Οι εργατικοί αγώνες ολοένα εντείνονται και ολοένα θα εντείνονται, είτε δεν θα πρέπει να αποκτήσουν μία κρίσιμη μάζα, είτε όταν αυτή αποκτηθεί θα πρέπει να υπάρχουν αρκετά ικανοί μηχανισμοί διαμεσολάβησης. Όπως διαβάζουμε σε έναν άλλο οργανισμό: «Οι εργάτες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ιδρύουν συνδικάτα που θα λειτουργούν ως ένας καλύτερος μηχανισμός επικοινωνίας ανάμεσα στην διεύθυνση και τους εργάτες…». Γιατί αν η κατάσταση ξεφύγει, κανείς δεν ξέρει προς τα πού θα πάει. (1ον ΜΕΡΟΣ)
Σύντροφος
1. Το αγροτικό σύστημα κατά τον 18ο αιώνα
Ενότητα Α΄
Τα κρατικά κτήματα (κτήματα κρατικών ιδρυμάτων, ναών, αξιωματούχων κλπ) έπαιζαν πολύ μεγάλο ρόλο και είχαν μεγάλη έκταση. Ολόκληρη η Μαντζουρία για παράδειγμα ήταν μία τέτοια κτήση , στην οποία μάλιστα απαγορευόταν στους Κινέζους να εγκατασταθούν εκεί. Ακόμα τα πιο καλά εδάφη δίνονταν στο στρατό των Οχτώ Σημαιών (ο στρατός των Μαντσού) και στις φρουρές των πόλεων. Οι στρατιωτικού συνοικισμοί βρίσκονταν στα εδάφη που είχαν κατακτηθεί. Τις εκτάσεις αυτές τις καλλιεργούσαν αγρότες στρατιώτες, όχι όμως σαν ελεύθεροι αγρότες αλλά σαν δουλοπάροικοι. Παράλληλα, υπήρχε και η ιδιωτική ιδιοκτησία της γης την οποία οι κάτοχοι της την μεταχειρίζονταν όπως ήθελαν.
Στον αγροτικό πόλεμο του 17ου αιώνα και στις εξεγέρσεις που ακολούθησαν εναντίον των Μαντσού ένα μεγάλο μέρος της γης πέρασε στα χέρια των αγροτών, αλλά αυτό ήταν πρόσκαιρο, καθότι με την σταδιακή εγκαθίδρυση και σταθεροποίηση της εξουσίας των Μαντσού, αποκαταστάθηκε και το παλιό φεουδαρχικό σύστημα. Οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να εγκαθίστανται εκεί που δήλωναν και απαγορεύονταν η μετακίνηση τους αλλού. Το φορολογικό σύστημα εκείνη την περίοδο ήταν αρκετά βαρύ, και οι αγρότες έπρεπε να πληρώνουν το φεουδαρχικό κράτος, την αριστοκρατία και την τοπική γραφειοκρατία. Οι πιο πολλοί αγρότες νοίκιαζαν γη από τους φεουδάρχες στους οποίους έδιναν την μισή και παραπάνω σοδειά τους. Υπήρχαν όμως και ακτήμονες αγρότες που πούλαγαν την εργατική τους δύναμη. Ακόμα όλοι αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν δώρα στον φεουδάρχη, να δίνουν τα κορίτσια τους για το χαρέμι και να κάνουν θελήματα και εργασίες για το νοικοκυριό του φεουδάρχη.
Σταδιακά αυτή η κατάσταση οδήγησε στην όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων, το 1760 τα 6/10 της καλλιεργούμενης γης είχε περάσει στα χέρια των γαιοκτημόνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν οι Μαντσού για τα κτήματα του στρατού, τα οποία δεν μπορούσαν να πουληθούν, μιας και οι ιδιοκτήτες τους οι στρατιώτες αγρότες τα υποθήκευαν, αλλά αδυνατούσαν να τα πάρουν πίσω. Αυτές οι υποθήκες όμως ακυρωνόταν και τα χτήματα επιστρέφονταν στους στρατιώτες αγρότες.
Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες συμφιλιώθηκαν με τους κατακτητές ενώ η εξαθλίωση των αγροτών επεκτεινόταν. Οι ενοικιαστές της γης έχαναν την γη τους και όλο και περισσότεροι γινόταν ακτήμονες. Για τα αλέτρια χρησιμοποιούνταν άνθρωποι, πάρα πολλοί δεν είχαν καν τόπο να μείνουν στη στεριά και έμεναν σε μαούνες και σχεδίες. Οι τιμές των τροφίμων είχαν αυξηθεί και λιμός οδήγησε στο θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους.
Στις πόλεις εγκαθιδρύεται σχεδόν από την αρχή της κυριαρχίας των Τσινγκ (η δυναστεία των Μαντσού που βασίλευε) μία εξουσία από υπαλλήλους, εφοριακούς στρατιώτες και αστυνόμους οι οποίοι ελέγχουν την οικονομική δραστηριότητα που υπάρχει εκεί (μέσω φόρων αλλά και περιορισμών). Οι Τσινγκ φοβούνταν την ανάπτυξη των πόλεων διότι εκεί είχαν συναντήσει αρκετή αντίσταση. Έτσι κατέστρεψαν π.χ. το λιμάνι του Ναντζίνγκ και απαγόρευαν την ναυπήγηση μεγάλων πλοίων. Επανήλθαν ακόμα τα παλιά μονοπώλια στο αλάτι και τα μέταλλα. Επίσης υπήρχαν πολλοί περιορισμοί στο εμπόριο με το εξωτερικό. Στις πόλεις αναπτύσσονται μικρές βιοτεχνίες (μεταξιού, πορσελάνης) και οι τάξεις των βιοτεχνών και των εμπόρων, ακόμα υπάρχουν και αρκετοί τεχνίτες.
2. Το κρατικό σύστημα των Τσινγκ και το σύστημα των καστών
Οι Μαντσού κατακτητές χρησιμοποίησαν και διατήρησαν το διοικητικό σύστημα που προϋπήρχε. Ο αρχηγός του κράτους ήταν απόλυτος μονάρχης με κληρονομική εξουσία. Σε αυτόν υπάγονταν ο φεουδαρχο-γραφειοκρατικός μηχανισμός με τις διακλαδώσεις του: το κρατικό συμβούλιο, τον πρωθυπουργό, τις 6 βουλές και τα άλλα κυβερνητικά όργανα. Οι Τσινγκ στηρίζονταν στο στρατό των «Οχτώ Σημαιών» που τον αποτελούσαν κυρίως Μαντσού, αλλά συμπεριλαμβάνονταν και αρκετά μογγολικά και κινέζικα στρατεύματα όμως χειρότερα εξοπλισμένα.
