Μου ζήτησαν να δώσω μια ομιλία στο σεμινάριο του Professor William Kolb για την κοινωνιολογία του πολεοδομικού σχεδιασμού στο Carleton College. Το παρακάτω είναι η επεξεργασμένη απομαγνητοφώνηση της ομιλίας και της συζήτησης που ακολούθησε, όπως τυπώθηκε στο CARLETON MISCELLANY, το καλοκαίρι του 1962. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι είναι, σίγουρα, η συζήτηση με τους φοιτητές, οι οποίοι ήταν ευφυείς και μαχητικοί.
Όλες οι περιοχές που περιλαμβάνει ο σχεδιασμός πρέπει να γίνονται αντιληπτές σαν ενότητα. Δεν γίνεται αλλιώς. Αν έχετε σκοπό να κάνετε κάποιον καλό υλικό ή κοινωνικό σχεδιασμό θα βρείτε ότι οι περιοχές είναι ενωμένες γιατί τα ανθρώπινα ζώα είναι ενωμένα. Είμαι ένας πολύ αδαής άνθρωπος. Δεν έχω, ίσως με εξαίρεση ως κριτικός λογοτεχνίας, καμία ιδιαίτερη γνώση. Είμαι παρόλα αυτά, λίγο φιλόσοφος. Και αυτό που βλέπω είναι ότι τα πράγματα είναι έτσι και δεν μπορείτε να κάθεστε φρόνιμα, εκτός κι αν είστε διατεθειμένοι να τα αφήσετε να είναι έτσι.
Θα σας δώσω ένα πρόσφατο παράδειγμα σχεδιασμού από το καινούριο βιβλίο της Jane Jacob The Death and Life of Great American Cities. Σε αυτό το βιβλίο ένας εκπληκτικός αριθμός σελίδων είναι αφιερωμένος στο γεγονός ότι οι δρόμοι δεν είναι ασφαλείς και στο τί πρέπει να γίνει για να γίνουν ασφαλέστεροι. Έχω βρεθεί σε συνέδρια με την Jane και έχω ακούσει τις θέσεις της πάνω στο ζήτημα. Υπέθετα ότι είναι μια γριά γεροντοκόρη. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά. Τώρα, το ένα τρίτο του βιβλίου της είναι αφιερωμένο στις υλικές αλλαγές που μπορούν να γίνουν, για να γίνουν οι δρόμοι ασφαλέστεροι, για παράδειγμα ο επαρκής φωτισμός, αλλά η πιο σοβαρή της πρόταση είναι ότι τα πράγματα πρέπει να οργανωθούν έτσι, ώστε όλοι στο δρόμο να βρίσκονται συνεχώς κάτω από κάποιου είδους κοινωνική επιτήρηση. Οπότε, είναι εναντίον των πάρκων και των housing projects με τα πίσω στενάκια. Εγώ από τη μεριά μου θα έβρισκα μια ζωή υπό κοινωνική επιτήρηση αρκετά ακατάλληλη να τη ζήσεις. Χωρίς στενάκια και υπόγεια πώς θα μπορούσαν τα παιδιά που δεν έχουν λεφτά για ξενοδοχείο να κάνουν σεξ; Αλλά αυτά είναι τα μειονεκτήματα. Η ερώτηση είναι «υπάρχουν πλεονεκτήματα»; Αν πιστεύει ότι η έλλειψη ασφάλειας στη New York και στο Chicago θα λυθεί με κάποιου είδους υλικό σχεδιασμό με στόχο την κοινωνική επιτήρηση είναι γελασμένη.
Πρόσφατα, ο James Conant, που ερευνούσε το εκπαιδευτικό σύστημα της Αμερικής, κυκλοφόρησε ένα καινούριο βιβλίο το Slums and Suburbs. Σε αυτό μιλάει για τον κοινωνικό δυναμίτη των μεγάλων πόλεων, που συσσωρεύεται από έναν συνδυασμό ανεργίας, ειδικά στους νέγρους, με μη ρεαλιστικά εκπαιδευτικά προγράμματα και διαχωρισμούς που αναπαράγονται από τα αφεντικά και από τα εργατικά συνδικάτα. Προτείνει διάφορα διορθωτικά μέτρα για τα σχολεία και αυτούς που παρατούν την εκπαίδευση (drop-outs!).
Μία τέτοιου είδους προσέγγιση, αν εφαρμοζόταν σοβαρά, που δεν θα εφαρμοστεί, ίσως να έκανε κάτι για την ασφάλεια στους δρόμους των πόλεων. Αλλά το να διαμορφώνεις κτίρια και εισόδους για τη συνεχή κοινωνική επιτήρηση δεν θα κάνει τίποτα για την ασφάλεια. Το γεγονός ότι μπορεί κάποιοι άνθρωποι να παρακολουθούν δεν αποτρέπει το έγκλημα, απλώς αναστέλλει την ελευθερία. Μέσα σε δυναμιτισμένο κλίμα, ένας λευκός άνδρας μπορεί να περπατάει στο δρόμο ή μέσα σε ένα κτίριο ή ένας έγχρωμός άνδρας μπορεί να περπατάει στους δρόμους του Μπίρμινγχαμ, ή της Αλαμπάμα και κάτω από τέλεια κοινωνική επιτήρηση να πέσει θύμα ληστείας ή ξυλοδαρμού. Και όλοι αυτοί που κάνουν στατιστικές αράζουν και δεν τους νοιάζει. Κανένας υλικός σχεδιασμός δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Πρέπει να δείτε το πρόβλημα, σαν πρόβλημα ανθρώπινων μοτίβων.
Μπορείτε να ελπίζετε σε πολλά από τον υλικό σχεδιασμό. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να διευκολύνει, να συγκεκριμενοποιήσει και να τελειοποιήσει βαθύτερα κοινωνικά μοτίβα που είναι πολύτιμα. Αν υπάρχει μία πολύτιμη φιλικότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, τότε είναι πιθανό με ένα καλό campus να έχετε ένα καλό σχολείο. Αλλά αν δεν υπάρχει πραγματική κοινότητα μεταξύ του προσωπικού και των μαθητών και κανένα αληθινό ενδιαφέρον για πραγματική μελέτη, δεν θα μπορέσετε να δημιουργήσετε το σχολικό πνεύμα φτιάχνοντας απλά το campus. Πιστεύω ότι δεν έχουν ειπωθεί αρκετά, παρόλο που φαίνεται να είναι πολύ απλό. Ο σχεδιασμός είναι αποκομμένος από αυτό που εξυπηρετεί, από τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν. Σε αυτήν την περίπτωση το σχέδιο μετατρέπεται σε παγίδα, χειρότερη και από το να μην έχεις καθόλου σχέδιο.
