντά ολιγώτερο υποφερτό και προ πάντων όταν πρόκειται η νίκη να επιβληθή στους υπηκόους με νέους φόρους. Όποιος είναι φιλάνθρωπος δεν μπορεί να χαρή για τη νίκη από την οποία όλοι οι υπήκοοί του παραπονούνται».

 

Αν πολιτικώς αυτή η κατάσταση καταντά σε θέση ηθικώς κατώτερη την κυβέρνηση απέναντι στο λαό την καθιστά ολιγώτερο τυρανική και το λαό περισσότερο ελεύθερο, εξάλλου η Ιταλία ωφελείται από την εξυγιαντική ταπείνωση που της επέβαλαν τα πλουτοκρατικά έθνη και τούτο γιατί η αδικία, (Εννοώ την αληθινή αδικία, που η Ιταλία τροφοδοτείται από τα πλουσιώτερα κράτη με τοκογλυφικές τιμές όσο και την άλλη που γι’ αυτή παραπονούνται οι Ιταλοί Εθνικιστές, δηλ. για τα διπλωματικά και εδαφικά ζητήματα, που, να πούμε την αλήθεια, είναι αδιάφορα για τον Ιταλικό λαό) που της γίνεται, αναπτύσσει τη συναίσθηση της δικαιοσύνης που αλλιώς θα επνίγετο από μια πραγματική και απεριόριστη επιτυχία. Και έτσι στο εξωτερικό ακόμη μπορεί η Ιταλία να ξεφύγη την αντιπάθεια που εμπνέουν πάντα οι στρατιωτικώς νικηταί και ευτυχισμένοι λαοί.

 

 

 

¤

 

 

 

Η κατάσταση αυτή δεν είναι ρόδινη, μάλιστα τα αγκάθια είναι αφθονώτερα. Αλλά η ψυχική διάθεση που πεοέρχεται από αυτή τόσο στους άρχοντας όσο και στους αρχομένους μαζί με τα οικονομικά χάλια που προκαλούν μεγαλύτερη κατανάλωση από παραγωγή ενώ οι εργάτες ζητούν περισσότερο αφ’ ό,τι οι κεφαλαιούχοι παραχωρούν, δημιουργεί την πιο επαναστατική κατάσταση που μπορεί κανείς να φανταστή.

 

Αν θα γίνη ή δεν θα γίνη η επανάσταση, αν θα έχη ως αποτέλεσμα τη νίκη της προόδου ή την ήττα της, που θα μας σπρώξει μισό αιώνα πίσω, αυτό θα μας το ειπή το μέλλον. Το βέβαιον είναι ότι η παρούσα ιστορική περίοδος πνευματικώς και διανοητικώς χαρακτηρίζεται στην Ιταλία από την θορυβώδη, γόνιμη και εκθαμβωτική εκείνη κίνηση των ιδεών που συμβαίνει πάντοτε στις παραμονές της επανάστασης.

 

Δεν είναι εύκολο να εννοήση κανείς τα κυριώτερα σημεία της κίνησης αυτής των ιδεών στην Ιταλία γιατί η κυριώτερή τους εκδήλωση είναι η αταξία και συχνά συμβαίνει ό,τι φανερώνεται να έχει ολιγώτερη σημασία, ενώ εκείνο που είναι ριζωμένο βαθειά μέσα στα πνεύματα να μην εκδηλώνεται ή να εκδηλώνεται εξωτερικά πολύ λίγο.

 

Έτσι μεταξύ των άλλων κάνει εντύπωση το γεγονός ότι στην κυβέρνηση της Ιταλίας και κάτω από την προεδρεία του Τζιολίτη υπάρχουν δυο άνδρες που δεν τον βλαστήμησαν αρκετά στην διάρκεια του πολέμου και που στο παρελθόν και σε διάφορα επίπεδα ανέσκαψαν με το αλέτρι της ιδιοφυίας των τον αγρό των ιδεών: ο BenedettoCroce και ο ArturoLabriola. Η σκέψη τους κατά τον πόλεμο δεν υπήρξε καθολοκληρίαν ορθόδοξη. Πολλοί ενθυμούνται τις αιρετικές «Σημειώσεις» του Croce, που με αυτές ο σημερινός υπουργός της Παιδείας τολμούσε στο περιοδικό του η «Κριτική» να κεντρώνη τους φουσκωμένους ασκούς της πολεμικής και γερμανόφοβης πολιτικής. Επίσης θα ενθυμούνται πολλοί κατά το τέλος του πολέμου μερικούς βουλευτικούς λόγους του Labriola γεμάτους από θειικόν οξύ που έφερναν τη σύγχυση στους κυβερνήτας που ήταν οι σύμμαχοί του της προτεραίας.

 

Σήμερα ο Labriola είναι υπουργός. Αλλά ζούν όλοι εκείνοι που τον ενθυμούνται όταν εσυλλαμβάνετο και κατεδικάζετο στην εξορία στα 1898. Οι ιδέες του πλησίαζαν τόσο τις αναρχικές ιδέες που αυτός ο ίδιος για μια στιγμή, όταν εγύρισε από την εξορία στο Παρίσι, έκαμε στον εαυτό του την ερώτηση αν η πραγματική του θέση δεν ήταν ανάμεσα στους αναρχικούς. Ύστερα έγινε αρχηγός των συνδικαλιστών του σοσιαλιστικού κόμματος και βγήκε απ’ αυτό το κόμμα για να πάη πιο μπροστά, να γίνη η απολογία της επανάστασης και στην «Ιστορία του των Δέκα Ετών» (1899-1909) ο φοβερός κατήγορος της Μοναρχίας και του συστήματος της κυβέρνησης του Ιωαν. Τζιολίτι. Αλλά να, που αυτός τώρα γίνεται υπουργός της μοναρχίας και ακριβώς στο υπουργείο που προεδρεύει ο Τζιολίτι. Ως διανοούμενος, ως εργάτης ιδεών, ο Labriola είναι τέλεια δασκαλεμένος. Από τις ραδιουργίες της μικρής δημαρχιακής κυβέρνησης της Νεαπόλεως πέρασε στις ραδιουργίες της μεγάλης εθνικής κυβέρνησης της Ρώμης και τώρα εξαντλεί την εφυία του προσπαθώντας με συμβιβασμούς ν’ αποφύγη εκείνο που φαίνεται ολοένα περισσότερο ως αναπόφευκτο: τη σύγκρουση των κοινωνικών τάξεων.