Το διοικητικό σύστημα της Κίνας είχε το εξής σχήμα:
Αυτοκρατορία
Επαρχία (με 10 διοικήσεις)
Περιοχή
Υποπεριοχή
Διαμέρισμα
Περιφέρεια
(η πιο μικρή μονάδα ήταν τα 10 νοικοκυριά)
Οι διοικητές και οι κυβερνήτες ήταν προσωρινοί και διορίζονταν από το Πεκίνο αλλά είχαν απόλυτη εξουσία. Οι επαρχίες ήταν απομονωμένες μεταξύ τους. Οι υπάλληλοι διορίζονταν με εξετάσεις στις θέσεις τους αλλά συχνά αυτές πωλούνταν.
Στη κορυφή του συστήματος των καστών υπήρχε η αριστοκρατία των Μαντσού και στο αμέσως χαμηλότερο σκαλοπάτι η παλιά κινέζικη αριστοκρατία.
Οι μικροί και μεσαίοι φεουδάρχες ήταν ευγενείς, μόνο οι ίδιοι χωρίς κληρονομικό δικαίωμα, και ήταν αυτοί που διορίζονταν στις δημόσιες υπηρεσίες.
Οι αγρότες δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα (χωρίς άδεια δεν έσφαζαν αγελάδα ή δεν μπορούσαν να αγοράσουν αλάτι). Σε κάθε τους βήμα κινδύνευαν να βασανιστούν, να τους δημεύσουν την περιουσία, να τους βάλουν σε καταναγκαστικά έργα ή να τους θανατώσουν.
Παρόμοια ήταν η θέση των βιοτεχνών και των κατώτερων στρωμάτων των πόλεων. Σε κατάσταση δουλείας ήταν ακόμη οι ηθοποιοί και οι κατώτεροι υπάλληλοι των κρατικών υπηρεσιών. Οι Μαντσού απαιτούσαν από όλους να ξυρίζουν το κεφάλι τους και να αφήνουν κοτσίδα ως ένδειξη υποταγής.
3. Οι αγώνες των αγροτών εναντίον των Μαντσού
Οι μυστικές εταιρείες με θρησκευτικό μανδύα αποτελούν την βασική μορφή οργάνωσης των εξεγέρσεων. Μέλη τους είναι βιοτέχνες, αγρότες, φτωχοί των πόλεων, αλήτες, ζητιάνοι. Οι μυστικές εταιρείες ήταν εξαιρετικά μαζικές μυστικές οργανώσεις οι οποίες προπαγάνδιζαν την ανατροπή των Τσινγκ. Οι Τσινγκ πήραν αυστηρά μέτρα εναντίον των μυστικών εταιρειών. Υπήρξε έντονη καταστολή και τα μέλη τους θανατώνονταν. Ακόμα η όποια λογοτεχνική δραστηριότητα που καταφέρονταν ενάντια στην κυριαρχία των Μαντσού απαγορεύτηκε, υπήρχε λογοκρισία, πολλά βιβλία κάηκαν, οι συγγραφείς και οι αναγνώστες θανατώνονταν.
Το 1735 οι Μίαο στο Χουνάν εξεγείρονται στην προσπάθεια των Μαντσού να τους εντάξουν στην δομή της αυτοκρατορίας. Ο αγώνας των Μίαο κράτησε ως και το 1800.
Στο Σετσουάν οι Τσιντσουάν εξεγέρθηκαν το 1772. Το 1783 ξεσηκώθηκαν οι μουσουλμάνοι στην επαρχία Γκανσού. Στην Ταϊβάν έγιναν πολλές εξεγέρσεις. Το 1721 30.000 αγρότες επιτέθηκαν σε πόλεις του νησιού τις κατέλαβαν και δημιουργήθηκε τοπική κυβέρνηση. Οι αξιωματούχοι των Τσινγκ έφυγαν αλλά απέστρεψαν για να αποκαταστήσουν την τάξη. Πάλι εκεί το 1786 οργανώνεται από την μυστική εταιρεία Σανχεχόϊ καινούρια εξέγερση, οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν πολλές πόλεις μέχρι να ηττηθούν το 1788.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ξεσπούν πολλές εξεγέρσεις καθοδηγούμενες από τις μυστικές εταιρείες. Η Μπαϊλιαντσιάο οργάνωσε την εξέγερση στο Σαντόνγκ στα 1744-1775. Οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν πολλές πόλεις και κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος της χώρας. Θα ακολουθήσει έντονη καταστολή αλλά τα μέλη της Μπαϊλιαντσιάο θα συνεχίσουν την δράση τους. Το 1786 γίνεται στο Γιουνάν και το Σαντόνγκ καινούρια εξέγερση. Η κυβέρνηση απαντάει με διωγμούς και ομαδικές εκτελέσεις αλλά δεν καταφέρνει να εξαλείψει την μυστική εταιρεία. Η Μπαϊλιαντσιάο οργανώνει το 1796 και άλλη εξέγερση όπου ξεσηκώνονται οι αγρότες στο Χουπέι. Μαζί τους ενώνονται και πολλοί κάτοικοι των πόλεων. Οι ξεσηκωμένοι κυριεύουν την πόλη Σινγκάν. Το καλοκαίρι η εξέγερση έχει απλωθεί εκτός από το Χουπέϊ στο Γιουνάν, στο Σενσί, στο Σετσουάν, στο Γκανσού. Η κυβέρνηση στέλνει στρατό αλλά δεν καταφέρνουν να νικήσουν.
Οι ξεσηκωμένοι αρπάζουν τις περιουσίες των πλουσίων και τις μοιράζουν. Επίσης στις εξεγέρσεις αυτές υπάρχει έντονη η συμμετοχή των γυναικών. Το 1800 η εξέγερση έχει ηττηθεί ωστόσο ορισμένα σώματα συνεχίζουν την αντίσταση στο Χουπέϊ και στο Σενσί.
4. Η Κίνα στις αρχές του 19ου αιώνα
Ο 19ος αιώνας είναι η εποχή όπου εντείνονται οι αγώνες των κινέζων ενάντια στην φεουδαρχία και στην δυναστεία των Τσινγκ, παράλληλα όμως θα ενταθούν και οι απόπειρες –συχνά αποτελεσματικές- των αποικιοκρατικών δυνάμεων για διείσδυση στην αχανή έκταση του Μέσου Βασιλείου.