Αυτή τη στιγμή στις Νέα Υόρκη και Βοστόνη, ακόμη και στο Κλίβελαντ και σίγουρα στο Σικάγο το μεγάλο πρόβλημα του κοινωνικού σχεδιασμού είναι ο διαχωρισμός, η υποτίμηση γειτονιών. Συνέβη έτσι: υπάρχει πολύ μετανάστευση από τις νότιες πόλεις, ειδικά προς την ανατολή. Οι μετανάστες είναι στην πλειονότητά τους νέοι άνθρωποι, όπως συμβαίνει συνήθως με τους μετανάστες. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι κάνουν παιδιά. Αυτή είναι η φύση των νέων ανθρώπων. Την ίδια στιγμή που αυτοί έρχονται στις πόλεις, υπάρχει μια μετοίκηση των λευκών νέων της μεσαίας τάξης στα προάστια. Και αυτοί επίσης κάνουν παιδιά. Το αποτέλεσμα είναι ότι παρόλο που ο πληθυσμός δεν αποτελείται από 50% έγχρωμους ανθρώπους, ο πληθυσμός των έγχρωμων παιδιών στα σχολεία είναι ακόμα μεγαλύτερος. Οπότε τα σχολεία είναι 70,90,100% διαχωρισμένα. Για κάποιο λόγο οι άλλοι, οι λευκοί έφυγαν για τα προάστια. Δεν είναι σαφές από τι ακριβώς ξεφεύγουν, αλλά είναι η αιτία του de facto διαχωρισμού. Πριν σαράντα χρόνια, όταν γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη, είχαμε ολοκληρωμένα σχολεία, αλλά τώρα όχι και συμβαίνει το ίδιο πράγμα και σε άλλες μεγάλες πόλεις του βορρά. Οι συνθήκες στις περιοχές των έγχρωμων είναι κακές και την ίδια στιγμή επιβεβαιώνουν και εκτρέφουν την προκατάληψη στους κατοίκους αυτών των περιοχών, όπως συμβαίνει και στους λευκούς. Τότε κανένας υλικός σχεδιασμός δεν μπορεί να κάνει τους δρόμους ασφαλείς. Επιπλέον, απερίσκεπτες γραφειοκρατικές προσπάθειες για αλλαγή μπορεί να κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Σκεφτείτε το στεγαστικό στην πόλη της Νέας Υόρκης, αν το εισόδημά σας αυξηθεί πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο πρέπει να μετακομίσετε. Δε μπορούσε να υπάρξει πιο ανόητη επινόηση. Τα άτομα από μια γειτονιά που ακόμα και σε αυτήν την κοινωνία θα μπορούσαν να κατορθώσουν κάτι και να μπορέσουν να βοηθήσουν και άλλους, υποχρεώνονται να την εγκαταλείψουν. Πρέπει να είσαι πραγματικός γραφειοκράτης για να το σκεφτείς αυτό: πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα διοικητικά κριτήρια, οπότε οι άνθρωποι που θα μένουν στα σπίτια πρέπει να είναι φτωχοί και να ζουν από την κρατική στήριξη απόρων.
Υπάρχει ακόμα ένα πρόβλημα με τα housing projects που εσείς εδώ έξω δεν το ξέρετε. Τα ηθικά κριτήρια για να ζεις με δημόσια πρόνοια στέγασης. Αν μία γυναίκα έχει πολλούς άντρες καταδικάζεται ως ανήθικη και εκδιώκεται. Είναι απλά γεγονός ότι τα ήθη πολλών φτωχών των πόλεων δεν είναι ίδια με της μεσαίας τάξης, που σε πολλές περιπτώσεις ζουν σε μικρές οικογένειες του άντρα, της συζύγου και των παιδιών. Περισσότερο σύνηθες είναι να έχουν διαφορετικά παιδιά από διαφορετικούς άντρες. Ή οι γυναίκες βγαίνουν έξω και δουλεύουν –δεν υπάρχει ο άντρας που φέρνει το ψωμί- και τα παιδιά αργότερα στην σχολική αργκό είναι τα «latchkey children», αυτά που γυρνούν σπίτι και ανοίγουν με το κλειδί τους. Αυτά είναι απλά γεγονότα. Αλλά το στεγαστικό σχεδιάστηκε με τέτοιους όρους μεσοαστικών συμβάσεων για ανθρώπους που δεν τις είχαν. Δεν είναι καθόλου ζήτημα ηθών: τα ήθη τις μεσαίας τάξης δεν είναι τα μόνα.
Έτσι, θα αρχίσω να προτείνω σαν χαρακτηριστικό για δημόσια στέγη το πείραμα ενός κοιτώνα για έφηβους από 11 χρονών. Οι έφηβοι θα ζουν στον κοιτώνα όπως σε ένα σπίτι νέων στις πρωτόγονες κοινωνίες. Την ίδια στιγμή στη στέγη θα ζουν και οι γονείς τους. Τα παιδιά θα έχουν ένα μέρος για παρηγοριά και συμβουλές και για να γευματίζουν. Μπορεί να τρώνε πρωινό στον κοιτώνα, μεσημεριανό στο σχολείο και βραδινό με τη μαμά. Έτσι, αν η μαμά περιμένει κάποιον κύριο στο σπίτι, δεν δημιουργείται τόσο μίσος. Αν αυτά είναι τα γεγονότα της ζωής, τότε ο σχεδιασμός πρέπει να προσαρμοστεί στα γεγονότα και συγχρόνως να αναδεικνύει και κάτι καινούριο. Κατά τη δική μου άποψη, οι κοιτώνες θα ήταν προτιμότεροι και για τη μεσαία τάξη. Πράγματι, δεν θα συμβούλευα κανέναν να το κάνει εκτός και αν δεν πίστευα ότι θα ήταν καλό και για μένα και για τα παιδιά μου.
