Evan Smith*

Η οργάνωση της ακροδεξιάς στην Αυστραλία δεν είναι κάτι καινούργιο. Αλλά επανειλημμένα συνασπισμοί αντιφασιστών, συνδικαλιστών αγωνιστών και κοινοτικών οργανώσεων έχουν εμποδίσει την άνοδο της ακροδεξιάς. Αυτή η ιστορία αποτελεί μια πηγή από την οποία μπορεί να αντλήσει η (γενικότερη) Αριστερά από σήμερα.

Αν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία, το 2021 κατέστησε σαφές ότι το γενικότερο αριστερό κίνημα στην Αυστραλία πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του την απειλή της ακροδεξιάς. Τα μέσα ενημέρωσης εξέθεσαν τις δραστηριότητες της ακροδεξιάς σε εθνικό επίπεδο, καθώς και τους δεσμούς τους με νεοναζί στο εξωτερικό. Η αστυνομία συνέλαβε ακροδεξιούς ακτιβιστές σε σχέση με βίαια εγκλήματα και, επιπλέον, η ακροδεξιά κινητοποιήθηκε ως μέρος του κινήματος κατά των εμβολίων και κατά των lockdown, με επίκεντρο τη Μελβούρνη. Συχνά τα μέλη του κινήματος αυτού φόρεσαν εργατικές φόρμες για να παρουσιαστούν ως συνδικαλιστές και να οικειοποιηθούν σύμβολα ώστε να προσδώσουν μια κάποια νομιμοποίηση στην υπόθεσή τους.

Στο εκλογικό μέτωπο, το One Nation της Pauline Hanson ελπίζει να κατακτήσει έδρες στην (ομοσπονδιακή) Γερουσία, ενώ ο Craig Kelly και ο Clive Palmer συνεργάζονται πλέον στο United Australia Party (UAP) για να επωφεληθούν από τα αισθήματα (σ.τ.μ.: μικρής) μερίδας των πολιτών κατά του lockdown και κατά των εμβολίων.

Αυτές οι εξελίξεις έχουν προκαλέσει συζητήσεις μεταξύ του Κέντρου και της Αριστεράς σχετικά με το πώς θα αντιδράσουν. Ενώ η κατάσταση από ορισμένες απόψεις είναι νέα, στην αυστραλιανή ιστορία οι φασίστες και οι υπερεθνικιστές έχουν μια κάποια θέση. Και το πιο σημαντικό, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά τους έχουν ξανανικήσει στο παρελθόν. Είναι κάτι περισσότερο από μια ιστορία νικών — είναι ένα χρυσωρυχείο πολύτιμων εμπειριών που μπορούν να βοηθήσουν στην ανταπόκρισή μας σήμερα.

Καταστολή ή αντι-διαμαρτυρία;

Οι συνηθισμένοι (mainstream) συντηρητικοί πολιτικοί συνήθως αρνούνται να αναγνωρίσουν την απειλή. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, υπουργοί και κυβερνητικοί βουλευτές - για παράδειγμα, ο υπουργός Άμυνας Peter Dutton και η γερουσιαστής Concetta Fierravanti-Wells - αρνήθηκαν να αναφέρουν την ακροδεξιά πολιτική βία χωρίς να αναφέρουν επίσης την ισλαμική και την «αριστερή» τρομοκρατία. Στον απόηχο της εξέγερσης στο Καπιτώλιο, ο (πρώην τώρα) αναπληρωτής πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Michael McCormack, συνέκρινε τη δράση με τις διαμαρτυρίες του Black Lives Matter, χαρακτηρίζοντας και τα δύο ως «ατυχή γεγονότα».

Το Εργατικό Κόμμα, τουλάχιστον, έχει αναγνωρίσει το πρόβλημα. Τον Αύγουστο του 2021, η σκιώδης ομοσπονδιακή υπουργός Εσωτερικών του Εργατικού Κόμματος, Kristina Keneally, ζήτησε μεγαλύτερη δραστηριοποίηση από το Κράτος στην αντιμετώπιση της ακροδεξιάς. Στις προτάσεις της περιλάμβανε απαγόρευση ακροδεξιών οργανώσεων, αύξηση της χρηματοδότησης για αντιεξτρεμιστικά προγράμματα και πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του εξτρεμισμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μετά τις διαμαρτυρίες κατά των εμβολίων στη Μελβούρνη τον περασμένο Οκτώβρη, το Victorian Trades Hall Council (Εργατικό Κέντρο Βικτώριας) ζήτησε τη σύσταση βασιλικής επιτροπής για την οργανωμένη ακροδεξιά στην Αυστραλία.

Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα προβλήματα με το να κοιτάξουμε στο Κράτος για να αντιμετωπίσουμε την ακροδεξιά.

Πρώτον, τα εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει το Κράτος ενάντια στις ακροδεξιές ομάδες έκαναν την εμφάνισήν τους και σφυρηλατήθηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Οι υπερασπιστές των πολιτικών ελευθεριών επέκριναν τα μέτρα αυτά για τον δρακόντειο χαρακτήρα τους, καθώς και για την πιθανότητα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Δεύτερον, η προτεινόμενη καταστολή από την Keneally θα αντιμετωπίσει μόνο τις πιο βίαιες εκφράσεις της ακροδεξιάς. Δεν θα έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη επιρροή των ακροδεξιών πολιτικών κομμάτων, τις διάφορες δράσεις στους δρόμους ή την παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Τρίτον, η αστυνομική καταστολή μπορεί να εμποδίσει τη γενικότερη αριστερή, αντιφασιστική και αντιρατσιστική οργάνωση. Ιστορικά, το Κράτος αντιμετώπιζε τα ακροδεξιά γεγονότα και τις διαμαρτυρίες στους δρόμους ως ζήτημα δημόσιας τάξης, πράγμα που σήμαινε την έντονη αστυνόμευση των αντιδιαδηλώσεων καθώς και των ίδιων των δεξιών πορειών.

Μια ιστορία αγώνα


Μια ματιά στην αυστραλιανή ιστορία δείχνει ότι οι αντιφασιστικές εκστρατείες είναι πιο επιτυχημένες όταν ενώνουν έναν ευρύ συνασπισμό, συμπεριλαμβανομένων των συνδικάτων, των κοινοτικών ομάδων και της γενικότερης Αριστεράς.

Αυτό συνέβαινε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Το 1931, μια δεξιά παραστρατιωτική ομάδα γνωστή ως New Guard (Νέα Φρουρά), δημιουργήθηκε για να καταπολεμήσει τον κομμουνισμό, τον συνδικαλισμό και την τότε πολιτειακή κυβέρνηση της Νέας Νότιας Ουαλίας των Εργατικών του Jack Lang. Στο αποκορύφωμά της, η New Guard είχε περίπου 50.000 μέλη. Οι ακτιβιστές της στόχευαν ειδικότερα τις συναντήσεις του Unemployed Workers Movement (UWM - Κίνημα Ανέργων βΕργατών), οδηγώντας σε συγκρούσεις στους δρόμους μεταξύ ακροδεξιών και αριστερών, συμπεριλαμβανομένων κομμουνιστών και συνδικαλιστών.

Η New Guard αντιτάχθηκε στο έργο του UWM για την υποστήριξη των ανέργων, το οποίο περιλάμβανε δράσεις κατά των εξώσεων, καθώς και για τους δεσμούς του με το Communist Party of Australia (CPA - Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστραλίας). Ως αποτέλεσμα, το UWM βρέθηκε στο επίκεντρο μιας αντιπολίτευσης της εργατικής τάξης κατά του φασισμού στην Αυστραλία. Όπως έγραψε ο Alex North σε ένα πρόσφατο άρθρο του Jacobin:

Το UWM μπορεί να μην είχε πλούσιους χορηγούς και την υποστήριξη στρατηγών — αλλά θα μπορούσε να αξιοποιήσει τη δύναμη της οργανωμένης εργασίας, εργαζομένων και ανέργων, καθώς και μια βαθιά κοινοτική υποστήριξη.

Βέβαια, μέχρι το τέλος του 1932, η New Guard βρισκόταν σε παρακμή. Ο ευρωπαϊκός φασισμός, ωστόσο, βρισκόταν σε άνοδο, αυξάνοντας την προοπτική ενός νέου παγκόσμιου πολέμου. Κατά συνέπεια, το 1933, το CPA βοήθησε στην ίδρυση του Movement Against War and Fascism (Κίνημα κατά του Πολέμου και του Φασισμού).