 

Πιο ολύμπιος, πιο ξάστερος, ο συμπατριώτης του BenedettoCroce κατορθώνει να διατηρείται ακόμα σε κάποιο ύψος παρ’ όλην την θέση που κατέχει. Είναι όμως περιττό ν’ αυταπατώμεθα· πρόκειται για ύψη που ταπεινώνουν, που εξαντλούν και τους καλύτερους ακόμα, το ότι ανέβηκε κανείς έως εκεί είναι σημάδι παρακμής. Είναι όμως βέβαιο ότι δεν έσφαλε πολύ εκείνος που είπε ότι ο Croce είναι ένας από τους πιο παιδευμένους υπουργούς που εκυβέρνησαν την Ιταλία. Αναμφιβόλως είναι ο δυνατώτερος αντιπρόσωπος της ιταλικής φιλοσοφίας, «το μεγαλύτερο άστρο της ιταλικής μόρφωσης» όπως τον αποκαλεί ο Prezzolini. Είναι ο φιλόσοφος και ο μελετητής, αστός κατ’ εξοχήν, όχι όμως με την εξευτελιστική σημασία της λέξης, αν και στο παρελθόν του είχε αφιερώσει μίαν περίοδο στην μελέτη της οικονομικής επιστήμης και του μαρξισμού και εφαίνετο τότε στην «Κοινωνική Κριτική» του Turati και έγραψεν ένα πρόλογο σ’ ένα από τα επαναστατικότερα βιβλία του Κάρολου Μάρξ. (Τα έργα του BenedettoCroce με σοσιαλιστικό χαρακτήρα απάνω στον μαρξισμό περιέχονται στον τέταρτο τόμο των φιλοσοφικών του δοκιμίων: Ιστορικός Υλισμός και Μαρξική Οικονομία)

 

Τώρα θα ιδούμε τι θα μπορέση να κάμη η φιλοσοφία επάνω στην αρχή! Ούτε πολύ, ούτε καλά, υποθέτω. Διανοείται σχολικές μεταρρυθμίσεις που σ’ αυτές στηρίζουν πολλές ελπίδες οι κληρικόφρονες. Αλλά εκείνο που κάνει καλά είναι η φιλολογική και μορφωτική του δράση που εξακολουθεί ν’ αναπτύσση έξω από την κυβέρνηση στις εφημερίδες και τα περιοδικά και είναι παράξενο και περίεργο πως βρίσκει τον καιρό για όλα αυτά. Δεν εννοώ εδώ τον τελευταίο του λόγο στη Ραβένα για τον Dante, που είναι πάντοτε μια πράξη υπουργική και επομένως έχει το ελάττωμα της ακαδημαϊκής στασιμότητας, αλλά τα άρθρα που εξακολουθεί να γράφη ως πχ. το τελευταίο του εις το «RestodelCarlino» της 15 Σεπτέμβρίου για την κριτική του Dante.

 

Αλλά και σ’ αυτή τη δημοσιογραφική παραγωγή αισθάνεται κανείς την παρακμή, τον ερανιστή μάλον παρά τον δημιουργό, αν ποτέ υποτεθή ότι υπήρξε δημιουργός δηλαδή καλλιτέχνης. Γιατί αν ήταν τέτοιος δεν θα μπορούσε να γίνη υπουργός.

 

 

 

¤

 

 

 

Βέβαια για τον BenedettoCroce δεν μπορούμε σήμερα να επαναλάβωμε το στίχο «Φτωχιά και γυμνή περπατάει η φιλοσοφία». Αλλά τι τραγική και μελαγχολική αντίθεση μεταξύ αυτού, που έφτασε στα ύψη της εξουσίας, της ευνοίας και της επιδοκιμασίας των πολλών και της τύχης εκείνου που πριν απ’ αυτόν, υψηλοφρονέστερος και χωρίς άλλο ευφυέστερος ωνομάσθη ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της Ιταλίας· εννοώ τον RobertoArdico. Για την ακρίβεια, πρέπει να πούμε ότι αν ο Croce είναι ο μελετητής της φιλοσοφίας, ο Ardico είναι ο αληθινός φιλόσοφος. Μάλιστα, ο θετικισμός του Ardico δεν ανήκει στη σύγχρονη εποχή. Από το ύψος που αυτός είχε βάλει τον θετικισμό στην αυστηρή και σχεδόν ηρωική σημασία που του είχε δώσει, λίγο λίγο, ο θετικισμός, με την πρακτική της αστικής κοινωνίας που βασίζεται στο συμφέρο, είχεν εκφυλιστή σε ωφελιμισμό, στην πρακτική φιλοσοφία των ανθρώπων που κινηγούν το ωφέλιμο. Η τελευταία του και πιο αντιπαθητική ενσάρκωση είναι ο ρεαλισμός εκείνος που καθιστά την πραγματικότητα, το τετελεσμένο γεγονός, την επιτυχία, τον οδηγό κάθε απόφασης: «το τελικόν αποτέλεσμα στο οποίον έφτασε η αστική σκέψη (λέγει ο Sorel), είναι μια φιλοσοφία που αρμόζει θαυμάσια σε κάθε αριβιστή που επιθυμεί να γίνει δεκτός στον επιεική κόσμο, χάρις στην ευκαμψία του, την φλυαρία του, τον κυνισμό της εποχής του». (Γεωργίου Sorel . Οι απάτες της προόδου.)

 

Ο RobertoArdico δεν ήταν πιά πολίτης της πατρίδας του. Η «ηθική των θετικιστών» του που τείνει στο καλόν για το καλόν, και όχι για ανταμοιβές σ’ αυτή τη ζωή ή σε μια άλλη ζωή υποθετική· η περί του δικαιώματος αντιληψή του που ποικίλλει σε διαδοχικές κατακτήσεις και ευρύνεται μέσα στο χρόνο και το χώρο, μέχρις ότου επιβεβαιώση και εκεκτήνη την δικαιοσύνη και την ελευθερίαν σε όλους, ήταν ιδέες που είχαν εξορισθή από τον κόσμο του - τον κόσμο των επισήμων σοφών και αρχηγών- και είχαν κατέβει στο λαό παίρνοντας νέα όψη ώστε αυτός ο ίδιος που ανήκε σε άλλη εποχή και άλλο περιβάλλον δεν τις ανεγνώριζε πιά. Γιαυτό εννοείται πως στον παληό του μαθητή Ερρίκο Ferri την περασμένη άνοιξη επανελάμβανε ότι κουράστηκε πια να ζή και ότι επιθυμούσε να πεθάνη.

 

Και πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου όπως ο στωικός της αρχαίας εποχής ανοίγοντας τις φλέβες του με το μαχαίρι. Κι άλλη φορά είχεν αποπειραθή ν’ αυτοκτονήση αλλά τον είχαν σώσει. Αποπειράθηκε και πάλι και απέτυχε. Οι κληρικόφρονες εφημερίδες, απάνω σ’ αυτή την αυτοκτονία θέλησαν να φιλολογήσουν με πολύ άσχημο γούστο. Το θεολογικό μίσος δεν τους άφηνε να λησμονήσουν ότι ο Ardigo στα νειάτα του ήταν παππάς και είχε πετάξει τα ράσα για να γίνη «ιερέας της σεβαστής αλήθειας». Δεν ενόησαν η προσποιήθηκαν ότι δεν ενόησαν πόση πραγματικώς φιλοσοφική δύναμη υπάρχει στην αυτοκτονία εκείνου που άμα γεράση θεωρεί περιττό να εξακολουθήση μια ζωή που θα ήταν πια καθαρή φυτοζωή.