Ας προχωρήσουμε. Ξεκίνησα με τη μικρότερη μονάδα του σχεδιασμού, το σπίτι. Ας προχωρήσουμε τώρα στις γειτονιές. Όπως ξέρετε, οι περισσότερο προωθημένοι και κοινωνιολογικά μυαλωμένοι σχεδιαστές πόλεων της τελευταίας γενιάς έχουν καταλήξει στο σχέδιο της γειτονιάς σαν το σωστό. Υπήρξε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την κοινότητα, την ομαδοποίηση πρόσωπο με πρόσωπο, σαν τη βάση της εξάλειψης της ανομίας και της μοναξιάς στη μαζική κοινωνία – και ένα από τα εγκλήματα της διάλυσης των μεγάλων φτωχογειτονιών και των δημόσιων στεγών ήταν η εξάλειψη των δεσμών μεταξύ των κατοίκων τους. Αλλά αυτή η στάση μπορεί επίσης να μετατραπεί σε μηχανική. Αισθανόμαστε ότι η συνάντηση μεταξύ ανθρώπων σε ένα εμπορικό κέντρο, για παράδειγμα, θα αφαιρέσει την παθογένεια την σούπερ-μητρόπολης ή της μεγαλούπολης.
Αλλά για να κάνουμε των σχεδιασμό γειτονιών να δουλέψει, ο υλικός σχεδιασμός είναι μόνο κοινότοπα σημαντικός σε σχέση με το πραγματικά σημαντικό: τη λειτουργία της γειτονιάς. Προκειμένου να κάνετε μια κοινότητα να δουλέψει σαν κοινότητα, πρέπει να της δώσετε την εξουσία και τη δύναμη να λαμβάνει αποφάσεις. Ο μόνος τρόπος που θα μπορέσετε ποτέ να σχεδιάσετε μία γειτονιά που να ανέρχεται σε κάτι, είναι αν τολμήσετε να αποκεντρώσετε τη διοίκηση και να επιτρέψετε τοπικές πρωτοβουλίες. Φυσικά δεν μπορείτε να δώσετε πρωτοβουλίες. Αλλά μπορείτε να δώσετε στους ανθρώπους το δικαίωμα να εξασκούνται στην ανάληψη πρωτοβουλιών και στη λήψη αποφάσεων. (Λέγεται ότι ένα στα δέκα άτομα είναι «ηγέτης». Αυτό είναι αρκετό αν όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να το πλησιάσουν πρόσωπο με πρόσωπο).
Σκεφτείτε έτσι: δεν είναι οι μεγάλες πόλεις που προκαλούν τη ζημιά της ανομίας. Καταρχήν τα έξι εκατομμύρια πληθυσμού μπορούν να υπολογιστούν και ως δύο χιλιάδες γειτονιές των τριών χιλιάδων κατοίκων, με ένα τοπικό δημαρχείο, για υγεία, εκπαίδευση, υγειονομία, αστυνομία κτλ.. Φυσικά κάποιες λειτουργίες χρειάζονται κεντρική διοίκηση, όπως οι μεταφορές, αλλά πολλές λειτουργίες μπορούν να υπάρξουν επαρκώς αποκεντρωμένες στις γειτονιές.
Ας αναπτύξω μία λειτουργία. Το εκπαιδευτικό σύστημα. Στη Νέα Υόρκη υποτίθεται ότι έχουμε ένα πολύ καλό σύστημα. Είναι απαίσιο. Αλλά όσο κακό και αν είναι ακαδημαϊκά, διοικητικά είναι παράλογο.
Έχετε ακούσει ποτέ για το σχολείο των αρουραίων; Ο διευθυντής είναι φίλος μου, ο Έλιοτ Σαπίρο. Είναι ένας άγιος τύπος και διάλεξε αυτό το σχολείο επειδή είναι ένα από τα χειρότερα. Μεταξύ άλλων έχει και πολλούς αρουραίους. Τσίριξε λίγο και τελικά ο Δήμαρχος εμφανίστηκε. Φυσικά, μπήκε και βγήκε στο κτίριο και ένας αρουραίους πήδηξε επάνω του και υπήρξε και φωτογραφία στους Times! «Πρέπει να επιληφθούμε οπωσδήποτε»! Πρώτη προτεραιότητα. Αυτό ήταν το Μάρτιο. Τον Ιούλιο ήρθαν οι εργάτες και παράτησαν τους κουβάδες με τη μπογιά. Άφησαν το τσιμέντο τους για να επισκευάσουν την αυλή. Αλλά όλο το καλοκαίρι δεν έγινε καμία δουλειά. Το σχολείο ξεκίνησε τη δεύτερη εβδομάδα του Σεπτέμβρη. Την τρίτη εβδομάδα ήρθαν οι εργάτες με τρυπάνι πεπιεσμένου αέρα στην αυλή. Δε μπορούσαν να κάνουν μαθήματα γιατί δεν άκουγαν. Η μπογιά έπεφτε στα κεφάλια τους και οι αναθυμιάσεις ήταν αηδιαστικές. Οπότε ο Έλιοτ, που είναι και πολύ φαλακρός, ακύρωσε τα μαθήματα και είπε στα παιδιά να πάνε σπίτι και να πουν στις μαμάδες τους ότι το σχολείο ακυρώθηκε επειδή η πόλη δεν επισκεύασε το σχολείο στην ώρα του και δεν ήθελε ο διευθυντής να κρατήσει τα παιδιά σε ένα σχολείο που είναι επικίνδυνο. Οι μαμάδες μετά σχεδίασαν μια διαμαρτυρία. Ο δήμος αντιστάθηκε αλλά τελικά πήγαιναν τόσο άσχημα τα πράγματα –και με τις εκλογές να πλησιάζουν- ενέδωσαν στα αιτήματα. Τα παιδιά άρχισαν να τα παίρνουν σχολικά για άλλα σχολεία και οι εργάτες πληρώθηκαν υπερωρίες. Ωραία. Αλλά πέρσι το Μάρτη, ή δυο-τρεις Μάρτηδες πριν, ο Έλιοτ θα μπορούσε να έχει πάρει τηλέφωνο ένα εξολοθρευτή από τη γειτονιά και να του είχε πει: «Ξεφορτώσου αυτούς τους καταραμένους αρουραίους και χρέωσε τα στην πόλη». Αλλά αν το είχε κάνει αυτό θα μπορούσε να έχει κατηγορηθεί για σπατάλη δημοσίου χρήματος. Πρέπει να περάσετε από την Λίβινγκστον Στριτ, αυτό είναι το Συμβούλιο για την Εκπαίδευση (Board of Education) και αν συμφωνήσουν να ξεφορτωθούν τους αρουραίους, να σε προωθήσουν στο Συμβούλιο του Προϋπολογισμού (Board of Estimate). Αυτά τα πράγματα παίρνουν χρόνο.
