Ο Γκεόργκι Κωνσταντίνοφ (Георги Константинов) σήμερα στο σπίτι του

Στην επέτειο του θανάτου του Στάλιν

Ο Yavor Tarinski συνεχίζει το αφιέρωμά του για το μαύρο ημερολόγιο του ελευθεριακού κινήματος της Βουλγαρίας, επί της εποχής του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ένα από τα μεγαλύτερα ελευθεριακά κινήματα στην Ευρώπη, το βουλγαρικό αναρχικό κίνημα, πνίγηκε στο αίμα του από την εξουσία «του λαού». Κάθε μήνα δημοσιεύουμε κάποιες καθοριστικές ημερομηνίες της εποχής αυτής. Σήμερα, το 3ο άρθρο της σειράς…

Στις 3 Μαρτίου 1953 (δύο ημέρες πριν από τον θάνατο του σοβιετικού δικτάτορα), ο 19χρονος τότε βούλγαρος αναρχικός Γκεόργκι Κωνσταντίνοφ ανατινάζει το άγαλμα του Στάλιν στο Πάρκο Ελευθερίας στη Σόφια, ως απάντηση στην πολιτική καταστολή του καθεστώτος. Για αυτή του τη δράση συλλαμβάνεται και αποστέλλεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου και παρέμεινε για 10 χρόνια. Γλιτώνει τη θανατική ποινή για δύο λόγους: πρώτον, επειδή ο δικτάτορας έχει μόλις πεθάνει και το καθεστώς δεν θέλει να κλιμακώσει και άλλο την καταστολή και, δεύτερον, λόγω των σχέσεων που ο πατέρας του Κωνσταντίνοφ είχε με στελέχη της κομματικής ελίτ.

Παρακάτω παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από τις αναμνήσεις του Γεόργκι Κωνσταντίνοφ:

«Εκείνη την εποχή ο Στάλιν ήτανε κάτι περισσότερο από θεός και μια κουβέντα εναντίον του αρκούσε να καταστρέψει έναν άνθρωπο. Η δράση μας ήταν μια διαμαρτυρία εναντίον αυτού του τρόπου επιβολής της δικτατορίας και της θεοποίησης ανθρώπων που ήταν εγκληματίες -σε τέτοια κλίμακα που οι απλοί δολοφόνοι ήταν ένα τίποτα μπροστά τους.

Πώς το οργανώσαμε; Ένας φίλος, με τον οποίον μας δίκασαν μαζί, είχε πάει φαντάρος. Από εκεί μπορούσε να βγάλει όλα τα εκρηκτικά υλικά που χρειαζόμασταν ώστε να φτιάξουμε τη βόμβα. Τότε, στο Πάρκο Ελευθερίας υπήρχε, πάνω σε ενα βάθρο ύψους 2 μέτρων, το άγαλμα του Στάλιν με ύψος 4-5 μέτρα. Το άγαλμα έδειχνε προς το μέλλον. Τοποθετήσαμε τη βόμβα μας ανάμεσα στα δύο του πόδια. Όταν αυτή ανατινάχτηκε, έριξε τα πόδια και το άγαλμα έπεσε.

Αυτό συνέβη ακριβώς στις 3 Μαρτίου (σ.σ. η μέρα της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας από την Οθωμανική Aυτοκρατορία) το 1953 στις 7:30 το απόγευμα. Εκείνη την ώρα εκεί υπήρχαν τεράστιες εκδηλώσεις, διοργανωμένες από το καθεστώς -με γύρω στα 200.000 άτομα. Μετά την τοποθέτηση της βόμβας απομακρύνθηκα, ενώ οι φίλοι μου πήραν το τραμ και έφυγαν. Εγώ έμεινα ανάμεσα στο πλήθος της συγκέντρωσης ώστε να παρακολουθήσω την έκρηξη και αυτό που θα ακολουθούσε.

Μετά την έκρηξη ένας αστυφύλακας έτρεξε σε ένα δημόσιο τηλέφωνο για να τηλεφωνήσει στα κεντρικά τους. Δέκα λεπτά αργότερα, άρχισαν να έρχονται μεγάλα μαύρα φορτηγά, γεμάτα με αστυφύλακες της μιλίτσια, και τζιπάκια με αξιωματούχους της κρατικής ασφάλειας. Περικύκλωσαν το πάρκο με μπλόκα και, επειδή εκείνη την ώρα υπήρχαν πολλά ζευγαράκια μέσα, άρχιζαν να τους συλλαμβάνουν και να τους φορτώνουν στα φορτηγά. Αυτό είναι που είδα εκείνο το βράδυ.

