Αργύρης Αργυριάδης
Αρκετοί σύντροφοι στον ευρύτερο σοσιλιστικό χώρο νομίζουν, ότι η «Διεθνής» είναι ένα ρωσικό μπολσεβίκικο έργο. Οι πιο προσεκτικοί ίσως γνωρίζουν, φυσικά, ότι δεν είναι ούτε ρωσικό ούτε κομμουνιστικό. Γράφτηκε στα γαλλικά από τον Αναρχικό κουμμουνάρο Eugène Pottier (Ευγένιος Ποτιέ) το 1871 και συντέθηκε από τον Pierre de Gayter, έναν Βέλγο εργάτη που έγινε κάτοικος Παρισιού.
Υιοθετήθηκε αρχικά από το γαλλικό εργατικό κίνημα και ειδικά από τους επαναστάτες συνδικαλιστές, έγινε γνωστό σε όλη τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη και τελικά έφτασε στη Ρωσία.
Μετά την Επανάσταση ο Ρωσικός Εθνικός Ύμνος καταργήθηκε και κανένας άλλος δεν υιοθετήθηκε. Αντ' αυτού, η νέα ρωσική κυβέρνηση επεδίωξε να κερδίσει την υποστήριξη των διεθνών εργατών χρησιμοποιώντας το τραγούδι τους, τη «Διεθνή». Αν και από τότε που οι μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία εγκατέλειψαν τον διεθνισμό και ανέπτυξαν τον «σοβιετικό πατριωτισμό», η παλιά μελωδία παραμένει. Φυσικά οι στίχοι έχουν αλλάξει με τον καιρό.
Σε συνέχεια του κειμένου «Ο οσιαλιστής ποιητής Eugène Pottier - Πρώην μέλος της Κομμούνας», θεωρήθηκε σημαντικό να αναδείξουμε τόσο την προσωπικότητά του όσο και την άγνωστη ιστορία και την περιπέτεια ενός ύμνου που σχεδόν όλοι έχουμε τραγουδήσει αλλά λίγοι γνωρίζουν την πραγματική του ιστορία.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τον Pottier. Ο Ευγένιος Εντίν Ποτιέ όπως είναι το πλήρες όνομά του γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1816 και πέθανε στις 6 Νοεμβρίου 1887. Ήταν Γάλλος επαναστάτης, Αναρχικός, ποιητής, ελευθεροτέκτονας και εργάτης μεταφορών.
Ο Pottier εξελέγη μέλος του δημοτικού συμβουλίου του Παρισιού -της Κομμούνας του Παρισιού- τον Μάρτιο του 1871. Μετά την ήττα της Κομμούνας, τον Ιούνιο του 1871 έγραψε το ποίημα «L'Internationale» (Η Διεθνής), το οποίο έγινε ο ύμνος της Διεθνούς Ένωσης Εργατών κατά τα τελευταία χρόνια πριν την διάλυσή της (1871-1876), και έκτοτε χρησιμοποιείται από τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές συναθροίσεις που αυτοαποκαλούνται «διεθνείς». Η μουσική γράφτηκε αργότερα για το τραγούδι από τον Pierre De Geyter. O ύμνος της «Διεθνούς» θεωρείται ως ένα από τα πιο γνωστά προπαγανδιστικά τραγούδια μετά τη «Μασσαλιώτιδα». Αφού έγραψε το ποίημα, ο Pottier έφυγε στην εξορία για να γλυτώσει και αργότερα επέστρεψε στη Γαλλία, όπου και πέθανε πάμπτωχος.
Ο Pierre Chrétien De Geyter (Πιερ Κρετιέν Ντε Γκέιτερ), που γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1848 και πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου 1932, ήταν Βέλγος σοσιαλιστής και συνθέτης, έγινε γνωστός για την σύνθεση της μουσικής του ύμνου της «Διεθνούς».
Ο De Geyter γεννήθηκε στη Γάνδη του Βελγίου, όπου οι γονείς του, με καταγωγή από τη γαλλική Φλάνδρα, είχαν μετακομίσει για να εργαστούν στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας. Όταν ήταν επτά ετών, η οικογένεια, που είχε ήδη πέντε παιδιά, επέστρεψε στη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στη Λιλ. Ο Pierre εργάστηκε εκεί ως κατασκευαστής νημάτων και έμαθε πώς να διαβάζει και να γράφει σε νυχτερινά μαθήματα. Σε ηλικία δεκαέξι ετών, γράφτηκε στην Ακαδημία της Λιλ, όπου παρακολούθησε για πρώτη φορά μαθήματα σχεδίου, τα οποία του επέτρεψαν να βρει δουλειά ως ξυλογλύπτης. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής και εντάχθηκε στην εργατική χορωδία «La Lyre des Travailleurs», που ιδρύθηκε από τον σοσιαλιστή ηγέτη της Λιλ, Gustave Delory.