Οι Αυστραλοί κομμουνιστές κατάλαβαν ότι η καταπολέμηση του μιλιταρισμού και του φασισμού σήμαινε επίσης την καταπολέμηση της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Το CPA και το Movement Against War and Fascism επέκτειναν την αλληλεγγύη τους στους Αιθίοπες, κατά τη διάρκεια του Ιταλο-Αβησσυνιακού πολέμου το 1935. Δήλωσαν επίσης την υποστήριξή τους για την ανεξαρτησία της Ινδίας από τη Βρετανία και έκαναν εκστρατεία για τα δικαιώματα των αυτόχθονων στην Αυστραλία. Όπως έχει δείξει ο Padraic Gibson, οι κομμουνιστές κατάλαβαν ότι για να πολεμήσουν τον ναζισμό, ήταν επίσης απαραίτητο να αγωνιστούν για τα δικαιώματα των αυτόχθονων πληθυσμών στην Αυστραλία.

Οι εθνικοσοσιαλιστές της Αυστραλίας

Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ακροδεξιές οργανώσεις προσπάθησαν να αντιπαρατεθούν δημόσια καιανοιχτά στα κινήματα κατά του πολέμου του Βιετνάμ και του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Το National Socialist Party of Australia (NSPA - Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Αυστραλίας) κινητοποίησε τα λίγα μέλη του για να εκφοβίσει ασκώντας σωματική βία στους διαδηλωτές κατά του πολέμου και του απαρτχάιντ. Το NSPA βανδάλισε επίσης καταστήματα εβραϊκής καταγωγής και αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων επιχειρηματιών.

Μεταξύ 1971 και 1972, αριστερές και μαρξιστικές οργανώσεις ενώθηκαν με μαχητές από την εβραϊκή κοινότητα για να αντεπιτεθούν. Το Γενάρη του 1971, για παράδειγμα, ένα πλήθος σοσιαλιστών και Εβραίων ακτιβιστών συγκεντρώθηκε στον ποταμό Yarra στη Μελβούρνη, για να διαμαρτυρηθεί ενάντια σε μια προγραμματισμένη πορεία του NSPA. Όταν οι νεοναζί απέτυχαν να εμφανιστούν, μια ομάδα αντιφασιστών ακτιβιστών κατέβηκε στα κεντρικά γραφεία του NSPA στο βόρειο Carlton, όπου όμως εμποδίστηκε από το να εισέλθει εκεί από την αστυνομία.

Τον επόμενο ενάμισι χρόνο, σημειώθηκαν πολλές αψιμαχίες καθώς μέλη του NSPA προσπάθησαν να διακόψουν εκδηλώσεις ή ενέργειες της Αριστεράς. Για παράδειγμα, τον Μάρτη του 1971, το NSPA προσπάθησε να διακόψει μια ομιλία του Gough Whitlam. Τον Ιούνιο, προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί για μια πορεία μορατόριουμ κατά του πολέμου του Βιετνάμ, αλλά ο αριθμός τους ήταν απελπιστικά μικρός.

Αυτές οι αντιπαραθέσεις ήρθαν στο προσκήνιο τον Ιούνιο του 1972 στο ετήσιο συνέδριο του NSPA στη Μελβούρνη. Μια αντιναζιστική διαδήλωση πραγματοποιήθηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης (City Square) για να αντιμετωπίσει τυχόν παρευρισκόμενους Ναζί και στη συνέχεια, περίπου 100 διαδηλωτές πήγαν στο σπίτι του αρχηγού του NSPA στη Μελβούρνη, Cass Young. Σε αντίθεση με όσα έγιναν δεκαοκτώ μήνες νωρίτερα, αυτή τη φορά η αστυνομία δεν εμφανίστηκε για να προστατεύσει το αρχηγείο των Ναζί και στο σπίτι εισέβαλαν αντιναζί διαδηλωτές.