Η Κίνα βασίζονταν στην αγροτική παραγωγή η οποία τότε απασχολούσε ένα ποσοστό πάνω από το 90%. Οι αγρότες δεν παρήγαγαν μόνο αγροτικά προϊόντα αλλά σε μεγάλο βαθμό παρήγαγαν και τα βιοτεχνικά τα οποία είχαν ανάγκη. Το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής πήγαινε υπό την μορφή ενοικίου στους φεουδάρχες. Αυτοί συνεχίζουν να κατέχουν το μεγάλο ποσοστό της καλλιεργήσιμης έκτασης. Ιδιοκτησίες έκτασης δεκάδων χιλιάδων μου ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Η κατάσταση που επικρατούσε ήδη από τον περασμένο αιώνα, με τα ενοίκια και τους τοκογλύφους, οδήγησε πολλούς από αυτούς στο να γίνουν μικροτσιφλικάδες. Η γη συγκεντρώνονταν διαρκώς σε ολοένα και λιγότερα χέρια. Στις αρχές του 19ου αιώνα η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών ή δεν κατείχε καθόλου γη ή είχε πολύ μικρούς κλήρους. Η βασική παραγωγική μονάδα ήταν το μικρό αγροτικό νοικοκυριό με την οικιακή βιοτεχνία.
Στο κινέζικο φεουδαρχικό σύστημα τα καπιταλιστικά στοιχεία ωρίμαζαν πάρα πολύ αργά. Στις παραθαλάσσιες πόλεις δημιουργούνται ιδιωτικές βιοτεχνίες και εργαστήρια. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπάρχουν παράλληλα με τις κρατικές και ιδιωτικές βιοτεχνίες που απασχολούσαν μισθωτούς (ένας συνηθισμένος αριθμός ήταν μερικές δεκάδες, αρκετά συχνό ήταν και ένα νούμερο γύρω στους 100 εργάτες). Στην επαρχία Σενσί λειτουργούσαν 140 εργαστήρια χαρτοποιίας με 10-100 εργάτες το καθένα). Στην περιοχή Φουτζόου λειτουργούσαν 2.500 επιχειρήσεις υφαντουργίας που απασχολούσαν 50.000 εργαζόμενους. Όμως η πολιτική που εφάρμοζε η δυναστεία των Τσινγκ δύσκολα επέτρεπε την ανάπτυξη καπιταλιστικών στοιχείων. Το εμπόριο υπόκεινταν σε αυστηρούς περιορισμούς, βαριά φορολογία, οι κρατικές αρχές προαγόραζαν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων σε χαμηλότερη τιμή από αυτή της αγοράς. Η παραγωγή εξάλλου των ιδιωτικών βιοτεχνιών παρέμενε ακόμα ασήμαντη μπροστά στον όγκο της βιοτεχνικής παραγωγής των αγροτικών νοικοκυριών. Τέλος, οι Τσινγκ με την πάγια τακτική της απομόνωσης δεν επέτρεπε τις επαφές με το διεθνές εμπόριο, με αποτέλεσμα η όποια εμπορευματική κίνηση να είναι κατά βάση τοπική.
Η κατάσταση των αγροτών συνεχώς χειροτέρευε, και πια πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και γίνονται ζητιάνοι ή πύκνωναν τις γραμμές των «ληστών-ανταρτών» που την περίοδο αυτή είχαν απλωθεί πολύ στην Κίνα. Οι εξεγέρσεις των αγροτών και των χαμηλών στρωμάτων των πόλεων μέσα σε αυτό τον αιώνα αρχίζει να παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι Μαντσού αντιπροσώπευαν για τους κινέζους όλο το σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης για αυτό και σχεδόν πάντα οι εξεγέρσεις είχαν ένα σαφές αίτημα «Αποκατάσταση της δυναστείας των Μινγκ».
Η γραφειοκρατία της αυτοκρατορίας (η οποία είχε στα υψηλότερα κλιμάκια Μαντσού και στα κατώτερα κινέζους) ήταν ένας ακόμα παράγοντας καταπίεσης και καταλήστευσης πληθυσμού, Στο στρατιωτικό επίπεδο η πειθαρχία του στρατού των Μαντσού είχε κλονιστεί σοβαρά, με αποτέλεσμα να έχει χάσει την πολεμική του αξία.
Το 1813 ξεσπάν ένοπλες λαϊκές εξεγέρσεις στο Χουνάν, το Τζιλίν και στο Σαντόνγκ, υπό την καθοδήγηση της μυστικής εταιρείας «Αίρεση του ουράνιου νόμου». Οι εξεγερμένοι επιτέθηκαν και στα ανάκτορα του Πεκίνου, αλλά συντρίφτηκαν. Στην κατάπνιξη της εξέγερσης έχασαν την ζωή τους 20.000 άνθρωποι. Από το 1820 εώς και το 1840 ξεσπούν σε διάφορες επαρχίες πάνω από 30 εξεγέρσεις με την συμμετοχή των αγροτών, των χαμηλών στρωμάτων των πόλεων και διάφορων εθνικοτήτων. Μερικές από τις εξεγέρσεις αυτές απλώθηκαν σε πολλές περιοχές και κράτησαν πολλά χρόνια. Πολλές όμως συντρίβονταν με λύσσα από τις αρχές των Μαντσού.
