(Από την Εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Λισαγκαρέ Η Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, τόμοι 2, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος).

 

«Αυτό που προκαλεί την χαύνωση στις χώρες που υποφέρουν, είναι η διάρκεια του κακού το οποίο αιχμαλωτίζει την φαντασία των ανθρώπων, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι δεν θα τελειώσει ποτέ.

 

Μόλις όμως βρουν κάποιον τρόπο για να ξεφύγουν από αυτό - κάτι που πάντοτε συμβαίνει όταν το κακό έχει φθάσει σ’ ένα ορισμένο σημείο - αισθάνονται τέτοια έκπληξη, ανακούφιση και ενθουσιασμό, ώστε περνούν κατ’ ευθείαν στο άλλο άκρο και αντί να θεωρούν τις επαναστάσεις αδύνατες, τις θεωρούν εύκολες. Αυτή και μόνο η προδιάθεση είναι ενίοτε ικανή να τις πραγματοποιήσει.» Καρδινάλιος του Ρετζ, Απομνημονεύματα

 

ΓΑΛΛΙΑ 1870-71. Κάτω από το απαστράπτον προσωπείο της Αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Γ΄, ο γερο-τυφλοπόντικας της επανάστασης ροκανίζει τα σαθρά θεμέλια του διεφθαρμένου αυτοκρατορικού καθεστώτος. Παρά την αποθάρρυνση και την ηττοπάθεια που είχαν προκαλέσει στον λαό οι ήττες των προηγούμενων δεκαετιών, ήδη από το 1860 κυοφορούντο υπογείως δυνάμεις για κοινωνική και πολιτική αλλαγή, οι οποίες, εν τούτοις, παρέμεναν σε λανθάνουσα κατάσταση στον βαθμό που δεν διέθεταν την οργάνωση και την προετοιμασία για να λειτουργήσουν ως επαναστατικός καταλύτης, μετατρέποντας τις σπίθες της λαϊκής δυσαρέσκειας σε έκρηξη. Ωστόσο, τον ρόλο αυτόν θα παίξει ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος. Η ήττα της Γαλλίας και η συνακόλουθη εθνική ταπεί­νωση θα φέρουν στην επιφάνεια τις δυνάμεις του αρνητικού, οι οποίες στις 18 Μαρτίου 1871 θα αναλάβουν την εξουσία. Η Κομμούνα είχε γεννηθεί. Αυτήν την φορά όμως το προλεταριάτο, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβη τον Ιούνιο του 1848, όταν αυτό είχε «εναντίον του όλες τις τάξεις της κοινωνίας» (Κ. Μαρξ), θα έχει στο πλευρό του τους μι­κροαστούς, τους αγρότες, ακόμη και το λούμπεν προλεταριάτο...

 

Η Επανάσταση της 18ης Μαρτίου 1871 ήταν αυθόρμητη …καμιά οργάνωση δεν την προετοί­μασε συνειδητά ή ασυνείδητα. Ούτε οι μπλανκιστές, ούτε οι αναρχικοί, και πολύ λιγότερο οι μαρξιστές, μπορούν να την διεκδικήσουν ως δική τους. Ωστόσο οι αστοί, αλλά και κάποιοι μαρξιστές, θα ισχυρισθούν ότι είχε οργανωθεί από την Διεθνή Ένωση Εργαζομένων, κάτι που όμως αργότερα θα διαψευσθεί από τον ίδιο τον Μαρξ. Αν και σ’ αυτήν έπαιξαν σημαντικό ρόλο μέλη ετερόκλιτων πολιτικών ομάδων ... θα μπορούσε υπό μία ευρύτερη έννοια να ειπωθεί ότι η Κομμούνα πολέμησε υπό το λάβαρο του προυντονικού φεντεραλισμού «μολονότι οι προυντονικοί ήταν μειοψηφία» άποψη υπέρ της οποίας συνηγορεί και το γεγονός ότι στην Διακήρυξή της προς τον Γαλλικό Λαό, στις 19 Απριλίου 1871, υπάρχουν φράσεις τις οποίες κάλλιστα θα μπορούσε να είχε γράψει ο ίδιος ο Προυντόν: «Η απόλυτη αυτονομία της Κομμούνας, προτεινόμενη σε όλες τις περιοχές της Γαλλίας, εξασφαλίζει σε κάθε μία την ακεραιότητα των δικαιωμάτων της και σε κάθε Γάλλο την πλήρη άσκηση των δυνατοτήτων του ως ανθρώπου, πολίτη και εργαζόμενου ... η αυτονομία της Κομμούνας θα έχει ως όριο μόνο την ισότιμη αυτονομία όλων των άλλων κομμούνων που έχουν συνάψει το συμβόλαιο. Οι ενώσεις τους πρέπει να διασφαλίζουν την ελευθερία της Γαλλίας». Επιπλέον, «το όποιο κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα είχε η Κομμούνα, προερχόταν από τους προυντονικούς διεθνιστές...». (Σάμουελ Μπερνστάϊν, August Blanqui and the Art of Insurrection)