Μετά την ανατίναξη του αγάλματος, έγινε η προδοσία. Ένας ηλικιωμένος άντρας, με τον οποίον ένας δικός μας είχε επαφή, και από τον οποίον περίμενε όπλα, έδινε πληροφορίες στις αρχές.

Έπειτα από τη σύλληψή μου και τη δική, ήρθε η σειρά της φυλακής -στην οποία μου είπαν εξαρχής πως έχω γλιτώσει τον θάνατο, αλλά τώρα που είμαι στα χέρια τους θα μετανιώσω που δεν με εκτέλεσαν. Είμαι ένας από τους λίγους που έχουν περάσει πάνω από τα μισά τους χρόνια στη φυλακή (σύνολο πάνω από 10 χρόνια) σε απόλυτη απομόνωση. Σου στερούν εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, κουβέντες. Τα κελιά αριστερά και δεξιά από το δικό μου ήταν άδεια, για να μην μπορώ να επικοινωνώ με τους διπλανούς χτυπώντας στους τοίχους. Απαγορευόταν στους φρουρούς να μιλούν μαζί μου. Είχα ακούσει τον υπεύθυνο των φρουρών να τους λέει: “Ό,τι και να κάνει, όσο και να σας προβοκάρει, ακόμη κι αν σας χτυπήσει, μην ανοίξετε τα στόματά σας. Θα μου λέτε εμένα και εγώ θα κανονίζω”. Και αυτό συνοδευόταν από άθλιες συνθήκες, στέρηση από δέματα, γράμματα και από συναντήσεις με τους δικούς μου…

Βγήκα από τη φυλακή στα τέλη του 1962, όταν και υπήρξε μια γενική αμνηστία διατασσομένη από τη Μόσχα. Τότε η Μόσχα προσπαθούσε να ζεστάνει τις σχέσεις της με τον δυτικό κόσμο και ένα από τα αιτήματα της Δύσης ήταν πρώτα να καθιερώσει μια ειρηνική συνύπαρξη με τους δικούς της κρατούμενους. Ο Χρουστσόφ, ο οποίος συνέχιζε να είναι ο γενικός γραμματέας της Σοβιετικής Ένωσης, διέταξε τους “δορυφόρους” γραμματείς (ο Τόντορ Ζίβκοφ βρισκόταν στην εξουσία στη Βουλγαρία την εποχή εκείνη) και χορήγησαν αυτή την αμνηστία, χάρη στην οποία βγήκαν από τη φυλακή όλοι εκτός από δύο κατηγορίες -οι καταδικασμένοι για κατασκοπεία και για παλιές πράξεις.

Όταν βγήκα από τη φυλακή εργάστηκα επί ένα χρόνο στην οικοδομή. Εν τω μεταξύ, επειδή τότε δεν είχα κλείσει ούτε τα 30, ήθελαν να με στείλουν φαντάρο στο εργατικό τμήμα του στρατού. Γνώριζα την κατάσταση εκεί και υπέθεσα ότι, δεδομένου του παρελθόντος μου, θα έβαζαν κάποιον αξιωματούχο να με ενοχλεί μέχρι να τον πλακώσω, και έτσι να με ξαναδικάσουν. Για να μην μπλέξω έπαιξα ένα θέατρο, με αποτέλεσμα να μπω στην ψυχιατρική του Μπλαγκόεβγκραντ, απ’ όπου έβγαλα ένα πιστοποιητικό ότι είμαι άρρωστος με διάγνωση. Το έγγραφο αυτό στάλθηκε στις στρατιωτικές αρχές και έτσι γλίτωσα τη θητεία».

Μετά από αυτά τα γεγονότα ο Κωνσταντίνοφ καταφέρνει να δραπετεύσει στη Γαλλία μέσω της Γιουγκοσλαβίας για να αποφύγει την περαίτερω καταστολή. Επέστρεψε στη Βουλγαρία το 1991, μετά την πτώση του καθεστώτος, όπου ζει μέχρι και σήμερα. Παραμένει ενεργός πολιτικά στην Ομοσπονδία Αναρχικών Βουλγαρίας (ФАБ), η οποία το 2019 έκλεισε έναν αιώνα ύπαρξης.

Το άγαλμα του Στάλιν στο Πάρκο της Ελευθερίας (τώρα Μπορίσοβα Γκραντίνα) στη Σόφια, 1950

*Το κείμενο αυτό είναι αναδημοσίευση από το Αυτολεξεί: https://www.aftoleksi.gr/2020/03/03/anatinaxi-agalmatos-stalin-ton-georgki-konstantinof/?fbclid=IwAR0W2Ul6nFJe5X2zIKcJz80XxV99jZLRCO0e0sE-58D0ozyFvb-wkmgNbRk