5. Ο Πρώτος Πόλεμος του Οπίου
Ο πρώτος πόλεμος του οπίου θα είναι ουσιαστικά το βεβιασμένο άνοιγμα της κίνας στον υπόλοιπο κόσμο. Μέχρι τότε η πολιτική της Κίνας θα χαρακτηρίζεται από την απομόνωση. Το εμπόριο μέχρι το 1840 περιορίζεται σε μία μόνο πόλη, την Καντόνα, όπου τις επαφές με τους δυτικούς εμπόρους τις κάνει ένα σώμα κρατικών υπαλλήλων, αυτοί κανόνιζαν τα πάντα, και οι δυτικοί έμποροι απαγορεύονταν να έχουν επαφές με άλλους εμπόρους ή απλούς κινέζους και ήταν περιορισμένοι σε συγκεκριμένο σημείο της πόλης. Αν θέλουμε να δούμε λίγο τους λόγους αυτής της απομόνωσης θα βρούμε τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος ήταν κατά βάσην ιδεολογικός, η Κίνα θεωρούνταν το κέντρο του (τετράγωνου) κόσμου, το Ουράνιο Κεντρικό Βασίλειο. Οι υπόλοιποι ήταν βάρβαροι που κατοικούσαν στις γωνίες αυτού του τετραγώνου και οι οποίοι δεν άξιζαν να περπατούν στο ίδιο έδαφος με τον αυτοκράτορα, «το γιο του ουρανού». Ένας δεύτερος λόγος είχε να κάνει με το ότι η οικονομία της χώρας ήταν αυτάρκης και ελάχιστα είχε να κερδίσει από τις εμπορικές σχέσεις με τους δυτικούς. Ένας τρίτος λόγος τέλος, ήταν ακόμα πιο πραγματιστικός. Η Κίνα ήταν απομονωμένη αλλά όχι τόσο ώστε να μην γνωρίζει τι συνέβαινε γύρω από αυτήν. Η αποικιοκρατία στις Φιλιππίνες, στην Μαλαισία, στην Ιαπωνία και κυρίως στον παλιό γείτονα της Κίνας την Ινδία δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Γιο του Ουρανού. Στην κινέζικη ιστορία πολύ συχνά μία δυναστεία ανατρέπεται όταν συνδυαστούν εξωτερικοί παράγοντες με εσωτερικές αναταραχές, οι ίδιοι οι Μαντσού με αυτό τον τρόπο κατέκτησαν την εξουσία. Επιπλέον, οι σχέσεις των δυτικών με τους γείτονες της Κίνας ήταν καταστροφικές και βίαιες. Και μάλλον πάνω σε αυτό θα πρέπει να κάνουμε την ερμηνεία της απομόνωσης της Κίνας, και για έναν ακόμη λόγο. Στο βορρά, ήδη εδώ και αρκετό καιρό (από τον 17ο αιώνα) ανθούσε το εμπόριο με την Ρωσία, το οποίο ήταν βασισμένο στην ισοτιμία και την ισορροπία, η πολιτική της απομόνωσης λοιπόν δεν αφορούσε τους Ρώσους εμπόρους.
Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα οι χώρες της δύσης, με επικεφαλής την Αγγλία επιδιώκουν την είσοδο στην Κίνα. Ο τεράστιος πλούτος της σε πρώτες ύλες, και η δυνατότητα δημιουργίας αγορών για τα εμπορεύματα ήταν αρκετά ισχυρό κίνητρο. Όμως η πολιτική της δυναστείας των Τσινγκ ήταν αυτή της διεθνούς απομόνωσης. Επανειλημμένες προσπάθειες των δυτικών να αποκτήσουν βάσεις για το εμπόριο στην κινέζικη επικράτεια δια μέσου της διπλωματικής οδού (αλλά και περιορισμένης βίας) οδήγησαν σε αποτυχία. Το 1793 φτάνει στην Κίνα η αποστολή του λόρδου Μακάρτνεϋ η οποία ζητούσε να ανοιχτούν μερικά λιμάνια για το αγγλικό εμπόριο, να καταργηθούν κάποια μονοπώλια, και να μετακινούνται ελεύθερα οι Άγγλοι. Όλα απορρίφθηκαν. Το 1808 οι Άγγλοι θα προσπαθήσουν να κατακτήσουν το Μακάο, αλλά τελικά θα υποχωρήσουν. Το 1816 μία καινούρια αποστολή θα πάει στο Πεκίνο με ίδια αιτήματα με αυτά της αποστολής του 1793, όμως οι άγγλοι θα εκδιωχθούν επειδή αρνήθηκαν να προσκυνήσουν 9 φορές τον αυτοκράτορα. Ύστερα από αυτό ο αυτοκράτορας θα απαγορεύσει την είσοδο ξένων πρεσβευτών στο Πεκίνο. Θα ακολουθήσει άλλη μία αποτυχημένη επαφή το 1834.
Την περίοδο αυτή είναι όπου το εμπόριο του οπίου θα πάρει μεγάλες διαστάσεις, συγκριτικά με το σήμερα κανένα καρτέλ διακίνησης δεν φτάνει τις ποσότητες που διακινούσε η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Το όπιο εισάγονταν στην Κίνα ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Αρχικά ήταν πολύ περιορισμένο σε μερικές χιλιάδες κιβώτια, αλλά το 1816 φτάνει τις 22 χιλιάδες κιβώτια, και το 1838 ξεπερνά τις 40 χιλιάδες. Το όπιο είχε γίνει μία πληγή, ουσιαστικά όλοι οι άντρες κάτω τον 40 κάπνιζαν, όλος ο στρατός ήταν εθισμένος, ήταν διαδεδομένο σε όλες τις τάξεις από πλούσιους εμπόρους μέχρι Ταοϊστές. Ο συνολικός αριθμός των εθισμένων έφτανε τα 12 εκατ. Το εμπόριο του οπίου ήταν πολύ επικερδές και σύντομα βρήκε μιμητές τις ΕΠΑ , την Πορτογαλία και άλλες χώρες. Η κυβέρνηση των Τσινγκ είχε απαγορεύσει το εμπόριο του οπίου, όμως οι τοπικές αρχές παίρνοντας τεράστια ποσά επέτρεπαν την διακίνηση του. Στα 1830-1840 αρχίζει ένα κίνημα για την απαγόρευση του οπίου με επικεφαλής τον αξιωματούχο Λιν Τσε Σίουι, κάτω από την πίεση του κινήματος αυτού ο αυτοκράτορας θα κάνει τον Λιν Τσε Σίουι ειδικό πληρεξούσιο για να σταματήσει την εισαγωγή οπίου στην χώρα. Ο Λιν Τσε Σίουι το 1839 μεταβαίνει στην Καντόνα (η οποία ήταν και το κέντρο του εμπορίου οπίου) και πιέζει τους άγγλους και αμερικανούς εμπόρους να του παραδώσουν τα αποθέματα που είχαν. Οι δυτικοί έμποροι υπακούν και έτσι 20.000 κιβώτια οπίου θα καταστραφούν. Η Αγγλία τότε κατηγόρησε την Κίνα ότι δεν σεβάστηκε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των άγγλων εμπόρων. Ο Λιν Τσε Σίουι τότε θα απειλήσει ότι θα διακόψει όλες τις εμπορικές σχέσεις με την Αγγλία και ότι θα απελάσει όλους τους άγγλους. Τον Απρίλιο του 1840, και ύστερα από μία σειρά πειρατικών επιδρομών των άγγλων, η Αγγλία θα κηρύξει τον πόλεμο στην Κίνα.