 

Η Παρισινή Κομμούνα αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος και του αγώνα για την ανθρώπινη χειραφέτηση γενικότερα. Ήταν η πρώτη απόπειρα λαϊκής αυτο­κυβέρνησης «οι εργάτες του Παρισιού το εξέφρασαν σαφώς όταν στο πρώτο τους μανιφέστο (Journal Officiel, 21-3-1871) διακήρυξαν ότι θεωρούν «υπέρτατο καθήκον και απόλυτο δικαίωμά τους να γίνουν κύριοι της τύχης τους, παίρνοντας στα χέρια τους την κυβερνητική εξουσία» - η πρώτη πανηγυρική κατάρριψη της πεποίθησης ότι οι απλοί άνθρωποι είναι ανίκανοι να αυτοκυβερνηθούν.

 

Επίσης, η εγκαθίδρυσή της δεν σήμαινε απλώς την αντικατάσταση της κυριαρχίας μίας τάξης από εκείνη μιας άλλης, αλλά την κατάργηση κάθε ταξικής κυριαρχίας «η σύνθεση της Κομμούνας δεν ήταν αμιγώς προλεταριακή, μόνο το 1/3 των μελών της ήταν εργάτες. Εξάλλου, ήδη από τις 20 έως τις 23 Φεβρουαρίου, η Αντιπροσωπία των 20 Διαμερισμάτων είχε υιοθετήσει ψήφι­σμα για την δημιουργία ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος, του οποίου ο σκοπός ήταν: «Η κατάργηση των προνομίων της μπουρζουαζίας, η εξαφάνισή της ως άρχουσα κάστα και η άνοδος των εργατών στην πολιτική εξουσία. Κοντολογίς, κοινωνική ισότητα: όχι πλέον εργοδότες, όχι πλέον προλεταριάτο, όχι πλέον τάξεις». (The Communals of 1871, επιμ. Στιούαρτ Έντουαρντς).

 

Η Κομμούνα ήταν επίσης μια γιορτή, το παιχνίδι της ζωής ενάντια στον παρατεταμένο θάνατο της επιβίωσης σ’ ένα καθεστώς στο οποίο είχε εκπέσει κάθε αξία, η εκφόρτιση της καταπιεσμένης κοινωνικής λίμπιντο, η υπέρβαση των διαχωρισμένων επιθυμιών, η έκρηξη του λαϊκού, ομαδικού ασυνειδήτου, ένα αυθόρμητο ξέσπασμα των εξουσιαζομένων, οι οποίοι, με αφορμή το εθνικό ζήτημα, αποφασίζουν να γίνουν υποκείμενο της Ιστορίας, διεκδικώντας την θέση που τους αρμόζει μέσα σε μια ελεύθερη κοινωνία, η «αυτοκυβέρνηση των παραγωγών» (Μαρξ), η συνειδητή ανά­κτηση του αλλοτριωμένου χωρόχρονου, η μεταμόρφωση της πόλης. Κοντολογίς, οι εξεγερμένοι, ενσαρκώνοντας τα λόγια του Ρεμπώ «να αλλάξουμε την ζωή», έδρασαν προσπαθώντας να συνδέ­σουν την πάλη για την ελευθερία με την ολοκλήρωση τού είναι τους, κάτι που η Λουΐζ Μισέλ περι­γράφει πολύ γλαφυρά στο βιβλίο της Memoires: «Ο κόσμος ήθελε να τα αγκαλιάσει όλα μεμιάς: τις τέχνες, τις επιστήμες, την λογοτεχνία, τις ανακαλύψεις. Η ζωή έβραζε. Όλοι βιάζονταν να ξεφύγουν απ’ τον παλιό κόσμο».