Φανταστείτε τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους του αντίστροφου: τα λεφτά από τους φόρους θα πήγαιναν, για παράδειγμα, στο όργανο γονέων-δασκάλων (Parent Teacher Association), για να φτιάξουν το σχολείο όπως το επιθυμούν, με το κεντρικό συμβούλιο (Central Board of Education) να διατηρεί μίνιμουμ εξουσίες, όπως ας πούμε να διαβεβαιώνει ότι θα μοιραστούν τα λεφτά σε όλες τις γειτονίες και ότι δε θα τα αρπάξουν όλα οι πλούσιες. Εμένα μου φαίνεται ότι αυτό είναι εντελώς εφικτό. Αν δημιουργούνταν ένα σχολικό σύστημα στη Νέα Υόρκη αύριο, φυσικά, θα υπήρχε χάος, αλλά ακόμα και αυτό ίσως να μην ήταν τόσο κακό. Μερικά σχολεία θα ήταν εντελώς φριχτά, μερικά θα ήταν σύμφωνα με τον Τζον Μπιρχ2. Από την άλλη μεριά, κάποια θα ήταν υπέροχα. (Ένας εκπληκτικός αριθμός έξυπνων ανθρώπων θα συμμετείχαν στο PTA αν αυτό είχε κάποια δύναμη). Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν υπέροχα σχολεία στο δημόσιο σύστημα. Κανένα. Δεν μπορείτε να έχετε ένα καλό σχολείο, αν δεν μπορείτε να πειραματιστείτε πιο ελεύθερα από το επιτρεπτό. Με ένα αποκεντρωμένο σύστημα, ίσως να εμφανίζονταν σχολεία χειρότερα κι από τα χειρότερά μας. Αμφιβάλλω αλλά είναι πιθανό: όλα τα παιδιά μπορεί να πέθαιναν από χολέρα. Αλλά έτσι οι άνθρωποι θα μάθαιναν από τα δικά τους λάθη και θα έπρεπε να μαθαίνουν πολύ γρήγορα! Το συμβούλιο μπορεί να τους έλεγε: «Αυτό που κάνετε δεν θα δουλέψει. Τα παιδιά δεν θα μπουν ποτέ στο γυμνάσιο και στο κολλέγιο». Τα μέλη του PTA μπορεί να έκαναν εξυπνότερες κινήσεις.
Στην πραγματικότητα, έτσι λειτουργούν τα σπίτια με διακανονισμούς. Οι συμμορίτικες δουλειές στις γειτονιές και άλλα είδη κοινωνικής εργασίας, είναι πρότζεκτ γειτονιών που έχουν δημιουργηθεί από τους ηγέτες των πρότζεκτ σπιτιών με διακανονισμούς. Καλούν τον δήμο όποτε έχουν ανάγκη από βοήθεια. (Δεν λαμβάνουν πάντα βοήθεια, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα στη θεωρία). Μέχρι τώρα, το πνεύμα κοινότητας σε αυτές τις γειτονιές της Νέας Υόρκης είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Ξεκάθαρα, τα τοπικά σχολεία θα ήταν ένας ακόμα μεγαλύτερος παράγοντας.
Ακόμα πιο σημαντική, πιθανώς, είναι η στεγαστική και αστική ανανέωση. Θα μπορούσε και αυτή να συμβαίνει σε τοπικό επίπεδο. Μία λογική μέθοδος θα ήταν να καλεστούν άνθρωποι από το πανεπιστήμιο για να σχεδιάσουν εναλλακτικούς τρόπους ανανέωσης των γειτονιών. Ίσως με διαγωνισμό, όπου ένα συμβούλιο αρχιτεκτόνων θα αποφάσιζε ποια σχέδια είναι εφικτά. Ίσως έξι πλάνα να έμεναν στο τέλος για να ξεκινήσουν τη δουλειά. Μετά εκπαιδεύετε τον κόσμο προσκαλώντας τον στο σχολείο. Ίσως ένα πάρτυ ή ένα μπαζάρ. Εξηγείτε τα πλάνα αναδεικνύοντας τον ένα στόχο ή τον άλλο. Συνεχίζετε την επικοινωνία για έξι μήνες ή ένα χρόνο. Ίσως τα σχέδια να γίνουν ένα τοπικό πολιτικό ζήτημα. Τέλος, η ψήφιση-ότι διαλέξουν αυτό θα πάρουν. Χωρίς ψέματα. Ως συνήθως δεν θα διαλέξουν το καλύτερο. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Αλλά θα διαλέξουν σίγουρα ένα, που θα είναι καλύτερο και πιο ταιριαστό στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, κάποιο που κάποιοι γραφειοκράτες από την επιτροπή σχεδιασμού της πόλης (City Planning Commission of New York City) θα τους έδιναν. Δίνοντας στις γειτονιές τη δύναμη να αποφασίζουν, νομίζω ότι σταδιακά θα είχατε αληθινές γειτονιές και ίσως να είχατε ακόμα και καλά σχέδια.
Και τώρα επιτρέψτε μου να πηδήξω στο τελευταίο θέμα που θα ήθελα να κουβεντιάσουμε. Κατά την άποψή μου, ένα από τα κεντρικά ζητήματα με τα οποία θα πρέπει να ασχοληθούμε όσον αφορά τον αστικό σχεδιασμό είναι το να αναστρέψουμε με κάποιο τρόπο την τάση από την εξοχή στις πόλεις. Σκεφτείτε. Οι πόλεις ήταν πάντα το μέρος που αναπτυσσόταν και άνθιζε η υψηλή κουλτούρα. Για λόγους προφανής. Η ώσμωση διαφορετικών ανθρώπων, τεχνών και υποομάδων. Υπάρχει ένα εμπόριο και οι άνθρωποι έρχονται από μακρινά μέρη για να εμπορευτούν. Οι άνθρωποι των πόλεων ακούν διαφορετικές γλώσσες, έθιμα, φιλοσοφίες και επιστήμες. Αυτό οξύνει τη νόηση. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι επαρκώς κατοχυρωμένο στη μνήμη ότι αυτές οι εκπληκτικές πόλεις είχαν πάντα πεπερασμένα όρια και μια πολύ κοντινή σχέση με κάποια εξοχή. Είναι ένα πράγμα να ζείτε στην πόλη και να έχετε ξαδέρφια στην εξοχή που τα επισκέπτεστε και σας επισκέπτονται και άλλο πράγμα να ζείτε σε ένα πολεοδομικό συγκρότημα εξακοσίων μιλίων που πας και πας και δεν βγαίνεις ποτέ έξω από τα προάστια που έχουν την ίδια αστική κουλτούρα απλά σε πιο βαρετή μορφή. Η πόλη πρέπει κάπου να σταματάει. Τότε μπορεί να έχετε μια οντότητα και να αρχίσετε να βελτιώνετε το κέντρο. Σκεφτείτε τα λεφτά που ξοδεύουμε στη Νέα Υόρκη για δρόμους υψηλής κυκλοφορίας για το Λονγκ Άιλαντ, το Γουέτσεστερ, το Κονέκτικατ. Δισεκατομμύρια δολάρια. Και στεφτείτε αν ξοδεύαμε το μεγαλύτερο μέρος τους στο να βελτιώσουμε το κέντρο. Ας πούμε, «εδώ θα είναι το όριο της πόλης. Εδώ γύρω θα έχουμε κάποια παχιά δάση. Και μετά τα δάση θα έχουμε φάρμες με γελάδια».