Οι Άγγλοι ήταν κατά πολύ ολιγάριθμοι ωστόσο ήταν πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι και ήταν πολύ περισσότερο συντονισμένοι. Οι Άγγλοι θα κυριεύσουν μία σειρά πόλεων και περιοχών. Σε αυτό τον πόλεμο ωστόσο θα βρουν και συμμάχους αρκετούς κινέζους αξιωματούχους, οι οποίοι επειδή φοβούνταν τον εξοπλισμό των αγροτών και των κατοίκων των πόλεων που είχαν συγκροτήσει εθελοντικά σώματα αντίστασης (τα πιν ιν τουάν «σώματα φρονηματισμού των Άγγλων») συνεργάζονταν στενά με τους Άγγλους. Όταν το 1841 τα σώματα αυτά θα κυκλώσουν ένα μεγάλο σώμα του εγγλέζικου στρατού οι αξιωματούχοι των Τσινγκ θα είναι εκείνοι που θα βοηθήσουν τους Άγγλους να ξεφύγουν από την πολιορκία. Γενικότερα οι Τσινγκ υποχώρησαν σύντομα, ακύρωσαν την απαγόρευση του οπίου, και προσπάθησαν πολλές φορές να συμβιβαστούν με τους Άγγλους. Το τέλος του πολέμου ήρθε όταν το καλοκαίρι του 1842 μία αγγλική μοίρα κινήθηκε για να καταλάβει το Ναντζίνγκ, μπροστά σε ένα τέτοιο κίνδυνο η κυβέρνηση των Τσινγκ συνθηκολόγησε.
Τον Αύγουστο του 1842 υπογράφεται στο Ναντζίνγκ η αγγλοκινέζικη συνθήκη, η οποία ουσιαστικά σήμαινε συνθηκολόγηση της Κίνας. Η συνθήκη αυτή προέβλεπε άνοιγμα για το αγγλικό εμπόριο πέντε λιμανιών της χώρας (Κουαγκτσέου, Σιαμέν, Φουτζόου, Νίγκπο, Σαγκάη), ίδρυση προξενείων σε αυτά τα λιμάνια, παράδοση της νήσου Σιανγκάν (Χονγκ Κονγκ) στην παντοτινή κυριαρχία της Αγγλίας, κατάργηση των μονοπωλίων, τέλος η Κίνα υποχρεωνόταν να θεσπίσει χαμηλούς τελωνειακούς δασμούς στα αγγλικά προϊόντα (από 65% σε 5%). Όμως οι Άγγλοι δεν θα σταματήσουν εδώ, ύστερα από ένα χρόνο θα υπογραφτεί το συμπληρωματικό πρωτόκολλο το οποίο προέβλεπε την παραχώρηση καθεστώτος ετεροδικίας για τους άγγλους υπηκόους, το δικαίωμα της Αγγλίας να οργανώνει settlements στα ανοιχτά λιμάνια της χώρας (χώροι δηλ. όπου οι αλλοδαποί θα είχαν την δικιά τους διοίκηση, στρατό και αστυνομία), και τέλος αναγνωρίζεται στην Αγγλία η ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους, δηλ. η Κίνα ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίζει αυτομάτως στην Αγγλία όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια που παραχωρούσε σε κάθε άλλη χώρα.
Έτσι ουσιαστικά θα ανοίξει ο χορός της εισόδου των αποικιοκρατικών δυνάμεων στην Κίνα. Την Αγγλία θα την ακολουθήσει οι ΕΠΑ, με την οποία η Κίνα θα υπογράψει μία σειρά ανάλογων συνθηκών, η Γαλλία, η οποία θα αποκτήσει το δικαίωμα οι ιεραπόστολοι της να κυκλοφορούν ελεύθερα στο εσωτερικό της χώρας και φτιάχνουν εκκλησίες, και η Ρωσία, για την οποία θα ανοιχτούν κάποιες πόλεις και λιμάνια στα βόρεια της χώρας.
Έτσι η Κίνα θα γίνει μισοαποικία και θα χάσει ένα μεγάλο μέρος από τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η επεμβατικότητα των ξένων στα εσωτερικά της χώρας μεγάλωνε διαρκώς, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση των Τσινγκ να γίνει εντολοδόχος των ξένων. Μία σειρά εξεγέρσεων που θα γίνουν ανάμεσα στα 1842-1849 θα συντριφτούν σκληρά.
Οι ετεροβαρείς συνθήκες θα μετατρέψουν την Κίνα σε μία χώρα στην οποία εισάγονταν προϊόντα των δυτικών κρατών και από την οποία εξάγονταν πρώτες ύλες. Η αξία των εισαγωγών των Άγγλων μόνο από 969.300 λίρες το 1842 ανέβηκε στις 2.394.800 λίρες το 1845. Ανάλογα οι εξαγωγές της Κίνας από 1787 μπάλες ακατέργαστου μεταξιού το 1843 έγιναν 23.000 μπάλες το 1851 και το τσάι στο ίδιο χρονικό διάστημα από 17,7 εκατομ. πάουντ έγινε 99,2 εκατ. πάουντ.
Η κατάσταση του πληθυσμού στα λίγα χρόνια που ακολουθούν χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο. Παράλληλα με την αριστοκρατία, τους κρατικούς αξιωματούχους, τους φεουδάρχες και τους τοκογλύφους υπάρχει τώρα και το ξένο κεφάλαιο που απομυζά τον αγροτικό πληθυσμό. Ακόμα το εμπόριο του οπίου επεκτείνεται (το 1851 φτάνει τα 55.600 κιβ.), κάτι που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη εξουθένωση στον πληθυσμό. Το επικερδές εμπόριο μεταξιού και τσαγιού θα οδηγήσει στην μεγάλη επέκταση αυτών των καλλιεργειών και περιορισμό της καλλιέργειας τροφίμων η οποία θα προκαλέσει αύξηση των τιμών των τροφίμων. Τέλος νέοι φόροι, λόγο των πολεμικών αποζημιώσεων και των στρατιωτικών δαπανών, επιβαρύνουν τον πληθυσμό με αποτέλεσμα την αύξηση των τοκογλύφων (τα ενεχυροδανειστήρια γνώρισαν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση, μία εκτίμηση κάνει λόγο για την λειτουργία τουλάχιστον 10 σε κάθε επαρχιακή πόλη της χώρας).
