Jose Antonio Gutierrez D.

Η νίκη του «Όχι» στην Ιρλανδία αποτελεί σαφή επίδειξη έλλειψης υποστήριξης εκ μέρους των λαών στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα που προωθείται από τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών και τις διεθνείς εταιρίες που συγκεντρώνονται στο καπιταλιστικό καρτέλ, την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Στρογγυλής Τραπέζης των Βιομηχάνων (ERT). Η απόρριψη αυτή από τη χώρα με τα πιο υψηλά επίπεδα έγκρισης και δημοτικότητας για την Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει ότι απαιτείται μια διαφορετική μορφή ευρωπαϊκής ενότητας, μιας πραγματικής ενότητας όλων των ανθρώπων. Το χάσμα μεταξύ της κοινής γνώμης και «των αντιπροσώπων τους» είναι σαφές σημάδι της κρίσης στην οποία βρίσκεται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ένδειξη ανάγκης για την άμεση δημοκρατία.

Ενάντια σε όλες (σχεδόν) τις προβλέψεις εκ μέρους της πολιτικής ελίτ, η Συνθήκη της Λισσαβόνας απορρίφθηκε από το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία. Με συμμετοχή του πάνω από το 50% του εκλογικού σώματος, το «Όχι» κέρδισε μόλις πάνω από το 53% των ψήφων. Το αποτέλεσμα είναι κάτι σαν ένας κουβάς κρύο νερό για την ιρλανδική και ευρωπαϊκή ελίτ. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το αποτέλεσμα είναι αιτία της συμμετοχής της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι αμφισβητούν την πιθανότητα να ψηφίσουν για μια τέτοια Συνθήκη από μια Ευρωπαϊκή Ένωση που γίνεται όλο και λιγότερο δημοκρατική, ολοένα και πιο γραφειοκρατική.

Χρησιμοποιήθηκε κάθε πιθανό μέσο άσκησης πίεσης στο εκλογικό σώμα για να επικυρωθεί η Συνθήκη: δημιουργία κλίματος τρομοκρατίας από τα ΜΜΕ που προέβλεψαν κάθε είδος τρομερών συνεπειών για την οικονομία και την κοινωνία εάν υπερίσχυε το «Όχι», κατακλυσμός μηνυμάτων στα ραδιόφωνα και τα τηλεοπτικά κανάλια καλώντας τον κόσμο να ψηφίσει «Ναι» σε μία προσπάθεια πλύσης εγκεφάλου. Και αντί να παρέχει πληροφορίες όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτες, ο Τύπος επέλεξε την προώθηση μιας ενθουσιώδους και αδιάντροπης υποστήριξης της επικύρωσης της Συνθήκης. Δοκιμάστηκαν τα πάντα. Όλα έγιναν προκειμένου να εξασφαλιστεί η υπερψήφιση του «Ναι». Όλα εκτός από ένα πράγμα - ένα οποιοδήποτε πειστικό επιχείρημα υπέρ της Συνθήκης.

Ψηφίστε «Ναι», ψηφίστε με κλειστά τα μάτια…

Η προπαγάνδα υπέρ της Συνθήκης άρχισε αργά ώστε να αποφευχθεί κάθε διάλογος, και δεν παρείχε ποτέ σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της επικύρωσης της Συνθήκης, καθώς επικεντρώθηκε σε διάφορα μειλίχια κλισέ, κουρασμένα συνθήματα και χωρίς νόημα φράσεις, όπως «Ναι στην Ευρώπη», «Για περισσότερες εργασίες, ψηφίστε ναι», «Μείνετε στην καρδιά της Ευρώπης», «Αυτό που είναι καλό για την Ιρλανδία, είναι καλό και για την Ευρώπη» κ.λπ. Εκτός από την επιδίωξη να ενσταλαχθεί ο φόβος στην καρδιά του εκλογικού σώματος, το στρατόπεδο του «Ναι» συμπεριφέρθηκε άσχημα, δοκιμάζοντας να κοροϊδέψει το εκλογικό σώμα αυτής της χώρας (η οποία έχει από τα πιο υψηλά επίπεδα υποστήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ολόκληρη την Ένωση) υποστηρίζοντας ότι η Συνθήκη της Λισσαβόνας και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ακριβώς την ίδια σημασία. Σύμφωνα με αυτούς, το «Όχι» στη Συνθήκη θα σήμαινε «Όχι» και στην Ευρώπη…

Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η πλευρά του «Ναι» με την εκστρατεία της στάθηκε ανίκανη να παρέχει πειστικά επιχειρήματα επειδή δεν είχε κανένα τέτοιο: δεν μπορούσε να παρουσιάσει στον μέσο πολίτη της Δημοκρατίας ποια οφέλη θα έφερνε η Συνθήκη ή με ποιο τρόπο θα ωφελούσε τα συμφέροντα της κοινωνίας συνολικά, τα κοινωνικά δικαιώματα ή πώς θα έφερνε μια μεγαλύτερη συμμετοχή και δημοκρατία. Οπωσδήποτε, αυτό το είδος διαλόγου αποφεύχθηκε από την κυβέρνηση και από ολόκληρη την πολιτική ελίτ δεδομένου ότι ήξεραν πολύ καλά ότι σε μια τέτοια περίπτωση ήσαν χαμένοι εξαρχής. Κατά συνέπεια, τοποθέτησαν όλα τα στοιχήματά τους σε μια ψήφο εμπιστοσύνης: στις αφίσες τους παρουσιάζονταν τα πρόσωπα των πολιτικών όλων των κύριων πολιτικών κομμάτων: Labour, Fine Gael, Fianna Fail και Progressive Democrats. Δίπλα στα ευτυχή (αλλά ψεύτικα) χαμόγελά τους, φάνταζε το κάλεσμα για ψήφο στο «Ναι».

Μερικοί πήγαν λίγο παραπέρα στην υπεράσπιση της ψήφου αυτής εμπιστοσύνης. Μερικές ημέρες πριν από το δημοψήφισμα, στην ακροδεξιά εφημερίδα «Irish Times», ο γελοιογράφος Martin Turner δημοσίευσε ένα σκίτσο όπου παρουσιάζονταν δύο άνθρωποι: ο ένας έλεγε ότι «δεν αγοράζω στη Λισσαβόνα γιατί δεν την καταλαβαίνω και δεν την έχω διαβάσει ποτέ…». Δίπλα του, ο άλλος έλεγε ότι «δεν θα αγοράσω αυτοκίνητο γιατί δεν καταλαβαίνω τη λειτουργία της εσωτερικής μηχανής και δεν έχω διαβάσει ποτέ έναν οδηγό χρήσης…». Το μήνυμα που έβγαινε από αυτό το σκίτσο ήταν ότι δεν ήταν απαραίτητο να είναι γνωστά το υπέρ και τα κατά της Συνθήκης, αλλά ήταν αρκετό να δοθεί ψήφος εμπιστοσύνης στους «σπουδαίους άνδρες που καθοδηγούν το πεπρωμένο του έθνους». Δεν μπήκαν στον κόπο να μας εξηγήσουν πώς δουλεύει η μηχανή, αλλά μας ζήτησαν ακριβώς να εμπιστευθούμε τον μηχανικό. Αλλά αυτό που ξεχνούν είναι ότι η πολιτική λειτουργεί διαφορετικά απ’ ό,τι μια μηχανή. Η κοινωνία δεν κυβερνάται από τους νόμους της Φυσικής ή της Χημείας. Στην κοινωνία υπάρχουν κοινωνικές εναλλακτικές λύσεις και οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν τα πάντα για τις πολιτικές διαδικασίες που αφορούν τον τρόπο που ζουν οι ίδιοι. Εάν το στρατόπεδο του «Ναι» ήταν ανίκανο να παρέχει επιχειρήματα υπέρ της επιλογής του (και η ευθύνη αυτή ανήκε σε αυτό το στρατόπεδο), τότε ήταν φυσιολογικό για τους ψηφοφόρους να μην εμπιστευθούν τον «μηχανικό».

Ολόκληρο το επίσημο/κοινοβουλευτικό πολιτικό φάσμα (εκτός από το Κόμμα των Ρεπουμπλικάνων Sinn Fein και διάφορους ανεξάρτητους), υποστήριξε την επικύρωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας, αλλά, παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι ψήφισαν ενάντια στην άποψη του 94% των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους - μια σαφής απόρριψη της παραδοσιακής πολιτικής αυτής της χώρας από τον ιρλανδικό λαό καθώς και μιας απομάκρυνσής του από αυτήν, αλλά συγχρόνως και απομάκρυνσής τους από τα επίσημα ΜΜΕ, τα οποία υποστήριξαν έντονα την εκστρατεία υπέρ του «Ναι». Πράγματι, βλέποντας κανείς τους αρχηγούς κομμάτων, όπως οι John Gormley (Green Party), Eamon Gilmore (Labour), Bertie Ahern (Fianna Fail, πρώην πρωθυπουργός που αναγκάστηκε να παραιτηθεί πρόσφατα εξαιτίας κατηγοριών ενάντιά του για δωροδοκία) και Enda Kenny (Fine Gael) χέρι-χέρι με τους αφόρητους Progressive Democrats (οι οποίοι είναι έξτρα νεοφιλελεύθεροι), να έχουν μαζί την απαίτηση να ψηφίσουμε «Ναι», τότε έχει κάθε δικαίωμα να τρέφει υποψίες για όλα αυτά…

