Στις 5 Απρίλη 1864 τριακόσιοι εργάτες και υποστηρικτές τους από τα ορυχεία Moonta και Wallaroo πραγματοποίησαν μια τεράστια συνάντηση στην κορυφή του Bald Hill, που βρισκόταν στο μέσο της διαδρομής μεταξύ των δύο πόλεων. Αυτή ήταν μια σημαντική επίδειξη δύναμης κατά τη διάρκεια μιας από τις μεγαλύτερες απεργίες που είχε δει το "Χαλκοφόρο Τρίγωνο" της Νότιας Αυστραλίας.

Η περιοχή αυτή είχε εκελινη την εποχή την υψηλότερη συγκέντρωση μεταναστών από την Κορνουάξη στην Αυστραλία, περίπου 20.000, με πολλούς να ζουν κοντά στις εγκαταστάσεις των ορυχείων σε μικροσκοπικά σπιτάκια από χώμα και λάσπη, χωρίς υδραυλικές εγκαταστάσεις ή αποχέτευση και με υψηλά ποσοστά παιδικής θνησιμότητας. Οι ανθρακωρύχοι αμείβονταν με χαμηλούς μισθούς με το κομμάτι και εκτελούσαν επικίνδυνες εργασίες. Η ιδιοκτησία των ορυχείων χαλκού ανήκε σε μεγάλους χρηματοδότες και κτηνοτρόφους, ορισμένοι από τους οποίους ήταν επίσης μέλη του κοινοβουλίου.

Η απεργία διάρκειας δέκα εβδομάδων, που ξεκίνησε στις 29 Μάρτη 1864, κατέδειξε ότι ενώ είχαν μικρή οικονομική ή πολιτική δύναμη, οι εργάτες αυτοί είχε τη δυνατότητα να κλείσουν τις επιχειρήσεις και να ασκήσουν οικονομική πίεση στα αφεντικά. Αν και η όλη η δράση ξεκίνησε ως αντίδραση σε κάποιες απολύσεις εργαζομένων επειδή παρακολούθησαν μια θρησκευτική εκδήλωση σε εργάσιμη ημέρα, συμπεριέλαβαν επίσης αιτήματα όπως μισθούς που να εξασφαλίζουν τα προς το ζην και τον τερματισμό της άσχημης συμπεριφοράς των πρακτόρων, γνωστών και ως Captains, που διοικούσαν το ορυχείο. Αυτοί που ήταν τότε επικεφαλής γνώριζαν ελάχιστα για το επάγγελμα και έτσι σπαταλούσαν τον χρόνο των εργαζομένων στην εξόρυξη άχρηστου μεταλλεύματος για το οποίο δεν θα πληρώνονταν. Επίσης, ασκούσαν βία, γρονθοκοπούσαν και πνίγοντας εργάτες. Λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της απεργίας τρεις μαθητευόμενοι είχαν μαστιγωθεί.

Οι ιδιοκτήτες αρνήθηκαν να διαπραγματευτούν μέχρι να επιστρέψουν οι εργαζόμενοι στην εργασία τους. Ως απάντηση, οι εργάτες άρχισαν να κάνουν τακτικές νυχτερινές διαδηλώσεις στο Bald Hill, όπου, σύμφωνα με τις πολιτιστικές πρακτικές της Κορνουάλης, άναβαν φωτιές. Καθώς πολλοί από τους απεργούς δεν ήξεραν να διαβάζουν, ο ελεύθερος χρόνος από την εργασία χρησιμοποιήθηκε για τη φοίτηση σε νεοσύστατα σχολεία. Οι απόπειρες έξωσης των ανθρακωρύχων ενίσχυσαν την αποφασιστικότητά τους και δεν βρέθηκαν απεργοσπάστες για να τους αντικαταστήσουν.

Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι προσχώρησαν στους μεταλλωρύχους, αλλά ήταν οι μηχανοδηγοί που πήραν απόφαση να απεργήσουν στις αρχές Μάη και έτσι έκλεισαν τα χυτήρια. Αυτό έπληξε περισσότερο τα κέρδη των εργοδοτών, οι οποίοι χρειάστηκε να φτάσουν μέχρι τις 10 Ιούνη για να υποχωρήσουν τελικά, ικανοποιώντας όλα τα αιτήματα των απεργών.

Στις φωτογραφίες τα ορυχεία της περιοχής το 1862 και το 1870. Για να μάθετε περισσότερα για την ιστορία των αυστραλιανών συνδικάτων και των κοινωνικών κινημάτων επισκεφθείτε την ιστοσελίδα https://commonslibrary.org/from-little-things-big-things...

*Μετάφραση: Ούτε Θεός Ούτε Αφέντης.