Ο πόλεμος του οπίου θα γίνει ακόμα η πρώτη απόπειρα εκμοντερνισμού της Κίνας. Η ήττα από τους Άγγλους ήταν ταπεινωτική με πολλές έννοιες. Ο Λιν Τσε Σίουι εξορισμένος στο Τουρκεστάν θα προσπαθήσει να βγάλει το συμπέρασμα της ήττας. Το οποίο δεν ήταν άλλο από το ότι αν η Κίνα ήθελε να είναι ξανά δυνατή θα έπρεπε να οικειοποιηθεί τα μέσα των δυτικών (τεχνολογίες, πολιτικές και οικονομικές δομές). Ακόμα, θα ξεκινήσει και μία προσπάθεια γνωριμίας με τον δυτικό πολιτισμό, είναι η εποχή που εκδοθούν τα πρώτα περιγραφικά βιβλία με χάρτες και στοιχεία για την δύση, τα οποία θα τοποθετήσουν στην σωστή της διάσταση την εικόνα των κινέζων για την δύση.
6. Η επανάσταση των Ταϊπίνγκ
Τα επίσημα κινέζικα χρονικά γράφουν πως από το 1841 εώς και το 1849 έγιναν πάνω από 110 αγροτικές εξεγέρσεις. Το 1842 θα εξεγερθούν οι Φαν στο Τσινχάι, το 1843 ξεσπά εξέγερση στο Γιουνάν, το 1844 στην Ταϊβάν, στο Χουνάν, και στο Γκουανγκσί, το 1845 στο Γκουαντόνγκ, στο Σαντούγκ, στο Γκανσού, και στο Τσενγιάγκ, το 1846 στο Γκουανγκσί, στο Χουνάν, στο Κιαγκσού και στο Γιουνάν. Μέσα από αυτές τις εξεγέρσεις και στις περιοχές νότια του ποταμού Γιανγκτσέ, αρχίζουν να αναπτύσσονται πολύ οι διάφορες μυστικές εταιρείες οι οποίες συνήθως ονομάζονταν Σανχεχόϊ (Τριάδες). Οι πιο πολλές ήταν τοπικές οργανώσεις με χιλιάδες μέλη χωρίς όμως να συνδέονται μεταξύ τους.
Σε αυτές την μεγάλη μάζα την αποτελούσαν οι φτωχοί της υπαίθρου και τα κατώτερα στρώματα των πόλεων, επίσης συμμετείχαν και έμποροι και μικροφεουδάρχες οι οποίοι μισούσαν τους Μαντσού. Το βασικό πολιτικό σύνθημα των τριάδων ήταν «ανατροπή της δυναστείας των Τσινγκ και αποκατάσταση της δυναστείας των Μινγκ». Άλλα συνθήματα: «Οι υπάλληλοι καταπιέζουν ο λαός ξεσηκώνεται.», «Χτύπα τους υπαλλήλους μην αγγίζεις τον λαό», «Πάρτε από τους πλουσίους τις περιουσίες για να βοηθήσουμε τους φτωχούς», «Να γκρεμίσουμε τους φράχτες και να ζούμε όλοι μαζί σαν μία οικογένεια». Οι τριάδες έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη του ένοπλου αντιφεουδαρχικού αγώνα στην Κίνα, προετοίμασαν και καθοδήγησαν πολλές λαϊκές εξεγέρσεις.
Ο ένοπλος αγώνας θα δυναμώσει πιο πολύ στις νότιες επαρχίες το 1847, μιας και φυσικές καταστροφές θα φέρουν σε ακόμα πιο δύσκολη θέση τους αγρότες. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Γιουνάν και το Γκουανγκσί. Η εξέγερση κράτησε μερικούς μήνες. Την άνοιξη του 1848 θα ξεσπάσει και άλλη εξέγερση στα σύνορα του Κουαγκσι και του Κουαγκτούνγκ. Οι εξεγερμένοι σκότωναν τους υπαλλήλους, ελευθέρωναν, τους φυλακισμένους, υποχρέωναν τους εμπόρους και τους μεγαλοτσιφλικάδες να πληρώνουν πολεμική εισφορά και άρπαζαν τα τρόφιμα από τις αποθήκες και τα μοίραζαν στο λαό. Το 1849 θα ξεσπάσει μία ακόμα πιο μεγάλη εξέγερση η οποία θα απλωθεί σε πάνω από 10 περιοχές των επαρχιών Γκουανγκσί, Χουνάν και Κουειτσέου. Αυτή η εξέγερση θα κρατήσει σχεδόν ενάμιση χρόνο μέχρι να συντριφτεί με πολύ δυσκολία από τις δυνάμεις των Τσινγκ.
Μέσα λοιπόν μέσα σε ένα τέτοιο ταραγμένο κλίμα στις νότιες επαρχίες θα ξεπηδήσει η μυστική εταιρεία Μπαϊσαντιχόϊ (Οι Λάτρεις του Υπέρτατου Όντος). Ιδρυτής αυτής της μυστικής οργάνωσης ήταν ο Χογκ Σιουτσιούαν στα 1843, και στην αρχή της δεν είχε παρά τον χαρακτήρα μίας θρησκευτικής σέκτας. Το δόγμα της ήταν μία ανάμειξη χριστιανικών πεποιθήσεων και κινέζικων δοξασιών, σε τέτοιο βαθμό που μάλλον θα πρέπει να μιλάμε για άλλη θρησκεία. Τα όρια όμως μεταξύ μιας θρησκευτικής σέκτας και ενός ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος έμοιαζαν πολύ συγκεχυμένα. Τα μέλη της Μπαϊσαντιχόϊ προπαγάνδιζαν ότι πολεμούσαν εναντίον της κυριαρχίας των Μαντσού, κήρυτταν την ισότητα και ασκούσαν έντονη κριτική. Ένας από τους ηγέτες τους έγραφε «Κάθε χρόνο οι Μαντσού μετατρέπουν τόνους από το χρυσό και το ασήμι της χώρας σε όπιο και αποσπούν εκατομμύρια από το εισόδημα και το υστέρημα του κινέζικου λαού για να τα κάνουν κοκκινάδι και πούδρα… Πως θα μπορούσαν οι πλούσιοι να μην γίνουν φτωχοί; Πως θα μπορούσαν οι φτωχοί να είναι υπάκουοι στους νόμους;» Γρήγορα γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη, στα μέσα του 1849 είχαν 10 χιλιάδες μέλη, και όπως ήταν φυσικό τράβηξαν πάνω τους την προσοχή των αρχών των Τσινγκ. Έτσι θα αρχίσει η καταστολή των μελών της Μπαϊσαντιχόϊ. Όμως τα μέλη της μυστικής εταιρείας μάλλον είχαν δει την ιστορία να επαναλαμβάνεται πάρα πολλές φορές για να την υποστούν ακόμα μία. Γρήγορα άρχισαν να αναδιοργανώνονται σε στρατιωτικό σώμα. Τα μέλη της έδιναν όλα τα χρήματα τους σε κοινά ταμεία από όπου αγοράζονταν τρόφιμα, πολεμοφόδια και όπλα και τα οποία μοιράζονταν με την αρχή της ίσης αναλογίας. Έτσι όταν το 1850, στάλθηκε ένα σώμα στρατού να συλλάβει τους ηγέτες η μυστική εταιρεία ήταν σε θέση να απατήσει στρατιωτικά και να νικήσει το εχθρικό σώμα στρατού. Από τον Αύγουστο εώς και το Δεκέμβρη του 1850 στο στρατιωτικό σώμα της Μπαϊσαντιχόϊ προσχωρούν και πολλές άλλες ομάδες μυστικών εταιρειών και θα νικήσουν επανειλημμένα τα κυβερνητικά στρατεύματα που θα σταλθούν εναντίον τους. Στις 11 Ιανουαρίου του 1851 ανακοινώνεται επίσημα ότι αρχίζει ο ένοπλος αγώνας για την ανατροπή της εξουσίας των Μαντσού και των φεουδαρχών.