 

Σπάνιο παράδειγμα -σ’ αυτό τον καιρό, που η ευτυχία και η τύχη χαμογελούν σ’ όποιον θέλει να πουλήσει την ιδιοφυία του και που είναι έπαινος ν’ αλλάζη κανείς γνώμη με την αλλαγή των περιστάσεων- ο Artigo πέθανε φτωχός και χωρίς ν’ αλλάξη τις πεποιθήσεις του. Δεν είναι πολύς καιρός που ένας εργάτης του ζήτησε ένα του έργο «Περί αγωγής» και έλαβε την απάντηση ότι από τα έργα του είχε μονάχα ένα αντίτυπο και για να του στείλει το βιβλίο έπρεπε να τ’ αγοράση, πράγμα αδύνατο γι’ αυτόν γιατί ήταν φτωχός. (Το γράμμα που περιέχει αυτά τα λόγια δημοσιεύτηκε σ’ ένα άρθρο του CamilloBerneri για τον Ardigo στην UmanitaNova. Μιλάνο, 23 Σεπτεμβρίου 1920)

 

Στην αρχή αυτού του χρόνου ο ίδιος Ardigo διηγούνταν πως ένας επίσκοπος που είχε γνωρίσει στη θεολογική σχολή της Βιένας του είχε γράψει για να τον παρακινήση να ξαναγίνη καθολικός. Ο Ardigo του απήντησε ότι ο τίμιος άνθρωπος ώφειλε να δηλώση τη σταθερότητα των φιλοσοφικών ιδεών και ότι οι ιδέες των πιστών του φαίνονται άτοποι. Ο επίσκοπος του απολογήθηκε ότι και ο Dante ήταν πιστός. Ο Ardigo απάντησε: «Με όλο το σεβασμό που έχουμε στο μεγάλο ποιητή, θα είσθε διατεθειμένος να παραδεχθήτε και το αστρονομικό του σύστημα;» Σ’ άλλο έναν παππά που τον παρακινούσε να γυρίση στους κόλπους της θρησκείας γιατί επλησίαζε ο θάνατος, ο φιλόσοφος απάντησε: «Να πούμε την αλήθεια, εγώ από καιρό έγεινα πιστός, τώρα, είναι η σειρά σας». (Δημοσιεύτηκε στην Italiacheserive. Ρώμη, Ιανουαρ. 1920)

 

 

 

¤

 

 

 

Αλλ’ ας αφ αφήσωμε ν’ αναπαύωνται εν ειρήνη οι πεθαμένοι φιλόσοφοι, και οι άλλοι που πήραν την αρχή στα χέρια τους και είναι γιαυτό περισσότερο νεκροί από τους άλλους που θαφτήκανε.

 

Φανερό σημάδι πως ο νους δεν οκνεύει, πως το κοινό έχει ανάγκη από διανοητική τροφή, είναι η ανάπτυξη της βιομηχανίας του βιβλίου που ολοένα αυξαίνει, το γεγονός ότι τα βιβλιοπωλεία δεν προφταίνουν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες των αναγνωστών, αν και οι εκδοτικοί οίκοι διαρκώς παρουσιάζουν στην αγορά νέα βιβλία σε τιμές ολοένα ασίμωτες και σε ποσό πάντα μεγαλύτερο. Όχι μονάχα το κοινό διψά για νέα πράγματα, αλλά ο νους του ζητά τα καλύτερα και τα μάλλον πρωτότυπα από τα παληά με ανήκουστη απληστία.

 

Θα δώσω ένα παράδειγμα. Στη Βολώνια πέθανε τώρα και λίγα χρόνια ένας συμπαθητικός συγγραφέας της Ρωμανίας ο Αλφρέτος Oriani που ζώντας τον ευνόησε η τύχη και έχαιρε την παγκόσμια εκτίμηση. Είχε δημοσιέψει αρκετούς τόμους και μέσα σ’ αυτούς με πρωτοτυπία είχεν εξετάσει τα πιο φλέγοντα ζητήματα, είχε συζητήσει τα σημαντικώτερα προβλήματα, σχολιάσει τα κυριώτερα γεγονότα και τους πιο διακεκριμένους άντρες. Φιλοσοφία και κοινωνιολογία, φιλολογία και ιστορία, αρχαιότητα και πρόσφατα γεγονότα, παρουσίαζαν μιάν όψη διαφορετική και μια αναμφισβήτητη πρωτοτυπία στη δική του πένα. Ανάμεσα στ’ άλλα είχε γράψει ένα βιβλίο ιστορικό «Ο πολιτικός αγώνας στην Ιταλία» που εκεί μέσα παρουσίαζε με νέο φως την ιστορία της Ιταλίας από τη γαλλική επανάσταση και δώθε.

 

Ο «πολιτικός αγώνας στην Ιταλία» είναι γραμμένος με θάρρος, γιατί τολμά να ειπή πολλές αλήθειες που οι αυλικοί συγγραφείς συνήθιζαν να σκεπάζουν ιδίως για τις κακές πράξεις της δυναστείας της Σαβόϊας που ήταν γνωστή μονάχα από τα συγγράμματα των δημοκρατικών που και γι’ αυτούς υπήρχε η υποψία ότι μεροληπτούν. Οι αλήθειες αυτές ειπωμένες από τον Oriani που ήταν μοναρχικός και μάλιστα εθνικιστής αποκτούσαν με τη βοήθεια της περαιτέρω ιστορικής κριτικής, πολύ μεγαλύτερη σημασία. Ο Oriani σα συγγραφέας είχε έκτακτη τιμιότητα και ευθύτητα. Ό,τι του φαινόταν αληθινό τόλεγε με κάθε θυσία και όταν ακόμα ήξερε πως θάβλαπτε το πολιτικό κόμμα που αυτός θεωρούσε ως καλύτερο. Έτσι με τη σειρά φαινόταν ιμπεριαλιστής ή ειρηνόφιλος, θρήσκος ή άθεος, αυταρχικός ή αναρχικός. Γιαυτό και στη ζωή του ήταν άτυχος. Ο «Πολιτικός του αγώνας» δεν πουλήθηκε. Ένας έμπορος παλαιών βιβλίων αγόρασε ύστερα από κάμποσα χρόνια σχεδόν όλα τα αντίτυπα. Ο Oriani τον είχε συμβουλέψει να το κάνη, λέγοντάς του: Για με αυτή δε στάθηκε καλή δουλειά, αλλά θα είναι καλή για σένα, θα ρθη μέρα που αυτό το βιβλίο θα γίνη περιζήτητο. Πραγματικώς, όταν πέθανε ο Oriani, η παληά έκδοση εξαντλήθηκε γλήγωρα, απορροφήθηκε από πολλούς αναγνώστε που ξύπνησαν άξαφνα. Στα 1913 οι διανοούμενοι που έβγαζαν τη Voce στη Φλωρεντία με επί κεφαλής τον Prezzolini έκαμαν μια δεύτερη ωραία έκδοση προς 12 φράγκα (η πρώτη πουλιούνταν 2 ή 3 φράγκα). Αμέσως έγεινε ανάρπαστη. Στα 1915 ή 1916 βγήκε η τρίτη έκδοση και στην αρχή του 1920 η τέταρτη προς 18 φράγκα. Μόλον που η τιμή εξαπλασιάστηκε και η τέταρτη έκδοση εξαντλήθηκε και τώρα ετοιμάζεται η πέμπτη που θα πουληθή 25 φράγκα! Κάτι το παρόμοιο, αν και σε μικρότερες διαστάσεις, γίνεται για τα έργα τόσων άλλων συγγραφέων    Ιταλών και ξένων, αγνώστων ή που θεωρούνται περασμένου συρμού. Όλα τα βιβλιοπωλεία τα επιστημονικά και τα φιλοσοφικά όσο και τα φιλολογικά λαϊκά δεν προφταίνουν να ξαναδημοσιέβουν τις εξαντλημένες εκδόσεις και δεν ξέρουν αν πρέπη να στρέψουν την προσοχή τους στα νέα έργα ή στους παληούς συγγραφείς. Τα παληά έργα του Proudhon ξαναβγαίνουν στο φως. Ένα μέρος των επιστολών του, οι ομοσπονδιακοί του φιλιππικοί λόγοι εναντίον της ένωσης της Ιταλίας, το παράδοξο του βιβλίο περί πολέμου και ειρήνης και τέλος ο γνωστότατος τόμος του περί της «Πολιτικής ικανότητος των εργατικών τάξεων» που περιέχει μεγάλο μέρος του σημερινού συνδικαλισμού. Επίσης τα έργα των δημοκρατικών Ιταλών συγγραφέων του Catteneo, του Rosa και ιδίως του Ferrari που παρασταίνουν οπωσδήποτε την πολιτική επαναστατική τάση του 1848-60 που έχει μεγάλη συγγένεια με τον σημερινό αναρχισμό.