Στις 15 Ιουλίου 1888, ο Delory επικοινώνησε με τον De Geyter για να συνθέσει την μουσική για διάφορα «Chants révolutionnaires» που συχνά τραγουδούνταν σε δημοφιλείς εκδηλώσεις από τους σοσιαλιστές της Λιλ. Μεταξύ αυτών ήταν ένα τραγούδι που έμελλε να γίνει ο ύμνος της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, η «Διεθνής». Οι στίχοι είχαν γραφτεί, όπως είπαμε, από τον Eugène Edine Pottier κατά τη διάρκεια της «αιματηρής εβδομάδας 22-28 Μαΐου του 1871 που σηματοδότησε το τέλος και τη καταστολή της Κομμούνας του Παρισιού. Μέχρι τότε, το τραγούδι συνήθως τραγουδιόταν με τη μελωδία της «Μασσαλιώτιδας».
Ο De Geyter χρειάστηκε ένα κυριακάτικο πρωινό για να συνθέσει τη μουσική του σε ένα αρμόνιο. Σύμφωνα με μια πηγή, στη συνέχεια ζήτησε από τον αδελφό του Adolphe να το παίξει στα πνευστά και στη συνέχεια έκανε κάποιες μικρές αλλαγές στη μουσική. Η νέα σύνθεση παίχτηκε για πρώτη φορά από τη Lyre des Travailleurs στην ετήσια γιορτή του συνδικάτου των πωλητών εφημερίδων της Λιλ τον Ιούλιο του 1888. Έξι χιλιάδες φυλλάδια τυπώθηκαν στο τυπογραφείο του Πιερ, το Μπολντοντούκ, και πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για το σοσιαλιστικό κόμμα στη Λιλ. Για να προστατεύσει τη δουλειά του, ονομάστηκε ως συνθέτης μόνο με το επώνυμό του (De Geyter), αλλά ο Pierre απολύθηκε και στη συνέχεια μπήκε στη μαύρη λίστα από τους εργοδότες της Λιλ. Σύντομα αναγκάστηκε να δουλέψει ως κατασκευαστής φερέτρων. Το 1902 έφυγε από τη Λιλ με τη σύζυγο και την κόρη του και μετακόμισε στο Saint-Denis, κοντά στο Παρίσι.
Ο Pierre De Geyter είχε αμελήσει να εξασφαλίσει πνευματικά δικαιώματα. Καθώς το τραγούδι έγινε όλο και πιο δημοφιλές, ο αδελφός του Adolphe De Geyter διεκδίκησε πνευματικά δικαιώματα το 1901 και άρχισε να εισπράττει δικαιώματα σε αυτό. Το 1904, ο Πιερ ξεκίνησε δικαστικές διαδικασίες εναντίον του Αδόλφου αλλά έχασε την υπόθεση 10 χρόνια αργότερα. Ο Adolphe De Geyter το 1916 πριν πεθάνει άφησε ένα σημείωμα για τον αδελφό του στο οποίο αναγνώρισε την απάτη του και ισχυρίστηκε ότι είχε πιεστεί από άλλους για την αήθη πράξη του.
Το 1927 οι ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης ανακάλυψαν ότι ο πραγματικός συγγραφέας της Διεθνούς, που ήταν τότε ο εθνικός ύμνος της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν ακόμα ζωντανός. Ο Pierre προσκλήθηκε στη Μόσχα για τον εορτασμό της 10ης επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης και βρισκόταν στις κερκίδες των επίτιμων προσκεκλημένων, με τη Γερμανίδα γλύπτρια Käthe Kollwitz στο πλευρό του. Ο Ιωσήφ Στάλιν του απένειμε κρατική σύνταξη της Σοβιετικής Ένωσης (σύμφωνα με ορισμένες πηγές ως αποζημίωση για τα πνευματικά του δικαιώματα). Καθώς αυτό ήταν το μόνο εισόδημα του Πιερ, εκτός από τις μέτριες αμοιβές που εισέπραττε για τη μουσική για τα άλλα ποιήματα του Ποτιέ (ιδιαίτερα το «L’ Insurgé» και το «En avant la Classe Ouvrière») και για τις λαϊκές μελωδίες που είχε επίσης συνθέσει, και παρ΄ ότι η αριστερή διοίκηση της πόλης του Saint-Denis του παραχώρησε ένα δωρεάν διαμέρισμα, ο Pierre De Geyter πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην επισφάλεια. Μετά το θάνατό του στο Saint-Denis το 1932, περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες άνθρωποι παρακολούθησαν την κηδεία του.