Το σύνθημα για την κατάργηση της εξουσίας των Μαντσού όπως ήταν λογικό είχε μεγάλη ανταπόκριση μέσα στον πληθυσμό. Ο στρατός των ξεσηκωμένων σύντομα έφτασε να είναι μερικές δεκάδες χιλιάδες. Το Σεπτέμβριο του 1851 οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα του Γιουνάν και ιδρύουν το Ταϊπίνγκ Τιενγκό (Ουράνιο κράτος της μεγάλης ευδαιμονίας). Από την ονομασία αυτή πήραν και το όνομα τους οι εξεγερμένοι σαν Ταϊπίνγκ, οι οποίοι πια ελάχιστη σχέση έχουν είτε με την Μπαϊσαντιχόϊ είτε με άλλες μυστικές εταιρείες. Τον Απρίλιο του 1852 ο στρατός των Ταϊπίνγκ διασπά τον κλοιό των κυβερνητικών στρατευμάτων και προχωρεί προς βόρεια στην περιοχή του μέσου Γιανγκτσέ. Οι τολμηρές επιθέσεις των Ταϊπίνγκ και η πειθαρχία τους ήταν τα βασικά όπλα τους. Τον Δεκέμβριο του 1852 θα καταλάβουν το Ιοτσέου ένα σπουδαίο λιμάνι, και τον Ιανουάριο του 1853 ύστερα από σφοδρές μάχες θα καταλάβουν το Βουχάν που είναι ένα από τα πιο μεγάλα κέντρα της κοιλάδας του Γιανγκτσέ. Καθώς οι Ταϊπίνγκ προχωρούσαν από τις επαρχίες Χουνάν και Χουπέι θα γίνουν ακόμα πιο μαζικοί, ο στρατός τους θα φτάσει στις 500 χιλ. Στην συνέχεια οι Ταϊπίνγκ θα κινηθούν ανατολικά ακολουθώντας το ρουν του Γιανγκτσέ και στις 19 Μαρτίου κατέλαβαν το Ναντζίνγκ, μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Κίνας, η οποία έγινε η πρωτεύουσα του κράτους των Ταϊπίνγκ.
Λίγο καιρό μετά την κατάκτηση του Ναντζίνγκ δημοσιεύτηκε ένα σπουδαίο προγραμματικό κείμενο ο νόμος για την γη. Ο νόμος αυτός όριζε πως θα γινόταν το μοίρασμα της γης και το σύστημα οργάνωσης του αγροτικού πληθυσμού. Όριζε ακόμα πως «στο υπουράνιο κράτος όλη τη γη πρέπει να την καλλιεργούν όλοι μαζί οι κάτοικοι του κράτους. Όσοι δεν έχουν αρκετή γη σε ένα τόπο μεταναστεύουν αλλού. Στο υπουράνιο κράτος τυχαίνει σε άλλες περιοχές του η σοδειά να είναι καλή και σε άλλες κακή. Έτσι όταν σε μία περιοχή η σοδειά είναι κακή με την καλή σοδειά θα πρέπει να την ενισχύσουν, Πρέπει να πετύχουμε να υπάρχουν παντού στο υπουράνιο κράτος τα τεράστια αγαθά που παρέχει ο θεός-παντοκράτορας, να καλλιεργούν όλοι μαζί οι άνθρωποι την γη, να τρέφονται κα να ντύνονται όλοι εξίσου, να ξοδεύουν όλοι τα ίδια χρήματα και να μην υστερεί ο ένας από τον άλλο σε τίποτα, έτσι που κανείς να μην πεινάει και κανείς να μην κρυώνει». Σύμφωνα με αυτές τις αρχές όλη η γη θα μοιράζονταν σε εννέα κατηγορίες και να μοιραστεί ανάλογα με τα στόματα που έπρεπε να τραφούν, έτσι ώστε κάθε οικογένεια θα μπορούσε να έχει σοδειά ανάλογη των αναγκών της. Οι γυναίκες θα έπαιρναν ίσους κλήρους με τους άντρες και τα παιδιά κάτω των 16 μισούς.
Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο η οργάνωση της ζωής του αγροτικού πληθυσμού θα στηρίζονταν στην αρχή της μισοστρατιωτικής κοινότητας. Κάθε 25 οικογένειες θα αποτελούσαν μία κοινότητα η οποία θα είχε κοινή αποθήκη στην οποία θα δίνονταν τα χρήματα και τα εφόδια που τους περίσσευαν αφού κρατούσαν ότι χρειάζονταν για τις οικογένειες τους. Τα χρήματα αυτά χρησιμοποιούνταν για την βοήθεια των αρρώστων, των ορφανών και των ανίκανων προς εργασία. Ακόμα σε περίπτωση γέννας, γάμου ή κηδείας η οικογένεια είχε δικαίωμα να παίρνει ανάλογο βοήθημα από την αποθήκη. Κάθε οικογένεια ήταν υποχρεωμένη να ορίζει ένα μέλος της για να υπηρετεί στο στρατό. Κάθε κοινότητα συγκροτούσε μία διμοιρία και 500 κοινότητες οργανωμένες σε λόχους και συντάγματα αποτελούσαν την ανώτατη στρατιωτική μονάδα στην περιφέρεια.