 

Ωστόσο, τον απλούστερο και σαφέστερο ορισμό της Κομμούνας θα δώσει ένας από τους συντηρητικότερους επίσημους «διαχειριστές» της, ο καιροσκόπος Φελίξ Πυά: «Μια εξουσία φυσική, αυθόρμητη, που δεν είναι κλεμμένη, ούτε αποσπασμένη εκβιαστικά, γεννημένη από την προκαλούμενη, πληττόμενη και περιερχόμενη σε κατάσταση νόμιμης άμυνας κοινή συνείδηση της χυδαίας πολυπλοκότητας «μια εξουσία που δεν οφείλει τίποτα στην επιρροή των κομμάτων, στην αυθεντία των ενδόξων ανδρών, στο κύρος των αρχηγών, στα τερτίπια των κομμάτων...», διότι όπως αποκαλύπτει η ιστορική εμπειρία «η επαναστατική ενεργητικότητα των μαζών δεν δέχεται να μπει στο μπουκάλι, κι ένας μεγάλος λαϊκός αγώνας δεν δέχεται να κατευθύνεται σαν στρατιωτική παρέλαση». (Ρόζα Λούξεμπουργκ, Απεργία, Αυθορμητισμός των Μαζών, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη).

 

Η Κομμούνα δεν ήταν ένα ακόμη επεισόδιο μέσα στην ατέρμονη πορεία του κοινωνικού γίγνε­σθαι αλλά μια καμπή: ήταν το πέρασμα σε μια νέα διάσταση στην οποία ό,τι φαινόταν σχεδόν ανέφικτο καθίσταται πραγματικό, υπογράφοντας την καταδίκη του υπάρχοντος. Ως εκ τούτου, ήταν μια επανάσταση που δεν περιοριζόταν στα όρια της εποχής της. (Η Έλλη Παπά θα το επισημάνει αυτό στο βιβλίο της η Παρισινή Κομμούνα, αναφέροντας ότι η Παρισινή Κομμούνα ήταν μια επανάσταση του 21ου αιώνα, ενώ η Ρωσική Επανάσταση, μια επανάσταση του 19ου αιώνα.) Ήταν «η πολιτική μορφή η οποία επιτέλους ανακαλύφθηκε και με την οποία θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί η οικονομική χειραφέτηση της εργασίας...» (Κ. Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Γαλλία, εκδ. Στοχαστής), καθώς «...το Παρίσι [ήταν εκείνο που] κατάφερε ένα θανάσιμο πλήγμα στις πολιτικές παραδόσεις του αστικού ριζοσπαστισμού, προσφέροντας μια πραγματική βάση για τον επαναστα­τικό σοσιαλισμό. ... Το Παρίσι που εγκαινίασε την νέα εποχή της τελικής και πλήρους απελευθέρωσης των λαϊκών μαζών, και της αλληλεγγύης, η οποία εφ’ εξής αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός κατά μήκος και πέραν των κρατικών συνόρων». (Μιχαήλ Μπακούνιν, Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 και η Ιδέα του Κράτους, εκδ. Ελεύθερος Τύπος).