Αυτή η δράση οργανώθηκε από δύο απίθανους συμμάχους: από τη μια, τη μαοϊκή Worker Student Alliance (WSA - Εργατική Φοιτητική Συμμαχία) και, από την άλλη, τη Radical Zionist Alliance (RZA - Ριζοσπαστική Σιωνιστική Συμμαχία), μια φοιτητική ομάδα που ιδρύθηκε για την καταπολέμηση του αντισιωνισμού στην αυστραλιανή Νέα Αριστερά. Αν και οι δύο ομάδες είχαν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις σχετικά με τη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης, ήταν ενωμένες στο να αντιταχθούν στον πόλεμο του Βιετνάμ, το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και το NSPA. Ο David Zyngier, μέλος του RZA, εξήγησε πώς οι δύο ομάδες ενώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τη φασιστική απειλή:

«Αυτό αφορούσε λιγότερο τον αντισημιτισμό και περισσότερο τον αντιφασισμό. Αυτό είναι το δυνατό μου συναίσθημα γι’ αυτό. Η άποψη ήταν ότι οι Ναζί είναι φασίστες και οι φασίστες πρέπει να νικηθούν. Ενώ από την εβραϊκή σκοπιά, φυσικά, ανησυχούσαμε για τον αντισημιτισμό, και δεν προσπαθώ να πω ότι αυτό δεν ήταν ένα θέμα για τη μη εβραϊκή αριστερά, αλλά αυτό θεωρήθηκε ως μέρος του ευρύτερου αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον φασισμό».

Το One Nation (Ένα Έθνος)

Το National Socialist Party of Australia εξαφανίστηκε τα επόμενα χρόνια και το διαδέχθηκαν διάφορες ακροδεξιές ομάδες. Ένα «ριζοσπαστικό εθνικιστικό» σκέλος ίδρυσε την National Resistance (Εθνική Αντίσταση) το 1977, προτού γίνει National Action (NA - Εθνική Δράση) το 1982. Η National Action —και η αποσχισθείσα ομάδα της από τη Δυτική Αυστραλία, το Australian Nationalist Movement (ANM - Αυστραλιανό Εθνικιστικό Κίνημα)— συμμετείχαν σε εκστρατείες φυλετικής βίας και παρενοχλήσεων σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και της δεκαετίας του 1990.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αποτελούσαν σημαντική απειλή για τις μειονότητες, τους αντιρατσιστές, ακόμη και τους πολιτικούς. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ίσων Ευκαιριών για τη φυλετική βία το 1991: «Οι δραστηριότητες εξτρεμιστικών ομάδων, που έχουν γίνει πιο βίαιες τα τελευταία χρόνια, αποτελούν ένα μικρό αλλά σημαντικό μέρος του προβλήματος της ρατσιστικής βίας στην Αυστραλία». Αυτές οι πράξεις βίας οδήγησαν στη φυλάκιση πολλών μελών της NA και του ANM στη Νέα Νότια Ουαλία και τη Δυτική Αυστραλία.

Ταυτόχρονα, αριστερές οργανώσεις και ομάδες μεταναστών οργάνωσαν εκστρατείες κατά της ακροδεξιάς από τα κάτω, ενώνοντας ριζοσπάστες με πιο μετριοπαθείς αντιφασίστες ενάντια στην National Action. Η αριστερή κοινωνική αγωνίστρια, Vashti Jane Fox, μιλώντας την ιστορία του αντιφασισμού στη Μελβούρνη, έδειξε πώς ομάδες όπως η Community Action Against Racism (CAAR - Κοινοτική Δράση Ενάντια στο Ρατσισμό) και το Brunswick Against the Nazis (BAN - Το Brunswick Ενάντια στους Ναζί - σ.τ.μ.: Το Brunswick είναι εσωτερικό προάστιο της Μελβοόρνης στα βόρεια) κινητοποιήθηκαν με την υποστήριξη συνδικάτων και κοινοτικών ομάδων για να αντιμετωπίσουν τις προγραμματισμένες δραστηριότητες στο δρόμο από την National Action.

