Οι πρώτοι σπόροι των αναρχικών ιδεών στην Πολωνία μπορούν να εντοπιστούν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, με άτομα όπως ο χριστιανοαναρχικός Ludwik Królikowski και ο αγροτοσοσιαλιστής Józef Tokarzewicz. Αλλά η πρώτη πολωνική αναρχική οργάνωση ήταν η Towarzystwo Polskie Socjalno-Rewolucyjne (TPSR - Πολωνική Κοινωνική Επαναστατική Ένωση), η οποία, εμπνευσμένη αποκλειστικά από τον Μιχαήλ Μπακούνιν, δημιουργήθηκε στη Ζυρίχη το 1872. Η TPSR σύντομα διασπάστηκε μετά από μια αναπόφευκτη διάσταση απόψεων, δεδομένου ότι στο εσωτερικό τη συνυπήρχαν αναρχικές, σοσιαλδημοκρατικές και σοσιαλπατριωτικές τάσεις.

Το πολωνικό σοσιαλιστικό κίνημα γεννήθηκε στην πραγματικότητα υπό τη μαύρη σημαία του αναρχισμού και το πρώτο πολωνικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα (το λεγόμενο Πρόγραμμα των Βρυξελλών του 1878) είχε αναρχικά χαρακτηριστικά. Από τον Οκτώβριο του 1879 οι Ludwik Waryński, Kazimierz Dłuski, Szymon Diksztajn και άλλοι επαναστάτες εξέδιδαν στη Γενεύη το μηνιαίο περιοδικό «Równość» («Ισότητα»), το οποίο προπαγάνδιζε την ιδέα του «ακρατικού σοσιαλισμού», βάσει της οποίας απέρριπταν την αρχή της ανεξαρτησίας της Πολωνίας. Η ομάδα πίσω από τον «Równość» υποστήριξε το διεθνές αναρχικό συνέδριο του Λονδίνου τον Ιούλη του 1881, αλλά αργότερα διασπάστηκε.

Ένα χρόνο αργότερα ο Waryński ίδρυσε το Międzynarodowa Socjalno-Rewolucyjna Partia «Proletaryat» (Διεθνές Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα «Το Προλεταριάτο»), το οποίο, αν και είχε μαρξιστικό προσανατολισμό, επηρεάστηκε από τον αναρχισμό. Δέκα χρόνια αργότερα οι ημι-αναρχικοί «ανεξάρτητοι σοσιαλιστές» με επικεφαλής τον Józef Daniluk και τον Ernest Breiter δραστηριοποιήθηκαν στο Lvov.

Αρκετές αναρχοκομμουνιστικές ομάδες που δραστηριοποιήθηκαν στην Πολωνία από το 1904, όπως οι «Chleb i Wolność» («Ψωμί και Ελευθερία») και «Czarny Sztandar» («Μαύρη Σημαία») στο Bialystok, ή η «Internacjonał» («Η Διεθνής») στη Βαρσοβία και το Λοτζ, είχαν ειδικά εβραϊκό χαρακτήρα. Μεταξύ εκείνων που ποινικοποιήθηκαν για αναρχοκομμουνιστική δραστηριότητα, ήταν 409 Εβραίοι και 52 Πολωνοί. Συχνά αυτές οι ομάδες δημοσίευαν τα φυλλάδιά τους μόνο στη γλώσσα Γίντις.

Υπήρχαν όμως και ομάδες που προσέλκυσαν κυρίως Πολωνούς, με την πιο «διάσημη» τη λεγόμενη Mściciele-Rewolucjoniści (Επαναστάτες Εκδικητές). Το 1910 ιδρύθηκε η ομάδα MR από πρώην μέλη του Polska Partia Socjalistyczna – Frakcja Rewolucyjna (Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα – Επαναστατική Φράξια), ένα σοσιαλπατριωτικό κόμμα υπό την ηγεσία των Józef Piątek, Edward Dłużewski και, αργότερα, του Michał Zakrzewski. Η προσέγγιση της ομάδας MR βασίστηκε καθαρά στην τρομοκρατική «άμεση δράση». Όπως δήλωσε ο ίδιος ο Zakrzewski: «Μπαρούτι, βόμβες, δήμευση και εκδίκηση κατά των καταπιεστών – αυτό είναι το μανιφέστο μας». Η MR πραγματοποίησε περίπου 100 τρομοκρατικές επιθέσεις, αλλά, όμως, εξοντώθηκε στην πορεία με τον Piątek να σκοτώνεται το 1911 και τον Zakrzewski το 1913.