 

Πέρα από τα λάθη και τις αδυναμίες της Κομμούνας (μη παρεμπόδιση των δυνάμεων του Θιέρσου όταν αποχωρούσαν από το Παρίσι, έλλειψη σαφούς προγράμματος, περιορισμός στα όρια του Παρισιού, ατολμία των ηγετικών στελεχών, διφορούμενος χαρακτήρας των σχέσεων μεταξύ «βάσης» και «ηγεσίας», μη επίθεση κατά των Βερσαλλιών, μη απαλλοτρίωση της Τράπεζας της Γαλλίας, μη συντονισμός της άμυνας μέσω της αλληλοκάλυψης των οδοφραγμάτων των διαφόρων συνοικιών όταν επιτέθηκαν οι βερσαλλιέροι κ.λπ.), που ορθώς επεσήμαναν οι Μαρξ, Κροπότκιν, Λισαγκαρέ κ.ά., και τα οποία απετέλεσαν την αχίλλειο πτέρνα της, «το αληθινό μυστικό της», γρά­φει ο Μαρξ (Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Γαλλία), «είναι ότι υπήρξε ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης» και, προ πάντων, ήταν η δημοκρατία στην πράξη. «Τίποτα δεν ήταν πιο ξένο προς το πνεύμα της από το να ζητήσει την αντικατάσταση της καθολικής ψηφοφορίας από ένα καθεστώς ιεραρχικών διαταγών.» (Μαρξ, ό.π.) Σε αυτό συνέβαλε και η σύμπραξη ετερόκλιτων πολιτικών τάσεων «από τους μπλανκιστές έως τους προυντονικούς» γεγονός που οδήγησε στην άνθηση ενός πλούσιου φάσματος ιδεών. Όμως η Κομμούνα, όπως το διατύπωσε επίσης στο ίδιο έργο ο Μαρξ, «ήταν ένα εργατικό και όχι ένα κοινοβουλευτικό σώμα, εκτελεστικό και συγχρόνως νομοθετικό». Με άλλα λόγια, ήταν η απόλυτη άρνηση του αστικού κοινοβουλευτισμού και η εγκαθίδρυση μιάς δημοκρατίας που εκπροσωπούσε άμεσα τον λαό. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν υπήρχε ιστορικό προηγούμενο στο οποίο τόσα πολλά να είχαν γίνει μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εξ αριστερών επικριτών της όπως ο Τρότσκι.

 

Τα χαρακτηριστικά της Κομμούνας, που αποτελούν και πολύτιμη κληρονομιά του εργατικού και του επαναστατικού κινήματος, ήταν τα εξής: α) ο αντικρατισμός, β) ο αντιγραφειοκρατισμός, γ) ο αντικληρικαλισμός, δ) η αποκέντρωση και ο φεντεραλισμός, ε) ο διεθνισμός, στ) ο ανθρωπισμός, ζ) ο κοινωνισμός, η) η πολιτιστική αποαλλοτρίωση, θ) η αυτοδιεύθυνση και ι) η ενότητα.

 

Όμως η «άνοιξη» δεν θα διαρκέσει πολύ. Ο νομοτελειακός χαρακτήρας της περίφημης φράσης του Σαιν-Ζυστ «όσοι κάνουν μισές επαναστάσεις σκάβουν απλώς τον ίδιο τους τον τάφο» θα επικυρωθεί ιστορικά για μία ακόμη φορά. Στις 29 Μαΐου 1871 «μετά από έναν σύντομο βίο 72 μόλις ημερών» η Κομμούνα θα υποκύψει μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις τής συνεπικουρούμενης από τον ξένο εισβολέα εγχώριας αντίδρασης, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος.... Ωστόσο, τα λόγια μιας χούφτας κομμουνάρων λίγο πριν πέσουν στην μάχη: «Είμαστε θνητοί αλλά η επανάστασή μας είναι αθάνατη» έμελλε να αποδειχθούν προφητικά, διότι ...«Νικολά, η Κομμούνα δεν πέθανε!» (Μάης ‘68), καθώς «το εργατικό Παρίσι με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα ως ο ένδοξος πρόδρομος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στην μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη, ενώ τους εξολοθρευτές της τους έχει ήδη καρφώσει η Ιστορία στον αιώνιο εκείνο πάσσαλο της ατίμωσης, απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν ούτε όλες οι προσευχές των παππάδων τους». (Μαρξ, ό.π.).