Η ψήφος στο «Όχι»: πολλοί διαφορετικοί λόγοι, αλλά το σωστό αποτέλεσμα

Αλλά θα ήταν αρκετά λανθασμένο να υποτεθεί ότι ο θρίαμβος του «Όχι» εξηγείται μόνο από την εκστρατεία μιας ολόκληρης σειράς ομάδων και οργανώσεων από τη δεξιά έως την αριστερά, ακριβώς όπως θα ήταν λανθασμένο και το να αμφισβητηθεί η σημασία τους, κάτι που προσπαθεί να κάνει η κυβέρνηση. Αυτές οι ομάδες, που προέρχονται από διαφορετικές και συχνά αντιφατικές μεταξύ τους πολιτικές προοπτικές, παρείχαν πραγματικά πιο πειστικά επιχειρήματα από ό,τι οι αντίπαλοί τους. Το «Όχι» δεν ήταν απλώς μια μορφή τιμωρίας, όπως θέλουν να πιστέψουμε οι αποθαρρυμένοι πλέον υποστηρικτές της Λισσαβόνας. Η ψήφος στο «Όχι» ήταν το αποτέλεσμα διαφορετικών αιτιών, των διαφορετικών αυτών αιτιών που προωθήθηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η αποκαλούμενη ψήφος των «ευρω-φοβικών» στην Ιρλανδία είναι ασήμαντη. Γενικά, το λαϊκό ένστικτο τήρησε σωστή θέση στην απόρριψη της γραφειοκρατικής συγκεντροποίησης στις Βρυξέλλες και του προγράμματος των ελίτ, που μαγειρεύτηκε με τα περισσεύματα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος που απορρίφθηκε μερικά χρόνια πριν με τα λαϊκά δημοψηφίσματα στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες. Αρκετοί άνθρωποι αναρωτήθηκαν γιατί ένα τέτοιο σημαντικό ντοκουμέντο γινόταν αντικείμενο δημοψηφίσματος μόνο στην Ιρλανδία…

Εάν η απόρριψη του δημοκρατικού ελλείμματος που αντιπροσωπεύθηκε από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας ήταν σωστή με βάση το ένστικτο των ανθρώπων, τότε η αλαζονική και βαθιά εχθρική αντίδραση των ευρωπαϊκών αρχών σε αυτήν την εκδήλωση κυριαρχίας από τους Ιρλανδούς χρησιμεύει μόνο στο να επιβεβαιώσει ότι η Ιρλανδία έπραξε σωστά που είπε «Όχι». Τα ξεσπάσματα που προκλήθηκαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη: από τον Σαρκοζί, που συνεχίζει να αγνοεί το «ιρλανδικό γεγονός» και προχωρά σαν να μη συνέβη τίποτα, στον Γερμανό υπουργό που υπαινίχτηκε κάτι για πιθανό αποκλεισμό της Ιρλανδίας. Αυτές είναι βέβαια υστερίες που πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνο ως τέτοιες και δεν υπάρχει καμία ανάγκη να τους δοθεί κάποια άλλη σημασία. Εντούτοις, ενισχύουν την «αξία» ότι το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα λειτουργεί με βάση τα πλέον στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα: «εάν οι άνθρωποι δεν ψηφίζουν αυτό που θέλουμε, τότε απλώς τους αγνοούμε (στην καλύτερη περίπτωση) ή τους τιμωρούμε (στη χειρότερη περίπτωση)».

Ένα πράγμα για το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση είναι ότι οι Ευρωπαίοι και Ιρλανδοί πολιτικοί δεν θα έχουν ούτε το ηθικό ανάστημα να δεχτούν το αποτέλεσμα ούτε και την ευαισθησία να σεβαστούν την επιλογή που έχει ήδη γίνει, ούτε ακόμη και τη νοημοσύνη να καταλάβουν τη σημασία αυτής της επιλογής: ότι η διαδικασία οικοδόμησης μιας Ευρώπης του Κεφαλαίου που έχει επιταχυνθεί από τις ημέρες της Συνθήκης του Μάαστριχτ, στερείται νομιμότητας. Ο καθένας που αμφιβάλλει γι’ αυτό μπορεί ακριβώς να περιμένει να δει εάν θα έχουν τα κότσια να διενεργήσουν ένα παρόμοιο δημοψήφισμα στις άλλες χώρες της Ένωσης…

Από το ένστικτο στην εναλλακτική πρόταση

Η φωνή του λαού της Ιρλανδίας πρέπει να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τα ευρωπαϊκά κοινωνικά κινήματα, ώστε να σκεφτούν ξανά για το είδος της Ευρώπης που θέλουμε, εάν είναι μια Ευρώπη που θα επιβληθεί τεχνητά εκ των άνω, από τις Βρυξέλλες, ή μια Ευρώπη που θα γεννηθεί οργανικά από κάθε γωνιά της Ευρώπης, με μια πραγματική συμμετοχή των λαών σε κάθε επίπεδο. Εάν θέλουμε μια Ευρώπη στην υπηρεσία μερικών μεγαλο-καπιταλιστών ή εάν θέλουμε μια Ευρώπη που θα οικοδομήσει την οικονομία της με έναν βιώσιμο τρόπο, στην υπηρεσία των ανθρώπων της, οι οικονομικοί δεσμοί των οποίων με τον υπόλοιπο κόσμο πρέπει επίσης να βασιστούν στην αλληλεγγύη.

Ξέρουμε ότι αυτό το «γεγονός» δεν θα σταματήσει τους αρχιτέκτονες της Ευρώπης του Κεφαλαίου: πάρα πολλά από τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε κίνδυνο. Ξέρουμε ότι η άποψη μερικών εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε ένα μακρινό νησί στο Βόρειο Ατλαντικό δεν θα αλλάξει τις απόψεις του Barroso, του Mandelson ή του ισχυρού επιχειρησιακού λόμπι, του ERT. Εάν η Shell μπορεί να το κάνει, τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα το κάνει επίσης. Στην πραγματικότητα, ήδη συζητείται η πιθανότητα ενός νέου δημοψηφίσματος, το οποίο αποδεικνύει το βαθμό με τον οποίο περιφρονούν την άποψή μας. Αλλά πρέπει να είναι σαφές ότι δεν είναι στην Ιρλανδία που χρειάζεται ένα τέτοιο δημοψήφισμα - είναι στο υπόλοιπο της Ευρώπης που πρέπει να διενεργηθεί ένα δημοψήφισμα, σε κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν θα θελήσουν να το κάνουν, προτιμώντας αντί αυτού να προωθήσουν την εφαρμογή του προγράμματός τους. Και φυσικά, θα είναι σε θέση να το κάνουν αυτό, αν και δεν θα γίνει πλέον στο όνομά μας. Και αυτό έγινε κάτι παραπάνω από σαφές στις 12 Ιουνίου στην ειρηνική αυτή μικρή χώρα της Ιρλανδίας.

Το να σκεφτούμε για το είδος της Ευρώπης που θέλουμε έχει γίνει πλέον επιτακτική ανάγκη: με ή χωρίς τη Λισσαβόνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αντιδημοκρατική. Υπακούει τυφλά στα καλέσματα των καπιταλιστικών ελίτ και δημιουργεί ένα ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα που εκφράζεται με μία σειρά συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου με τον Τρίτο Κόσμο, όπως η Latin American Association Agreement, οι Economic Partnership Agreements (EPAs) στην Αφρική, την Ασία και την Καραϊβική - συμφωνίες για τις οποίες δεν μας ρώτησαν, φυσικά, ποτέ. Το να σκεφτούμε γι’ αυτό το πρόγραμμα, το να σκεφτούμε για εναλλακτικές λύσεις, είναι ζωτικό και σημαντικό εάν δεν θέλουμε να αντιδράσουμε απλώς και μόνο εθιμοτυπικά στους ελιγμούς της ευρωπαϊκής ελίτ. Εάν δεν κάνουμε αυτό το βήμα, οι σημερινές μικρές νίκες θα γίνουν αυριανές καταστρεπτικές ήττες, στα χέρια ενός εχθρού που δεν πρόκειται ποτέ να καταθέσει τα όπλα του.

* Το άρθρο γράφτηκε στις 16 Ιούνη 2008 στα ισπανικά και μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον σύντροφο Nestor McNab. Δημοσιεύτηκε στο www.anarkismo.net Ελληνική μετάφραση «ούτε θεός-ούτε αφέντης», 22 Ιούνη 2008.