Το πρόβλημα είναι πώς θα πείσουμε τους ανθρώπους να μείνουν στις φάρμες με τα γελάδια. Μόνο το ανάποδο συμβαίνει. Όλοι φεύγουν από τις φάρμες με τα γελάδια και πάνε προς τις πόλεις. Ο λόγος πιστεύω ότι είναι πολύ απλός. Εκτός από το ότι δεν υπάρχουν μετρητά, οι φάρμες είναι και κάπως βαρετές. Τώρα, η μοντέρνα πόλη είναι ακόμα πιο βαρετή, αλλά το παιδί της φάρμας δεν το ξέρει. Καταφθάνει ενθουσιασμένο στην πόλη. Είναι πρώτα μια αμφισβήτηση ηθών, αδύνατων ηθών στην κοινότητα της φάρμας. Αυτός ο τρόπος της ηθικής καταπίεσης είναι πιθανός, όταν, σε μία περίπτωση, οι επιθυμίες παραμένουν στο υποσυνείδητο και δεν μετουσιώνονται σε σκέψη ή είναι απίθανος όταν τα περιεχόμενα είναι αποτέλεσμα σκέψης. Η ηθική καταπίεση οδηγεί σε αναστολή και κανείς δε μπορεί να ζήσει μια ανασταλμένη ζωή. Δεν μπορείτε να παίρνετε ανθρώπους με συγκεκριμένα καταπιεστικά έθιμα και να τους περικυκλώνεται με μία αστική κουλτούρα στην οποία πολύ διαφορετικά πράγματα είναι αποδεκτά και διαφημίζονται – η τηλεόραση, οι ταινίες και όλα τα σχετικά - και να περιμένετε ότι αυτοί οι άνθρωποι θα είναι ικανοποιημένοι και χαρούμενοι, όπως ήταν. Αναπροσαρμόζονται συνεχώς και η παλιά καταπιεσμένη ηθική καταρρέει. Έπειτα η ζωή στην εξοχή γίνεται μη αποδεκτή και οι νέοι πηγαίνουν στην πόλη. Φυσικά και πηγαίνουν.
Κάνουν ένα λάθος, επειδή το μέρος που αποφασίζουν να πάνε ίσως είναι πιο ελεύθερο σε κάποιες απόψεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει πολλές άλλες επιθυμητές ποιότητες. Η ποιότητα ζωής στην πόλη είναι βαρετή όταν δεν συνδέεται καθόλου με την εξοχή. Πρέπει να βρούμε, με κάποιους τρόπους, μοτίβα ζωής στην εξοχή και στις μικρές πόλεις και να εξαλείψουμε την αστική μετανάστευση.
Πάρτε το Νόρθφιλντ για παράδειγμα. Αν δημιουργούνταν νέες βιομηχανίες, θα υπήρχε περισσότερο χρήμα. Ειδικά αν ήταν ενδιαφέρουσες βιομηχανίες, τότε θα είχατε βιομηχανία, μια αγροτική κοινότητα και δύο κολλέγια. Αυτή θα ήταν μια ενδιαφέρουσα κοινότητα αν όντως όλοι οι άνθρωποι μοιράζονταν σε αυτές τις τρεις δραστηριότητες. Αν κάθε οικογένεια είχε ένα κορίτσι ή ένα αγόρι στο κολλέγιο και ένα στο εργοστάσιο και ένα στη φάρμα και πράγματι όλοι ζούσαν μαζί, όπως και μπορείς να ζεις μαζί σε ένα μέρος τέτοιου μεγέθους. Θα ξεκινούσατε να έχετε μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωή με γόνιμες ιδέες να διασταυρώνονται, μια ζωή ολόκληρη που θα ήταν πολύ καλύτερη από την ανάπτυξη της πόλης. Ένα τέτοιο μοτίβο θα μπορούσε να σταματήσει την αστική μετανάστευση και ίσως μερικώς να την αναστρέψει. Μίλησα αρκετά.
Ερώτηση: Σας έχουν αποκαλέσει ουτοπικό στο επίπεδο του ότι οι ιδέες σας δεν μπορούν ρεαλιστικά να υλοποιηθούν. Πώς κινείστε με στόχο να κάνετε τα πράγματα να συμβούν;
Απάντηση: Αν πρόκειται κανένα από αυτά τα πράγματα να πραγματοποιηθούν, πρόκειται να συμβεί κατόπιν πίεσης. Το σημαντικό είναι να προσπαθείς να συγκροτήσεις μια ομάδα πίεσης σε μικρό τοπικό επίπεδο, την οποία και αφορά η ανανέωση που προσπαθείς να πετύχεις. Αν προσπαθείς να πετύχεις αποκέντρωση μέσα στην πόλη, για παράδειγμα, ασχολείσαι με το σπίτι με διακανονισμό, με το σχολείο, με τη γειτονιά, που θα έπρεπε να εξασκούνται στην πίεση. Όχι, όμως, με την εκλογική ενότητα, έχοντας σαν τελικό στόχο ότι η γειτονιά θα γίνει επεκταθεί σε όλη την εκλογική ενότητα.
Ε: Αν η επιθυμία για εξουσία διαφθείρει όσο και η ίδια η εξουσία, και αν τα σπίτια διακανονισμών της γειτονιάς έχουν το δικό τους προϋπολογισμό, και ο προϋπολογισμός ήταν δημόσιο χρήμα, δεν θα επιθυμούσαν οι γείτονές σου να ανελιχθούν στη ιεραρχία προς το γραφείο που μαζεύει τους φόρους και στο γραφείο εκταμιεύσεων;
Α: Όχι, όχι, δεν το νομίζω. Δεν το νομίζω επειδή πιστεύω ότι η διαφθορά της ανθρωπότητας προκαλείται από τη ματαίωση. Οι άνθρωποι δεν θέλουν εξουσία από μόνοι τους. Αυτό που θέλουν είναι δραστηριότητα. Θέλουν να συγκεκριμενοποιήσουν πιθανότητες και μέχρι τώρα ψάχνουν για εξουσία προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις και να ενεργούν. Τώρα στην περίπτωση που όλο και περισσότερα δικαιώματα στο να αποφασίζουν αφαιρούνται από τους ανθρώπους, υπάρχει όλο και μεγαλύτερη ανάγκη για ικανούς ανθρώπους στο να αποφασίζουν (big decision makers). Αλλά σε μία οικογένεια, για παράδειγμα, όπου ακόμα παίρνονται αποφάσεις, δεν υπάρχει η συνέχεια του να συναντιέσαι και να αποφασίζεις για την πόλη.