Ο ύμνος καθεαυτός αποτελεί διακριτό στοιχείο του σοσιαλιστικού κινήματος από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, όταν η Β’ Διεθνής τον υιοθέτησε ως επίσημο ύμνο του. Να υπενθυμίσω ξανά ότι τίτλος προκύπτει από την «Πρώτη Διεθνή», μια συμμαχία εργατών που πραγματοποίησε το πρώτο της συνέδριο το 1864. Σε αυτό συμμετείχαν σοσιαλιστές, αναρχικοί, υποστηρικτές του Μπακούνιν αλλά και του Μαρξ. Ο αναρχικός Eugène Pottier, παρακολούθησε αυτό το συνέδριο το οποίο και και αποτέλεσε την έμπνευσή του και αρχικά προορίζονταν να τραγουδηθούν υπό τους ήχους του της «Μασσαλιώτιδας». Υπάρχει μια πρώιμη έκδοση του τραγουδιού, πριν από την τελική έκδοση του 1887.
Οι στίχοι του Pottiers περιέχουν μονόστιχα που έγιναν πολύ δημοφιλή και βρήκαν ευρεία χρήση ως συνθήματα. Όπως το «Ούτε ο Θεός, ούτε ο Καίσαρας, ούτε η κερκίδα» (Ni Dieu, ni César, ni tribun) ήταν ήδη γνωστές στο εργατικό κίνημα. Η επιτυχία του τραγουδιού συνδέθηκε με την ευρεία δημοτικότητα της «Δεύτερης» (Σοσιαλδημοκρατικής) Διεθνούς. Όπως και οι στίχοι, η μουσική του De Geyter ήταν σχετικά απλή και κατάλληλη για εργατικό κοινό. Είναι ένας από τους πιο μεταφρασμένους ύμνους στην ιστορία και έχει υιοθετηθεί ως ύμνος των αναρχικών, των κομμουνιστικών, σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κινημάτων ή άλλων πολιτικών σχηματισμών.
Η περιπέτεια του ύμνου της «Διεθνούς» ξεκινάει όταν υιοθετείται από την Σοβιετική Ένωση για να καταλήξει να γίνει ο εθνικός της ύμνος πολλαπλά παραλλαγμένη στιχουργικά, ηθικά και πολιτικά πέραν του αρχικού σκοπού της. Η ρωσική έκδοση μεταφράστηκε αρχικά από τον Arkady Kots το 1902 και τυπώθηκε στο Λονδίνο από το ρωσικό περιοδικό «Zhizn». Η πρώτη ρωσική έκδοση αποτελείτο από τρεις στροφές (σε αντίθεση με τις έξι στροφές των αρχικών γαλλικών στίχων και το ρεφρέν. Μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, το κείμενο επαναδιατυπώθηκε ελαφρώς για να απαλλαγεί από τους «άχρηστους» γραμματικά από τον μέλλοντα χρόνο - ιδιαίτερα η επωδός αναδιατυπώθηκε (ο μελλοντικός χρόνος αντικαταστάθηκε από το παρόν και εισήχθη η πρώτη πληθυντική κτητική αντωνυμία). Το 1918, ο αρχισυντάκτης της «Izvestia», Yuri Steklov, απηύθυνε έκκληση στους Ρώσους συγγραφείς να μεταφράσουν και τις άλλες τρεις στροφές και το τραγούδι επεκτάθηκε σε έξι στροφές. Την ίδια χρονιά η «Διεθνής» γίνεται ο εθνικός ύμνος της Σοβιετικής Ένωσης, και επομένως ταυτίστηκε εν πολλοίς με τον κομμουνισμό και το κομμουνιστικό κίνημα –το 1944 πάντως ο Στάλιν αντικαθιστά τη «Διεθνή» με τον παλαιορωσικής προέλευσης και ουδόλως διεθνιστικού χαρακτήρα εθνικό ύμνο της ΕΣΣΔ, ο οποίος και ακουγόταν έκτοτε σε κάθε είδους επίσημες περιστάσεις για να ευχαριστήσει τους συμμάχους μετά την λήξη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.