 

Στη φιλολογία όλοι οι Ρώσσοι συγγραφείς που είχαν παλιώση λίγο, ξανακέρδισαν την εύνοια του κοινού. Τα βιβλιοπωλεία εξαντλούν γλήγωρα τον Γκόρκι, τον Τολστόι, τον Ντοστογβιέσκι και τον Μερεσκόφσκι. Από τους Γάλλους διαβάζονται ο γέρο Balzac και από τους σύγχρονους ο RomainRoland και ο Barbusse.

 

Σε παρακμή βρίσκεται ο φουτουρισμός, που τώρα και λίγα χρόνια έκανε τόσο θόρυβο και συνετέλεσε ν’ ανακινηθούν τα λιμνάζοντα νερά της τέχνης και της φιλολογίας. Αφού έλαβε μέρος στην πολιτική και ντύθηκε τα πολεμικά άρματα, ο φουτουρισμός λίγο λίγο γίνηκε άγριος και μισαλλόδοξος όπως όλα τα πράγματα που πέρασε η εποχή των. Έτσι οι καλύτερες ιδιοφυίες αποσπαστήκανε βαθμηδόν από αυτόν, όχι για να πέσουν στην άρνηση, αλλά γυρίζοντας σιγά σιγά στην παληά και αξιέπαινη συνήθεια να θέλουν να διαβαστούν και να κατανοηθούν και κατά συνέπειαν να πουλήσουν τα έργα τους! Μόνον ο Marinetti μένει που κοντεύει να γίνει γελοίος και άξιος οικτιρμού…

 

Εντούτοις έξω από τα κέντρα των διαφόρων πολιτικών δογμάτων και χρωμάτων η πυρετώδης ζωή σφύζει με παλμούς ολοένα επιταχυνομένους. Και ο τύπος που όλο και αναπτύσσεται παρ’ όλη τη φοβερή ακρίβεια του χαρτιού είναι συγχρόνως το μέσον και ο δείχτης ο πιο χαρακτηριστκός. Όχι μόνον κάθε μέρα νέες εφημερίδες βλέπουν το φως, αλλά οι παληές στερεώνονται και φτάνουν να τυπώνουν αριθμούς που άλλοτες θα λέγονταν μυθικοί. Και μέσα στις στήλες των συγκρούονται με πάταγο ιδέες και συμφέροντα, αλήθειες και ψέμματα, το παρελθόν και το μέλλον.

 

 

 

¤

 

 

 

Δυνατή κίνηση ιδεών καθορίστηκε, ως γνωστών από τη ρωσική επανάσταση. Νομίζω, η Ιταλία περισσότερο από κάθε άλλο έθνος έπαλλεν από ενθουσιασμό, όταν ήρθε η είδηση πως έπεσε ο τσαρισμός. Από τότες κάθε βήμα προς τα εμπρός η προς τα πίσω της ρωσικής επανάστασης η Ιταλία το ακολούθησε με ανυπομονησία και φροντίδα, με εκρήξεις χαράς και κραυγές πόνου. Αν άλλοτες ο ιταλικός λαός είχε γυρμένη την προσοχή του στο Παρίσι ως πρωτεύουσα της ελευθερίας και της επανάστασης, σήμερα κυτταζει διαρκώς τη Μόσχα. Μάλιστα και πολύ, κατά την ταπεινή γνώμη μου. Σήμερα δεν υπάρχει στην Ιταλία άνθρωπος πιο λαϊκός από τον Λένιν. Όταν οι άνθρωποι του λαού θέλουν να χαρακτηρίσουν μιαν αδικία και να βεβαιώσουν μια ιδέα νίκης εναντίον της, λένε «Θάρθη ο Λένιν». Τούτο μας εξηγεί την κολοσσιαία επιτυχία του σοσιαλιστικού κόμματος, που μόνο στην Ιταλία αυτοκαλείται καθαρά μπολσεβικικό. Το κόμμα αυτό συντελεί πολύ στην εξάπλωση των μαξιμαλιστικών ιδεών, αλλά μεγάλο είναι το όφελος που αντλεί από το γόητρο της ρωσικής επανάστασης.

 

Είχαμε μιάν απόδειξη για την έκτακτη δημοτικότητα του μπολσεβικισμού από την πρώτη στιγμή στα 1917, όταν ήρθαν στην Ιταλία οι αντιπρόσωποι των ρωσικών Σοβιέτ. Αν και σε κατάσταση εμπόλεμο και κάτω από το κράτος του στρατιωτικού νόμου τους έγιναν θρυλλικές εκδηλώσεις από κολλοσιαία πλήθη λαού σ’ όλες τις πόλεις της Ιταλίας. Μετά τον πόλεμο, όταν τον Απρίλη του 1919 μερικοί εθνικισταί αποπειράθηκαν να κάψουν τα γραφεία του «Avanti», του σοσιαλιστικού τούτου φύλλου, για τον μπολσεβικισμό του, σε λίγους μήνες μέσα η εφημερίδα αυτή εισέπραξε ενάμισυ εκατομμύριο από συνδρομές δηλαδή δεκαπλάσια από τις ζημιές που έπαθε πραγματικώς. Και αν τον Νοέμβρη του 1919 οι γενικές εκλογές έδωσαν του περισσοτέρους ψήφους στο σοσιαλιστικό κόμμα και έστειλαν στη Βουλή πλέον του τετάρτου του ολικού αριθμού βουλευτών, τούτο προέρχεται από το γεγονός ότι οι σοσιαλισταί βουλευταί παρουσιάστηκαν στο λαό ως επαναστάται και μαξιμαλισταί οπαδοί του μπολσεβικισμού. Θα ήταν όμως λάθος μεγάλο να νομίζωμεν ότι πραγματικώς ο ιταλικός λαός εμφορείται από το κράμα αυτό των μπλανκικών και μαρξικών ιδεών που ονομάζεται στη Ρωσία μπολσεβικισμός. Αν και η εικόνα του Μάρξ βρίσκεται αναρτημένη σ’ όλα τα σοσιαλιστικά κέντρα, ο μαρξισμός στην Ιταλία δεν είναι παρά μόνον το δόγμα μικρού αριθμού μελετητών. Ο ιταλικός σοσιαλισμός είναι σοσιαλισμός χώρας που ακόμα η βιομηχανία και η συγκέντρωση δεν μετέβαλαν σε στράτευμα, και επομένως δεν απολίθωσαν στα οικονομισμό. Ο ιταλικός σοσιαλισμός είναι ακόμα πολύ ιδεαλιστικός, ευαίσθητος για όλες τις αρχές της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, ούτως ώστε είναι ευκολωτέρο για το ιταλικό προλεταριάτο μια γενική απεργία διαμαρτυρίας κατά κυβερνητικής τίνος βίας ή χάριν ιδεώδους διεθνούς αλληλεγγύης, παρά γι’ άμεσο οικονομικό συμφέρον. Λοιπόν ο ιταλικός σοσιαλισμός είναι αληθινά επαναστάτης στο αίσθημα και τη σκέψη και όχι με την ξηρή σημασία που οι μαρξισταί δίνουν σ’ αυτή τη λέξη.