Ε: Μου φαίνεται ότι υπάρχει ένα βάσιμο στοιχείο που κάπου χάθηκε. Τον περισσότερο καιρό, ίσως λόγω του ότι η απογοήτευση είναι αναπόφευκτη, υπάρχουν δυναμικοί αγώνες. Ας αναγνωρίσουμε αυτό και μετά οι ιδέες σας για τις γειτονιές μπορούν να συζητηθούν σαν όροι για μεγαλύτερη δυναμική.
Α: Ακριβώς.
Ε: Κάποιος, σχεδόν αναπόφευκτα, θα κρατάει τα ηνία αυτής της δύναμης. Κάποιος άνθρωπος ή κάποια μικρή ομάδα.
Α: Δεν βλέπω γιατί αυτό είναι επακόλουθο. Ποια ήταν η αρχική ιδέα του συστήματος των ομοσπονδιών, ας πούμε;
Ε: Και τί πήγε στραβά;
Α: Λοιπόν, ναι, έπρεπε να συμβεί; Εσείς λέτε ότι έπρεπε να συμβεί.
Ε: Μια μικρή εμπειρική διαφωνία : συμβαίνει.
Α: Αλλά όλο αυτό μαζί είναι αληθινό. Έχουμε την τάση να γινόμαστε πολύ τυφλοί με τις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι αληθινό. Ας κάνουμε την ιστορία της επιστήμης. Μέχρι και τα τελευταία τριάντα χρόνια, θα βρείτε ότι η επιστήμη υπάρχει με έναν διεθνή και εντελώς αποκεντρωμένο τρόπο. Τελείως. Έχουν υπάρξει επιστημονικές ακαδημίες και πανεπιστήμια που συνεργάζονται. Έχουν αναπτύξει την επιστήμη με άλματα και πηδήματα. Κάθε μικρή ομάδα έχει την ευθύνη για τη χρηματοδότησή της. Και δεν έχουν υπάρξει πολλές απόπειρες να κυριαρχήσει κάποιος.
Ε: Θα σταθώ σε αυτό, γιατί δεν νομίζω ότι έχουμε ένα έγκυρο παράδειγμα, κυρίως γιατί δεν νομίζω ότι υπάρχει διένεξη σε μια βάση προσωπικής σημασίας.
Α: Αυτός ο διάολος!
Ε: Ίσως δεν υπήρξε ανάγκη για οργάνωση σε τέτοιο βαθμό μέχρι τώρα;
Α: Η επιστημονική δουλειά μέχρι τώρα έχει υπάρξει εξαιρετικά οργανωμένη. Ποτέ δεν είπα ότι δεν ήταν οργανωμένη. Σε κάθε χώρα υπάρχουν ακαδημίες επιστημών, συνέδρια, εκδόσεις. Η οργάνωση είναι αχανής, αλλά δεν υπάρχει δυναμικός αγώνας με την έννοια του ότι κάποιοι παλεύουν για κεντρική κυριαρχία.
Ε: Δεν υπήρξε καμία ανάγκη για δυναμικό αγώνα.
Α: Ποτέ δεν υπάρχει ανάγκη για δυναμικό αγώνα. Αυτό είναι μια νεύρωση.
Ε: Αλλά σήμερα, μεγάλες οργανώσεις δίνουν λεφτά για έρευνες και αν θες να συμμετέχεις στις έρευνες πρέπει να έχεις λεφτά και να τα έχεις πάρει από αυτούς που τα ελέγχουν;
Α: Σωστά. Με άλλα λόγια αυτό που συμβαίνει είναι ότι παρεμβαίνουμε σε αυτήν την ιστορία της επιστήμης με στόχους που δεν ανήκουν στα ιδανικά των επιστημών. Αλλά η κεντρική διοίκηση δεν χρειάζεται να συμβεί. Είναι ένα στυλ, όπως και το μπαρόκ είναι ένα στυλ, όπως παρατηρεί και ο Λούις Μάμφορντ. Αυτός είναι ο μπαρόκ σχεδιασμός: στη μέση βρίσκεται ένα μεγάλο παλάτι και όλοι οι δρόμοι έρχονται από το κέντρο.
Ε: Πιστεύετε ότι παρόλο που αυτό δεν είναι απαραίτητο ούτε στις επιστήμες ούτε στον σχεδιασμό μιας γειτονιάς, θα έπρεπε να διαλέξουμε να το κάνουμε αλλιώς;
Α: Το διαλέγω είναι μια δυνατή λέξη γιατί δίνει την εντύπωση πραγματικής υπέρβασης. Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να κινηθούμε προς κατευθύνσεις που θα χρειαζόταν λιγότερο να το κάνουμε με τον κεντρικό τρόπο. Ας το πούμε έτσι. Δημιουργώντας άλλου είδους μικρά ιδρύματα, μπορούμε να αφαιρέσουμε από το δηλητήριο των κεντρικών ιδρυμάτων. Πρέπει να αγωνίζεστε με τις λέξεις, με τη σκέψη, μια μπίτνικ υπαναχώρηση. Μια μπίτνικ υπαναχώρηση, λοιπόν, δεν είναι ένα πρώτο κακό βήμα. Το να σταματάς είναι πολλές φορές ένα καλό βήμα. Απλά να σταματάς, με τον τρόπο των μπίτνικ. Απλά δεν θα το κάνετε. Και ίσως μετά να σκεφτείτε κάτι καλύτερο να κάνετε.
Ε: Τι είδους παιδιά θα έβγαιναν από τους κοιτώνες που προτείνετε;
Α: Αυτό που πρότεινα ήταν η οικογενειακή δομή των κιμπούτς και η ψυχολογική θεωρία που υπέβοσκε ήταν φροϋδική. Το πρόβλημα που οδηγεί στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι το πρόβλημα της καλής και της κακής μητέρας. Ο στόχος των κιμπούτς είναι να κάνουν τη μητέρα να αισθάνεται μόνο καλή. Αυτό επιτυγχάνεται με το να μην σε διδάσκει τίποτα. Δεν σου διδάσκει τρόπους στο τραπέζι, αυτό το μαθαίνεις από την κοινωνία. Αλλά όταν η κοινωνία γίνεται πολύ σκληρή μπορείς να τρέξεις στη μαμά σου κλαίγοντας να σε παρηγορήσει.