Για παράδειγμα, όταν η National Action προσπάθησε να πραγματοποιήσει μια πορεία White Pride έξω από το Δημαρχείο του Brunswick το 1994, η BAN ένωσε πολλά συνδικάτα, φοιτητικές ενώσεις και οργανώσεις μεταναστών, όπως μέλη του Public Service Union (Συνδικάτο Δημόσιων Υπαλλήλων) και Construction, Forestry, Maritime, Mining and Energy Ένωση (CMFEU - Συνδικάτο στο χώρο της οικοδομής και κατασκευών, υλοτομίας, ναυτεργατών, ορυχείων και τομέα ενέργειας), καθώς και την Κινεζική Φοιτητική Κοινότητα, την Κουρδική Ένωση της Βικτώριας και την Αυστραλιανή Ένωση Εβραίων Φοιτητών. Υπό την πίεση αυτή, η NA υποχώρησε από την προγραμματισμένη της πορεία για τη λευκή υπεροχή.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αυτός ο αντιρατσιστικός ακτιβισμός από τη βάση μεταφέρθηκε στην αντιπολίτευση σε ομοσπονδιακό πολιτικό επίπεδο, με το κόμμα One Nation (Ένα Έθνος) της Pauline Hanson. Η Hanson και το One Nation δεν ήταν φασίστες όπως η NA ή η New Guard, αλλά δεξιοί λαϊκιστές. Πολλοί αντιφασίστες, ωστόσο, τόνισαν ότι οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτών των ρευμάτων είναι συχνά πολύ ασαφείς.

Αυτά τα ζητήματα οδήγησαν επίσης σε μια στρατηγική συζήτηση σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του One Nation. Ορισμένες αριστερές ομάδες που είχαν συμμετάσχει στην οργάνωση και τον αγώνα κατά της National Action υποστήριξαν τακτικές παρόμοιας σύγκρουσης, συμπεριλαμβανομένων των πικετοφοριών και ταραχών στις δημόσιες συναντήσεις. Ταυτόχρονα, αντιρατσιστικές ομάδες πραγματοποίησαν ευρύτερες, λιγότερο συγκρουσιακές δράσεις, όπως διαδηλώσεις και καθιστικές κινητοποιήσεις. Αυτές οι διαμαρτυρίες συγκέντρωναν συχνά μια ευρύτερη ποικιλία ανθρώπων που έπαιρναν θέση κατά του ρατσισμού και υποστήριζαν την πολυπολιτισμικότητα. Συχνά συμμετείχαν μέλη συνδικάτων, μαθητές σχολείων, τοπικοί πολιτικοί, κοινοτικές ομάδες και εκπρόσωποι Εκκλησιών, οδηγώντας στην παρακμή του One Nation στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Η απειλή επιστρέφει

Σήμερα, η ακροδεξιά έχει επιστρέψει, φέρνοντας μαζί της την απειλή της ρατσιστικής και πολιτικής βίας. Την ίδια στιγμή, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της ακροδεξιάς και της κυρίαρχης Δεξιάς, έχουν για άλλη μια φορά θολώσει, τόσο εδώ στην Αυστραλία όσο και στο εξωτερικό.

Οι κεντρώοι πολιτικοί απάντησαν καλώντας σε σκληρότερη αστυνόμευση και παρακολούθηση της ακροδεξιάς από τις υπηρεσίες ασφαλείας. Ζήτησαν επίσης νομικά μέτρα, όπως η απαγόρευση ακροδεξιών ομάδων και συμβόλων, όπως η σβάστικα, και αυστηρότερες ποινές για την υποκίνηση φυλετικού μίσους.

Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα με αυτές τις απαντήσεις είναι ότι παραβλέπουν το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο που επιτρέπει στην ακροδεξιά να αναπτυχθεί. Διαχωρίζουν επίσης τον αγώνα κατά του φασισμού και τον αγώνα κατά του ρατσισμού ευρύτερα. Ωστόσο, οι αντιφασίστες στην Αυστραλία έχουν νικήσει ξανά και ξανά την απειλή της ακροδεξιάς βίας. Από το Unemployed Workers Movement της δεκαετίας του 1930 έως την Community Action Against Racism στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα διδάγματά τους ξεχωρίζουν ξεκάθαρα. Για να νικήσουμε την ακροδεξιά, πρέπει να ενώσουμε τους ανθρώπους στο δρόμο, ενώ αντιμετωπίζουμε κατά μέτωπο τον ρατσισμό και χτίζουμε ευρείες συμμαχίες που περιλαμβάνουν τα συνδικάτα και τις κοινοτικές οργανώσεις.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε εδώ: https://jacobinmag.com/2022/02/far-right-anti-fascism-one-nation-pauline-hanson Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.