Άλλες ομάδες με παρόμοια σύνθεση περιελάμβαναν την «Zmowa Robotnicza» («Εργατική Συνωμοσία»), που σχηματίστηκε από πρώην μέλη του μαρξιστικού SDKPiL, και ένα αναρχικό απόσπασμα από το PPS-Προλεταριάτο, που αυτοαποκαλούνταν Τρομοκράτες-Επαναστάτες. Αναρχοσυνδικαλιστικές και τρομοκρατικές τάσεις μπορούν επίσης να βρεθούν στο Robotnicza Polska Partia Socjalistyczna (Εργατικό Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα) μεταξύ 1907 και 1914.

Σε ένα άλλο μέρος της Πολωνίας, την Galicja (αυστριακή επαρχία), η ισχυρότερη αναρχική τάση ήταν ο αναρχοσυνδικαλισμός που προωθούσε ο Augustyn Wróblewski, υπέρμαχος μιας ανεξάρτητης Πολωνίας. Από το 1912 ο Wróblewski επιμελήθηκε την έκδοση της εφημερίδας «Sprawa Robotnicza» («Εργατική Υπόθεση») και οργάνωσε αρκετούς εργάτες, ομάδες στην Κρακοβία και το Borysław, αλλά η ζωή της ήταν πολύ σύντομη.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο πολωνικός αναρχισμός είχε τους «κυρίως» αναρχικούς θεωρητικούς, όπως ο Augustyn Wróblewski ή ο Józef Zieliński, δύο μοναδικούς στοχαστές. Ακόμα επίκαιρες και δημοφιλείς είναι οι ιδέες του Edward Abramowski (1868-1918), του ιδεολόγου της Rzeczpospolita Spółdzielcza (Συνεταιριστική Δημοκρατία). Αυτός πρότεινε μια ειρηνική διαδρομή προς την αυτοδιοικούμενη κοινωνία μέσω του μποϋκοτάζ του κράτους, της υποκίνησης μιας «ηθικής επανάστασης» και της οικοδόμησης του συνεταιριστικού κινήματος. Ο Abramowski συνδύασε την πολιτική ιδεολογία του αναρχο-συνεργατισμού με την ανθρωποκεντρική φιλοσοφία του κοινωνικού φαινομεναλισμού και του ψυχολογισμού. Παρά τον αναρχισμό του, ο Abramowski ήταν, στην ουσία, Πολωνός πατριώτης και οπαδός του φεντεραλισμού (υοστηρικτής της ιδέας του Piłsudski για μια κεντροευρωπαϊκή ομοσπονδία υπό την ηγεσία της Πολωνίας). Οι πιστοί του Abramowski οργανώθηκαν σε «Κύκλους Ηθικής» (kola etyków) και «Συνδικάτα Φιλίας» (związki przyjaźni).

He considered the proletariat should simply fight an economic struggle for increased Αντίθετα, ένας από αρχικούς στοχαστές, ο Wacław Machajski (1867-1926), είναι εντελώς ξεχασμένος σήμερα. Ο Machajski υποστήριξε ότι η αστική τάξη, οι διανοούμενοι και η εργατική αριστοκρατία ήταν ο εχθρός του προλεταριάτου. Οι διανοούμενοι είχαν δημιουργήσει ένα σοσιαλιστικό κίνημα γιατί ήθελαν να εθνικοποιήσουν τα μέσα παραγωγής και να πάρουν τη θέση των καπιταλιστών, αλλά σε οποιοδήποτε μελλοντικό σοσιαλιστικό κράτος η εργατική τάξη θα εξακολουθούσε να καταπιέζεται. Ως εκ τούτου, ο Machajski απέρριψε κάθε πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα, όπως η εκπαίδευση των εργαζομένων. Θεωρούσε ότι το προλεταριάτο έπρεπε απλώς να διεξάγει έναν οικονομικό αγώνα για αυξημένες αμοιβές και με αυτόν τον τρόπο οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να στερήσουν από τους καπιταλιστές όλα τους τα κέρδη. Η ιδεολογία του υιοθετήθηκε από οργανώσεις όπως η Zmowa Robotnicza στην Πολωνία και η Ένωση Σοσιαλιστών-Επαναστατών Μαξιμαλιστών στη Ρωσία.