Στα μετέπειτα χρόνια η «Διεθνής» μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες του κόσμου και οδήγησε το τραγούδι να αποκτήσει εξέχουσα θέση στο επίσημο βιβλίο τραγουδιών των Διεθνών Ταξιαρχιών στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, καθώς ήταν ένα τραγούδι που εθελοντές από πολλές χώρες μπορούσαν να τραγουδήσουν όλοι μαζί, ο καθένας στη δική του γλώσσα αλλά όλοι με τον ίδιο ρυθμό.
Η επικρατέστερη σήμερα ελληνική μετάφραση αναφέρει: «Εμπρός της Γης οι κολασμένοι, / της πείνας οι σκλάβοι εμπρός. / Το δίκιο απ’ τον κρατήρα βγαίνει, / σαν βροντή, σαν κεραυνός». Όμως ο πρώτος που μετέφρασε τη «Διεθνή» στα ελληνικά ήταν ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης (ψευδώνυμο του Δημήτρη Δημητριάδη), στην εφημερίδα «Εργάτης» του Βόλου, το 1909 ως εξής: «Σηκωθείτε, παιδιά, και χτυπάτε, / καταφρόνια και πείνα ας σφίγγει, / το μεγάλο σας δίκιο ζητήστε, / και πατήστε του εχθρού το λαρύγγι». Αυτή η μετάφραση δεν ήταν φωνητικά εύηχη γι’ αυτό και η μετάφραση που θα επικρατούσε τελικά και που μας είναι λίγο-πολύ οικεία είναι αυτή που έγινε γύρω στο 1915 από έναν νεαρό σοσιαλιστή, με το ψευδώνυμο Γιάννης Πικρός αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Ο ύμνος της «Διεθνούς» η οποία δεν υπάρχει πέρα από την Πρώτη, παραμένει διαχρονικός και μας ζητά να τολμήσουμε την έφοδο για την χειραφέτηση ενάντια στον θεό, την εξουσία και την ανάθεση. Ο ανεκπλήρωτος αυτός στόχος παραμένει σήμερα η βάση για τον αγώνα των απανταχού ανθρώπων που συνεχίζουν να εμπνέονται από τις ιδέες που γεννήθηκαν στην κομούνα και ποτίστηκαν με το αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων και δεν αποτελεί ιδιοκτησία κανενός έθνους ή κόμματος. Αυτά, ούτως ή αλλιώς, επεδίωκε από τις απαρχές της να καταργήσει η Διεθνής κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ – L’Internationale
Εμπρός της γης οι κολασμένοι
Της πείνας σκλάβοι εμπρός-εμπρός
Το δίκιο απ' τον κρατήρα βγαίνει
Σα βροντή σαν κεραυνός
Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια
Τώρα εμείς οι ταπεινοί της γης
Που ζούσαμε στην καταφρόνια
Θα γίνουμε το παν εμείς.
Στον Αγώνα Ενωμένοι
Κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Να 'τη, μας προσμένει
Στον κόσμο η Διεθνής.
Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες
Με πλάνα λόγια μας γελούν
Της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες
Μοναχοί τους, θα σωθούν
Για να σπάσουμε τα δεσμά μας
Για να πάψει πια η σκλαβιά
Να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας
Και της ψυχής μας τη φωτιά
Στον Αγώνα Ενωμένοι
Κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Να 'τη, μας προσμένει
Στον κόσμο η Διεθνής.
Εμπρός, μονάχη μας ελπίδα
Ειν' η σφιγμένη μας γροθιά
Κάτω οι πολέμοι και η πατρίδα
Ζήτω, ζήτω η λευτεριά
Και αν τολμήσουν και αντικρίσουν
της ψυχής μας τους κεραυνούς
θα δούνε τότε αν μπορούνε
πως θα είναι οι σφαίρες μας γι’ αυτούς
Στον Αγώνα Ενωμένοι
Κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Να 'τη, μας προσμένει
Στον κόσμο η Διεθνής.