 

«Ποιός λοιπόν μπορεί να γράψει την αλήθεια, εκτός από εκείνον που την έχει αισθανθεί;» Καρδινάλιος του Ρετζ, Απομνημονεύματα

 

Ο συγγραφέας της Ιστορίας της Κομμούνας Προσπέρ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ (Τουλούζη 1838 - Παρίσι 1901) ήταν ένας δημοσιογράφος ιδιότυπων ελευθεριακών αντιλήψεων, ο οποίος συνέγραψε το σημαντικότερο βιβλίο για την ιστορία της Κομμούνας, έχοντας βιώσει τα γεγονότα που αφηγείται και πολεμήσει μέχρι τέλους στα οδοφράγματα (και μάλιστα ήταν ίσως ο υπερασπιστής του τελευταίου οδοφράγματος). Ήταν γόνος μιας μεσοαστικής βασκικής οικογένειας, αλλά γεννήθηκε και έζησε στην Γαλλία όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του. Η κλασική και φιλολογική παιδεία του άφησε ανάγλυφα τα σημάδια της στο συγγραφικό του έργο, η δε εντρύφησή του στην Ελληνική και Ρωμαϊκή Ιστορία και Μυθολογία και, κυρίως, στο επαναστατικό παρελθόν της Γαλλίας, επηρέασαν βαθύτατα την πνευματική του ανάπτυξη.

 

Καθώς το βιβλίο του δεν είναι αποτέλεσμα εξερεύνησης σκονισμένων αρχείων, φέρει ανά­γλυφη την σφραγίδα της βιωμένης εμπειρίας, ενώ εμπνέεται από το πάθος του ανθρώπου που έχει συμμετάσχει ενεργά στα γεγονότα, του πολεμιστή «ο συγγραφέας του ακολούθησε την εκτύλιξη των γεγονότων ως ταπεινός δημοσιογράφος και «απλός μαχητής» των οδοφραγμάτων, μη όντας σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια «ούτε μέλος, ούτε αξιωματούχος, ούτε υπάλληλος της Κομμούνας». Έτσι στην Ιστορία του επικεντρώνει την προσοχή του στο τι πραγματικά συνέβη, εν αντιθέσει προς τον Μαρξ, ο οποίος, στο βιβλίο του “Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Γαλλία”, κάνει μια θεωρητική ανάλυση της φύσης της Κομμούνας, αντλώντας διδάγματα χάριν του εργατικού κινήματος. Εν τούτοις, ο Λισαγκαρέ δεν αρκείται στην απλή αφήγηση των γεγονότων, αλλά επισημαίνει και τις κοινωνικές πλευρές της Κομμούνας, σκιαγραφώντας τα προλεταριακά χαρακτηριστικά της: ένα νέο πολιτικό σχήμα, απόρροια μιας βούλησης για άμεση δημοκρατία. Επιπλέον, καταδεικνύει τον διττό χαρακτήρα της Κομμούνας: εθνικό, καθώς η Κομμούνα υπήρξε μια αντίδραση κατά της εθνικής προδοσίας, και διεθνιστικό, καθώς έγινε το σύμβολο της παγκόσμιας δημοκρατίας, αναθέτοντας σε ξένους ύπατα αξιώματα, όπως π.χ. στον Φράνκελ, τον Ντομπρόφσκι κ.ά. Ο Λισαγκαρέ είδε στην Κομμούνα την «μεγαλύτερη πλημμυρίδα του αιώνα», προάγγελο «αναπόφευκτων επαναστάσεων», για την επιτυχία των οποίων έκρινε αναγκαία την συμμαχία της μικροαστικής τάξης και του προλεταριάτου, της οποίας προεικόνιση υπήρξε ήδη η Παρισινή Κομμούνα. Το έργο αυτό αποτελεί διεθνώς την εκτενέστερη, πληρέστερη και πιστότερη καταγραφή των γεγονότων.

 

πηγή: http://www.anarkismo.net/article/4345