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ένας άλλος μεγάλος Πολωνός φιλόσοφος – ο Stanisław Brzozowski (1878-1911). Η σκέψη του βρισκόταν σε μια μόνιμη κατάσταση εξέλιξης, μεταβαίνοντας από μια ιδεαλιστική «φιλοσοφία της δράσης» (συγκρίσιμη με τις ιδέες του Νίτσε και του Μπερξόν) μέσω μιας νεομαρξιστικής «φιλοσοφίας της εργασίας» (ο Brzozowski ως πρόδρομος του Γκράμσι!) σε έναν Καθολικό μοντερνιστή. «φιλοσοφία του έθνους». Πολωνός πατριώτης, ήταν επίσης ενθουσιώδης υπέρμαχος του συνδικαλισμού του Sorel.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το αναρχικό κίνημα στην Πολωνία εξαφανίστηκε για αρκετό καιρό. Η μόνη ενεργή πολωνική αναρχική ομάδα, η «Walka» («Η Πάλη») ήταν στη Γαλλία. Αυτή η ομάδα εξέδωσε το «Najmita» («Ο Μισθοφόρος») το 1925 και την εφημερίδα «Walka» από το 1926 έως το 1928.

Τον Αύγουστο του 1926, πολλές αναρχικές ομάδες ενώθηκαν για να δημιουργήσουν την Anarchistyczna Federacja Polski (AFP - Αναρχική Πολωνική Ομοσπονδία), η οποία συγκάλεσε το πρώτο της συνέδριο το 1931. Γραμματέας της Ομοσπονδίας ήταν ο Paweł Lew Marek και η εφημερίδα της είχε τον τίτλο «Głos Anarchisty» («Η Φωνή του Αναρχικού»). Η AFP πολέμησε ενάντια στον καπιταλισμό, τον εθνικισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά η στάση της απέναντι στους κομμουνιστές ήταν θετική. Η AFP ήταν πολύ μικρή.

Μετά το πραξικόπημα του Piłsudski τον Μάη του 1926, η Związek Naprawy Rzeczpospolitej (Ένωση για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας) -αριστεροί εθνικιστές που υποστήριζαν το καθεστώς του Piłsudski- ξεκίνησαν ένα συνδικαλιστικό κίνημα στην Πολωνία. Ίδρυσαν το Kola Robotników-Syndykalistów (Κύκλοι Εργατών - Συνδικαλιστών) και το 1928 δημιούργησαν μια συνδικαλιστική οργάνωση με το όνομα Generalna Federacja Pracy (GFP - Γενική Εργατική Ομοσπονδία). Οι ηγέτες της GFP ήταν οι Kazimierz Zakrzewski, Jerzy Szurig, Janusz Rakowski, Gustaw Zieliński, Stefan Kapuściński, Stefan Szwedowski και Bolesław Gawlik, οι οποίοι ανέπτυξαν τη συνδικαλιστική τους ιδεολογία από τις στήλες των εντύπων «Solidarnośćity» («Εργατική Αλληλεγγύη») το 1926 με 1930, «Syndykalista» (Ο «Συνδικαλιστής») το 1930 και 1931 και «Front Robotniczy» («Εργατικό Μέτωπο») από το 1931 έως το 1939.