Το πρόγραμμα των Ταϊπίνγκ φυσικά δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ολοκληρωτικά, αφενός διότι σαν σύστημα ήταν αρκετά περίπλοκο και αφετέρου διότι συναντούσε αντιστάσεις. Σε μεγάλο μέρος των περιοχών που ήταν υπό την εξουσία των Ταϊπίνγκ εξακολουθούσε να υπάρχει η φεουδαρχική ιδιοκτησία, ακόμα κυρίως στις αγροτικές περιοχές, την διοίκηση των Ταϊπίνγκ την κρατούσαν τσιφλικάδες, τέλος σε κάποιες περιοχές οι Ταϊπίνγκ παίρνοντας μεγάλα ποσά για αντάλλαγμα επέτρεπαν στους φεουδάρχες να κατέχουν την γη τους. Αλλά πολλά από τα μέτρα που έλαβαν οι Ταϊπίνγκ στην αγροτική πολιτική βοήθησαν να υπονομευτεί η οικονομική δύναμη των τσιφλικάδων και να χαλαρώσει η εκμετάλλευση των αγροτών. Αυξήθηκε η φορολογία των φεουδαρχών και ταυτόχρονα επιβαρύνονταν με έκτατες πολεμικές εισφορές, ενώ παράλληλα διευκολύνονταν οι φτωχοί στην πληρωμή των φόρων. Σε πολλά μέρη όταν πλησίαζαν οι Ταϊπίνγκ πολλοί φεουδάρχες έφευγαν, σκοτωνόταν ή πιάνονταν αιχμάλωτοι, σε όλες αυτές οι περιπτώσεις η γη περνούσε στα χέρια των αγροτών. Οι φεουδάρχες που παρέμεναν στις περιοχές αυτές σταμάτησαν να καταπιέζουν τους αγρότες και τα νοίκια δεν ήταν πια τόσο υψηλά. Σε ορισμένες μάλιστα περιοχές οι αγρότες αρνούνταν να πληρώνουν ενοίκιο. Το αποτέλεσμα ήταν φυσικά να καλυτερεύσουν οι όροι ζωής των αγροτών, ενώ η ελευθερία του εμπορίου και η χαμηλοί δασμοί βοήθησαν να σταθεροποιηθεί περαιτέρω η κατάσταση.
Στις γυναίκες αναγνωρίστηκαν ίσα δικαιώματα με τους άντρες και ιδρύθηκαν σχολεία για αυτές. Απαγορεύτηκε η πορνεία, η παραμόρφωση των ποδιών και η πώληση των κοριτσιών. Εξάλλου ο στρατός των Ταϊπίνγκ είχε αρκετές δεκάδες γυναικεία τμήματα που μάχονταν εναντίον εχθρού και δεν έλειπαν και οι γυναίκες διοικητές.
Η κυρίευση του Ναντζίνγκ ήταν βαριά ήττα για την κυβέρνηση των Τσινγκ, όμως για να ανατραπεί ολοκληρωτικά το καθεστώς του θα έπρεπε οι Ταϊπίνγκ να νικήσουν την μεγάλη στρατιωτική δύναμη που βρισκόταν στα βόρεια. Έτσι το Μάιο του 1853 άρχισε η εκστρατεία των Ταϊπίνγκ στην βόρεια Κίνα. Περνώντας μία σειρά επαρχιών θα φτάσουν έξω από το Τιεντζίνγκ τον Οκτώβρη, αλλά οι Ταϊπίνγκ δεν θα καταφέρουν κυριεύσουν αυτή την πολύ σημαντική πόλη της βόρειας Κίνας, και θα επιστρέψουν ηττημένοι νοτιότερα. Ταυτόχρονα θα ξεσπάσει και εξέγερση στην επαρχία Χουνάν από την μυστική εταιρεία Νιαντάν, η οποία με ένα στρατό 300.000 νίκησε πολλές φορές τις δυνάμεις των Τσινγκ. Οι Τσινγκ όμως κατόρθωσαν να μην ενωθούν αυτοί οι δύο εξεγερμένοι στρατοί. Από το 1853 εώς το 1856 οι δυνάμεις των Τσινγκ έκαναν επιθέσεις στα εδάφη που κατείχαν οι Ταϊπίνγκ οι οποίοι όμως αντιστέκονταν σθεναρά.
Παράλληλα με την εξέγερση των Ταϊπίνγκ συνεχίζονταν η δράση άλλων μυστικών εταιρειών. Το Μάιο του 1853 οι Τριάδες οργανώνουν ένοπλη εξέγερση στο Φουτζόου και καταλαμβάνουν μία σειρά πόλεων, τον Οκτώβριο οι Τριάδες θα οργανώσουν ένοπλη εξέγερση στην Σαγκάη και θα καταλάβουν την πόλη (εκτός του διεθνούς συνοικισμού) για δύο χρόνια, προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με την κυβέρνηση των Ταϊπίνγκ αλλά οι απεσταλμένοι τους πιάστηκαν και εκτελέστηκαν. Στα 1852-1854 οι Τριάδες θα οργανώσουν εξεγέρσεις στο Γκουανγκσί, στο Κουαγκτούγκ και στο Κιαγκσί. Το 1854 θα εξεγερθούν οι Μιάο, η εξέγερση τους θα κρατήσει μέχρι το 1872.
Όλες αυτές οι εξεγέρσεις ήταν τοπικές και ασυντόνιστες και κυρίως δεν κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με τους Ταϊπίνγκ, οι οποίοι αρχίζουν να έχουν εσωτερικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε εμφύλιο πόλεμο. Σύντομα οι Τσινγκ βρήκαν ευκαιρία να εξαπολύσουν νέα επίθεση στις βάσεις των Ταϊπίνγκ. Ωστόσο το οριστικό τέλος τους δεν θα έρθει παρά με την συνδρομή, της Αγγλίας, των ΕΠΑ και της Γαλλίας.Η επανάσταση των Ταϊπίνγκ δεν ήταν παρά το προανάκρουσμα των μεγάλων αναταραχών που θα ακολουθήσουν. Η μικρή διάρκεια του κράτους τους (10 χρόνια) κατάφερε ένα πολύ σημαντικό στρατηγικό πλήγμα στους Μαντσού σχεδόν σε όλα τα επίπεδα. Η ανατροπή τους μισό αιώνα αργότερα είναι προϊόν και της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ.