Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου*
"The creative person should have no other biography than his works".
(“Ο δημιουργός δεν μπορεί να'χει καλύτερη βιογραφία ει μη μόνο τη δουλειά του”)
B. Traven
Βιογραφικό - Εισαγωγή
Ο Τρέηβεν (Traven) δεν είναι καθόλου αναγνωρισμένος στο ελληνικό κοινό. Δεν τον συναντάμε ούτε στις κατηγορίες των ευπώλητων, ούτε στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων ούτε στα προτεινόμενα των μεγάλων εφημερίδων ή των λογοτεχνικών περιοδικών. Όσα έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά έχουν εξαντληθεί και μάλλον δεν θα βρεθούν ούτε κατόπιν παραγγελίας. Τα σπουδαία βιβλία του "Το Λευκό Ρόδο" και "Το Πλοίο Των Νεκρών" που έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, καθώς και το "Το Γεφύρι Στη Ζούγκλα" που εξέδωσε η “Σύγχρονη Εποχή” δε βρίσκονται ούτε στα μεταχειρισμένα. Όσο για την "Επανάσταση Των Κρεμασμένων" που εκδόθηκε κι από τις εκδόσεις ΒΙΠΕΡ είναι πιθανότερο να βρεθεί κανά ξεχασμένο αντίτυπο σε κανά περίπτερο παρά από τις εκδόσεις Άρδην που κάνανε την επανέκδοση το 2006. Μόνον "Ο Θησαυρός Της Σιέρα Μάδρε" ίσως να βρίσκεται πιο εύκολα σχετικά, αν και δε νομίζω, που τον εκδώσανε τα “Γράμματα“, αλλά κι ο Πατάκης.
Αρχιδούκας φυγάς από την Αυστρία; Αναρχικός επαναστάτης; Εξερευνητής της Αρκτικής; Λεπρός ερημίτης; Μεταφραστής από το Ακαπούλκο; Για περισσότερα από σαράντα χρόνια η μυστηριώδης ταυτότητα του B. Traven υπήρξε αντικείμενο φανταστικών υποθέσεων, φημών κι επισταμένων ερευνών σε διεθνή κλίμακα, οι οποίες μάλιστα ανακινήθηκαν πρόσφατα. Παρά τις επιτυχίες του ο θρυλικός αυτός συγγραφέας απέφευγε τη δημοσιότητα με την ίδια σφοδρότητα που άλλοι την επιδιώκουν.
"Από έναν εργάτη πού δημιουργεί πνευματικά έργα, ποτέ δε θα 'πρεπε να ζητά κανείς τη βιογραφία του. Είναι αγενές. Τον βάζει στον πειρασμό να πει ψέματα… Θα 'θελα να το πω μ' όλη τη σαφήνεια. Η βιογραφία ενός δημιουργικού ανθρώπου είναι εντελώς χωρίς σημασία. Αν ο άνθρωπος δε μπορεί να γίνει διακριτός μες από τα έργα του, τότε είτε ο ίδιος δεν αξίζει τίποτε, είτε τα έργα του δεν έχουνε καμμιάν αξία".
Αυτή είναι η πλήρης αποφθεγματική δήλωση που περιέχεται σε μια ανακοίνωση του Β. Traven προς τους αναρίθμητους Γερμανούς αναγνώστες των πρώτων βιβλίων του. Τη δημοσίευσε ο αριστερός εκδοτικός συνεταιρισμός Büchergilde Gutenberg το 1927, για να κατευνάσει την περιέργεια των δεκάδων χιλιάδων μελών και αναγνωστών που τον πολιορκούσαν με επιστολές τους, θέλοντας να πληροφορηθούν για τη ζωή και το πρόσωπο του συγγραφέα. Ο δεινός αφηγητής, που μέσα από τις σελίδες των διηγήσεών του τους κρατούσε με κομμένη την ανάσα στις ώρες αναψυχής, αυτός πού είχε βρεί το μήκος κύματος και τον τόνο για να επικοινωνεί τόσο άμεσα από το μακρινό Μεξικό, απαντούσε στους αναγνώστες του με διευκρινίσεις, αισθητικά και πραγματολογικά σχόλια καθώς και κοινωνικοπολιτικές παρατηρήσεις, αλλά η αλληλεγγύη και η ζεστασιά του απέκρουαν κάθε ανοίκεια οικειότητα.
Είναι η απαρχή ενός έκθετου μυστηρίου που κράτησε ως τον επιβεβαιωμένο θάνατό του και κρατά ακόμη και σήμερα. Η αχλύ που περιέβαλλε τη ταυτότητά του (« Εγώ δεν χρειάζομαι διαβατήριο. Ξέρω ποιος είμαι»), απλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, καθώς τα βιβλία του μεταφράστηκαν στις περισσότερες γλώσσες των δύο ηπείρων και το σώμα των αναγνωστών του μεγάλωσε μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε δεκάδες εκατομμύρια. Από τότε συνεχίστηκε να πλέκεται ο μύθος του με άπειρα νήματα που φθάνουνε στις μέρες μας. Περιοδικά μαζικής κυκλοφορίας, όπως το Stern και το Life, εξαπέλυαν τακτικά κυνηγητά για να τον ανακαλύψουν, στον μεγάλο κυκεώνα της Πόλης του Μεξικό, στις κοσμοπολίτικες παραλίες του, στην απέραντη ζούγκλα ανάμεσα στους αγαπημένους του ινδιάνους.
Ο ίδιος είχε περιορίσει την επαφή του με τους απανταχού εκδότες και τον Τύπο στα στενά πλαίσια μιας ταχυδρομικής θυρίδας κι ενός τραπεζικού λογαριασμού, που συχνά άλλαζαν, και στα διάφορα ψευδώνυμα, με τα οποία εμφανιζόταν ως πληρεξούσιος κάτοχος των συγγραφικών του δικαιωμάτων, για να διαπραγματευθεί την έκδοση σε άλλες γλώσσες -στα αγγλικά μετέφραζε κι ίσως έγραφε ο ίδιος- ή την κινηματογράφηση των μυθιστορημάτων του (Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε, Το πλοίο των νεκρών, Το Λευκό Ρόδο κ.ά.)· συχνά επίσης για να διαψεύσει τη πατρότητα χειρογράφων, που διάφοροι ευφάνταστοι χωρίς φαντασία πρότειναν κατά καιρούς σε εκδότες σα δήθεν δικά του. Στον λαβύρινθο του μύθου μερικοί ξεπρόβαλαν από την ανωνυμία για να καρπωθούν το ψευδώνυμο, πολλοί εκμεταλλεύθηκαν τη δίνη του κενού για να κερδίσουν χρήματα και να υποκλέψουν ψευδαισθησιακά τη δόξα, άλλοι μετατράπηκαν σε αυθόρμητους, συχνά άδολους ντετέκτιβς.
Οι φήμες μεγάλωσαν τη φήμη του πράγματι συναρπαστικού αφηγητή και συνήγορου των καταπιεσμένων και πλάι στο πλούσιο έργο του φύτρωσε μια ευρεία φιλολογική τρεηβενογραφία, έναντι στην οποία τόσον ο ίδιος όσο κι η τελευταία συντρόφισσα και δικαιούχος της κληρονομιάς του, σπάνια λύσανε τη σιωπή τους. Ο αιώνας της πληροφόρησης κι επικοινωνίας καλπάζει με βιομηχανικούς ρυθμούς κι η ηλεκτρονική τύφλωση προς τη μυθολογία. Η ανωνυμία κι η δημοσιότητα υπόκεινται στην ίδια διαλεκτική.
Χρονολογημένα Βιογραφικά Στοιχεία
To μέρος κι η ημερομηνία γέννησής του μας είναι άγνωστη. Πρώτη γνωστή καταγραφή είναι τo 1907 όπου προσλαμβάνεται σαν ηθοποιός στο Essen City Theater για τη σεζόν 1907-8. Το γνωρίζουμε από την αναφορά που γίνεται στο όνομά του στην έκδοση του 1908 του αλμανάκ Neues Theater. Την επόμενη χρονιά εργάζεται σα σκηνοθέτης για το έργο "Young Hero & Lover" στο Suhl & Ohrdruf της (τότε) Θουριγκίας. Γίνεται μέλος του Hansen-Eng Theatre Ensemble. Το 1909 είναι ηθοποιός στο City Theater στο Crimmitschau, κοντά στο Chemnitz, όπου γνωρίζεται με την Elfriede Zielke. Αργότερα στον ίδιο χρόνο μετακομίζει στο Βερολίνο.
Την επόμενη σεζόν '10-'11, μαζί με την Ελφρίντε γίνονται μέλη της Νέας Ενωμένης Σκηνής του Βερολίνου, με παραστάσεις στην Ανατολική Πρωσία (τότε) και στο Πόζναν. Κυρίως όμως πρωτοεμφανιζόντουσαν σε μικρές πόλεις. Στα '11-'12 εργάζεται σα χορευτής στο Θέατρο Γκντάνσκ (Ντάντσιχ). Μετά και για 2 σεζόν παίζει μικρούς ρόλους κυρίως στο Θέατρο Του Ντύσελντορφ και είναι γραμματέας της Σχολής Δραματικής Τέχνης, βάσει μιας εγγραφής σε κάποιο Θεατρικό Χρονικό Μάσκεν που βρέθηκε και χρονολογείται το 1914. Πρώτες εκδόσεις έργων του αρχίζουν να εμφανίζονται κι επίσης γεννιέται η κόρη του (;) Ιρένε Ζίλκε, στις 20 Μάρτη 1914. Την ίδια χρονιά ωστόσο, χωρίζει με την Ελφρίντε.
Τη 1η Νέμβρη 1915 ακυρώνει τη καταγραφή του που τον εμφάνιζε να είναι κάτοικος Ντύσελντορφ και γράφεται στο Μόναχο ως Αμερικανός φοιτητής φιλοσοφίας. Στις 24 τον ίδιο μήνα πηγαίνει να συγκατοικήσει μαζί του η Ιρένε Μέρμετ, πρώην σπουδάστρια στο Ντύσελντορφ. Με εκδότη τον J. Mermet Publishers, στο Μόναχο, δημοσιεύει τη νουβέλλα "Στην Αξιότιμη Δεσποινίδα Σ..." με ψευδώνυμο Ρίτσαρντ Μαρούτ, την επόμενη χρονιά. Το 1917 ξεκινά τον "Κεραμοποιό" ("Der Ziegelbrenner" -1 Σεπτέμβρη): περιοδικό με υπεύθυνο έκδοσης, επιμέλειας και περιεχομένου, τον ίδιο τον Ρετ Μαρούτ κάτοικο Μονάχου (βλ παρακάτω).
Aκολουθώντας τη προκήρυξη της Βαυαρικής Δημοκρατίας (7 Νοέμβρη 1918) διαμοιράζει την ομιλία "Ο Παγκόσμιος Πόλεμος Είναι Σε Εξέλιξη", σε φυλλάδιο στα μέσα Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου κι οργανώνει δύο ομιλίες πάνω σε αυτή την επικεφαλλίδα. Στις 21 Φλεβάρη την επόμενη χρονιά, ακολουθώντας τη δολοφονία του Κούρτ Άισνερ, διορίζεται στο τομέα Τύπου του Κεντρικού Συμβουλίου, σα καθοδηγητής, στην εφημερίδα Απογευματινή Μονάχου-Άουξμπουργκ. Στις 7 Απρίλη, προαλείφεται μια σοβιετική δημοκρατία στη Βαυαρία. Ο Marut είναι πια υπεύθυνος Τύπου στη κεντρική επιτροπή της και μέλος της σοβιετικής κυβερνητικής επιτροπής προπαγάνδας. Τη μέρα της κατάρρευσης της βραχύβιας Δημοκρατίας των Συμβουλίων (7/8 Noέμβρη – 1 Μάη 1919) συλλαμβάνεται καθώς η Λευκή Φρουρά εισέβαλλε νικώντας στη Βαυαρία κι οδηγείται σ' ένα έκτακτο δικαστήριο. Η συνοπτική διαδικασία έχει μόνη ετυμηγορία το θάνατο. Λίγο πριν έλθει η σειρά του, εκμεταλλεύεται μια σύγχυση και με τη βοήθεια ενός φρουρού δραπετεύει με πλοίο από το Μόναχο κι η βαυαρική αστυνομία τον κηρύσσει καταζητούμενο για εσχάτη προδοσία. Επιστρέφει στο Βερολίνο κι από την άνοιξη του 1919 ως το καλοκαίρι του 1923 ζει κρυφά σε Γερμανία κι Αυστρία. Ως τα τέλη του 1921 έχουν διαπιστωθεί ίχνη του στην παρανομία, από όπου εξέδωσε τα τελευταία τέσσερα τεύχη τoυ περιοδικού του "Κεραμοποιού", -το τελευταίο τεύχος του βγαίνει το Δεκέμβρη του 1921.
Τον Αύγουστο του 1923 φθάνει στο Λονδίνο και στις 30 Νοέμβρη συλλαμβάνεται και οδηγείται στις Φυλακές Μπρίξτον καθώς δεν πέτυχε να πιστοποιηθεί ως πρόσφυγας και να πάρει άσυλο. Στις 15 Φλεβάρη 1924 απελευθερώνεται και χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς χαρτιά και πιστοποιητικά, επιβιβάζεται κι αναχωρεί για το Μεξικό το ίδιο καλοκαίρι (πιθανολογείται πως εδώ εμπνεύστηκε το "Πλοίο Των Νεκρών" καθώς μάλλον ήτανε βιωματικό το θέμα του). Μια δημοσίευσή του με τίτλο "Η Βαυαρία Του Μονάχου Είναι Νεκρή" είναι το τελευταίο άρθρο του στη Γερμανία τον Ιούλη του 1926. Στο Μεξικό νοικιάζει μια ξύλινη καλύβα, βόρεια του Ταμπίκο, μια πόλη-λιμάνι με διακίνηση πετρελαίου, κι εκεί ζει απλά κι εργάζεται μέχρι το 1931.
Το 1925 είναι η χρονιά που... "γεννιέται" ο B. Traven. Το ψευδώνυμο αυτό κάνει την πρώτη του εμφάνιση με το διήγημα "Την Άνοιξη" (“In Spring”) σε μια εφημερίδα της εποχής (βλ. παρακάτω), τη Φόρβερτς κι η νουβέλα "Die Baumwollpflücker" (“Οι Μπαμπακοσυλλέκτες” - “The Cotton Pickers”) παρουσιάζεται σε 22 συνέχειες από 16 Ιούνη μέχρι τις 21 Ιούλη. Στις 15 Σεπτέμβρη, ο Ερνστ Πρέζανγκ διευθυντής του Εκδοτικού Οίκου Büchergilde Gutenberg (Book Guild of Gutenberg), που ιδρύθηκε το 1924, δέχεται να εκδόσει τους "Μπαμπακοσυλλέκτες" και ζητά κι άλλα γραπτά του Τρέηβεν. Κατόπιν στις 19 Οκτώβρη δέχεται να εκδόσει το "Πλοίο Των Νεκρών".
Τον Απρίλη του 1926, εκδίδεται το "Πλοίο Των Νεκρών" κι ο ίδιος σα φωτογράφος, παίρνει μέρος στη περιοδεία για το Σιάπας, στο Νότιο Μεξικό, που 'χε οργανώσει ο αρχαιολόγος Ενρίκε Χουάν Παλάσιος. Αφήνει όμως τη 30μελή αποστολή στο Σαν Κριστομπάλ Ντε Λας Κάσες στα τέλη του Ιούνη και συνεχίζει το ταξίδι του προς το Σιάπας μονάχος, μέχρι στις αρχές Αυγούστου. Την ίδια χρονιά εκδίδεται το "The Wobbly" που 'ναι εκτεταμένη εκδοχή των "Μπαμπακοσυλλεktών". Στις 8 Αυγούστου παραδίδει στον εκδοτικό τον "Θησαυρό Της Σιέρρα Μάντρε" και το χειρόγραφο γίνεται αποδεκτό. Tην επόμενη χρονιά δημοσιεύει σε συνέχειες στη Φόρβερτς, το "Γεφύρι Στη Ζούγκλα" από τις 14 Μάη ως τις 24 Ιούνη. Παράλληλα, στη δική του εφημερίδα Fanal, ο Erich Mühsam αναρωτιέται: Ποιός είναι ο "Κεραμοποιός";
Ο Traven παρακολουθεί ταχύρρυθμα μαθήματα 6 βδομάδων στο Πανεπιστήμιο Nacional Autónoma de México (UNAM) παίρνοντας Ισπανικά, Μάγιαν και Ναχουάτλ σα μαθήματα γλώσσας, και Τέχνη κι Ιστορία. Επισκέπτεται το Σιάπας από Γενάρη ως Ιούνη του 1928, όπου περνά από τη κοινότητα των Μάγιας στο Λακαντόνς, στα σύνορα με τη Γουατεμάλα κι εξερευνά τοποθεσίες του Chichen-Itza. Παρακολουθεί μαθήματα Λατινοαμερικανικής Λογοτεχνίας και Μεξικάνική Ιστορία στο UNAM. Tο βιβλίο διηγημάτων "Ο Θάμνος" και το ταξιδιωτικό "Γη Της Άνοιξης", με φωτογραφίες παρμένες από τον ίδιο (βλ. παρακάτω), εκδίδονται από τον Οίκο Büchergilde.
Tη χρονιά του '29 επιστρέφει στο Σιάπας κι ετοιμάζει τον "Εβένινο Κύκλο" από τα μέσα του Δεκέμβρη μέχρι το Μάρτη του '30. Εν τω μεταξύ το "Γεφύρι Της Ζούγκλας" και το "Λευκό Ρόδο" εκδίδονται από τον Οίκο Büchergilde. Στις 12 Ιούλη 1930 παίρνει πράσινη κάρτα ως νοτιοαμερικάνος μηχανικός Τρέηβεν Τόρσβαν (Traven Torsvan). Εγκαθίσταται σ' ένα μικρό σπίτι στα όρια του Ακαπούλκο και περιηγείται στο Σιάπας ξανά, κατά τα τέλη της χρονιάς. Την επόμενη χρονιά ο Οίκος Büchergilde εκδίδει τους 2 πρώτους τόμους του "Εβένινου Κύκλου": Der Karren (The Carreta) και Regierung (Government). Ο Οίκος Büchergilde σε κάποια μπροσούρα του πληροφορεί τη μεγάλη επιτυχία των βιβλίων του Traven: πουλήθηκαν περισσότερα από 100.000 αντίτυπα του "Πλοίου Των Νεκρών". Ο Τρέηβεν ταξιδεύει στους δασόλοφους βόρεια του Ταμπίκο για να συγκεντρώσει στοιχεία του Μοντέριας (βιοτεχνία συλλογής κι επεξεργασίας μαονιού -εβένου) στη ζούγκλα.
Μια νέα παράγραφος μπαίνει στον κόσμο. Οι διευθυντές του Οίκου Gutenberg Büchergilde συλλαμβάνονται από τις ομάδες περιφρούρησης του νεοσύστατου στο προσκήνιο, κόμματος των Ναζί, του Χίτλερ, στις 2 Μάη 1933 κι ο Οίκος αλλάζει όνομα και σύσταση υπό τη νέα ονομασία Deutsche Arbeiterfront (German Workers’ Front - Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο). Στις 23 Μάη ο Traven παραιτείται όλων των δικαιωμάτων των έργων του από το Βερολίνο και τα μεταφέρει στο τμήμα του Büchergilde στη Ζυρίχη, όπου είναι πια κι η ηγεσία του, καθώς κατέφυγε κει. Ο τρίτος τόμος του "Εβένινου Κύκλου": Der Marsch ins Reich der Caoba (March to the Monteria), εκδίδεται σα το 1ο βιβλίο του πλέον δραστηριοποιούμενου Οίκου Büchergilde στη Ζυρίχη.
Το 1934 είναι η χρονιά του "Πλοίου Των Νεκρών" κι εκδίδεται πρώτα στα αγγλικά, από τον Άλφρεντ Κνοπφ στη Ν. Υόρκη, κι από τους Chatto & Windus στο Λονδίνο. Δύο χρόνια μετά, 2 ακόμα τόμοι από τον "Εβένινο Κύκλο": Die Troza (Trozas - Τα Κούτσουρα) και Die Rebellion Der Gehenkten (The Rebellion Of The Hanged - Η Επανάσταση Των Κρεμασμένων), δημοσιεύονται στη Ζυρίχη. Τον Απρίλη του '36 ο Οίκος εκδίδει μπροσούρα τιμώντας τον συγγραφέα, με τίτλο "Τα Δέκα Χρόνια Του Τρέηβεν" (10 Years of Traven). Οι υπεύθυνοι του Οίκου τον συμβουλεύουν να αποσύρει κι αναθεωρήσει το "Ein General Κommt Αus Dem Dschungel" (General From The Jungle - O Στρατηγός Που Ήρθε Από Τη Ζούγκλα), το 1937, το οποίο αποτελεί τον τελευταίο τόμο του "Εβένινου Κύκλου" κι αυτό τον εξοργίζει, ραγίζοντας σοβαρά τη σχέση μεταξύ τους για πρώτη και κρίσμη ωστόσο φορά. Την επόμενη χρονιά δημοσιεύει ένα γράμμα αλληλεγγύης προς το Ισπανικό Αντιφασιστικό Μέτωπο, στην ισπανική ημερήσια εφημερίδα Solidaridad Obrera (Bαρκελώνη).
Το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου λαμβάνει τελικά χώραν όχι αμέσως αλλά μετά, στις 14 Γενάρη 1939. Ο Τρέηβεν παραιτείται επίσημα από τον εκδοτικό οίκο Μπουχερίλντε. Ο τελευταίος τόμος του "Εβένινου Κύκλου" δημοσιεύεται τελικά στα σουηδικά ως Djungelgeneralen από τον εκδοτικό οίκο Halmström, στη Στοκχόλμη. Την επόμενη χρονιά ο Ολλανδικός εκδοτικός Οίκος Allert de Lange (Amsterdam) αναδημοσιεύει τον "Στρατηγό" στα γερμανικά. Κατά τη διάρκεια της επετείου των 400 ετών από την ενσωμάτωση της πόλης Μορέλια στη Μεξικανική επικράτεια του Μιχοακάν (Michoacán), μια νέα δραματική εκδοχή της "Επανάστασης Των Κρεμασμένων" παρουσιάζεται με μεγάλη επιτυχία, το 1941. Η Εσπεράντζα Λόπεζ Ματέος (Esperanza Lopez Mateos), αδελφή εκείνου που αργότερα θα γινόταν πρεσβευτής του Μεξικό, μεταφράζει το "Γεφύρι Της Ζούγκλας" στη μεξικάνικη έκδοση. Τα επόμενα χρόνια θα μεταφράσει 7 ακόμα βιβλία του στα ισπανικά και κρατά τα δικαιώματα τους, ως η ατζέντης του. Την ίδια χρονιά η Γουόρνερ Μπρος ζητά τα δικαιώματα του "Θησαυρού Της Σιέρρα Μάντρε" με σκοπό να γυρίσει ταινία. Το 1942 παίρνει την μεξικανική ταυτότητα, εκδιδομένη στο Ακαπούλκο, με το όνομα Τρέηβεν Τόρσβαν.
Το 1944 εμφανίζεται πρώτη φορά σε ένα γράμμα με διεύθυνση της Εσπεράντζα Λόπεζ Ματέος, κι ημερομηνία 29 Ιούνη, το όνομα Χάλ Γκρόουβς (Hal Croves), και πλέον το περνά πια και στα δικαιώματα των βιβλίων του. Την επόμενη χρονιά ένα δοκίμιο με τίτλο La Τercera Guerra Μundial (The Third World War), εκδίδεται στο τεύχος Νοέμβρη-Δεκέμβρη του Mexican Journal Estudios Sociales, όπου ο Traven προειδοποιεί για τους κινδύνους των εξοπλισμών για ένα πιθανό 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1946 γίνεται η 1η συνάντηση με τον Τζον Χιούστον για να συζητήσουνε τις λεπτομέρειες της ταινίας που θα γυρίσει "Ο Θησαυρός Της Σιέρρα Μάντρε". Την επόμενη χρονιά την άνοιξη ξεκινούν τα γυρίσματα. Ο Χιούστον γράφει το σενάριο, σκηνοθετεί και παίζουν οι Χάμφρι Μπόγκαρτ και Γουόλτερ Χιούστον. Σαν ο ατζέντης του εαυτού του, ο Χαλ Γκρόουβς παίρνει μέρος στην όλη φάση με ενθουσιασμό, αλλά αρνείται μετά μανίας τις υποψίες πως είναι ο ίδιος ο Traven. Το 1948 κάνει πρεμιέρα, παίρνει καλές κριτικές και κερδίζει τρία Όσκαρ. Ο Μεξικανός δημοσιογράφος Λούις Σπόρτα (Luis Sporta) τον εντοπίζει στο Ακαπούλκο τον Ιούλη. Στις 7 Αυγούστου το περιοδικό Μανιάνα (Mañana) γνωστοποιεί με πηχιαίους τίτλους πως ο εστιάτορας Μπέρικ Τρέηβεν Τόρσβαν (Berick Traven Torsvan) είναι ο διάσημος συγγραφέας Μπ. Τρέηβεν, πράγμα που σπεύδει να διαψεύσει σε διάφορες άλλες εφημερίδες ο Traven. Ο Πρέζανγκ δείχνει ένα γράμμα που 'χε λάβει από τη κόρη του Red Marut στον Traven, στο οποίο ισχυρίζεται πως είναι πατέρας της μιας και Marut και Traven είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, αλλά ως αντίδραση, ο Τρέηβεν αρνείται πως είναι ο Red Marut.
Το 1950 εκδίδεται από τον Οίκο Μπουχερίλντε στη Ζυρίχη το "Μακάριο". Το 1951 το πρώτο τεύχος του BT-Mitteilungen ( BT-Ανακοινώσεις), ένα τεύχος τυπωμένο με τη τεχνική hectographed (hectograph ή gelatin duplicator ή jellygraph, είναι η εκτυπωτική τεχνική που ανακάλυψε ο Ρώσος Mikhail Alisov το 1869 και συνίσταται στη μεταφορά ενός πρωτοτύπου χειρογράφου παρασκευασμένου με ειδικές μελάνες, σε ένα διάστρωμα ζελατίνης που μετά συμπιέζεται δυνατά σε μεταλλικό πλαίσιο, παράγωντας έτσι το επιθυμητό αποτέλεσμα, ένα είδος επιτύπωσης με πίεση περίπου), δημοσιεύεται από τον Γιόζεφ Βίεντερ, στο τέλος Γενάρη και στέλνεται στους λογοτεχνικούς πράκτορες. Στις 3 Σεπτέμβρη ο Τρέηβεν/Τόρσβαν παίρνει τη Μεξικανική υπηκοότητα. Η Εσπεράντζα Λόπεζ Ματέος αυτοκτονεί. Την επόμενη χρονιά ξεκινά να δουλεύει για τον Τρέηβεν η μέλλουσα τελευταία σύντροφός του Rosa Elena Lujan. Το 1953 οι Νιου Γιορκ Τάιμς ανακηρύσσουνε την αγγλική έκδοση του "Μακάριο" (The Third Guest) ως το καλύτερο διήγημα της χρονιάς.
Το 1954 ξεκινάνε τα γυρίσματα στο Μεξικό, της "Επανάστασης Των Κρεμασμένων" με σενάριο του Χαλ Γκρόουβς, που εμπλέκεται στα παρασκήνια σαν ο ατζέντης του Μπ. Τρέηβεν. Η ταινία κάνει πρεμιέρα στη Μπιενάλε της Βενετίας, στις 28 Αυγούστου. Ο Τρέηβεν κι η Ελένα ταξιδεύουν στην Ευρώπη, ακολουθώντας τις πρεμιέρες της ταινίας, σε Αμβέρσα, Βενετία, Παρίσι κι Άμστερνταμ, μεταξύ άλλων. Το 1956 τα δικαιώματα των έργων του μεταφέρονται στην Ελένα. Τον επόμενο χρόνο παντρεύονται στις 16 Μάη στο Σαν Αντόνιο του Τέξας και μετακομίζουν από το Ακαπούλκο στη Πόλη Του Μέξικο, στην οδό Κάλε Ντουράνγκο 33 (Colonia Roma), οικία που γίνεται επίσης και το αρχηγείο της R.E. Lujan Literary Agency ήτις διαχειρίζεται πλέον τα δικαιώματα του Τρέηβεν. Στα επόμενα χρόνια η Ρόζα-Ελένα θα μεταφράζει τα βιβλία του, τα νέα αλλά κι όσα δεν έχουνε μεταφραστεί ακόμα, στην ισπανική γλώσσα για τις Μεξικανικές Εκδόσεις και θα μεταγλωττίσει 2 τόμους από διηγήματα. Το 1958 ολοκληρώνεται το έργο "Ασλάν Νόρβαλ" κι ανακοινώνεται από το ΒΤ-Mitteilungen. Eπίσης την ίδια χρονιά δημοσιεύεται μια προειδοποίηση στο Börsenblatt für den deutschen Buchhandel (Journal of the German Publishers' Stock Exchange), για μερικά ψεύτικα έργα που αποδίδονται σ' αυτόν. Η προειδοποίηση αναφέρει πως μόνο κείνα που προσφέρει ο Γιόζεφ Βίεντερ είναι τα αυθεντικά.
Η ταινία "Μακάριο" γυρίζεται τελικά στο Μεξικό το 1959. Στις 14 Σεπτέμβρη ο Τρέηβεν υποβάλλεται σε χειρουργική επέμβαση για να διορθώσει τη καλπάζουσα κώφωσή του. 1η Οκτώβρη κάνει πρεμιέρα το "Πλοίο Των Νεκρών" στο Αμβούργο στο θέατρο της πόλης σε συμπαραγωγή της UFA και του Producciones Jose Kohn (Mexico). Το σενάριο είναι του Χανς Τζάκομπι, η σκηνοθεσία είναι του Τζορτζ Τρέσλερ και πρωταγωνιστεί ο Χορστ Μπούχολτς. Το ζεύγος παρακολουθεί τη πρεμιέρα. Το 1960 εκδίδεται ο "Άσλαν Νόρβαλ" με στυλιστική επεξεργασία του χειρόγραφου από τον Γιοχάνες Σούνερ (Johannes Schönherr) ο πρώην εκδότης του Μπουχερίλντε. Το τελευταίο τεύχος του ΒΤ-Mitteilungen δημοσιεύεται τον Απρίλη. Ο Γιόζεφ Βίεντερ πεθαίνει. Στη θέση του αναλαμβάνει ο Τέο Πίνκους από τη Ζυρίχη: να επαναπαρουσιάσει τον Τρέηβεν για το γερμανόφωνο πληθυσμό και τις σοσιαλιστικές χώρες. Το 1961 σε σενάριο του Φίλιπ Στήβενσον γυρίζεται σε ταινία το "Λευκό Ρόδο", αλλά δε θα ελευθερωθεί για τις αίθουσες μέχρι το 1975. Το 1963 ο ρεπόρτερ του Στερν, Gerd Heidemann, ακολουθεί τα βήματα του Τρέηβεν στο Μεξικό. Το Σεπτέμβρη ο Τρέηβεν μετακομίζει στο νούμερο 16 της Κάλε Μισισίπι στο Πόλη Του Μέξικο.
Το Δεκέμβρη του 1966 ο Γκερντ Χάιντεμαν, εμφανιζόμενος σαν αρχαιολόγος κλείνει μια συνέντευξη με τον Τρέηβεν και μετέπειτα αναφέρει πως είναι ο νόθος γιός του αυτοκράτορα Γουλιέλμου του Β'. Την επόμενη χρονιά η εφημερίδα της Στοκχόλμης Aftonbladet αναφέρει πως ο Τρέηβεν αξίζει να προταθεί για το Νόμπελ λογοτεχνίας. Το 1969 γράφει τη διαθήκη του λέγοντας πως γεννήθηκε σαν Τρέηβεν Τόρσβαν Γκρόουβς στο Σικάγο το 1890 και γιαυτό χρησιμοποίησε τα ονόματα Β. Traven & Hal Groves κατά τη διάρκεια της καριέρας του σα συγγραφέας. Η θέλησή του είναι να αφήσει τη περιουσία αλλά και τα δικαιώματα των έργων του στη σύζυγό του Ρόζα-Ελένα Λουγιάν.
Ο Τρέηβεν άφησε αυτό τον κόσμο φτωχότερο, 6 ώρα το πρωί στις 26 Μάρτη 1969. Ο θάνατός του πιστοποιήθηκε συνεπεία σκλήρυνσης του νεφρού από καρκίνο του προστάτη. Οι στάχτες του σκορπίστηκαν στο Σιάπας από αεροπλάνο, όπου αγαπούσε πάντα να βρίσκεται. Στις 28 Μάρτη η σύζυγός του, κοινοποίησε στον τύπο πως ο τελευταίος της σύζυγος, ήταν ο γερμανός ηθοποιός, συγγραφέας κι επαναστάτης Ρετ Μαρούτ! Η ίδια πέθανε πολύ αργότερα, Πέμπτη 5 Μάη στη Πόλη Του Μέξικο το 2009, σε ηλικία 94 ετών. Τώρα τα δικαιώματα του Τρέηβεν τα διαχειρίζονται οι: Maria Eugenia Montes de Oca Luján και Irene Pomar Montes de Oca.
Εργογραφία kai Σχόλια
Όποιος διαβάσει σήμερα τη συλλογή των ανάτυπων, μια από τις πιο ενδόμυχες μαρτυρίες της ταραγμένης εποχής, τρίβει τα μάτια του μπρος στην εκτυφλωτική επίκαιρη ριζοσπαστική πολεμική και τη σιγουριά της ματιάς του, που εξιχνίαζε τους θανάσιμους κινδύνους στη γέννεσή τους, αλλά και τα ανθρώπινα σημάδια μες στη ζοφερότητα του Α' Παγκ. Πολ., και στο στρόβιλο των επαναστατικών μεταβολών. Στον κλεφτοπόλεμο με τη λογοκρισία είχε τολμήσει να αντιπροσωπεύσει μια τόσο ζωντανή εικόνα της ελευθερίας, άπιαστη σχεδόν στη σημερινή δημοκρατικά κατοχυρωμένη ελευθεροτυπία. Δεν είναι τυχαία η έμμονη απέχθειά του για την «εκπορνευόμενη δημοσιογραφία», εναντίον της οποίας εκτόξευε με ανήμπορη απελπισία τα φλεγόμενα θρύψαλά του.
Τα «μαζικά μέσα», από τις παραδοσιακές εφημερίδες και τα εικονογραφημένα περιοδικά μέχρι τον νεωτεριστικό κινηματογράφο και το αναδυόμενο ραδιόφωνο της μετεπαναστατικής δεκαετίας του 1920, δεν ήταν επικοινωνιακά δώρα του καπιταλισμού στη φάση μεταξύ ανάρρωσης και κραχ, αλλά πολύ περισσότερο η εκρηκτική άνοδος της πολιτιστικής βιομηχανίας, το οριστικό βούλιαγμα του προλεταριάτου στην πλημμυρίδα της μαζικής σήμερα πια οικουμενικής προπαγάνδας και χειραγώγησης. Από τότε η μεσσιανική τάξη βωλοδέρνει όπου γης ως μάζα πολεμιστών, απεργών, καταναλωτών, πάντοτε κυριαρχούμενη από δικούς της και ξένους, αναπολώντας μάλλον παρωδιακά τη χαμένη ιστορική αποστολή της. Ο Ret Marυt/B. Traνen μυρίστηκε τους κινδύνους, πάλαιψε σε πολλά μέτωπα απεγνωσμένα, ώσπου στα γερατειά του σιώπησε οριστικά χωρίς να ανακαλέσει τίποτε. Η φωνή του, διαπεραστική και έγκυρη άρθρωση της πνιγμένης κραυγής των καταπιεσμένων, μένει άσβεστη. Μόνη απόκριση σε αυτή θα ήταν η εκπλήρωση του πόθου των μουγγών θυμάτων, η αντικειμενική δικαίωση της εσώτερης πρόθεσής τους: μια κοινωνία συμφιλιωμένη με τον εαυτό της, η ελεύθερη αδιαίρετη ανθρωπότητα.
Από τον Σεπτέμβρη τoυ 1917, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, το Ziegelbrenner (Κεραμοποιός) ήταν η πύρινη εστία του ελεύθερου σκοπευτή Ret Marυt, από την οποία εκσφενδόνιζε τις καυτές κεραμίδες της κοινωνικής, αισθητικής, πολιτικής και αντιπολεμικής κριτικής του. Κρυφό κι εδώ το λημέρι του άφαντου «αντάρτη πόλεων» με την αιχμηρή πέννα, άτακτες οι περίοδοι εκρήξεων της ατομικής του κεραμoκάμινoυ. Τα ψευδώνυμα του ιδιοκτήτη, του πρωτομάστορα και των δήθεν συντακτών του -τον βοηθούσαν μια σύντροφός του με ψευδώνυμο και μερικοί «κάλφες» σε διάφορες πόλεις- συνθέτουν το παραπλανητικό προσωπείο του «μοναδικού» στιρνεριακού αναρχικού, η προσωπική βιογραφία του οποίου δεν θέλησε να παραστρατήσει από το έργο του: Κανένα χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο-δημιουργό και τα ανθρώπινα δημιουργήματά του, που μοιάζουν με κατοπτρίζον εφυάλωμα κεραμεικών και αντανακλούν όποιον σκύψει να δει, την καταραγισμένη κοινωνία ή και τον ίδιο τον κεραμοποιό.
Στο Ziegelbrenner είχε εκφρασθεί περισσότερες από μία φορά η διάθεση φυγής του «μοναδικού» συντάκτη από τις μητροπόλεις του καπιταλιστικού πολιτισμού, τον γκρίζο αγριότοπο της ευταξίας, για να κρυφθεί στη ζούγκλα των απλοϊκών ιθαγενών, που ο ίδιος έδειχνε να γνωρίζει. Τόσο ο τόνος των γραπτών του όσο και οι διάσπαρτες αναφορές προδίδουν την περηφάνια του ξεριζωμένου απάτριδος που γνώρισε κάθε καρυδιάς καρύδι και ανθό, που ταξίδεψε σε όλες τις ηπείρους, σε όλους τους ωκεανούς, ασκώντας τα πιο απίστευτα επαγγέλματα. Οι συνδρομητές του είναι σκορπισμένοι στις γερμανόφωνες, σκανδιναυικές και αγγλόφωνες χώρες, στις Ινδίες, στην Κίνα και στην Ιαπωνία, σχεδόν σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
Μετά το 1921 ό άνθρωπος που δεν ονομάζεται πια Ret Marυt ούτε ακόμη Β. Traven, έζησε στο νότιο Μεξικό κοντά στους Ινδιάνους. Στο βιβλίο του "Χώρα Της Άνοιξης" (1928) χρησιμοποίησε πλούσιο φωτογραφικό υλικό από εκτενείς περιοδείες του στη ζούγκλα, το θέατρο δράσης των περισσότερων μυθιστορημάτων και διηγημάτων του. Η βιωματική εγγύτητα προς τη ζωή των ερυθρόδερμων με τα μελαγχολικά μάτια, είτε αυτοί ζουν ακόμη στις παραδοσιακές κοινότητές τους είτε έχουν προλεταριοποιηθεί βάναυσα, ακόμη και η γνώση διαλέκτων τους, είναι η μαγιά και το θεματικό υλικό που μαζί με τη μεξικάνικη επανάσταση ανάφλεξαν και πάλι το επικοδραματικό ταλέντο του αφηγητή των κολασμένων.
Ως το 1930 δημοσιεύει διηγήματα και μυθιστορήματα γύρω από τη ζωή των ινδιάνων και συγκεντρώνει υλικό για τη μεξικάνικη επανάσταση, που ξέσπασε στα 1910-11 κι υπό τη μορφή ενός αιματηρότατου εμφύλιου πολέμου (περίπου ένα εκατομμύριο νεκροί) κράτησε ως το 1923, όταν ο ίδιος έφθασε στο Μεξικό. Τα κυριότερα έργα της περιόδου 1925-30, εκτός από τα διηγήματα, που μαζί με κατοπινότερα καταλαμβάνουν δύο τόμους, είναι τα προαναφερθέντα: "Το Πλοίο Των Νεκρών" και "Χώρα Της Άνοιξης", καθώς και τα μυθιστορήματα: "Οι Μπαμπακοσυλλέχτες", "Ο Θησαυρός Της Σιέρρα Μάντρε", "Το Γεφύρι Στη Ζούγκλα" και "Το Λευκό Ρόδο". Σχεδόν όλα έχουν ξαναδουλευτεί και συχνά επεκταθεί στις πολλές επανεκδόσεις, σε μερικές δε περιπτώσεις με αφορμή τη μετάφρασή τους σε ξένες γλώσσες. Υπάρχουν αλλαγές, τόσο προσθήκες και συντμήσεις όσο και διαγραφές, που πρέπει να ερμηνευθούν ως ιδιαίτερα μηνύματα του συγγραφέα προς το αναγνωστικό κοινό μιας ορισμένης γλώσσας ή που σχετίζονται με την εκάστοτε κατάσταση μιας χώρας: ναζισμός, ισπανική επανάσταση, Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Μερικές εξαλείφουν τα χνάρια μπροστά στα άπληστα λαγωνικά της δημοσιότητας, που ιχνηλατώντας εισχωρούν στο σώμα του ίδιου του έργου.
Η Επανάσταση του Μεξικού, αυτή η ελάχιστα γνωστή σ’ εμάς εξωτική κοσμογονία με τις θρυλικές μορφές του Μagόn, του Zapata και του Villa, βρήκε στον Β. Traven έναν αντάξιο επικοδραματικό εκφραστή, που την ξετύλιξε μυθιστορηματικά μετά το 1930 στον μεγάλο “Κύκλο Του Μαονιού”. Τον απαρτίζουν τα βιβλία: “Οι Αγωγιάτες Με Τα Κάρρα”, “Ο Κυβερνήτης”, “Η Πορεία Προς Το Βασίλειο Του Μαονιού”, “Κούτσουρα”, “Η Επανάσταση Των Κρεμασμένων” κι “Ένας Στρατηγός Βγαίνει Από Τη Ζούγκλα”.
Αργότερα έγραψε νουβέλες και διηγήματα καθώς και δύο μεγάλα ινδιάνικα παραμύθια. Πολλά μυθιστορήματα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες, ενώ έχουν μεταφρασθεί σε τουλάχιστον 28 γλώσσες. Από τις εκδόσεις Μπουχερίλντε είχαν κυκλοφορήσει αρκετά μικρότερα έργα του γραμμένα μεταξύ 1912 και 1921, κυρίως λυρικές φαντασίες, διηγήματα, επαναστατικά κι αισθητικά δοκίμια, λίβελλοι και κριτικές. Η χρονική απόσταση βλέπει σε αυτά ακόμη καλύτερα τον γόνιμο σπόρο που αργότερα έγινε τροπική βλάστηση.
Αν δεν ήταν τόσο χτυπητή η προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα, έκδηλη στη νοηματική, ψυχική, συχνότατα ορμική σφαίρα του δημιουργού, τότε η ταυτότητα Marυt/Traven, που ομολογήθηκε μεταθανάτια από την τελευταία σύντροφό του κατ’ επιθυμία του ίδιου, δεν θα αποτελούσε ούτε καν εικασία. Γι’ αυτό και την είχαν ψυχανεμιστεί µόνο μερικοί πρώην “σύντροφοί” του. Η λεπτεπίλεπτη ανάλυση των βαθύτερων στιβάδων του ύφους του καθώς η παραβολή πραγματολογικών στοιχείων αποκατέστησε σταδιακά με πειστικό τρόπο την προσωπική συνέχεια αυτής της διαλεκτικής ασυνέχειας.
Μετά από διαδοχικές μεταμορφώσεις, που ίσως αρχίζουν να διαδραματίζονται ήδη στη φάση πριν από το Ziegelbrenner -από το 1907 μέχρι το 1914 ο Ret Marυt ήταν ηθοποιός θεάτρου και σκηνοθέτης ενός περιοδεύοντος θιάσου– και συνεχίζονται στην τριετία της σιωπής ως το 1917, στην περίοδο “νομιμότητας” ώς το 1919 και παρανομίας μέχρι το 1922, αλλά προπάντων στη σκοτεινή τριετία της δεύτερης σιωπής, ο φυγάς αίρει την υποκειμενική “μοναδικότητά" του, για να τη διαφυλάξει στρεφόμενος προς το συλλoγικό, το όποιο σιγά σιγά απλώνεται σε πανανθρώπινη κλίμακα. Ο Marυt της πόλης, το ανώνυμο, άναρχο κι αύταρχο εγώ κατ’ έξοχήν ανοίγεται στο αναγκαστικά και εφιαλτικά αφυπνισμένο συλλογικό σώμα των προλεταριοποιούμενων ινδιάνων. Ο νέος ρόλος είναι βαθύτατα ηθοποιητικός: η ιστορία μεταπλάθει μέσα στο κυλιόμενο μάγμα του χωνευτηριού της τους ανθρώπινους χαρακτήρες, άτομα και λαούς, την οργανική κι ανόργανη οικουμένη.
Αυτή η θεματική και υφολογική μεταστροφή εμπεριέχει σαν νέα σύνθεση και την απαραίτητη αναστροφή της: από το νέο βήμα ο Traven στρέφεται πάλι στους αναγνώστες της μητρόπολης, προπάντων στους Γερμανούς του. Οι ηπιότεροι τόνοι απευθύνονται στους πολίτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι σκληρότεροι στους υπόδουλους του ναζισμού. Από το ταξίδι χωρίς επιστροφή στέλνει πίσω το πνευματικό αντίβαρό του, μια ενισχυμένη μακρινή φωνή προς ένα διευρυμένο κοινό που στη συνέχεια παίρνει διηπειρωτικές διαστάσεις. Ο “κόκκος άμμου που στοχεύει στο σύμπαν” (“Το Πλοίο Των Νεκρών”) ακολουθεί, σθεναρά αντιστεκόμενος, τη πορεία, όπως αυτή παραδειγματικά ζωντανεύεται στο "Λευκό Ρόδο". Η αμυδρή αισιοδοξία της νέας προοπτικής, όπως εμφανίζεται σ’ ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου είναι μόνο ένα ανάμεσα στα τόσα πουκάμισα φιδιού που αλλάζει ο ηθοποιός και ποιητής της ζωής Marut/Traven.
Αν ο αντιεξουσιαστής Ret Marut απευθυνόταν όχι σε ένα κοινό, σε μια μάζα με κοινά σημεία, αλλά σε, τουλάχιστον επίδοξα, εγωτικά πρόσωπα στιρνεριακής σύλληψης, ο Β. Traven ριζοσπαστικοποιεί το στοιχείο της συλλογικότητας. Σαν αναγεννημένος μέσα στην αμφίστομη “επανάσταση των μαζών”, γράφει για πολλούς, με τη διπλή έννοια της πρόθεσης: περί των πολλών και προς τους πολλούς. Η γλώσσα του γίνεται αισθητηριακή, σχεδόν απτική. Η κορυφωνόμενη ένταση λες και ξεπηδάει όχι από τη γραφή, αλλά από τα ίδια τα πράγματα. Η πλούσια έντεχνη αντίστιξη (ρήγματα, χιούμορ, συνειρμοί) μοιάζει και αυτή σαν ιδιότητα των ίδιων των πραγμάτων.
Η ζούγκλα που θρασομανά, το φούντωμα της αδιαπέραστης φύσης, οι εξανδραποδιζόμενοι ινδιάνοι, η ωμή και αδιαμεσολάβητη κυριαρχία του δικτάτορα Porfirio Diaz και η απαρερμήνευτη εξέγερση των καταπατημένων υπαγορεύουν μια ρεαλιστική γλώσσα, μια ενσώματη, με την αριστοτελική έννοια μιμητική προσήλωση στο οργανικό αντικείμενο, το οποίο δεν γνωρίζει σύμβολα, μεταφορές και παραβολές, φυτοζωεί, βουίζει, λουφάζει και σφαδάζει μέσα σε τρόπον τινά προγλωσσικά στρώματα της ύπαρξης. Ο πόνος των καταπιεσμένων και εξεγερμένων στον Κύκλο του μαονιού είναι σωματικός, ωμός, φυσικός. Κανένας καταπιεστής δεν απευθύνεται στην ψυχή των θυμάτων του ούτε καν στο ένστικτό τους. Στοχεύει μόνον εκεί που βιτσίζει. Οι Ινδιάνοι διανύουν την ιστορία στο ρυθμό μιας περίληψης. Στον ίδιο ρυθμό εξεγείρονται. Η πλοκή των έργων του Β. Traνen είναι ήδη τραγικά μετεπαναστατική.
Εκτός από το "Πλοίο Των Νεκρών", ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, ολόκληρο το υπόλοιπο έργο του διαδραματίζεται στο Μεξικό, που έμελλε να γίνει πατρίδα του, μολονότι το στοιχείο του incognito -ιδιωτική αφάνεια, ψευδώνυμα, άβατο πρότερου βίου, σβησμένα ίχνη της προσωπικής ταυτότητας, ασαφής μητρική γλώσσα- το φυλά, απέναντι στις εξαγριωμένες πια εφόδους των πρακτόρων της δημοσιότητας, σαν θησαυρό χωρίς άλλοθι και “πόθεν έσχες” ακόμη και μετά τον θάνατο του. Ο Ret Marut, από μόνος του ένας θρύλος!
B. Traven ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο ενός εξαίρετου κι αξιοσημείωτου Γερμανού συγγραφέα, του οποίου το πραγματικό όνομα υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια ένα μυστήριο, όπως φυσικά και τα λοιπά στοιχεία καταγωγής του. Μερικά που διέρρευσαν κατά καιρούς ήταν πως έζησε για κάμποσα χρόνια στο Μεξικό, όπου και συνέγραψε μεγάλο μέρος των έργων του με κυριώτερο το "Ο Θησαυρός Της Σιέρρα Μάντρε" (1927), που έγινε ομώνυμη ταινία και προτάθηκε για το βραβείο Όσκαρ το 1948, με πρωταγωνιστή τον μέγα και πολύ, κείνη την εποχή, Χάμφρι Μπόγκαρτ.
Γενικά κάθε λεπτομέρεια της ζωής του είναι σχετικά αμφισβητήσιμη κι υπάρχουν πολλές υποθέσεις για τη πραγματική του ταυτότητα, μερικές απ' αυτές αγγίζουν τα όρια της… επιστημονικής φαντασίας. Οι περισσότεροι πάντως ερευνητές της ζωής του συμφωνούν, πως το πραγματικό του όνομα ήταν Ρετ Μαρούτ, Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου κι αναρχικός, που εγκατέλειψε την Ευρώπη για το Μεξικό περί τα 1924. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι, και θ' αναφερθώ και παρακάτω, στο να πιστέψει κανείς πως το πραγματικό του όνομα ήταν Όττο Φάιγκε (Otto Feige) και γεννήθηκε στο Σβιέμπους του Βραδεμβούργου (Schwiebus, Brandenburg), που σήμερα είναι το Σβιεμπότζιν (Świebodzin) στη Πολωνία.
Ο B. Traven στο Μεξικό συνδέθηκε επίσης και με τα ψευδώνυμα: Berick, Traven, Torsvan & Hal Croves, που με το καθένα εξ αυτών εμφανίστηκε και έδρασε σε διαφορετικές περιόδους της συγγραφικής του καρριέρας. Αλλά τελικά αυτό αμφισβητείται καθώς οι εμφανίσεις του ήταν σπάνιες και μόνο στους εκάστοτε ατζέντηδές του όπου τον εκπροσωπούσαν σ' όλες τις απαραίτητες επαφές του, όσον αφορά συμφωνίες, συμβόλαια κι εκδόσεις.
Έγραψε 12 νουβέλλες, ένα βιβλίο δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος και ρεπορτάζ, και κάμποσα διηγήματα στα οποία τα συναισθητικα και η πλοκή τους υπήρξε πάντα ένας κόλαφος για το καπιταλιστικό σύστημα, αντικατοπτρίζοντας τις σοσιαλιστικές κι αναρχικές του τάσεις και συμπάθειες, ειδικότερα στο "Πλοίο Των Νεκρών" (1926), στο "Θησαυρό" που αναφέρθηκε στην αρχή, και στο "Νουβέλλες Της Ζούγκλας" που είναι επίσης γνωστό και ως "Caoba Cyclus" (δηλαδή "Εβένινος Κύκλος" από τη λέξη Καόμπα που στα ισπανικά σημαίνει μαόνι-έβενος). Αυτό το βιβλίο απότελείται από 6 νουβέλλες που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1930-9 και τοποθετεί τους Ινδιάνους και τους Μεξικανούς ήρωές του καταμεσίς της Μεξικανικής Επανάστασης, στη χαραυγή του 20ού αιώνα.
Οι νουβέλλες του αυτές έγιναν πολύ δημοφιλείς από τις αρχές του μεσοπολέμου και παραμείναν έτσι και μετά το τέλος του Β’ Παγκισμίου Πολέμου και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Τα περισσότερα βιβλία του εκδόθηκαν πρώτα στη Γερμανία κι ακολούθησε μετά η βρετανική έκδοσή τους, παρ’ όλα αυτά ο συγγραφέας πάντα ισχυριζόταν πως οι βρεττανικές εκδόσεις ήταν οι γνήσιες κι οι γερμανικές απλώς μεταφράσεις αυτών. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δε στέκει σοβαρά.
Ο Traven αποτελεί παγκόσμιο λογοτεχνικό θρύλο όχι μόνο για τη σχεδόν μυθιστορηματική, απόκρυψη της ταυτότητάς του, όσο και για το ίδιο του το λογοτεχνικό έργο που αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα στα επίπλαστα κοινωνικά δεδομένα που καταπιέζουν και αλλοτριώνουν τον άνθρωπο καθιστώντας τον απάνθρωπο. Βαθειά οργισμένος με το καπιταλιστικό σύστημα και ορκισμένος εχθρός του φασισμού, πέρασε τη νεότητά του στη Γερμανία όπου παρουσίασε σπουδαία συγγραφική–πολιτική δράση, κυρίως με την έκδοση της αντιμιλιταριστικής εφημερίδας “Der Ziegelbrenner” (“Ο Κεραμοποιός”). Την Πρωτομαγιά του 1919, που χαρακτηρίζεται ως “αντεπαναστατική” μετά τη νίκη της λευκής φρουράς, συνελήφθη, αλλά κατάφερε να αποδράσει. Από τότε ήταν επικηρυγμένος από τη γερμανική αστυνομία. Το 1923 φυλακίστηκε στο Μπρίξτον, γιατί δεν παρουσιάστηκε στην υπηρεσία αλλοδαπών του Λονδίνου. Μετά την αποφυλάκισή του το 1924 έφυγε κρυφά με πλοίο στο Μεξικό. Ο Rolf Raasch γράφει:
"...εκεί μεταμορφώθηκε από Γερμανός σεναριογράφος, ηθοποιός και ατομικιστής αναρχικός επαναστάτης ονόματι Ρετ Μαρούτ, στο Μεξικανό συγγραφέα B. Traven".
Εμπρόσθοφυλλο του αντιμιλιταριστικού περιοδικού-εφημερίδα που
εξέδιδε στη Γερμανία ο Τρέηβεν λίγο πριν ξεκίνησει τη λογοτεχνική του δράση.
(Ντερ Ζιγκελμπρένερ - Ο Κεραμοποιός, ως το 1921)
Στο Μεξικό ο Traven συναντά την ταραγμένη μετεπαναστατική πραγματικότητα μετά την πτώση του Diaz. Όταν έφτασε στο Ταμπίκο οι wobblies διοργάνωναν διαρκώς επιτυχημένες απεργίες. Το αντιμιλιταριστικό και αντιιμπεριαλιστικό μένος του Τρέηβεν βρίσκεται στα ουράνια του ενθουσιασμού και αυτή ακριβώς είναι η περίοδος που γράφει το “Μεγαλοβιομήχανο" (που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις “Πανοπτικόν”). Βρισκόμαστε μπροστά στην καταλυτική ματιά του λογοτέχνη Traven που αναζητά όλες τις αλήθειες μέσα από τη ζωή των ανώνυμων και των φτωχών ανθρώπων. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να αναδειχθεί η μετεπαναστατική πραγματικότητα του Μεξικού και η οριστική ιδεολογική νίκη της λαϊκής κουλτούρας έναντι κάθε είδους καταπίεσης, είτε της καθαρής τυραννίας, τύπου Diaz, είτε της δήθεν ελευθερίας που υπόσχεται η καπιταλιστική βαρβαρότητα. Κι αυτή ήταν ίσως η βασικότερη αντίρρηση των κριτικών στο έργο του. Το κατά πόσο είναι δυνατό η μακρινή μεξικάνικη νοοτροπία να συμπορευθεί και να εκφράσει την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Είναι αυτονόητο ότι τα βιβλία του απαγορεύτηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα στη Γερμανία.
Πρωτοεμφανίζεται στο προσκήνιο το 1925 όταν δημοσιεύει στην ημερήσια εφημερίδα "Vorwarts", όργανο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη Γερμανία, το πρώτο του διήγημα, υπογράφοντας ως B. Traven, στις 28 Φλεβάρη. Σύντομα δημοσιεύει και τη πρώτη του νουβέλλα με τίτλο: "Die Baumwollpflücker " (“The Cotton Pickers” - “Οι Μπαμπακοσυλλέκτες”) - Ιούνη-Ιούλη του ίδιου χρόνου. Εκτεταμένη έκδοση της νουβέλλας γίνεται στο Βερολίνο από τον οίκο Buchmeister, το 1926, με αρχικό τίτλο "Der Wobbly" συνηθισμένο όνομα για μέλη του αναρχοσυνδικαλιστικού Σωματείου Μεταφορών και Εργατών σε Φάμπρικες, όλου του κόσμου, αλλά σε μετέπειτα έκδοση επανέρχεται ο αρχικός τίτλος.
Στο βιβλίο αυτό πρωτοπαρουσιάζει τον ήρωά του, Γκέραλντ Γκέηλς -που σε άλλα έργα του τον συναντάμε ως Γκέηλ ή Τζέραρντ Γκέηλς- έναν Αμερικανό ναυτικό που ψάχνοντας για δουλειά σε διάφορες επιχειρήσεις, μπλέκει πάντα με ύποπτους τύπους και γίνεται θύμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, χωρίς όμως, παρ’ όλα αυτά να χάνει τη θέληση και το κουράγιο του, να παλέψει και να διεκδικήσει λίγη χαρά στη ζωή. Την ίδια χρονιά (1926) το Büchergilde Gutenberg, που είχε βοηθήσει και στηρίξει και το πρώτο του βιβλίο -και εξακολούθησε να 'ναι ο εκδοτικός οίκος του Traven, μέχρι το 1939- εκδίδει τη δεύτερη νουβέλλα του με τίτλο "Το Πλοίο Των Νεκρών" (“Das Totenschiff”- “The Death Ship”).
Ο κεντρικός χαρακτήρας του είναι πάλι ο Γκέραλντ Γκέηλ, ένας ναυτικός που έχει χάσει τα χαρτιά και τα πιστοποιητικά του και ως εκ τούτου δε μπορεί να αποδείξει την ύπαρξή του, αναγκάζεται για να ξανακερδίσει μια θέση στη ζωή, να εργαστεί ως βοηθός μούτσου σε εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες στη γέφυρα ενός "νεκρού πλοίου" (πλοίο-φέρετρο) που σαλπάρει σε ύποπτα ταξίδια, με ύποπτα μπάρκα, πιάνοντας ευρωπαϊκά ή αφρικανικά λιμάνια. Το βιβλίο είναι μια κατηγόρια ενάντια στην απληστία των πλουσίων αφεντικών, αλλά και κατά της γραφειοκρατίας που εκδιώχνει τον Γκέηλ από κάθε χώρα στην οποία ζητά καταφύγιο. Υπό το φως των μετέπειτα αποκαλύψεων, των βιογράφων του Traven, το "Πλοίο Των Νεκρών" θεωρείται ως το βιβλίο που έχει τα περισσότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Θεωρώντας πως ο Traven είναι ο αναρχικός επαναστάτης Ρετ Μαρούτ, είναι ξεκάθαρο πως γίνεται σαφής παραλληλισμός μεταξύ του πεπρωμένου του Γκέηλ και τη ζωή του συγγραφέα, που αποδιωγμένος από τη χώρα του κι αναγκασμένος να εργαστεί στο καζάνι ενός γκαζάδικου, ταξιδεύει από την Ευρώπη, στο Μεξικό.
Ένα ακόμα σπουδαίο βιβλίο θεωρείται, (εκτός από το “Πλοίο") "Ο Θησαυρός Της Σιέρρα Μάντρε" (“The Treasure of the Sierra Madre” - “Der Schatz der Sierra Madre”), που εκδόθηκε στη Γερμανία το 1927. Η δράση του εκτυλίσσεται στο Μεξικό ξανά, και οι τρεις ήρωές του είναι Αμερικανοί τυχοδιώκτες-χρυσοθήρες, που ενώ παίρνουν όρκο να μη παρασυρθούν από το λεγόμενο, "πυρετό του χρυσού", τελικά καταλαμβάνονται απ' αυτόν με τραγικές συνέπειες. Το 1948 το βιβλίο έγινε ταινία από τον σκηνοθέτη Τζον Χιούστον, με πρωταγωνιστές τους Χάμφρι Μπόγκαρτ και Γουόλτερ Χιούστον, και είχε εξαιρετική εισπρακτική επιτυχία, ενώ την επόμενη χρονιά κέρδισε 3 Όσκαρ.
Ο μεγάλος σκηνοθέτης J. Huston, ενθουσιάζεται με το βιβλίο και αποφασίζει να το γυρίσει ταινία. Τα σχέδιά του διακόπτονται με την έλευση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά είναι τόσο αποφασισμένος να υλοποιήσει το σχέδιό του ώστε γυρίζοντας από τον πόλεμο αλληλογραφεί με τον Traven για να πάρει τα δικαιώματα. Κανονίζουν να συναντηθούν στην Πόλη του Μεξικού το 1946 σε ένα ξενοδοχείο. Στην συνάντηση εμφανίζεται ένας περίεργος τύπος ονόματι Hal Croves, ο οποίος έχει μαζί του μια εξουσιοδότηση από τον Traven να διαπραγματευθεί με τον Huston. Γίνονται διάφορες συναντήσεις και συζητήσεις και πάντα εμφανίζεται ο Croves. Ο Huston υποψιάζεται ότι είναι ο ίδιος ο Traven, ωστόσο δεν το πολυψάχνει και τον τοποθετεί τεχνικό σύμβουλο της ταινίας, που τελικά γυρίζεται το 1947. Στα γυρίσματα ο Croves τηρεί μια περίεργη στάση, όπου σε άλλους λέει ότι είναι ο Traven αλλά στους περισσότερους το αρνείται. Η ταινία κάνει πρεμιέρα τον Απρίλιο του 1948 με τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Όπως είναι φυσικό, μετά την ταινία, τα βιβλία του Traven γνωρίζουν θεαματικές πωλήσεις στις ΗΠΑ και το όνομα και η ταυτότητά του συζητιούνται όλο και πιό πολύ.
Η φιγούρα του Γκέραλντ Γκέηλς επιστρέφει στο επόμενό του βιβλίο με τίτλο "Η Γέφυρα Στη Ζούγκλα" (“The Bridge in the Jungle” - “Die Brücke im Dschungel”), που πρωτοδημοσιεύτηκε στη "Φόρβερτς" το 1927 σε σύντομη εκδοχή, και αργότερα, το 1929 εκδίδεται σε βιβλίο με πιο εκτενή εκδοχή. Στο βιβλίο ο Traven καταπιάνεται λεπτομερώς με ερωτήματα για τους Ινδιάνους της Αμερικής και των διαφορών μεταξύ χριστιανικής και ινδιάνικης κουλτούρας στη Λατινική Αμερική. Αυτοί οι προβληματισμοί επανέρχονται και στο επόμενο βιβλίο του "Νουβέλες Της Ζούγκλας" (“Jungle Novels”).
Το αριστούργημά του, ωστόσο, είναι το επόμενο βιβλίο που εκδίδεται το 1929 με τίτλο "Το Λευκό Ρόδο" (“The White Rose” - “Die Weiße Rose”) και είναι μια επική ιστορία -υποτίθεται πως στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα- για τη κλεμμένη γη των Ινδιάνων για όφελος μιας αμερικανικής εταιρείας πετρελαίων. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο τίτλος του βιβλίου μπορεί να ενέπνευσε στην ονοματοδοσία του μαθητικού και σπουδαστικού αντιναζιστικού οργανισμού "Λευκό Ρόδο", που έδρασε στο Μόναχο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του οποίου όλα τα μέλη εκτελέστηκαν το 1943.
Μες στη δεκαετία του '30 εκδίδονται οι "Νουβέλες Της Ζούγκλας" -έξι νουβέλες: "The Carreta" (“Der Karren”, 1931), "Government" (“Regierung”, 1931), "March to the Monteria" (“Der Marsch ins Reich der Caoba”, 1933), "Trozas" (“Die Troza”, 1936), "The Rebellion of the Hanged" (“Die Rebellion der Gehenkten”, 1936), και "The General from the Jungle" (“Ein General kommt aus dem Dschungel”, με μια σουηδική μετάφραση το 1939 και μια γνήσια το 1940). Οι νουβέλλες περιγράφουν τη ζωή των Μεξικανών Ινδιάνων στην Πολιτεία Τσιάπας (Chiapas), στην αρχή του 20ού αιώνα, που αναγκάζονται να δουλέψουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες στο καθάρισμα του μαονιού στις εργοστασιακές εγκαταστάσεις (monterias) μες στη ζούγκλα, με αποτέλεσμα την σφοδρή αντίδρασή τους και το ξέσπασμα της Μεξικανικής Επανάστασης.
Μετά από αυτό το βιβλίο, ο Traven ουσιαστικά σταματά να γράφει μυθιστορήματα μεγάλης έκτασης και δημοσιεύει κυρίως διηγήματα -πολλά απ' αυτά παραμένουν ανέκδοτα- όπως "Ο Θεραπευτής" που εκθειάζεται από τους “NY Times” ως το καλύτερο διήγημα του 1953, ο δε ήρωάς του Μακάριο, γίνεται υλικό για μια ταινία από τον μεξικανό σκηνοθέτη Ρομπέρτο Γκαβαλντόν (Roberto Gavaldón ) το 1960. Η τελευταία νουβέλλα του δημοσιεύεται το 1960 με τίτλο "Aslan Norval" και μέχρι τώρα δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα αγγλικά ή τα ελληνικά.
Πρόκειται για την ιστορία μιας εκατομμυριούχου που παντρεύεται έναν ηλικιωμένο επιχειρηματία ενώ παράλληλα διατηρεί παράνομο δεσμό με ένα νεαρό. Η θεματική, η γλώσσα κι η δομή αυτού του βιβλίου είναι τελείως διαφορετική από το σύνηθες στυλ του συγγραφέα, με αποτέλεσμα ν' απορρίπτεται από τους εκδότες, καθώς αμφέβαλλαν για την αυθεντικότητα της υπογραφής του έργου. Το βιβλίο κατηγορήθηκε επίσης και για "πορνογράφημα" κι έγινε δεκτό μετά από την επιμέλεια του Johannes Schönherr, όστις μετέτρεψε τη γραφή σε στυλ-Traven. Πάντως μέχρι σήμερα μένουνε κάποιες αμφιβολίες για τη γνησιότητά του.
Αξίζει να αναφερθεί πως έγραψε και έναν ταξιδιωτικό οδηγό το 1928, με τίτλο "The Land Οf Springtime" (“Land Des Frühlings” - “Η Χώρα Της Άνοιξης”), όπου κυρίως αναφέρεται στην Επαρχία Τσιάπας του Μεξικού, εκδόθηκε κι αυτό από το Büchergilde Gutenberg και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και 64 φωτογραφίες, όλες τραβηγμένες από τον ίδιο. Παρακάτω, παραθέτω μερικές έτσι για να πάρουμε μιαν ιδέα:
Το γράψιμό του μπορεί να περιγραφεί ως "προλεταριακή περιπετειώδης μυθιστορία". Μιλά για εξωτικά ταξίδια, περιπέτειες με εκτός νόμου και Ινδιάνους, χαρακτήρες που μπορεί να μοιάζουν με κείνους του Καρλ Μέι και του Τζακ Λόντον. Αντίθετα όμως από τα κλασικά ουέστερν, δεν είναι μόνο λεπτομερείς περιγραφές του σοσιαλιστικού περιβάλλοντος των πρωταγωνιστών, αλλά επίσης και μια συνεκτική παρουσίαση ολάκερου του κόσμου, ειδωμένη όμως από τη σκοπιά των καταπιεσμένων κι εκμεταλλευομένων. Οι χαρακτήρες του είναι ξεδιαλεγμένοι από τα χαμηλά κομμάτια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, από το προλεταριάτο, την εργατική τάξη, τους αναξιοπαθούντες συνεπεία έλλεψης πλούτου ή δύναμης. Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι ακριβώς εκείνο που λέμε, αντιήρωες κι όχι ήρωες, παρά το γεγονός ότι έχουν αυτή την αρχέγονη ζωτική δύναμη που τους εξωθεί στο να πολεμήσουν για τα δίκια τους. Οι έννοιες, δικαιοσύνη ή χριστιανική ηθική, που 'ναι τόσο ορατή σε μυθιστορήματα περιπέτειας από άλλους συγγραφείς, π.χ. Karl May, δεν έχουν καμία θέση εδώ.
Αντ’ αυτού, το αναρχικό στοιχείο της εξέγερσης βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο της δράσης του μυθιστορήματος. Η άρνηση του ήρωα να ζήσει στις εξευτελιστικές συνθήκες διαβίωσης του χρησιμεύει συχνά ως κίνητρο και δίνεται μεγάλη έμφαση στις προσπάθειες των καταπιεσμένων για την απελευθέρωσή τους. Πέρα από αυτό, δεν υπάρχει ουσιαστικά κανένας πολιτικός προγραμματισμός στα βιβλία του Traven. Σαφέστερο μανιφέστο του μπορεί να 'ναι η γενική αναρχική αναζήτηση "Tierra y Libertad" στις "Νουβέλες Της Ζούγκλας". Επαγγελματίες πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που συμπαθούν την αριστερά, συνήθως εμφανίζονται σε ένα αρνητικό φως, αν εμφανίζονται και καθόλου. Παρ’ όλα αυτά, τα βιβλία του Traven είναι κατεξοχήν πολιτικά έργα. Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν προσφέρει κανένα θετικό πρόγραμμα, δηλώνει πάντα την αιτία του πόνου των ηρώων του. Αυτή η πηγή της δυστυχίας, η στέρηση, η φτώχεια κι ο θάνατος είναι συνέπεια του καπιταλισμού, και προσωποποιείται στις συζητήσεις του ήρωα του "Πλοίου Των Νεκρών", Caesar Augustus Capitalismus. Η κριτική του καπιταλισμού του, είναι ωστόσο χωρίς κραυγαλέα ηθικολογία. Ντύνοντας τα μυθιστορήματά του με τη φορεσιά της περιπέτειας ή δυτικής λογοτεχνίας, ο συγγραφέας προσπαθεί να απευθύνει έκκληση προς τους λιγότερο μορφωμένους, και πρώτα απ 'όλα στην εργατική τάξη.
Στην παρουσίαση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, ο Traven δεν περιορίζει τον εαυτό του στην κριτική του καπιταλισμού. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του ήταν οι εκεί φυλετικές διώξεις των Ινδιάνων του Μεξικού. Τα μοτίβα αυτά, που είναι κυρίως ορατά στα μυθιστορήματα της ζούγκλας, ήταν μια απόλυτη καινοτομία στη δεκαετία του 1930. Οι περισσότεροι αριστεροί διανοούμενοι, παρά την αρνητική στάση τους στον ευρωπαϊκό κι αμερικανικό “ιμπεριαλισμό”, δε γνωρίζουν, ή δεν ενδιαφέρονται για τις διώξεις των ιθαγενών στην Αφρική, την Ασία και τη Νότια Αμερική. Ο Traven αξίζει τα εύσημα για τη στροφή της προσοχής του κοινού σε αυτά τα θέματα, πολύ πριν ξεκινήσουνε τα αντι-αποικιοκρατικά κινήματα κι οι αγώνες για τη χειραφέτηση των μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
"Όποιος μπαίνει εδώ, τ' όνομα κι η ζωή του σβήνουν μ' ένα φύσημα τ' αγέρα. Στον κόσμο τον μεγάλο, τον απέραντο, κανένα δεν αφήνει χνάρι..."
(ΣΗΜ. δική μου: Πόσο μοιάζει αυτό το κομμάτι με το αντίστοιχο κομμάτι που αναφέρεται στην είσοδο της "Κόλασης" του Δάντη!)
Μ' αυτά τα λόγια υποδέχεται το "Πλοίο Των Νεκρών" τους ναύτες που για πρώτη φορά πατούν το κατάστρωμά του... Κι εκεί, σ' αυτό το πλοίο με το ύποπτο φορτίο και το ανώνυμο πλήρωμα, καταφεύγει έπειτα από ατελείωτες περιπέτειες και παθήματα ο ήρωας του B. Traven. Μετά από μια γερή κρασοκατάνυξη στην Αμβέρσα, ο Αμερικανός ναύτης βρίσκεται χωρίς διαβατήριο και επίσημη ταυτότητα. Έτσι "ανύπαρκτος" περιπλανιέται από τη μία χώρα που σπεύδει να τον κηρύξει ανεπιθύμητο στην άλλη, μέχρις ότου καταλήξει σ' ένα σκουριασμένο "πλοίο-φάντασμα" επανδρωμένο με "νεκρούς", ανθρώπους δηλαδή χωρίς χαρτιά, δίχως αναγνωρισμένη ύπαρξη και θέση σ' αυτόν τον κόσμο.
Ο ήρωας μας πάνω του αλλάζει όνομα, εθνικότητα, εαυτό, δέχεται να δουλέψει καρβουνιάρης, να κοιμηθεί σε σκέτες σανίδες, να μην τρώει καλά, να γεμίσει πληγές από τα πυρακτωμένα κάρβουνα και τις σιδερένιες βέργες. Και τελικά συνηθίζει και καταλήγει να το αγαπήσει το παλιοκάραβο.
Βασικό ατού του βιβλίου είναι το χιούμορ, διαβρωτικό ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Αυτό και ο κεντρικός χαρακτήρας, ένας τύπος που αγαπά την περιπέτεια και τη ζωή, που μπορεί να τα βγάλει πέρα έναντι σε πολλές κρατικές μηχανές που δεν νοιάζονται, σε συνθήκες ακόμα και ασύμβατες με την ίδια την ζωή. Στην τελική ανάλυση, το μόνο που έχει σημασία στα βιβλία είναι να μπορείς να πεις καλά μια ιστορία- αν αυτή η ιστορία είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο του “Πλοίου των νεκρών”, ακόμα καλύτερα. Το "Πλοίο Των Νεκρών" είναι μια συγκλονιστική θαλασσινή περιπέτεια που πίσω από τη σκληρή μοίρα των ναυτικών διαφαίνεται η αυθαιρεσία της εξουσίας κι η εμπλοκή του ανθρώπου στα γρανάζια της κρατικής μηχανής, στις απροκάλυπτες διαστάσεις που πήραν τα φαινόμενα αυτά με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το "Ο Μεγαλοβιομήχανος", ένα παραμυθάκι του Traven, αφορά το νεοϋρκέζο Γουίνθροπ κι έναν ανώνυμο Ινδιάνο καλλιτέχνη που πλέκει καλάθια. Ο Γουίνθροπ, κατάπληκτος από την τεχνική του Ινδιάνου, αγοράζει όλα του τα καλάθια για ένα εξευτελιστικό ποσό. Σκεπτόμενος επιχειρηματικά, του κάνει πονηρές ερωτήσεις όπως, πόσα καλάθια μπορεί να πλέξει, αν με την αγορά εκατό καλαθιών θα του έκανε καλύτερη τιμή κι άλλα παρόμοια. Ο Ινδιάνος απαντά με απαθές ύφος, χωρίς να καταλαβαίνει ούτε τι εννοεί ο Γουίνθροπ, ούτε πού θέλει να καταλήξει. Παραδέχεται ότι με την αγορά πολλών καλαθιών θα έκανε καλύτερη τιμή και ο Γουίνθροπ φεύγει ευχαριστημένος. Παρακολουθούμε την απόλυτη ασυνεννοησία ανάμεσα στο καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής και υπολογισμού κερδών και την φυσικότητα του λαϊκού καλλιτέχνη που αγνοεί όλους αυτούς του μηχανισμούς και αρνείται να μπει στη λογική τους. Με δυο λόγια, βρισκόμαστε μπροστά σε μια σύγκρουση πολιτισμών που ο ένας αντιλαμβάνεται τα πάντα καθαρά επιχειρηματικά, δηλαδή επενδυτικά, κι άλλος αποκλειστικά βιοποριστικά, δηλαδή ως κάλυψη των τρεχόντων αναγκών, αφού πέρα από αυτές όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν καμιά αξία. Ο Ινδιάνος ζει κυρίως από την καλλιέργεια του χωραφιού του και το πλέξιμο των καλαθιών είναι μόνο συμπληρωματικό εισόδημα, απαραίτητο για να τα φέρει βόλτα. Η αποκλειστικότητα που του ζητά ο Γουίνθροπ του φαίνεται εξωφρενική και γι’ αυτό είναι αδύνατο να τον πάρει στα σοβαρά. Οι απαντήσεις του κινούνται καθαρά στα πλαίσια μιας τερατώδους υπόθεσης (αν μπορεί να φτιάξει 10.000 καλάθια) και ποτέ δεν θα λογαριάσει το θέμα ρεαλιστικά. Είναι το μικρό παιδί που απαντά σε όλες τις ερωτήσεις των μεγάλων, κινούμενο αποκλειστικά στο φανταστικό γιατί πέρα από αυτό φαίνονται αδύνατες όλες οι προσεγγίσεις. Κι αυτό είναι η αποθέωση της αθωότητας.
Ο Γουίνθροπ επιστρέφει στη Νέα Υόρκη και κλείνει δουλειά με ιδιοκτήτη ζαχαροπλαστείου, καθώς τα καλάθια κρίνονται ιδανικό περιτύλιγμα για σοκολάτες πολυτελείας. Ξαναγυρίζει στο Μεξικό και ζητά από τον Ινδιάνο να του ετοιμάσει 10.000 καλάθια. Όμως ο Ινδιάνος τα πουλάει πανάκριβα. Ζητά δεκαπέντε πέσος. Ο Γουίνθροπ τρελαίνεται. Πώς είναι δυνατό για 100 καλάθια να ζητά 40 σεντάβος το κομμάτι και για 10.000 δεκαπέντε πέσος; Πώς είναι δυνατό να ανεβάζει την τιμή, και μάλιστα τόσο πολύ, ενώ αυξάνεται η παραγγελία; Αυτό αντιβαίνει κάθε καπιταλιστική λογική. Γιατί η καπιταλιστική λογική δεν μπορεί να υπολογίσει τίποτε πέρα από το κέρδος και το κέρδος το φέρνει μόνο η μαζική παραγωγή. Ο Ινδιάνος οφείλει να προσαρμοστεί σ’ αυτή την απλή αλήθεια. Οφείλει να παρατήσει κάθε άλλη ασχολία. Οφείλει να αποδεχτεί τα νούμερα του τετραδίου του Γουίνθροπ. Το χωράφι του ας το καλλιεργούν οι συγγενείς κι ας παίρνουν κι αυτοί το μερίδιό τους. Τις πρώτες ύλες από το δάσος ας τις μαζεύουν άλλοι και θα βρούμε και τη δική τους αμοιβή. Μια ολόκληρη βιοτεχνία έχει ήδη στηθεί στο μυαλό του Γουίνθροπ. Η λαϊκή ινδιάνικη τέχνη μπορεί να πουλήσει και μπροστά σ’ αυτή την απλούστατη αλήθεια οτιδήποτε άλλο δεν έχει καμία σημασία. Γιατί, τι σημασία μπορεί να έχει η γεωργική παραγωγή του ινδιάνου, αφού θα έχει λεφτά να αγοράσει ό,τι θέλει; Και κάπως έτσι διατυπώνεται η βαθύτερη ουσία της καπιταλιστικής οικονομολογίας: «Και να με βοηθούσαν, στα ίδια θα ‘μασταν πάλι. Κανείς δεν θα δούλευε πια στα χωράφια όπως πρέπει. Οι τιμές του καλαμποκιού και των φασολιών θα έφταναν σε τέτοια ύψη, που κανείς μας δε θα μπορούσε να αγοράσει και θα πεθαίναμε της πείνας. Και τότε, αφού θα ανέβαιναν συνεχώς οι τιμές, πώς θα μπορούσα εγώ να φτιάχνω καλάθια για σαράντα σεντάβος το ένα;» Κι αυτή ακριβώς είναι η καπιταλιστική μοίρα του μισθωτού εργάτη. Η παραγωγή αγαθών που δεν του ανήκουν, η ελάχιστη αμοιβή που δεν καθορίζει και η ακρίβεια των αγαθών που δεν ελέγχει. Η άρνηση του ινδιάνου είναι η απόρριψη της μισθωτής εργασίας και η εξωφρενική τιμή των δεκαπέντε πέσος που ζητά είναι η απολύτως λογική προϋπόθεση για να γίνει μισθωτός εργάτης, πράγμα που ο Γουίνθροπ δεν θα καταλάβει ποτέ. Γιατί η ιδιοκτησία της γης και η αυτάρκεια τροφίμων είναι η εξασφάλιση της επιβίωσης κι η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν θέλει τέτοια. Θέλει εξάρτηση που θα εξασφαλίζει την εκμετάλλευση, πράγμα που όπως φαίνεται ο Ινδιάνος το ξέρει πολύ καλά.
Φυσικά, ο Traven εξιδανικεύει τον Ινδιάνο (άσχετα με φήμες – θρύλους που θέλουν να αληθεύει ένα παρόμοιο γεγονός). Όμως η αλήθεια του Traven δεν έγκειται στο ρεαλισμό των προσώπων της ιστορίας. Έγκειται στο ρεαλισμό των ιδεών που εκπροσωπούνται. Γιατί ο Ινδιάνος ξέρει καλά ότι για να φτιάξει 10.000 καλάθια χρειάζεται τέτοια ποσότητα από πρώτες ύλες που θα διαλύσει το δάσος. Και ξέρει επίσης καλά ότι αν μπει στη λογική της μαζικής παραγωγής η τέχνη του θα χάσει κάθε σημασία, αφού θα γίνει βιομηχανοποιημένο προϊόν: «Καλέ μου άρχοντα, τα καλαθάκια μου πρέπει να τα φτιάξω με τον τρόπο μου. Με το τραγούδι και με την ψυχή μου τα υφαίνω. Αν τα έφτιαχνα σε τόσο μεγάλες ποσότητες δεν θα μου έφτανε ούτε η ψυχή ούτε τα τραγούδια μου να τους δώσω» και “… πρέπει να ψάξω τα φυτά, τις ρίζες, τους κορμούς και τα έντομα που χρειάζομαι για να αναμείξω τα χρώματα. Πιστέψτε με, αυτό μου παίρνει πολύ χρόνο. Τα φυτά πρέπει να τα συλλέξω όταν η σελήνη είναι στη σωστή της θέση, αλλιώς δεν θα είναι καλό το χρώμα. Τα έντομα που βρίσκω στα φυτά θέλουν κι αυτά τη σωστή τους στιγμή και τις κατάλληλες συνθήκες, αλλιώς δεν παράγουν έντονα χρώματα και μοιάζουν σκέτη σκόνη”. Αυτούς τους ρομαντισμούς ο Γουίνθροπ δεν θα τους κατανοήσει ποτέ κι αυτή είναι η ουσία της καπιταλιστικής επέλασης. Η πεποίθηση ότι όλα είναι εμπορεύσιμα είδη. Το κλείσιμο που δίνει ο Traven στο αντικαπιταλιστικό του παραμυθάκι δε χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις:
“Έτσι έγινε λοιπόν. Δεν ήταν φαίνεται η μοίρα των σκουπιδοτενεκέδων της Αμερικής να υποδεχτούν, άδεια, σκισμένα και τσαλακωμένα πια, τα πολύχρωμα καλαθάκια που μέσα τους ένας Μεξικανός ινδιάνος είχε υφάνει τα όνειρα της ψυχής του…”
Η πιο σοβαρή μελέτη για το πρόσωπο του συγγραφέα είναι οπωσδήποτε οι “Συμβολές στη βιογραφία του Β.Traven” του Ανατολικογερμανού καθηγητή Rolf Recknagel. Πρωτοεκδόθηκε το 1965 και από τότε επανεκδίδεται συχνά, βελτιωνόμενη κι αναθεωρούμενη βάσει νεώτερων ευρημάτων, δικών του ή ξένων. Στο ογκώδες αυτό έργο, υπόδειγμα εξονυχιστικής υφολογικής ανάλυσης στην υπηρεσία βιογραφικών αναδιφήσεων, τεκμηριώνεται πειστικότατα η μεγάλη ανακάλυψη του Recknagel, που ώς τότε δεν ήταν παρά απλώς μια επίμονη εικασία μερικών αριστερών διανοούμενων: ότι ο Β. Traven ταυτίζεται με τον Ret Marut, έναν αναρχικό επαναστάτη της Δημοκρατίας των Συμβουλίων στο Μόναχο, που με τη σειρά του είναι το επικρατέστερο ψευδώνυμό του μέχρι το 1921.
Οι ταυτότητες που κατά καιρούς αποδόθηκαν στον B.Traven ήταν:
Ο γνωστός συγγραφέας Jack London
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος (εξαφανισμένος στο Μεξικό) Ambrose Bierce
Ένας Αμερικανός πολυεκατομμυριούχος
Ένας πρώην σκλάβος ΑφροΑμερικανός
Ο Frans Blom (;)
Ο νόθος γιος του Βασιλιά Γουλιέλμου του Β'
Ένας λεπρός που γράφει από κάποιο ίδρυμα
Ο διευθυντής ενός Γερμανικού εκδοτικού οίκου
Μία ομάδα από Χολυγουντιανούς προοδευτικούς σεναριογράφους
Μερικά από τα ονόματα που χρησιμοποίησε ο B. Traven στην αλληλογραφία με τους εκδοτικούς οίκους, τους δημοσιογράφους που τον πολιορκούσαν, τις εταιρείες παραγωγής από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία, και πολλούς περίεργους που είχαν βαλθεί να βρουν ποιος είναι:
Arnolds
Barker
Hal Croves
Traven Torsvan
Traves Torsvan
Traven Torsvan Torsvan
Traven Torsvan Croves
B. T. Torsvan
Ret Marut
Fred Maruth
Fred Mareth
Red Marut
Rex Marut
Richard Maurhut
Albert Otto Max Wienecke
Adolf Rudolph Feige
Kraus
Martinez
Fred Gaudet
Lainger
Goetz Ohly
Anton Räderscheidt
Robert Bek-Gran
Hugo Kronthal
Wilhelm Scheider
Heinrich Otto Becker
Υπήρξαν μερικές σοβαρές απόπειρες γιά τη λύση του μυστηρίου της ταυτότητας του B. Traven. Παρακάτω θα παραθέσω μερικές:
* Μόλις εκδόθηκαν τα πρώτα βιβλία του Traven στην Γερμανία, ο αριστεριστής (#) ηγέτης Eric Muhsam -ο οποίος έπαιξε ενεργό ρόλο στην "Kόκκινη" επανάσταση του Μονάχου το 1919- συνεργάστηκε στενά με τον Ret Marut, έναν αινιγματικό τύπο, ο οποίος εξέδιδε μια μηνιαία επαναστατική επιθεώρηση. Ο Marut μόλις καταπνίγηκε η εξέγερση συνελήφθη, φυλακίσθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Δραπέτευσε από την φυλακή και τα ίχνη του χάνονται το 1922. Ο Muhsam με την κυκλοφορία των βιβλίων του Traven στην Γερμανία συνέκρινε τα γραπτά του παλιού του συνεργάτη Ret Marut κι ήταν σίγουρος ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με τον συγγραφέα. Ο Muhsam δεν πρόλαβε να δημοσιεύσει την θεωρία του, διότι δολοφονήθηκε από παρακρατικούς Ναζί το 1934. Είχε φτάσει πολύ κοντά στην αποκάλυψη της αλήθειας.
* Μια σοβαρή απόπειρα έγινε από τον Μεξικανό δημοσιογράφο Luis Spota. Όταν τελείωσαν τα γυρίσματα της ταινίας του J. Huston "Ο Θησαυρός Της Σιέρρα Μάντρε", ο Hal Croves -που όπως προανέφερα συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη ως εξουσιοδοτημένος από τον Trave n-εξαφανίστηκε… Ο δημοσιογράφος βρήκε ότι τα χρήματα που κατατέθηκαν από τους παραγωγούς της ταινίας τα εισέπραττε κάποιος Traven Torsvan ο οποίος είχε ένα ξενοδοχείο στο Ακαπούλκο. Μετά από γερό ψάξιμο και συγκρίνοντας αρχεία του Υπουργείου Εσωτερικών του Μεξικού, διεπίστωσε ότι ο Traven Torsvan γεννηθείς στο Σικάγο το 1890, χρησιμοποιούσε σε κάποια έγγραφα το όνομα Berick Traven Torsvan. Είχε πρωτοέρθει στο Μεξικό το 1914, απέκτησε διαβατήριο το 1930 και πήρε τη μεξικανική υπηκοότητα το 1942. Ο Spota μετά από αρκετό κυνηγητό και πολλές συνομιλίες με τον Torsvan, τον έκανε να παραδεχθεί ότι είναι ο Hal Croves και ότι είναι ο ίδιος ο συγγραφέας B.Traven. Μια εβδομάδα αργότερα ο Croves με γράμμα του στον τύπο του Μεξικού, αρνείται όλα τα ανωτέρω κι εξαφανίζεται τελείως.
* Το 1957 ο Hal Croves παντρεύεται τη λογοτεχνική ατζέντη Rosa Elena Lujan και επανεμφανίζεται, αφού ιδρύουν με τη σύζυγό του έναν εκδοτικό οίκο ο οποίος έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα των έργων του Τraven. Η εκδοτική επιτυχία των βιβλίων είναι τεράστια, τα δικαιώματα από τις ταινίες που γυρίστηκαν από τα βιβλία του πολλά, έτσι ο Croves με τη σύζυγό του ζουν πολύ άνετα στο Μέξικο Σίτυ. Ο Croves δίνει πολλές συνεντεύξεις (διότι το ψάξιμο γιά τον Traven συνεχίζεται αμείωτο σε ΗΠΑ και Γερμανία), όπου σε όλες αρνείται κατηγορηματικά ότι είναι ο B. Traven. O Hal Croves πεθαίνει το 1969, μετά από πολύχρονη ασθένεια. Το ίδιο απόγευμα αμέσως μετά τη κηδεία του, η σύζυγος του καλεί τους δημοσιογράφους και τους διαβάζει τη διαθήκη του Croves, όπου ο εκλιπών παραδέχεται ότι ήταν ο συγγραφέας B.Traven και το πραγματικό του όνομα ήταν Traven Torsvan. Εκτός διαθήκης, η Rosa Elena ανακοινώνει στον Τύπο ότι ο Croves χρησιμοποίησε το όνομα Ret Marut το διάστημα που έζησε στη Γερμανία. Δηλώνει ότι οι γονείς του Torsvan μετανάστευσαν στα τέλη του 19ου αιώνα στη Γερμανία όπου ο νεαρός Torsvan έγινε γνωστός ως Ret Marut. Οι Γερμανοί αρνούνται να πιστέψουν την ιστορία αυτή που όμως τελικά επικρατεί στη συνείδηση του κοινού.
Υπάρχουν πολλά κενά στην ιστορία αυτή. Διάφοροι μελετητές αρνούνται να ταυτίσουν τον Croves με τον Marut. Άλλοι δε βρίσκουν συγγένεια στα χειρόγραφα του Marut με αυτά του Τraven. 'Εχουν εκδοθεί πολλές βιογραφίες του Traven, όλες συγκλίνουν στο ότι οι Marut / Croves / Traven είναι το ίδιο πρόσωπο -συνετέλεσε σ' αυτό και μια μεταγενέστερη συνέντευξη της Lujan, που δήλωσε ότι ο Marut συνελήφθη στην Αγγλία το 1923 κι αφέθηκε ελεύθερος το 1924, τότε μπαρκάρησε σε κάποια σαπιοκάραβα, το πρώτο γιά τα Κανάρια Νησιά, το δεύτερο για την Αφρική και το τρίτο για το Tampico, ιστορία παρόμοια με το βιβλίο του "Το Πλοίο Των Νεκρών”. Κανείς όμως δεν μπορεί να εξηγήσει ακόμα το αμερικανικό ύφος των μυθιστορημάτων του.
Σίγουρα η ιστορία δεν έχει τελειώσει ακόμα...
ΒΙΒΛΙΑ (με αγγλικούς τίτλους)
The Cotton Pickers (1927; retitled from The Wobbly)
The Treasure of the Sierra Madre (1927; first English pub. 1935)
The Death Ship: The Story of an American Sailor (1926; first English pub. 1934)
The White Rose (1929; first full English publication 1979)
The Night Visitor and Other Stories
The Bridge in the Jungle (1929; first English pub. 1938)
Land of Springtime (1928) – travel book – αμετάφραστο
Aslan Norval (1960) αμετάφραστο
"Stories by the Man Nobody Knows" (1961)
The Kidnapped Saint and other stories (1975)
The Creation of the Sun and the Moon (1968)
The Carreta (1931, released in Germany 1930)
Government (1931)
March to the Monteria (a.k.a. March To Caobaland) (1933)
Trozas (1936) ISBN 1-56663-219-6
The Rebellion of the Hanged (1936; first English pub. 1952)
A General from the Jungle (1940)
Canasta de cuentos mexicanos (or Canasta of Mexican Stories, 1956, Mexico City, translated from the English by Rosa Elena Luján)
Άλλα Διηγήματα υπό B. Traven:
An Unexpected Solution
Cart Wheel
Cattle Drive (taken from The Cotton Pickers)
Ceremony Slightly Delayed
Foreign Correspondent
Friendship
Frustration
Midnight Call
Submission
Sun Creation, also called The Creation of the Sun and the Moon
The Third Guest
When the Priest is not at Home
Awakening the Dead (Die Auferweckung eines Toten)
Indian Dance in the Jungle (Indianertanz in der Dschungel)
A New God was Born (Die Geburt eines Gottes)
The Caught Lightning (Der aufgefangene Blitz)
Accomplices (Spießgesellen)
The Story of a Bomb, also called Tin Can or Playing with Bombs (Die Geschichte einer Bombe)
The Dynamite Cartridge (Die Dynamitpatrone)
The Social Institution (Die Wohlfahrtseinrichtung)
The Sentry (Der Wachtposten)
The Kidnapped Saint, also called The Emigrated Antonio (Der ausgewanderte Antonio)
Family Honour (Familienehre)
A Dog's Business, also called Local Arithmetic (Ein Hundegeschäft)
The Donkey's Purchase (Der Eselskauf)
The Diplomat (Diplomaten)
Control (Bändigung)
Assembly Line (Der Grossindustrielle)
The Medicine (Die Medizin)
The Bandit Doctor (Der Banditendoktor)
The Conversion of the Indians (Indianerbekehrung)
The Night Visitor (Der Nachtbefuch im Bufch)
Διηγήματα υπό Ret Marut (1912 - 1919)
To the Honorable Miss S... and other stories (1915–19; English publication 1981)
Die Fackel des Fürsten – Novel (Nottingham: Edition Refugium 2009)
Der Mann Site und die grünglitzernde Frau – Novel (Nottingham: Edition Refugium 2009)
In the Freest State in the World
The Story of a Nun
The Silk Scarf
The Actor and the King
A Writer of Serpentine Shrewdness
The Blue-Speckeled Sparrow
Originality
Deceivers
My Visit to the Writer PGUWKLSCHRJ RNFAJBZXLQUY
The Art of the Painter
The Kind of things that can happen in France
Mother Beleke
In the Fog The Unknown Soldier
ΤΑΙΝΙΕΣ
Kuolemanlaiva (TV movie), 1983
The Bridge in the Jungle, 1971
Die Baumwollpflücker (TV series), 1970
Au verre de l'amitié, 1970
Días de otoño (story "Frustration"),1963
Rosa Blanca (novel La Rosa Blanca), 1961
Macario (story "The Third Guest"), 1960
The Death Ship, 1959
Der Banditendoktor (TV movie), 1957
The Argonauts (Episode of Cheyenne TV series), 1955
Canasta de cuentos mexicanos, 1955
The Rebellion of the Hanged, 1954
The Treasure of the Sierra Madre, 1948
*
Το Γεφύρι Στη Ζούγκλα (απόσπασμα...)
Ένα χρόνο αργότερα, έκανα ένα αρκετά δύσκολο ταξίδι πάνω στο άλογο, στο δρόμο προς τη ζούγκλα του ποταμού Ουαγιαλέσκο, όπου έλπιζα να πιάσω αλιγάτορες, που τα δέρματά τους πιάνανε πολύ καλή τιμή κείνη την εποχή. Το έργο μου αποδείχτηκε πολύ δυσκολώτερο απ' ό,τι περίμενα.
Σε ορισμένα σημεία δίπλα στις όχθες του ποταμού, η ζούγκλα ήτανε τόσο πυκνή ππου θα χρειάζονταν πολλές μέρες σκληρής δουλειάς με τη βοήθεια των ντόπιων για να καθαριστούν οι όχθες αρκετά ώστε να μου επιτρέψουν να πλησιάσω στα σημεία όπου υποτίθεται θα βρίσκονταν οι αλιγάτορες. Άλλα τμήματα της περιοχής ήτανε τόσο βαλτώδη που κανείς δε μπορούσε να τα διασχίσει για να φτάσει στις όχθες. Αποφάσισα τότε να προχωρήσω πιο πέρα ακολουθώντας τον ποταμό με την ελπίδα να εντοπίσω μια περιοχή προσφορώτερη για κυνήγι. Οι Ινδιάνοι μου είχανε πει πως κατεβαίνοντας τον ποταμό θα συναντούσα μια σειρά παραποτάμους που κατά πάσα πιθανότητα θα βρίθαν από αλιγάτορες αυτή την εποχή του χρόνου.
Μια από τις μέρες του ταξιδιού μου ακολουθώντας το ρεύμα του ποταμού, έφτασα σ' ένα αντλιοστάσιο ουσιαστικά κρυμμένο μες στη ζούγκλα, Αυτό το αντλιοστάσιο ήταν ιδιοκτησία των σιδηροδρόμων. Αντλούσε το νερό από το ποτάμι σ' έναν άλλο σταθμό, πολλά μίλια μακριά, απ' όπου με άλλη αντλία το στέλνανε στον επόμενο σταθμό του τρένου. Για περίπου εκατό μίλια κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, δεν υπήρχε καθόλου νερό σ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, εκτός από δυο μήνες, όταν η εποχή των βροχών βρισκότανε στο απόγειό της. Γι' αυτό κι υπήρχε ανάγκη να αντλείται το νερό μέχρι τον σταθμό. Ένα μέρος αυτού του νερού εξυπηρετούσε τη μηχανή. Το μεγαλύτερο μέρις, ωστόσο, μεταφερόταν με το τρένο μες σε ειδικές δεξαμενές σε διάφορους άλλους σταθμούς και καταυλισμούς κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, γιατί όλοι οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί θα εγκαταλείπανε τους σταθμούς και τα χωριουδάκια, αν δε τους εφοδιάζαν με νερό στην εποχή της ξηρασίας.
Ο υπεύθυνος της αντλίας ή, όπως του άρεσε να τονε φωνάζουν, ο αρχιμάστορας μηχανικός, ήταν Ινδιάνος. Δούλευε με τη βοήθεια ενός μικρού Ινδιάνου, του βοηθού του. Τροφοδοτούσανε το καζάνι με ξύλα, μερικά απ' αυτά φερμένα από τη ζούγκλα από έναν Ινδιάνο ξυλοκόπο στη ράχη ενός γαϊδάρου, τα υπόλοιπα παλιά παραπεταμένα δοκάρια και σάπιες τραβέρσες, κουβαλημένα από το σταθμό.
Το καζάνι έμοιαζε έτοιμο να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή. Η αντλία, που φαινότανε σα να 'τανε σε χρήση για πάνω από αιώνα, ακουγόταν από μίλια μακριά. Τσίριζε. ούρλιαζε, σφύριζε, έφτυνε, κελάρυζε και κροτάλιζε σε κάθε παξιμάδι, βίδα κι αρμό -και πρώτη μέρα που βρέθηκα κει κράτησα μια καλή απόσταση ασφαλείας, από φόβο πως αυτός ο παραδουλεμένος και κακομεταχειρισμένος άλαλος σκλάβος μπορεί να 'σπαγε τις αλυσίδες του και να χυμούσε προς την ελευθερία. Παρ' όλ' αυτά, η σιδηροδρομική εταιρεία είχε δίκιο να χρησιμοποιεί αυτή την αντλία μέχρι να καταρρεύσει οριστικά. Το να την αποσυναρμολογήσουνε και να τη μεταφέρουνε στο σταθμό και να τη στείλουν με πλοίο σε κάποια μάντρα σκουπιδιών, θα κόστιζε περισσότερο από τη μισή τιμή μιας νέας αντλίας. Έτσι, ήταν οικονομικώτερο να τη κρατήσουν εκεί που ήτανε και να την αφήσουν να δουλέψει μέχρι τελικής πτώσης. Λόγω των δυσκολιών στη μεταφορά και τη συναρμολόγηση, θα ήτανε σπατάλη για τη σιδηροδρομική ειταιρεία να φέρει καινούργια αντλία αυτή την εποχή, πολύ περισσότερο που η εταιρεία έλπιζε πως μιαν από αυτές τις μέρες, κάποια αμερικάνικη πετρελαϊκή εταιρεία θα 'βρισκε πετρέλαιο κάπου κει κοντά και θα φρόντιζε να λύσει το πρόβλημα του νερού στα εκατό μίλια κατά μήκος της γραμμής.
Περίπου εβδομήντα γιάρδες από την αντλία μια γέφυρα διέσχιζε το ποτάμι. Η γέρφυρα, κατασκευή κι ιδιοκτησία της εταιρείας πετρελαίου και φτιαγμένη από ακατέργαστη βαρειά ξυλεία, ήταν αρκετά φαρδιά ώστε να περνούνε φορτηγά, αλλά δεν είχε προστατευτικό κιγκλίδωμα. Η εταιρεία το 'χε θεωρήσει περιττόν έξοδο. Αν υπήρχε κιγκλίδωμα στη γέφυρα, ίσως αυτή η ιστορία να μην είχε ειπωθεί ποτέ.
-"Έχουμε πολλούς αλιγάτορες μες σ' αυτό το ποτάμι, ένα σωρό, σενιόρ, γι' αυτό να 'σαι σίγουρος", μου είπε ο επιστάτης της αντλίας. "Φυσικά καταλαβαίνεις κύριος, δε βρίσκονται ακριβώς εδώ που 'ναι η αντλία".
Μπορούσα να το καταλάβω πολύ καλά αυτό. Κανείς αξιοπρεπής αλιγάτορας που σέβεται τα καθιερωμένα ήθη, δε θα μπορούσε να ζήσει ποτέ κοντά σ' αυτή τη θορυβώδικη αντλία και να διατηρηθεί σε φόρμα ώστε ν' αντιμετωπίσει γενναία τα βέλη της ζωής.
-"Βλέπεις κύριος, δε θα μου άρεσε να 'ναι δω γύρω, ποτέ. Θα κλέβανε τα γουρούνια και τα κοτόπουλά μου. Και τί νομίζεις, και μπορεί να μη το πιστέψεις, αλλά είναι αλήθεια, κλέβουν ακόμα και μικρά παιδιά, αν τ' αφήσεις μόνα τους για λίγο. Όχι, εδώ τριγύρω υπάρχουνε πολύ λίγοι, αν υπάρχουνε κιόλας, κι αυτοί είναι πολύ μικροί, πολύ νεαροί για να χαραμίσεις σφαίρα πάνω τους. Πιο κάτω κι ακόμα πιο πάνω στο ρέμα τρία ή τέσσερα μίλια από δω, θα τους βριες σε κοπάδια, σε εκατοσταριές -και θηρία Παναγιά μου, νομίζω πως πρέπει να 'ναι τρακοσίων ετών, τόσο μεγάλοι είναι".
Έγνεψα προς την απέναντι όχθη:
- Ποιός μένει κει πέρα; Εννοώ ακριβώς εκεί που 'ναι οι καλύβες".
- "Α εκεί εννοείς; Είναι πεδιάδα, πολλή βοσκή. Στη πραγματικότητα, είναι ένα είδος ράντσου. Καθόλου περιφραγμένο. Ορθάνοιχτο. Ανήκει σ' έναν Αμερικάνο. Μόλις περάσεις αυτή τη πεδιάδα υπάρχει πάλι πυκνή ζούγκλα. Αν προχωρήσεις με τ' άλογο ακόμα μακρύτερα μες σ' αυτή τη ζούγκλα, περίπου έξι με οχτώ μίλια, θα βρεις ένα καταυλισμό της εταιρείας πετρελαίου. Οι άντρες εκεί κάνουνε γεωτρήσεις, δοκιμάζουνε πηγάδια να δουν αν θα βρούνε πετρέλαιο. Μέχρι τώρα δεν έχουνε βρει κι αν θες τη γνώμη μου νομίζω πως δε θα τα καταφέρουνε ποτέ. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που φτιάξαν αυτή τη γέφυρα. Ξέρεις, αν θέλουν να σκάψουνε για πετρέλαιο, πρέπει να μεταφέρουν όλα τα μηχανήματα δω κάτω από το σταθμό του τρένου. Χωρίς γέφυρα δε θα μπορούσαν να περάσουνε το ποτάμι με τόσο βαριά φορτία. Το προσπάθησαν μερικές φορές μες στην εποχή της ξηρασίας, αλλά τα φορτηγά κολλήσανε και τους πήρε μια βδομάδα για να τα ξαναβγάλουν όξω. Η γέφυρα τους κόστισε πολλά χρήματα, γιατί η ξυλεία έπρεπε να μεταφερθεί εκατόν πενήντα μίλια και πίστεψέ με κύριος, αυτό κοστίζει λεφτά".
-"Ποιός μένει σ' αυτό το ράντσο κει πέρα";
-"Ένας γκρίνγκο, σαν εσένα".
-"Αυτό μου το πες και πριν. Εννοώ ποιός φροντίζει τα ζωντανά";
-"Μόλις τώρα στο 'πα: ένας γκρίνγκο".
-"Πού μένει";
-"Ακριβώς πίσω από κείνους τους θάμνους".
Πέρασα τη γέφυρα πάνω στ' άλογό μου τραβώντας πίσω το φορτωμένο μουλάρι μου. Πίσω από ένα χοντρό τοίχο από τροπικούς θάμνους και δέντρα βρήκα περίπου δέκα από τις συνηθισμένες ινδιάνικες 'τσόσας' ή 'χακάλες', δηλαδή καλύβες με σκεπή από φοινικόφυλλα. Γυναίκες ήτανε καθισμένες κατάχαμα με σταυρωμένα πόδια, καπνίζοντας χοντρά πούρα και μπρούτζινο-σοκολατένια πιτσιρίκια, τα περισσότερα γυμνά, μερικά ντυμένα μ' ένα πουκάμισο ή με κανένα κουρελιασμένο παντελόνι, βρίσκονταν παντού τριγύρω. Ωστόσο κανέν από τα κοριτσάκια δεν ήτανε γυμνό αν κι ήταν μόλις ντυμένα με ελαφρά ρούχα.
Από δω μπορούσα να δω όλο το βοσκότοπο που ο επιστάτης της αντλίας είχεν ονομάσει πεδιάδα. Είχε περίπου ένα μίλι μήκος και τρία τέταρτα του μιλίου πλάτος. Η ζούγκλα τον έκλεινε απ' όλες τις πλευρές. Τα ίχνη κει όπου τα φορτηγά της εταιρείας είχανε διασχίσει τη πεδιάδα, ήταν ακόμα ορατά.
Ήταν αρκετά φυσικό να βρίσκεται δω ένας καταυλισμός Ινδιάνων. Η βοσκή ήτανε καλή κι υπήρχε νερό όλο το χρόνο. Οι Ινδιάνοι δε χρειάζονται τίποτα περισσότερο. Η βοσκή δεν ήτανε δική τους, όμως αυτό δε τους ενοχλούσε. Κάθε οικογένεια είχε δυο-τρεις κατσίκες, δυο-τρία κακομοίρικα γουρούνια, ένα-δυο γαϊδουράκια και μια ντουζίνα κότες κι ο ποταμός τους εφοδιάζε με ψάρια και καβούρια.
Παλιότερα οι άντρες καλλιεργούσανε τη γη κοντά στις καλύβες τους, φυτεύοντας καλαμπόκι, φασόλια και τσίλι. Από τότε όμως που η εταιρεία πετρελαίου είχεν αρχίσει να εκμεταλλεύεται τα νοικιασμένα εδάφη της, που τα 'χεν αποχτήσει είκοσι χρόνια πριν, πολλοί άντρες είχανε βρει δουλειά στους καταυλισμούς, απ' όπου επέστρεφαν σπίτι κάθε Σάββατο απόγευμα, για να μείνουν μέχρι νωρίς το πρωί της Δευτέρας. Οι άντρες που δε κάνανε κέφι αυτές τις δουλειές ή κείνοι που δε μπορούσαν να τις αποκτήσουνε, φτιάχνανε κάρβουνο στους θάμνους και το βάζανε σε παλιά σακιά για να μεταφερθεί με γαϊδούρια στο σταθμό του τρένου, όπου το πουλούσανε στους μεσίτες που έρχονταν μια φορά τη βδομάδα σε κάθε σταθμό, στη σιδηροδρομική γραμμή.
Ούτε οι γυναίκες που είδα, ούτε τα παιδιά δε μου δώσανε σημασία καθώς τους προσπέρασα. Μες στα τελευταία δυο χρόνια είχαν εξοικειωθεί με τους ξένους, γιατί οποιοσδήποτε πήγαινε στους οικισμούς της εταιρείας πετρελαίου με φορτηγό, αυτοκίνητο ή άλογο, σταματούσε σ' αυτό τον καταυλισμό ή στο αντλιοστάσιο, ακόμα και μόνο για κανά-δυο ώρες, αλλά συχνά και για όλη τη νύχτα, αν έφτανε στη γέφυρα αργά το απόγευμα. Όλοι, ακόμα κι οι πιο σκληροτράχηλοι φορτηγατζήδες, αποφεύγαν να περάσουνε το δρόμο που διέσχιζε τη ζούγκλα, νύχτα.
Ανάμεσα στις καλύβες ξεχώρισα μια που αν κι ήτανε χτισμένη με ινδιάνικο τρόπο, ήτανε ψηλότερη και μεγαλύτερη από τις άλλες. Βρισκότανε στο τέλος του καταυλισμού και πίσω της υπήρχε μια κακοχτισμένη μάντρα. Καμμιά άλλη καλύβα απ' όσο μπορούσα να δω, δεν είχε κάτι παρόμοιο. Έτσι τράβηξα προς αυτή τη καλύβα που καμάρωνε με τη μάντρα της κι υπακούοντας στα έθιμα της περιοχής, σταμάτησα με το άλογο μου περίπου είκοσι γιάρδες μακριά, για να περιμένω μέχρι κάποιος από τους κατοίκους να προσέξει τη παρουσία μου.
Όπως όλες οι άλλες καλύβες, δεν είχε πόρτα, μόνον έν άνοιγμα πάνω στο οποίο, τη νύχτα, τοποθετούσαν από τη μέσα μεριά ένα είδος διχτιού από κλαδάκια και ραβδιά που τα δένανε πάνω στους στύλους. Οι τοίχοι ήτανε φτιαγμένοι από κλαδιά δεμένα μεταξύ τους με λουρίδες από φλούδες δέντρων κι αναρριχητικών φυτών. Έτσι, αν κάποιος από τους επικσκέπτες φρ περίμενε σε κάποιαν απόσταση από το σπίτι, μέχρι να τονε καλέσουνε να περάσει, μπορουσε να βάλει όλους τους κατοίκους σε πολλές άβολες καταστάσεις. Βρισκόμουν εκεί μόνο για ένα λεπτό όταν εμφανίστηκε μια Ινδιάνα. Με κοίταξε από πάνω ως κάτω κι είπε:
-"Μπουένας τάρδες, σενιόρ", κι αμέσως μετά. "Περάστε σενιόρ, τούτο το ταπεινό σπίτι είναι δικό σας".
Ξεπέζεψα, έδεσα άλογο και μουλάρι σ' ένα δέντρο και μπήκα στη καλύβα. Ανακάλυψα πως η Ινδιάνα που με είχε χαιρετήσει ήταν η γυναίκα του παλιού μου γνώριμου του Σλάι. Αφού με αναγνώρισε, επανέλαβε το χαιρετισμό της πιο εγκάρδια. Αναγκάστηκα να καθίσω σε μια παλιά ετοιμόρροπη πλεχτή καρέκλα που προφανώς ήτανε το καμάρι του σπιτιού. Μου είπε πως ο άντρας της θα επέστρεφε όπου να 'ναι. Ήταν έξω στη πεδιάδα και προσπαθούσε να πιάσει ένα νεαρό μοσχάρι που έπρεπε να το δει ο γιατρός, γιατί το 'χε τρυπήσε με τα κέρατά του ένας μεγαλύτερος ταύρος και τώρα οι πληγές του είχαν μαζέψει πύον.
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα όταν άκουσα τον Σλάι να προστάζει έν αγόρι ν' ανοίξει τη πύλη της μάντρας και να οδηγήσει μέσα το μοσχάρι. Μπήκε μέσα. Χωρίς να δείξει έστω τη παραμικρή έκπληξη μου έσφιξε το χέρι κι έπειτα σωριάστηκε σε μια πολύ χαμηλή, κακοφτιαγμένη καρέκλα.
-"Δεν έχεις καμμιάν εφημερίδα μαζί σου; Ανάθεμά με αν έχω διαβάσει ή δει εφημερίδα τους τελευταίους οχτώ μήνους και πίστεψέ με φίλε, θα 'θελα να ξέρω τί γίνεται στον έξω κόσμο".
-"Έχω μαζί μου την Εξπρές του Σαν Αντόνιο. Καταϊδρωμένη και τσαλακωμένη, είναι πέντε βδομάδων".
Ζήτησε από τη γυναίκα του τα γυαλιά του, που τα ξετρύπωσε ανάμεσα από τα φοινικόφυλλα της σκεπής. Τα φόρεσε μ' έναν αργό, σχεδόν τελετουργικό τρόπο. Καθώς τα τακτοποιούσε προσεχτικά πάνω στ' αυτιά του είπε:
-"Αουρέλια, φέρε στον καμπαγέρο κάτι να φάει. Είναι πεινασμένος".
Από κάθε σελίδα διάβασε δυο γραμμές. Έπειτα έγνεψε σα να 'θελε να εγκρίνει όσα λέγονται στην εφημερίδα. Τη δίπλωσε σκεφτικός σα να χώνευε ακόμα τις γραμμές που διάβασε, έβγαλε τα γυαλιά, σηκώθηκε, έβαλε ξανά τα γυαλιά κάπου ανάμεσα στα φοινικόφυλλα της σκεπής και τέλος έχωσε τη διπλωμένη εφημερίδα πίσω από 'να ξύλο στηριγμένο πάνω στον τοίχο, χωρίς να πει 'ευχαριστώ'. Γύρισε στη θέση του, σταύρωσε τα χέρια κι είπε:
-"Που να πάρει, είναι πραγματική απόλαυση να διαβάζεις μιαν εφημερίδα και να ξέρεις τί συμβαίνει στον κόσμο".