 

Ό,τι ο ιταλικός λαός επιδοκιμάζει από την ρωσικήν επανάσταση, από το μπολσεβικισμό, από τη δικτατορία των προλεταρίων, είναι κυρίως αυτή η ίδια επανάσταση, η ενέργεια που κατέρριψε τη τσαρική κυριαρχία, το τέλος της αδικίας, η αρχή εποχής ελευθερίας.

 

Πολύ αμφιβάλω αν οι μπολσεβίκοι εργάτες μας είναι πραγματικώς κατάλληλοι και διατεθειμένοι να υποταχθούν σε πολίτευμα αυταρχικό ιεραρχικής συμπνοίας, όπως λέγουν ότι διοργανώνεται η κοινωνική ζωή στη Ρωσία. Ό,τι χαίρει δημοτικότητα είναι η ιδέα της απολλύτρωσης, της υποχρεωτικής εργασίας για όλους, του να μην είναι κανείς εξαναγκασμένος να παράγη για τους κεφαλαιούχους. Η επιθυμά αυτή της απελευθέρωσης από τη σκλαβιά του μισθοδοτουμένου είναι τόσο δυνατή, τόσο ριζωμένη ώστε τη μέρα που θα εξανάγκαζαν το λαό να την εγκαταλείψη και να πεισθή ότι εξαπατήθηκε ανωφέλευτα, θα ήταν άσκημη μέρα για όλους και γι’ αυτούς ακόμα τους σημερινούς του αρχηγούς.

 

Μ’ όλα ταύτα τα γεγονότα της Ρωσίας ξύπνησαν στην Ιταλία πυρετώδεις μελέτες για τις νέες φάσεις που παρουσιάζει η σοσιαλιστική επανάσταση. Είναι αναρίθμητες οι δημοσιεύσεις για τη ρωσική επανάσταση, υπέρ ή κατά. Όλοι οι εκδοτικοί οίκοι της Ιταλίας έβγαλαν βιβλία για τη Ρωσία, γραμμένα κυρίως από μετριοπαθείς σοσιαλιστάς πρώην μέλη της Ρωσικής Συντακτικής Συνέλευσης, γεμάτα από οργή και πάθος εναντίον των μπολσεβίκων. Μερικά από αυτά τα βιβλία γραμμένα με κάποια αντικειμενικότητα και περιέχονται διάφορα έγγραφα είναι ενδιαφέροντα. Στη δημοσιογραφική φιλολογία, αν και γραμμένα με κάποια δημοκρατική μεροληψία, είνε άξια μνείας τα άρθρα του «Secolo» του Μιλάνου του Λουκιανού Magrini που έμεινε ένα μήνα στη Ρωσία και διηγείται τις εντυπώσεις του.

 

Φυσικά οι σοσιαλισταί δε σταύρωσαν τα χέρια και απαντούν καταλλήλως στους αντιπάλους μέσα σε μια διαμάχη ιδεών, που θα μπορούσε ίσως να γίνη και μάχη όπλων. Το «Avanti» του Μιλάνου εξέδωκε καμμιά εικοσαριά τόμους εγγράφων για τη ρωσική επανάσταση, τους θεμελιώδεις νόμους της Δημοκρατίας των Σοβιέτ και τα κυριώτερα έργα του Λένιν, του Τρότσκι, του Μπουχάριν, του Ράντεκ, του Κάρσκι, του Στούτσκα κτλ. ως και άλλων που πήγαν στη Ρωσία και γύρισαν ευνοϊκοί ή αμερόληπτοι όπως ο Goode, ο Marchand, ο Rausome κτλ. Από τον περασμένο Οκτώβριο δημοσιεύεται στο Μιλάνο το περιοδικό «Κομμουνισμός» κάθε δεκαπέντε μέρες υπό την διεύθυνση του G. M. Serrati, επίσημο όργανο στην Ιταλία της Τρίτης Διεθνούς Μόσχας. Κυρίως είναι γεμάτο από πρωτότυπα άρθρα και έγγραφα σταλμένα κατευθείαν από τη Ρωσία. Άξιο ιδιαιτέρας μνείας, γιατί εξασκεί αξιοσημείωτη επίδραση και έξω του σοσιαλιστικού κόσμου είναι το περιοδικό σοσιαλιστικού πνεύματος «OrdineNovo» (Νέα Τάξη) του Τουρίνου, όργανο ενός σωματείου νέων διανοουμένων που δεν αρκούνται μόνον να μεταφράζουν ιταλικά τις ρωσικές ιδέες, αλλά μελετούν και εργάζονται ευσυνειδήτως να πραγματοποιήσουν τις νέες ιδέες στο επίπεδο των άμεσων γεγονότων. Έχουν και αυτοί το ελάττωμά τους, ένα δογματισμό ψευδομαρξικό καθιερωμένον εκ των προτέρων, στον οποίον θέλουν να προσκυνά οποιοσδήποτε μπαίνει στην τροχιά της δράσης των, αλλά το ελάττωμα τούτο χάνεται μέσα σε μια φανερή διανοητική τιμιότητα, και ειλικρίνεια, που δείχνουν, αντιμετωπίζοντας τα δύσκολα προβλήματα της επανάστασης.

 

Λέγουν πως ο Λένιν εξέφρασε τη ζωηρή του συμπάθεια για το σωματείο αυτό των νέων του Τουρίνου και είπε πως το «OrdineNovo» είναι το ιταλικό σοσιαλιστικό όργανο που πλησιάζει περισσότερο στις ιδέες του. Δε γνωρίζω όμως αν αυτό είναι αλήθεια. Το περιοδικό αυτό του Τουρίνου ασχολήθηκε κυρίως με το πρόβλημα των «συμβουλίων των εργοστασίων» και συνετέλεσε πολύ να συνταχθή σε σχέδιο το πρώτο αυτό μέσον της κοινωνικής απαλλοτρίωσης. Φυσικά η ιδέα δεν ήταν δική του, το «OrdineNovo» συνέκρινε, εξήγαγε θεωρίες, συνεζήτησε εκείνο που πραγματοποιούνταν σα γεγονός ανάμεσα στους τορινέζους εργάτες, τη προφυλακή αυτή της κοινωνικής ιταλικής κίνησης. Μένει όμως δική του η αρετή, ότι κατενόησε τη σημασία του γεγονότος και αφιέρωσε σ’ αυτό την αποτελεσματική διανοητική του φιλεργία. Το κίνημα της κατάληψης των μεταλλουργικών εργοστασίων, που έφερε την Ιταλία στο χείλος της επανάστασης, συνδέεται κατά το πλείστον με το μικρό αυτό αλλ’ αποτελεσματικό εργαστήριο ιδεών.