Ε: Έχω ακούσει μερικές αντικρουόμενες απόψεις για την αντανάκλαση των κιμπούτς στα παιδιά.
Α: Για αυτό προτείνω να ξεκινάει στα έντεκα. Φαίνεται δίχως αμφιβολία ότι αν ένα παιδί, ειδικά από την ηλικία των έξι μηνών μέχρι και δύο χρονών, μεγαλώνει χωρίς προσωπική φροντίδα, αναπτύσσει κρύα προσωπικότητα το οποίο μπορεί σταδιακά να οδηγήσει σε ψυχοπαθολογικές συμπεριφορές. Στο Ισραήλ συνέβαινε όχι με την έννοια ότι το παιδί δεν πρέπει να λαμβάνει προσωπική προσοχή αλλά επειδή οι μάνες έπρεπε να δουλέψουν στα χωράφια κι έτσι τα άφηναν από νωρίς στον παιδικό σταθμό του κιμπούτς.
E: Αναρωτιέμαι όταν λέτε ότι θα βάζατε τα παιδιά σε κοιτώνες έτσι. Εγώ δεν θα ήθελα να δώσω τα παιδιά μου σε κάποιον άλλο.
Α: Ζείτε σε έναν ονειρεμένο κόσμο, αγαπητή/έ μου. Περιμένετε μέχρι να κάνετε παιδιά. Θα διαπιστώσετε ότι τα παιδιά σας διαμορφώνουν τα ιδανικά τους από τον δρόμο και όχι από εσάς.
Ε: Ναι, αλλά αν ζουν ακόμη στο σπίτι και έχω επιρροή στις ζωές τους, ίσως να μπορώ να μετατρέψω τα ιδανικά του δρόμου. Ενώ αν ζουν κάπου αλλού, δεν μπορώ να τα ελέγξω καθόλου.
Α: Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Αλλά ακόμα κι έτσι, μόνο όταν τα ιδανικά που έχετε στο σπίτι αξίζουν πραγματικά. Το παιδί θα βρει αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό και ενδιαφέρον και θα προσπαθήσει να δημιουργήσει κάτι με αυτό, ακόμα κι αν ζει σε κοιτώνες. Αλλά αν πάρουμε ένα μέσο όρο περιπτώσεων, πιστεύω ότι κάθε περίπτωση δρόμου είναι καλύτερη από τις περισσότερες περιπτώσεις οικογενειών, όσον αφορά στα ιδανικά, στην κουλτούρα και στην αγάπη. Ακόμη, δεν υπάρχει η απόλυτη εξουσία πάνω σε ένα παιδί, έτσι κι αλλιώς.
Ε: Αναφέρατε πριν κάτι για τη σημασία του ενδιαφέροντος. Γιατί έχει τόση σημασία;
Α: Θα σου πω γιατί. Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να γίνουν παρά τη θέληση των ανθρώπων, αλλά συμβαίνουν λόγω κινδύνων. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί πεταχτεί μέσα στην κίνηση του δρόμου, το πιάνετε από το λαιμό και του βγάζετε την ψυχή για να μάθει το μάθημά του. Αλλά κάθε φορά που συμβαίνει αυτό ή κάποιο παιδί υποχρεώνεται να κάνει κάτι που δεν το ενδιαφέρει, θα το κάνει με λιγότερη χάρη και ταλέντο. Βάζει λιγότερο από τον εαυτό του. Αν δεν προέρχεται από εσωτερικά κίνητρα, το παιδί δε θα εμπλακεί σε αυτό. Οπότε μέχρι τώρα, εφόσον ενδιαφερόμαστε για την τελειότητα στις ζωές όλων, θα πρέπει να προσπαθήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο να έχουμε σαν βάση το αυθόρμητο ενδιαφέρον για οτιδήποτε συμβαίνει. Ο λόγος είναι ότι θα κάνουμε τα πράγματα καλύτερα, με περισσότερη ακρίβεια, χάρη, ευφυία και δύναμη.
Ε: Θα υπήρχε επίβλεψη ενηλίκων σε αυτούς τους κοιτώνες;
Α: Αν τους έτρεχα εγώ, δεν θα υπήρχε. Θα υπήρχαν κανόνες, γιατί αυτό είναι μια αναγκαιότητα για τη δομή. Τα παιδιά δεν θα αφήνονταν εντελώς στους δικούς τους μηχανισμούς. Εγώ θα συνέδεα το σύστημα κοιτώνων με μια μορφή αστικής ανανέωσης, που θα προσπαθούσε να δώσει στα παιδιά τα είδη των εργασιών που μπορούν να διεκπεραιώσουν, όπως η ανακαίνιση. Τα παιδιά δεν θα ήταν παραμελημένα από τους ενήλικες. Αν κάποιο παιδί πάει κοντά σε έναν άνθρωπο που δουλεύει και τον παρακολουθεί, ο άνθρωπος θα του μιλήσει. Και τα παιδιά θα πληρώνονται για τη δουλειά τους στο πρόγραμμα. Δεν είναι αυτό που συμβαίνει σε μια πρωτόγονη κοινωνία: σπίτι για νέους και κοινοτική εργασία;
Ε: Αναφέρατε ότι με τοπικό σχεδιασμό μπορεί να προκύψει μεγάλος χαμός. Τι θα γινόταν; Οι άνθρωποι ίσως να πίστευαν ότι ο σχεδιασμός ήταν μια απαίσια ιδέα και η κοινή γνώμη να γινόταν τόσο ισχυρή που τελικά ο σχεδιασμός να μην κατάφερνε να διεκπεραιωθεί.
Α: Αυτό είναι αλήθεια. Αυτό ακριβώς συνέβη στην προοδευτική εκπαίδευση όταν προσπάθησαν να την επιχειρήσουν. Οπότε αντί να την προσπαθήσουν πραγματικά, τα πράγματα σταμάτησαν σε ένα επίπεδο μικρού χάους και μετά πανικού.
Ε: Τι θα προτείνατε να γίνει για αυτό;
Α: Θα πρότεινα περισσότερο κουράγιο.
Ε: Αν η δύναμη δοθεί σε μικρές ομάδες, ποιος θα ηγηθεί των μελών;
Α: Οι άνθρωποι που είναι σοφοί και συμπονετικοί.