Η ιδεολογία τους ήταν ένα μείγμα μεταρρυθμιστικού συνδικαλισμού και εθνικιστικής «κρατικοδομίας» («państwowotwórczy», δηλαδή υπέρ του καθεστώτος). Το 1930 το GFP και άλλα συνδικάτα υπέρ του καθεστώτος ενώθηκαν στο Związek Związków Zawodowych (ZZZ - Ένωση Συνδικάτων) υπό την ηγεσία του Jędrzej Moraczewski. Το ZZZ είχε περίπου 160.000 μέλη το 1934. Οργανώσεις νεολαίας όπως η Polska Młodzież Społeczno-Demokratyczna (Πολωνική Σοσιαλδημοκρατική Νεολαία), το τμήμα νεολαίας του φιλελεύθερου Klub Demokratyczny (Δημοκρατική Λέσχη) στο Lwów από το 1938, (YounsocietyAssocialists, Stowardykalists), μια αριστερή φράξια από την υπέρ του καθεστώτος Związek Polskiej Młodzieży Demokratycznej (Ένωση Πολωνικής Δημοκρατικής Νεολαίας), το 1936 και το 1937, συμπαθούσαν το πρόγραμμα του ZZZ. Επίσης, μερικοί φιλικοί προς τον συνδικαλισμό διανοούμενοι δραστηριοποιήθηκαν στο Robotniczy Instytut Oświaty i Kultury (Εργατικό Ινστιτούτο Εκπαίδευσης και Πολιτισμού). Αν και οι Πολωνοί συνδικαλιστές δεν απέρριψαν ποτέ τον πατριωτισμό τους (απόδειξη γι’ αυτό το μανιφέστο του ZSP για τη «Μεγάλη Πολωνία»!), εξελίχθηκαν σταδιακά προς τον επαναστατικό συνδικαλισμό (απόδειξη γι΄αυτο το ότι το ZZZ υποστήριξε τη CNT κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο). Στο τρίτο της συνέδριο το 1937, η ZZZ διέρρηκε τους δεσμους της με το καθεστώς και στράφηκε την αντιπολίτευση.

Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, αγωνιστές της ZZZ (S. Kapuściński, S. Szwedowski, J. Szurig, K. Zakrzewski και L. Bigosiński) ίδρυσαν την Związek Syndykalistów Polskich (ZSP - Ένωση Πολωνών Συνδικαλιστών). Η ZSP είχε ένα ένοπλο τμήμα και εξέδιδε εφημερίδες όπως οι «Akcja» («Δράση»), «Sprawa» («Η Υπόθεση»), «Iskra» («Ο Σπινθήρας»), «Chłopska Sprawa» («Η Αγροτική Υπόθεση») και «Myśl Młodych» («Η Νέα Σκέψη»). Το 1942 η ZSP δημιούργησε το Front Lewicy Patriotycznej (Μέτωπο Πατριωτικής Αριστεράς). Στη συνέχεια, το 1944, μαζί με το ημι-τροτσκιστικό Robotnicza Partia Polskich Socjalistów (Εργατικό Κόμμα Πολωνών Σοσιαλιστών) και άλλες ομάδες από τη ριζοσπαστική μη κομμουνιστική αριστερά, δημιούργησε τη Centralny Komitet Ludowy (Κεντρική Λαϊκή Επιτροπή).

Εκτός από τη ZSP, ήταν ενεργή η Syndykalistyczna Organizacja «Walka Ludu» (Συνδικαλιστική Οργάνωση «Ο Αγώνας του Λαού»). Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Βαρσοβίας το 1944, οι συνδικαλιστές δημιούργησαν το Syndykalistyczne Porozumienie Powstańcze (υμφωνία Συνδικαλιστών Εξεγερμένων). Συντάκτης της εφημερίδας «SPP Syndykalista» ήταν ο P. L. Marek. Τον Σεπτέμβρη του 1944 εκπρόσωποι τεσσάρων εργατικών κομμάτων: του κομμουνιστικού PPR (Polska Partia Robotnicza - Πολωνικό Εργατικό Κόμμα)., της φιλοσοβιετικής παράταξης του RPPS (PPS-Lewica - Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα - Αριστερά) και συνδικαλιστές υπέγραψαν συμφωνία για το οικονομικό σύστημα. Σύμφωνα με αυτό, τα συνδικάτα θα διαχειρίζονταν τη βιομηχανία, ενώ το Εθνικό Συμβούλιο Συνδικάτων θα ήταν το ανώτατο οικονομικό όργανο του κράτους. Αλλά η κομμουνιστική κυβέρνηση δεν τήρησε αυτή τη συμφωνία…