 

 

 

¤

 

 

 

Αυτές τις μέρες γύρισαν από τη Ρωσία «οι ερυθροί απόστολοι» δηλαδή οι άντρες που είχε στείλει το Σοσιαλιστικό Κόμμα στο Κογκρέσο της Τρίτης Διεθνούς της Μόσχας. Αλλά προς το παρόν αυτοί σιωπούν και υπόσχονται να κοινοποιήσουν αργότερα παν ό,τι είδαν στη Ρωσία.

 

Εντωμεταξύ, από στόμα σε στόμα, ακούονται οι προσωπικές εκμυστηρεύσεις μερικών από αυτούς. Αλλά όλοι γνωρίζουν ότι στη Ρωσία όλα τα πράγματα δεν είναι ωραία. Εκείνο που μας ενδιαφέρει περισσότερο, είναι να γνωρίζωμε ποιες δυσκολίες της ρωσικής επανάστασης οφείλονται στον αποκλεισμό της Συνενόησης και στις προσπάθειες των εσωτερικών αντιδραστικών και ποιες είναι απ’ τ’ άλλο μέρος φυσικό επακολούθημα των ελαττωμάτων του πολιτεύματος και των υπερβασιών του δεσποτικού και δικτατορικού συγκεντρωτικού συστήματος. Οι αναρχικοί στην Ιταλία επιμένουν πολύ στο σημείον αυτό.

 

Η αναρχική κίνηση απόκτησε στην Ιταλία έκτακτη σημασία, πολύ ανώτερη από εκείνη που είχε έως τώρα ο αναρχισμός στην Ιταλία ή σε άλλα έθνη. Οι προλετάριοι γίνονται συχνά οπαδοί του και τούτο είναι μια απόδειξη των όσων είπαμε παραπάνω, ότι δηλαδή, η ιταλική εργατική τάξη, με όλες τις συμπάθειες για τον Λένιν και τους μπολσεβίκους, δεν είναι διατεθειμένη πολύ να υποκύψη στην απόλυτη και δικτατορική αρχή περιορισμένων σωματείων ενός μόνου κόμματος, όταν απαλλαγή από τους παλιούς κυριάρχους της. Το ιταλικό προλεταριάτο δεν υποφέρει το ζυγό, και αν σήμερα η Κυβέρνηση, που έχει τόση δύναμη προερχομένη από μια παλιά κρατική και στρατιωτική διοργάνωση και από μια πολύχρονη παράδοση, δεν μπορεί να του κρατήσει τα ηνία, τόσο περισσότερο θα είναι το πράγμα αυτό δύσκολο για μια νέα κυβέρνηση, ακόμα αδύνατη, που θα αντιμετωπίζη ένα λαό που βγήκε νικητής από μια επανάσταση.

 

Δείγμα της λανθάνουσας αυτής αντίδρασης για τη μέλλουσα κυβέρνηση είναι ο αριθμός των οπαδών των αναρχικών ιδεών στην Ιταλία. Μια αποκάλυψη για τη δύναμη του αναρχισμού, που ήταν έκπληξη και γι’ αυτούς τους ίδιους τους αναρχικούς, έγεινε στη συνέλευση της «Αναρχικής Ιταλικής Ένωσης» που έγινε στη Βολονία από την 1 εώς εις τις 4 Ιουλίου 1920. Υπάρχουν στην Ιταλία δεκάδες χιλιάδων αναρχικών συγκεντρωμένων σε εκατόν περίπου σωματεία. Και σημειωτέον ότι όλοι οι αναρχικοί δεν είναι μέλη σωματείων ούτε και είναι όλοι γνωστοί. Εξόν από επτά ή οκτώ περιοδικά εβδομαδιάτικα, δεκαπενθήμερα και μηνιάτικα, ο αναρχισμός έχει στην Ιταλία μια καθημερινή εφημερίδα (την «UmanitaNova» που διευθύνει ο Ερίκος Malatesta) που σ’ ένα χρόνο μέσα και δίχως μεγάλες προσπάθειες εμάζεψε περισσότερα από μισό εκατομμύριο εθελουσίας συνδρομής, με οικονομική κίνηση που ξεπερνά το ένα εκατομμύριο φράγκα και με κυκλοφορία πενήντα χιλιάδες φύλλα την ημέρα.

 

Εξόν απ’ αυτά και στο πλάγι της αναρχικής κίνησης, υπάρχει η εργατική κίνηση της οικονομικής οργάνωσης που λέγεται «Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση», που, αν και καθολοκληρία αυτόνομη από κάθε κομματική πολιτική, έχει κατεύθυνση καθαρά ελευθερόφιλη και διευθυντάς που ως επί το πλέιστον είναι γνωστοί αναρχικοί. Αυτή αριθμεί τώρα πλέον των 300 χιλιάδων μελών. Εννοείται ότι αποτελεί μειονοψηφία παραβαλλομένη με τη «Γενική Εργατική Συνομοσπονδία» με τάση μεταρρυθμιστική που αριθμεί περίπου δύο εκατομμύρια μέλη, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι και σαυτό το τελευταίο σωματείο είνε γραμμένα πολλά αναρχικά στοιχεία της Ρώμης, του Πεδεμονίου κτλ. Οι Ιταλοί αναρχικοί, που μαζί με τους σοσιαλιστάς διεπνέοντο, κατά το πόλεμο, από πνεύμα αντίδρασης κατά του μιλιταρισμού, σήμερα αντιδρούν κατά των σοσιαλιστών αυτών και όσον αφορά την παρούσα πολιτική των και όσον αφορά το ζήτημα της δικτατορίας. Επί του πολιτικού επιπέδου, όπως και στο παρελθόν, οι αναρχικοί πολεμούν την εκλογική και βουλευτική τακτική των σοσιαλιστών, την αποκλειστικότητα και συγκεντρωτική των δεσποτεία και τις αβεβαιότητες και αντιφάσεις στον επαναστατικό αγώνα, που ταλαντεύονται μεταξύ επανάστασης και των συγκαταβάσεων και επαφών με την αστική αρχή. Αλλ’ όσον αφορά την μέλλουσαν επανάσταση, η μεγαλύτερη πολεμική έγινε ως τα σήμερα για τη δικτατορία των προλεταρίων, την οποίαν οι αναρχικοί δεν παραδέχονται, υποστηρίζοντας ότι, για την ανάπτυξη της επανάστασης και της οριστικής της νίκης, η καλύτερη κατεύθυνση είναι η ομοσπονδιακή και ελευθερία, ενώ η δικτατορική συγκέντρωση είναι επικίνδυνη και βλαβερή.