Η επιθυμία του για εφημερίδα είχε ικανοποιηθεί πλήρως απλώς κοιτάζοντας μια κι έτσι μπορούσε να ξεκουραστεί επαναπαυμένος πως οι άνθρωποι πίσω στη πατρίδα εξακολουθούσαν να τις τυπώνουν. Αν υποθέσουμε πως είχε διαβάσει πως οι μισές ΗΠΑ κι ολάκερος ο Καναδάς είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης, είμαι σίγουρος πως θα 'χε πει: "Θεέ μου, τώρα πως σου φαίνεται πόλι και τούτο; Εγώ δεν ένιωσα τίποτα δω πέρα. Τέλος πάντων πράματα σαν αυτά συμβαίνουν μερικές φορές, έτσι δεν είναι;" Κατά πάσα πιθανότητα δε θα 'χε δείξει κανένα σημάδι έκπληξης. Τέτοιος άνθρωπος ήταν.
-"Ήρθα εδώ για να πιάσω αλιγάτορες".
-"Αλιγάτορες είπες; Θαυμάσια. Υπάρχουνε χιλιάδες εδώ. Ελπίζω να τους πιάσεις όλους. Δε μπορώ να τους διώξω απ' τις αγελάδες και τα μοσχάρια μου. Δημιουργούν τόσους πολλούς καταραμένους μπελάδες. Και το χειρότερο απ' όλα είναι πως ο γέρος κατηγορεί εμένα. Λέει σ' όλο τον κόσμο πως πουλάω τις νεαρές αγελάδες και τσεπώνω όλα τα λεφτά, ενώ στη πραγματικότητα τις τρών οι αλιγάτορες, οι τίγρεις και τα λιοντάρια, που η ζούγκλα είναι φίσκα από δαύτα. Στο λέω γω, ο γέρος που του ανήκουν όλα τούτα, είναι πολύ πρόστυχος. Πώς μπορώ να πουλήσω μια γελάδα, ακόμα και μια πολύ μικρή ή οτιδήποτε άλλο, χωρίς να το ξέρουν όλοι εδώ πέρα; Όχι πες μου. Αλλά είναι τόσο πρόστυχος ο γέρος και τόσο βρώμικος στη ψυχή, τέτοιος είναι. Αν δεν ήμουν εδώ να προσέχω την ιδιοκτησία του, παίρνω όρκο πως δε θα του 'χε μείνει ούτε μια γελάδα. Αλλά ο ίδιος φοβάται να ζήσει δώ σ' αυτό τον αγριότοπο γιατί είναι φοβητσιάρης, να τί είναι".
-"Πρέπει να 'χει λεφτά".
-"Λεφτά, μάτια μου; Ποιός μίλησε για λεφτά; Θέλω να πω δεν έχει πολλά μετρητά. Είναι όλα ακίνητη περιουσία και ζωντανά. Μόνο, ξέρεις, το πρόβλημα είναι πως τώρα πια δεν υπάρχει τίποτε ασφαλές εδώ, ούτε τα κτήματα και τα ζώα ακόμα λιγότερο. Κι όλα τούτα, εξ αιτίας εκείνων των αλητών των 'αγρατίστας', ξέρεις. Τέλος πάντων, συμφωνώ απολύτως μαζί σου πως εδώ μπορείς εύκολα να πυροβολήσεις καμμιά κατοστή αλιγάτορες. Ολάκερα κοπάδια μπορείς να πυροβολήσεις, αν τους κυνηγήσεις. Υπάρχουν ανάμεσά τους γέρικα θερία που 'ναι δυνατότερα από το βαρύτερο μοσχάρι κι είναι και σκληρά καρύδια, αυτοί οι γιγαντιαίοι αρσενικοί αλιγάτορες. Αν σε πιάσει κανείς απ' αυτούς φίλε, δεν απομένει τίποτα από σένα για να πει την ιστορία. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, γιατί δε κυνηγάμε πρώτα μια νόστιμη αντιλόπη";
-"Υπάρχουνε και πολλές αντιλόπες εδώ;" ρώτησα.
-"Πολλές δεν είναι η κατάλληλη λέξη, αν ρωτήσεις ένα παλιό. Απλά πηγαίνεις μες στους θάμνους κει πέρα. Αφού περπατήσεις, ας πούμε τρακόσα πόδια, απλά κατεβάζεις το όπλο σου και πυροβολείς ίσα μπρος σου. Έπειτα περπατάς ξανά καμμιά κατοσταριά πόδια πάνω-κάτω στην ίδια κατεύθυνση κι εκεί θα βρεις την αντιλόπη σου ξερή πάνω στο χώμα και συχνότερα ακόμα θα βρεις δυο να περιμένουν να τις μεταφέρεις. Έτσι είναι δω πέρα. Θα σου πω τι μπορούμε να κάνουμε. Μείνε δω μαζί μου μερικές μέρες. Οι αλιγάτορές σου, προς τα πάνω ή προς τα κάτω στο ποτάμι, δε θα το σκάσουνε. Θα περιμένουν μ' ευχαρίστηση μερικές μέρες ακόμα για να πας εσύ να τους πιάσεις. Τί μέρα είναι σήμερα; Πέμπτη; Θαυμάσια. Δε θα μπορούσες να 'χες διαλέξει καλύτερη μέρα. Η γυναίκα μου θα φύγει αύριο με τα παιδιά για να επισκεφτεί τους δικούς της. Θα τους πάω γω στο σταθμό του τρένου. Μεθαύριο θα 'μαι πάλι πίσω. Από κείνη τη μέρα και μετά θα 'μαστε ολομόναχοι εδώ και μπορούμε να κάνουμε και να ζήσουμε όπως μας αρέσει. Ένα από τα κορίτσια της γειτονιάς θα 'ρθει εδώ και θα κάνει όλο το μαγείρεμα και το νοικοκυριό".
*
Σύντομη περίληψη και σχόλιο δικό μου
Πριν χρόνια είχα δει μια ταινία κωμική. Ένας αγροίκος πιλότος μονοπλάνου πάνω από την έρημο όπου βρίσκονταν οι Βουσμάνοι, αφού ήπιε ένα μπουκάλι κόκα-κόλα, το πέταξε από το συρόμενο τζάμι του σκάφους. Εκείνο πήγε κι έπεσε καταμεσίς στο καταυλισμό. Οι Βουσμάνοι, λαός φιλήσυχος, ειρηνικός κι άμαθος σε τέτοια πράματα, αναταράχθηκαν από το εύρημα. Επειδή έπεσε από τον ουρανό, θεωρήσανε πως ήτανε σταλμένο από τους Θεούς. Κι ενώ πριν ζούσαν μιαν ήσυχη ζωή κι επιβιώνανε θαυμαστά καταμεσίς της ερήμου (το επαναλαμβάνω) ξαφνικά βρεθήκανε μπρος σ' έν ανυπέρβλητο πρόβλημα. Το μπουκάλι όντας σκληρό έκανε για ένα σωρό δουλειές. Όλοι το χρειαζόντουσαν ξαφνικά, εκεί που πρώτα κάναν αλλιώς τις δουλιές τους. Το μπουκάλι όμως δυστυχώς ήταν μόνον ένα. Αυτό έφερε κάτι νέο στη φυλή: την έριδα. Με αποτέλεσμα, το μπουκάλι να σπάσει σχεδόν ένα νεαρό κεφάλι. Τότε ο αρχηγός της φυλής εκνευρισμένος τους έβαλε τις φωνές, πήρε το "θεϊκό" αντικείμενο και πήγε μακρύτερα να το θάψει στη γης. Η ειρήνη κι η ηρεμία στο καταυλισμό αποκατασταθήκανε πάραυτα. Μέχρι που μια ύαινα μυρίστηκε το αίμα στο πάτο του μπουκαλιου, έσκαψε, το ξέθαψε και το πήρε στο στόμα για να το γλύψει με την ησυχία της. Δυστυχώς γι' αυτήν -και τους Βουσμάνους- την εντόπισε μια λέαινα και τη κυνήγησε. Η ύαινα το 'βαλε στα πόδια με το μπουκάλι στο στόμα αλλά μετά από μερικά μέτρα παλαβής τρεχάλας το αμόλησε κι εξαφανίστηκε. Το μπουκάλι δεν ενδιέφερε τη λέαινα αλλά το βρήκε ένας μικρός Βουσμάνος και το ξανάφερε στον καταυλισμό, όπου... φανταστείτε τί έγινε! Οι σοφοί συνεδριάσανε κι αποφασίσανε να στείλουνε τον πιο έμπειρο εξ αυτών με το "ιερό" αντικείμενο πολύ μακρυά, στην άκρη της γής, όπως είπανε, για να το επιστρέψει πετώντας το στους Θεούς, γιατί όπως θα τους εξηγούσε, "δε το χρειάζονταν ένα τόσο κακό πράγμα που έφερε τόσο θρήνο στη φυλή τους".
Αυτό το κομμάτι που διηγήθηκα είναι από την αυστραλιανή ταινία του Τζέιμι Ις, "Κι Οι Θεοί Τρελλάθηκαν" ("The Gods Must Be Crazy" σκην: Jamie Uys, 1980) κι ήταν μέχρι πριν διαβάσω τον Τρέηβεν, ό,τι πιο αντικαπιταλιστικότερο είχα διαβάσει ή δει στη ζωή μου. Μετά ήρθε το "Γεφύρι Στη Ζούγκλα".
Η ιστορία αυτή συνίσταται στο εξής επεισόδιο: ένας μικρός πέφτει από τη γέφυρα και πνίγεται κι ο συγγραφέας λεπτομερώς μας περιγράφει τα πριν και μετά το συμβάν, πεπραγμένα. Έχει χιούμορ, αλλά και μ' έκανε να δακρύσω σε πολλά σημεία του. Η γραφή του είναι ευγενική, λιτή, όμορφη χωρίς τα ηλίθια -ενίοτε- καλολογικά στοιχεία και τις περικοκλάδες που απλά πιάνουνε χώρο τζάμπα. Πουθενά δε δείχνει φανατισμό ή εμμονή. Πουθενά δε κατηγορεί ανοιχτά και πουθενά δε παίρνει το μέρος επίσης. Αλλά ο τρόπος που μιλά, ο τρόπος που γράφει-περιγράφει την απλή αυτή ιστορία είναι πολύ εύγλωττος.
Ο Αριστοφάνης έμεινε κλασσικός γιατί πουθενά δε καταφέρεται εναντίον του πολέμου, αντίθετα υμνεί τα της ειρήνης. Ο Τρέηβεν δε πολεμά τον καπιταλισμό και τον παράλογο πλουτισμό ή την απληστία, κατά κύριο λόγο. Υμνεί τη φτώχεια περιγράφοντάς τη με τρόπο γλυκύτατο και πατάσσει με στιβαρό αόρατο χέρι τους λόγους που οδηγούν ή διατηρούν αυτή τη φτώχεια. Στον τίτλο αυτού του άρθρου έβαλα Ευγενικός Λόγιος Επαναστάτης. Ευγενικός για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω. Λόγιος γιατί ενώ η γραφή του δείχνει έναν άνθρωπο που υποτίθεται διηγείται τις ιστορίες (Γκέηλς) και που δεν είναι δα και σπουδαγμένος, η λεπτότητα, το ύφος κι η γραφή αυτή καθ'αυτή μαρτυρά άνθρωπο μορφωμένο και καλλιεργημένο. Μα το κυριώτερο: είναι και βαθιά, βαθύτατα συναισθηματικός κι ευαίσθητος παρόλη τη τραχειά του προκάλυψη. Κι αυτό το λέω υπεύθυνα γιατί είναι απίστευτος ο τρόπος που χειρίζεται τις λεπτές, λεπτότατες, λεπτομέρειες (πλεονασμός απαραίτητος) κατά τη διάρκεια όλης αυτής της εξιστόρησης. Λεπτομέρειες που ένας απλός ημιαναίσθητος καταγραφέας δε θα τις πρόσεχε καν. Αυτό είναι που απογειώνει το συγκεκριμένο -αλλά και τ' άλλα του- βιβλίο. Οι μικρές λεπτομέρειες της φτώχειας, της ζωής, των προβλημάτων, των ηθών αυτών των φτωχοδιαβόλων των Ινδιάνων, που δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα. Τους λατρεύει καθώς τους θωπεύει τρυφερά γράφοντας αυτή την ιστορία, ακόμα και στις πιο τραχειές στιγμές της εξιστόρησης.
Το μικρό αγοράκι που πνίγεται πέφτωντας από το γεφύρι, είναι σκανταλιάρικο, ζωηρό, αγαπητότατο και γλυκύτατο, γεμάτο ζωή και χαρά κι ενώ λατρεύει τους γονείς του, με τον μεγάλο του αδερφό έχει πραγματική ψύχωση! Τονε λατρεύει είναι λίγο! Παλαβώνει και μόνο στη θέα του και κάνει τούμπες, χαρές, πηλάλες, και τί δε κάνει; Τονε καβαλλάει στο λαιμό, τον αγκαλιάζει, τονε φιλά, τονε προκαλεί να παλέψουνε κι ένα σωρό, σαν ένα μικρό κουτάβι όταν βλέπει τον κύριό του που 'χεν ώρα να τονε δει... Ο αδερφός αυτός, είναι ο μεγάλος και… τρανός, γιατί δουλεύει στο Τέξας σε μιαν εταιρεία πετρελαίων, που λυμαίνεται και τη περιοχή στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, κι έχει επισκεφτεί για λίγες μέρες με άδεια το πατρικό και φανταστείτε μόνο τη χαρά του μικρού. Δε κρατιέται με τίποτα το κακόμοιρο. Τί χαρές τί πήδουλους... τί τί τί... Κι ο αδερφός όμως δε πάει πίσω! Λατρεύει κι αυτός το μικρό του αδερφό και του φέρνει από το Τέξας ένα ζευγαράκι παπούτσια κι ένα ζευγαράκι καλτσούλες για τα ποδαράκια του, που περπατάνε γυμνά. Ο μικρός μή έχοντας φορέσει ποτέ του παπουτσάκια, τα βάζει μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει τον λατρεμένο του αδερφό. Κι είναι -τραγική ειρώνεια- αυτά ακριβώς τα παπούτσια που στήνουνε το μισό κομμάτι αυτής της τραγωδίας. Γιατί μη περπατώντας σωστά, παραπατά και πέφτει από τη γέφυρα στο ποτάμι, πράμα που αν ήτανε ξυπόλητος δε θα το πάθαινε. Το άλλο μισό είναι η τσιγκουνιά της εταιρείας που 'φτιαξε τη γέφυρα για να βοηθήσει τα συμφέροντά της, αλλά σκέφτηκε πως είναι πεταμένα λεφτά το να της προσθέσει κι ένα προστατευτικό κιγκλίδωμα, που αν υπήρχε, πάλι δε θα υπήρχε ιστορία, όπως μας λέει σαφώς κι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Τα παπούτσια, για το μικρούλι είναι το μπουκάλι της ταινίας που προανέφερα: ένας νεοπλουτισμός, ένας νεωτερισμός που σε κοινωνίες που δεν τον έχουνε δε μπορούνε και να τον υποστηρίξουν ανάλογα. Το αγοράκι κηδεύεται με όλες τις φτωχικές τιμές από την οικογένεια αλλά κι όλους τους γείτονες κι ολάκερο τον καταυλισμό, μα τί να το κάνεις; Η αιτία θανάτου είναι άλλη! Η πραγματική αιτία είναι η παρούσα κοινωνική διαστρωμάτωση, που αδιαφορεί για τους μικρούς αυτούς ήρωες. Κι έτσι προσέθεσα και το Επαναστάτης στον τίτλο, γιατί εξόν από το βιογραφικό του που τονε καταδείχνει σαν τέτοιο, έχουμε το κυριώτερο (βάσει των ίδιων των λόγων του) στοιχείο που το αποδείχνει: το τεράστιας αξίας έργο που μας άφησε παρόλο που δε το βρίσκει εύκολα κανείς πια -κι ίσως είναι προφανείς οι λόγοι.
Κι αν στην εποχή του υπήρχε πιθανότητα ελπίδας κι αγώνα και μέσω της συγχώρεσης, θαρρώ πως πια στην εποχή μας, η "ειρηνική" επανάσταση κι η συγχώρεση είναι μια ακόμα χίμαιρα, μια ακόμα ουτοπία. Έχει παρέλθει ο χρόνος της προ πολλού. Η πραγματικότητα μας προδίδει πάντα.
Θα κλείσω αυτό το άρθρο με τη φράση του ίδιου του συγγραφέα:
"Ζήτω ο κόσμος που 'ναι τόσον αστείος για να ζεις”.
Μάρτης 2015
* Το εν λόγω κείμενο δημοσιεύτηκε εδώ: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1338
#Σημείωση Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης: Κακώς ο Eric Muhsam (Έριχ Μύζαμ) αναφέρεται από τον συγγραφέα ως αριστεριστής. Ήταν αναρχικός.