Η αναβίωση του πολωνικού αναρχισμού ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της ειρηνικής επανάστασης της Πολωνίας το 1980-1981. Εκείνη την περίοδο άρχισαν να δραστηριοποιούνται οι εφήμερες ομάδες Zrzeszenie Autonomistów (Ένωση Αυτονομιστών) στο Πόζναν και το μεταχίππικο Ruch Nowej Kultury (Κίνημα Νέου Πολιτισμού) στο Βρότσλαβ. Αυτές οι ομάδες χωρίστηκαν μετά το πραξικόπημα του Γιαρουζέλσκι, αλλά τον Ιούνη του 1983 ιδρύθηκε η πρώτη σοβαρή αναρχική ομάδα - η Ruch Społeczeństwa Alternatywnego (RSA - Κίνημα για μια Εναλλακτική Κοινωνία) στο Γκντανσκ. Οι Ruch έγιναν διάσημοι επειδή πανκ υποστηρικτές της RSA συμμετείχαν σε πολλές βίαιες διαδηλώσεις κατά του στρατιωτικού νόμου. Το 1985 νέοι ειρηνιστές, φιλελεύθεροι και περιβαλλοντολόγοι συντάχθηκαν στο Ruch «Wolność i Pokój» (WiP - Κίνημα Ελευθερίας και Ειρήνης) και η RSA ενώθηκε μαζί τους.

Μετά την πτώση του κομμουνισμού, κατέρρευσε και το WiP – πρώην αγωνιστές του οποίου, ειδικά από τη φράξια Czas Przyszły, βρέθηκαν σε πολιτικά κόμματα όπως το Unia Demokratyczna και ακόμη και την πολιτική αστυνομία! Η RSA ενέπνευσε τη δημιουργία τον Οκτώβρη του 1988 της νέας αναρχικής δομής Międzymiastówka Anarchistyczna (Anarchist Inter-urbanal, ανάλογης της Miedzynarodówka, που σημαίνει Διεθνής), η οποία μετεξελίχθηκε τον Νοέμβρη του 1989 στη Federacja Anarchistyczna (FA - Αναρχική Ομοσπονδία).

Η FA δεν είναι ενιαία. Υπάρχουν τρεις κύριες πολιτικές «παρατάξεις» σε αυτό το μάλλον ανενεργό κίνημα. Υπάρχει το δεξιό ελευθεριακό Ruch Wolnościowy (Κίνημα Ελευθερίας) υπό την ηγεσία του Jacek Sierpinski από το Κατοβίτσε, το αριστερό Akcja Rewolucyjnych Syndykalistów (Επαναστατική Συνδικαλιστική Δράση) υπό την ηγεσία του Marek Kurzyniec από το Krakózko in Grany και το Ryany. Ο Waluszko είναι ο κύριος (και πολύ πρωτότυπος) στοχαστής του μοντέρνου πολωνικού αναρχισμού. Η φιλοσοφία του εμπνέεται περισσότερο από τον κινεζικό ταοϊσμό και την ανατολικοευρωπαϊκή παράδοση (π.χ. τον πολωνικό «σαρματιανισμό» του 17ου αιώνα) παρά από τον Μαλατέστα ή τον Μπούκτσιν. Η σημερινή πολωνική αναρχική σκέψη επηρεάζεται επίσης έντονα από τον σύγχρονο Πολωνό φιλόσοφο Leszek Nowak [1], ο οποίος είναι ο συγγραφέας της ενδιαφέρουσας θεωρίας της «μη μαρξικής ιστορίας του ιστορικού υλισμού».

*Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.