 

Τις αναρχικές ιδέες για τη δικτατορία του προλεταριάτου τις συνοψιζε, τον περασμένο χρόνο, ο Ερίκος Malatesta σ’ ένα γράμμα του που δημοσιεύτηκε στον τύπο:

 

«Οι μπολσεβίκοι είναι απλώς μαρξισταί, που τίμια και συνεπέστατα έμειναν μαρξισταί· εμείς σεβόμαστε την ειλικρίνειά των, θαυμάζομε τη δράση των, αλλά όπως δεν υπήρξαμε ποτέ σύμφωνοι μαζύ τους στο θεωρητικό επίπεδο, δεν μπορούμε να είμαστε αλληλέγγυοι μαζί τους όταν περνούμε από την θεωρία στην πράξη.

 

«Όταν λέγουν «δικτατορία των προλεταρίων» φυσικά το προλεταριάτον δεν έχει σχέση με αυτή, όπως δεν έχει σχέση ο λαός στα δημοκρατικά πολιτεύματα, παρά μόνον απλώς για να κρυφτή η αληθινή ουσία των πραγμάτων. Πραγματικώς πρόκειται για τη δικτατορία ενός κόμματος και προ πάντων των αρχηγών του κόμματος αυτού· αληθινή δικτατορία με όλη τη σημασία της λέξης, με τα διατάγματά της, με τον ποινικό της νόμο, με τα εκτελεστικά της όργανα και προ πάντων με την ένοπλή της δύναμη που χρησιμεύει σήμερα να υπερασπίση την επανάσταση από τους εξωτερικούς της εχθρούς, αλλά που θα χρησιμέψη αύριο για να πάψη η επανάσταση, να εξασφαλιστούν τα νέα συμφέροντα που ολοένα σχηματίζονται και να εξασφαλίση την υπεράσπισή της κατά της λαϊκής μάζας μια νέα προνομιούχος τάξη.

 

«Και ο στρατηγός Βοναπάρτης υπεράσπισε τη γαλλική επανάσταση κατά της ευρωπαϊκής αντίδρασης, αλλά υπερασπίζοντάς την την κατέπνιξε… Και η ιστορία επαναλαμβάνεται: mutatismutandis, είναι η δικτατορία του Ροβεσπιέρου που οδηγεί τον Ροβεσπιέρο στην καρμανιόλα και προετοιμάζει τον δρόμον του Ναπολέοντος. (Volonta, δεκαπενθ. Περιοδικό, Αγκώνα, Αρ.ΙΙ, 16 Αυγούστ. 1919)

 

Τις ίδιες ιδέες εξέφρασε εν σώματι και το Αναρχικό Κογκρέσο της Βολώνιας όπως είπαμε παραπάνω και ο ίδιος ο Malatesta εξακολουθεί τη διάδοση των στην εφημερίδα που διευθύνει. Κατ’ αυτας, γράφοντας επί του προκειμένου και βασιζόμενος στα γεγονότα που του δίνουν δίκαιο, εξήρεν ότι, στην Ιταλία, επανάσταση που θα γίνουνταν με κριτήριο τη δεσποτεία και με σκοπούς δικτατορικούς κατ’ ανάγκην θα επέφερε τον πόλεμον μεταξύ επαναστατών και επαναστατών…

 

«Για τούτο (λέγει) αφίνοντας κατά μέρος τις θεωρίες και κρίνοντας τα πράγματα με συναίσθηση πραγματική, θα εσύμφερε τους σοσιαλιστάς να εγκαταλέιψουν κάθε ισχυρισμό δικτατορικό και να δεχτούν την ελευθερόφιλη αντίληψη της επανάστασης· επανάστασης που θα ξετυλίγονταν ποικιλοτρόπως κατά τις ηθικές και υλικές καταστάσεις των διαφόρων επαρχιών, δήμων, σωματείων· που θα έπαιρνε χρώμα διαφορετικό με την επικράτηση ενός ή άλλου κόμματος στα διάφορα μέρη, και θα καταντούσε σε ένα κοινό σκοπό για τη βαθμιαία εναρμόνηση των συμφερόντων και των θελήσεων και όχι προερχομένη άνωθεν από μια αυθαίρετη επιβολή». (UmanitaNova, Μιλάνο, Αρ. 182 της 28 Σεπτ. 1920)

 

Προσθέτω, ως χρονικόν, ότι η πολεμική δεν ξετυλίγεται πάντοτε με φιλοφροσύνη και διαλλακτικότητα. Στις στιγμές της γαλήνης, η συζήτηση γίνεται με κάποιο σχετικό αμοιβαίο σεβασμό και σε κάποιες στιγμές της πάλης συμβαίνει μάλιστα να συνεννοηθούν και να συμφωνήσουν κάπως, αλλ’ όταν η πάλη τελειώση άσχημα, τότε κάνει έκρηξη η οργή, γιατί ο καθένας βλέπει στον αντίπαλο, τον υπεύθυνο της ήττας που έπαθε.

 

 

 

¤

 

 

 

Μολαταύτα δεν πρέπει να νομίση κανείς ότι, αν και τώρα οι ζωηρότερες προσπάθειες των προλεταρίων είναι υπέρ των άκρων, το μεταρρυθμιστικό κόμμα και η παλιά κοινωνική δημοκρατία απέθαναν και θαφτήκανε. Οι ίδιες έχουν ακόμη σημαντική δύναμη, ολιγώτερο θορυβώδη και επιδεικτική· και τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι, στα κόμματα αυτά, ανήκουν πρόσωπα σεβάσμια που έχουν παρελθόν μεγάλης τιμιότητας και αφιλοκέρδειας και δεν εξετέθηκαν με ανάξιες επαφές για συμμετοχή στον πόλεμο. Μάλιστα επέμειναν να είναι πιστοί στις ιδέες τους και στο προλεταριάτο, αντιθέτως και εναντίον των υπέρ του πολέμου κυβερνήσεων.

 

Ο Prampolini, ο Turati, ο Rigola, ο Treves, ο Modigliani κτλ. χαίρουν ακόμα τη συμπάθεια των προλεταρίων, μάλιστα και των αντιθέτων ιδεών, και κατά βάθος οι προλετάριοι αισθάνονται περισσότερη εκτίμηση γι’ αυτούς παρά για μερικούς μαξιμαλιστάς και επαναστάτας της τελευταίας ώρας, που χθες ακόμα ήταν μεταρρυθμιστές, δημοκράτες, ριζοσπάστες ή μοναρχικοί των άκρων. Εξάλλου δεν είναι δυνατόν ν’ αρνηθή κανείς ότι, διαρκούντος του πολέμου, αυτοί, με το προσωπικό τους γόητρο και με την ίδια τη φήμη τους ως μετιοπαθών, συνετέλεσαν να εξασφαλίσουν στους άλλους μια σχετική ύπαρξη προπαγάνδας και αντίστασης.

 

Μερικοί λόγοι του Turati, του Modigliani, του Treves και του Morgariστη βουλή υπήρξαν, ενώ η τρικυμία εμαίνονταν και κυριαρχούσε το ψέμμα, όχι αδιάφορη παρηγοριά και ενθάρρυνση για όλα τα πνεύματα που ήταν τυραννισμένα και αναστέναξαν για την ελευθερία. Προσωπικώς εγώ που απέχω πολύ από τις ιδέες και τις μεθόδους των, αισθάνομαι ακόμα ζωηρό το αίσθημα της ευγνωμοσύνης για το πνευματικό καλό που μου έκαμαν οι λόγοι των.