Ε: Πώς θα εδραιώσουν τους εαυτούς τους μέσα στις ομάδες;
Α: Κοίτα. Ας υποκριθούμε για μια στιγμή ότι κάθομαι εδώ, στην κορυφή του τραπεζιού. Είμαι σοφότερος. Πώς εδραίωσα τον εαυτό μου; Δεν είναι ένας υλικός σχεδιασμός του δωματίου. Δεν υπάρχει άλλη απάντηση πέρα από το ότι με νοιάζει. Με νοιάζει αρκετά ώστε να το σκέφτομαι. Με νοιάζει αρκετά ώστε να έχω γράψει ένα άρθρο. Με νοιάζει αρκετά ώστε να μιλάω με άλλους ανθρώπους που ξέρουν κάτι για αυτό.
Ε: Υπάρχει κάτι άλλο εκτός από κουράγιο που θα μπορούσε να βοηθήσει στο να ξεπεράσουμε τον πανικό.
Α: Ίσως μια έρευνα στην εύρεση κινήτρων θα μπορούσε να εξυπηρετήσει σε αυτό το επίπεδο. Να χρησιμοποιήσεις, δηλαδή, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές τεχνικές όχι για να βάλεις κάτι μέσα σε έναν άνθρωπο αλλά για να τον βοηθήσεις να ξεφορτωθεί αυτά που τον εμποδίζουν από το να είναι ο εαυτός του. Αυτό στην ψυχοθεραπεία το αποκαλούμε ξεμπλοκάρισμα (unblocking). Έτσι ίσως να χρησιμοποιήσουμε την έρευνα για τα κίνητρα ώστε να βγάλουμε τους ανθρώπους από την ιδέα ότι ο σχεδιασμός δεν μπορεί να συμβεί. Αυτό θα ήταν πολύ επαρκές. Μετά εγώ θα προτιμούσα να αφήναμε τη φύση να κάνει το έργο της, έτσι ώστε η κοινότητα να είναι φυσική. Αλήθεια το πιστεύω αυτό.
Ε: Κάπου περιγράψατε τον εαυτό σας ως αναρχικό. Τί εννοείται με αυτό;
Α: Είμαι υπέρ των πρακτικών εξάλειψης της καταναγκαστικής εξουσίας όσο περισσότερο γίνεται. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος αναρχικός στο παρόν, που σκέφτεται στην ολιστική κοινωνική επανάσταση ή έχει κάποια ιδέα της τελικής κοινωνίας. Η ιδέα είναι να μετατρέψουμε απαθείς οργανώσεις σε αλληλέγγυες, να μετατρέψουμε όσο το δυνατό τους ήδη οργανωμένους σε αυθόρμητους. Να αφαιρέσουμε όσο το δυνατόν το φόβο που διαπερνά δυναμικά τις ανθρώπινες σχέσεις, έτσι ώστε αλλά συναισθήματα να έρθουν στην επιφάνεια, όπως ο θυμός, η αγάπη, ο ενθουσιασμός, το ενδιαφέρον.
Ε: Δεν καταλαβαίνω τι θα κάνατε σε περίπτωση που, για παράδειγμα, σε μία μικρή κοινότητα, τα περισσότερα μέλη αποφάσιζαν ότι θα κάνουν αυτό και εκείνο και ένα άτομο ή μία μειοψηφία δεν ικανοποιούνταν από την ψηφοφορία.
Α: Σε μία αξιακά καλή κοινωνία τα πράγματα δεν θα έμπαιναν προς ψήφιση. Αν υπήρχε διαφωνία δεν θα γινόταν τίποτα. Το ζήτημα δεν θα συζητιόταν για πάντα, γιατί οι άνθρωποι θα συνέχιζαν να προσπαθούν να καταλάβουν την οπτική ο ένας του άλλου, έτσι θα καλλιεργούνταν εμπιστοσύνη. Αλλά συχνά τα πράγματα μπορούν να αποφασίζονται δίκαια. Ας υποθέσουμε ότι βγαίνετε έξω και ένας φίλος λέει πάμε να δούμε αυτήν την ταινία και ο άλλος προτείνει άλλη. Πώς αποφασίζετε;
Ε: Ψηφίζουμε.
Α: Όχι δεν ψηφίζετε. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι κάποιος πραγματικά ενδιαφέρεται και θέλει να δει τη συγκεκριμένη ταινία και οι άλλοι δεν πολυενδιαφέρονται και λένε οκ. Δεν είναι αυτό κάτι που θα συνέβαινε σε μία κοινωνία που έχει καλλιεργηθεί εμπιστοσύνη;
Ε: Αλλά οι άνθρωποι δεν έχουν πάντα τις ίδιες αρχές. 31
Α: Αυτό είναι αλήθεια. Και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για αποκέντρωση. Όταν έχει αποκεντρωμένο σύστημα, αυτοί που διαφωνούν με τον τρόπο που διοικείται μια ολόκληρη γειτονιά, μπορούν να πακετάρουν τα πράγματά τους και να βρουν μία πιο ταιριαστή στα γούστα τους.
Ε: Για να επιστρέψω στον χαρακτηρισμό της δουλειάς σας ως ουτοπική, υπάρχουν αυτοί που λένε ότι οι άνθρωποι ξοδεύουν πολύ χρόνο στο να μιλούν για μη υλοποιήσιμες ιδέες, τις ουτοπίες αν θέλετε, και ότι αυτό τους εμποδίζει από το να βρούνε πράγματα που μπορούν να επιτευχθούν στην πραγματικότητα.
Α: Νομίζω ότι υπάρχει μια λανθασμένη εκτίμηση από τους ανθρώπους εδώ. Η βάση τέτοιου είδους κριτικής είναι η παραδοχή ότι ο μέσος άνθρωπος δεν έχει βαθυστόχαστα ιδανικά, ότι δεν έχει υψηλές προσδοκίες και φαντασία. Στην πραγματικότητα, όσο πιο απλοί είναι οι άνθρωποι τόσο περισσότερο σκέφτονται για το μέλλον. Αλλά επειδή υπάρχουν τόσο πολλές πιθανές διχογνωμίες με αυτές τις ιδέες, οι άνθρωποι που θέλουν να εκλεγούν αμβλύνουν τις καταστάσεις. Είναι ένα θέμα το πώς πραγματικά είναι οι άνθρωποι, άρα και ποιες ιδέες είναι πραγματικά εφικτές.
*Aπό το περιοδικό “Anarchy”. Mετάφραση: “Το Μικρό Δέντρο”.