 

Η ηθική δύναμη των μεταρρυθμιστών, εκτός τούτου, συνίσταται επίσης στο γεγονός ότι αν είναι ενάντιοι της επανάστασης, είναι ενάντιοι αναφανδόν. Επί πλέον, το προλεταριάτο του οποίου η πλειονοψηφία δεν επιδοκιμάζει το σύστημα των μεταρρυθμιστών, όταν φθάση στο επίπεδο των αμέσων συμφερόντων, της ενδεχομένης πολιτικής, δεν μπορεί ν’ αποσπασθή από αυτούς και παραδέχεται τη θέλησή τους, αν και με μεμψιμοιρίες. Εκ τούτου προέρχεται το φαινομενικώς αντιφατικό γεγονός ότι, ενώ το σοσιαλιστικό κόμμα και εν γένει το προλεταριάτο έχουν τάσεις των άκρων και επαναστατικές, τα εννέα δέκατα των σοσιαλιστών βουλευτών, είναι μεταρρυθμισταί, μεταρρυθμιστική είναι η κατεύθυνση των μεγαλυτέρων ομοσπονδιακών συντεχνιών και μεταρρυθμιστική είναι η πολιτική πολλών εκατοντάδων δήμων που βρίσκονται στα χέρια των σοσιαλιστών. Και τούτο γιατί η επανάσταση, το επαναστατικό πνεύμα, είναι εντός των γεγονότων, εντός της κοινωνικής κρίσης που περνούμε. Νομίζω πιθανόν, ότι αν η στιγμή δεν ήταν κρίσιμη ώστε να μη επιτρέπη ειρηνικές λύσεις και γαληνιαίες δύσεις, το σοσιαλιστικό κόμμα δεν θα είχε στην Ιταλία την κατεύθυνση που έχει σήμερα και θα διέφευγε από τους σημερινούς του αρχηγούς για να επιστρέψη σε κείνους που είχε προ δέκα χρόνων.

 

Αλλά σήμερα, οι μεταρρυθμισταί, παρά το προσωπικό τους γόητρο, έχουν πολύ λίγους οπαδούς μεταξύ του πλήθους. Τους εκθέτουν πολύ οι έπαινοι που τους κάνει ο αστικός και φιλικός προς την κυβέρνηση τύπος, με την ελπίδα να τους τραβήξουν προ τους συντηρητικούς τους σκοπούς. Εκτοστούτου οι μεταρρυθμισταί είναι μάλλον αδρανείς και δεν δείχνουν πολύ ζήλο να υπερασπίσουν τις ιδέες τους. Φαίνεται πως αυτοί οι ίδιοι έχουν σ’ αυτές μικρή πεποίθηση. Η φιλολογική τους παραγωγή είναι ασήμαντη και περιορίζεται σε λίγα άρθρα εφημερίδων και περιοδικών. Δεν υπάρχει μεταξύ αυτών η ζέση εκείνη, στην άμυνα και την επίθεση, που φαίνεται πως έχουν οι Γερμανοί της παλαιάς ΣοσιαλΔημοκρατικής μερίδας. Εντούτοις όμως η «Κοινωνική Κριτική» του Turati και τα «Προβλήματα της Εργασίας» του Rigola είναι πολλές φορές ενδιαφέροντα ιδίως για την κριτική που κάνουν στα άλλα σοσιαλιστικά και εργατικά ρεύματα.

 

Το κακό όμως είναι ότι, ενώ ξέρουν να κρίνουν τους άλλους, δεν γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν οι ίδιοι. Τον Οκτώβριο θα γίνη στο ReggioEmilia μια συνεδρίαση των πλέον ισχυόντων αντρών των. Θα ιδούμε τι θα αποφασίσουν. Θα είναι η συνεδρίαση αυτή πού ενδιαφέρουσα μετά το διεθνές κογκρέσο της Μόσχας, που, φαίνεται, πως επέβαλε στα διάφορα σοσιαλιστικά κόμματα να εξοστρακίσουν τους μεταρρυθμιστάς.

 

Η στενόχωρη θέση των μεταρρυθμιστών σοσιαλιστών κατά την παρούσα στιγμή, μοιάζει λίγο με την θέση των Ιταλών δημοκρατών, που αυτές τις μέρες έκαναν στην Αγκώνα μια συνέλευση. Μεταρρυθμισταί και δημοκράτες είναι χρισμένοι μάλλον από τη γλώσσα η οποία προέρχεται από διαφορετική παράδοση και διανοητικότητα παρά από πραγματικά και συγκεκριμμένα προγράμματα. Κατά βάθος το πρόγραμμα των μεν δεν είναι διαφορετικό από το πρόγραμμα των δε. Και οι μεν και οι δε σήμερα αρκούνται σε μια δημοκρατία κοινωνικώς μεταρρυθμιστική, αλλά ενάντια στους μπολσεβίκους: δηλαδή κάτιτι σαν τη ρωσική δημοκρατία του Κερένσκη και την αυστριακή του Renner.

 

Αλλά οι δημοκρατικοί μπροστά στους μεταρρυθμιστές είναι πολύ λίγοι και πολύ ασθενείς, προ πάντων μετά τον πόλεμο, στον οποίον το δημοκρατικό κόμμα είχε λάβει μέρος και είχε τοιουτοτρόπως προκαλέσει την αντιπάθεια του προλεταριάτου και είχε συνεννοηθή με σωματεία αντιδραστικά και λίγο εκτιμώμενα από άλλα κόμματα. Το δημοκρατικό κόμμα ζει στην Ιταλία από την ιστορική του παράδοση που υπήρξε ένδοξη. Έχει πάρα πολλούς οπαδούς μεταξύ των τεχνιτών και των μικρών αστών των πέντε η εξ επαρχιών της Ρωμάνιας και των Μαρκών, και σωματεία διασκορπισμένα στην Ουμβρία, στη Ρώμη, στην Τοσκάνα και Λιγουρία, κανένα φοιτητή πανεπιστημίου και κανένα γέρο που ζει ακόμα από την παληά χορεία των γαριβαλδινών και των ματζινιστών. Οι οπαδοί του εργάται των Μαρκών και της Ρωμάνιας εμψυχώνονται από δυνατό πνεύμα επαναστατικό αντιθέτως με το μεταρρυθμιστικό των αρχηγών τους που είναι καθαρά συντηρητικοί.

 

Στο Κογκρέσο της Αγκόνας, το δημοκρατικό κόμμα δεν έλαβε οριστικές αποφάσεις, αλλ’ η διεύθυνση του κόμματος που σχηματίστηκε τελευταία, περιέχει ονόματα που δεν εξετέθηκαν κατά τον πόλεμο, αγνώστους ή γνωστούς, όπως ο Conti, για την ακεραιότητά τους και για τη μεγαλύτερή τους τάση προς τα’ αριστερά. Και τούτο ακόμα είναι δείγμα των καιρών.

 

 

 

 ΒΟΛΟΝΙΑ, 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡ. 1920

 

 LUIGI FABBRI