Léo Frankel: μας χρειάζεται ένα όργανο (εφημερίδα) που να εξηγεί με σαφήνεια τις ιδέες μας! Πώς θέλετε ο εργάτης, που δεν ξέρει τίποτα, να μάθει; Του μιλάμε σήμερα για COMMUNE, αυτή η λέξη τον τρομοκρατεί, δεν ξέρει τι είναι.

Από τα πρακτικά της συνεδρίασης του Παρισινού τμήματος της Α’ Διεθνούς, 12 Γενάρη 1871

 

 

Στο δρόμο για την Παρισινή Κομμούνα: η εξέλιξη του εργατικού κινήματος και το παρισινό τμήμα της Α’ Διεθνούς

 

Οι αναμνήσεις των Κομμουνάρων, οι ιστορικές καταγραφές, οι έρευνες αρχείων, η επιβεβλημένη σιωπή από τη μεριά της εξουσίας, αλλά και οι μετέπειτα αναλύσεις για την Παρισινή Κομμούνα, ιδιαίτερα εκείνες που ασχολούνται με τους πρωταγωνιστές και τις ιδεολογικές αποχρώσεις που εξέφρασαν, στοιχειοθετούν μια διαλεκτική και ενίοτε αντιφατική βιβλιογραφία, που αγωνιά να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα  που συνοδεύουν τον μύθο της Παρισινής Κομμούνα εδώ και 140 χρόνια. Πώς προέκυψε η Κομμούνα; Γιατί τον Μάρτη του 1871 και όχι το φθινόπωρο του 1870; Ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές της; Πόσοι την στήριξαν; Ποιος ο βασικός της χαρακτήρας; Γιατί μόνο στο Παρίσι και σε μια χούφτα φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους πόλεις;

Οι απαντήσεις μοιάζουν να είναι όσες και οι πολιτικές απόψεις αυτών που τις θέτουν για αυτό και δεν συγκλίνουν πάντα, ακόμα και ως προς το θεμελιώδες θέμα του χαρακτήρα της. Ωστόσο, τα γεγονότα έχουν σε μεγάλο βαθμό καταγραφεί. Εκείνο που συνήθως εξακολουθεί να λείπει είναι η ερμηνεία τους.

Οι συνθήκες που διαμορφώνουν το δρόμο  για την πρώτη κοινωνική επανάσταση είναι σύνθετες και αφορούν την πολιτική της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, τη στάση της αστικής τάξης απέναντι στις εξελίξεις και την ραγδαία πια ανάπτυξη του γαλλικού κινήματος μέσα από την διαρκή κινητοποίηση των εργατών. Σε αυτήν την τελευταία παράμετρο αξίζει κανείς να δει-έστω πολύ συνοπτικά-την ιστορία του γαλλικού κινήματος του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα την περίοδο από την ένταξή του στη Α’ Διεθνή ως την Παρισινή Κομμούνα.

Στις αρχές του 19ου αιώνα η Γαλλία παραμένει μια αγροτική χώρα. Ωστόσο, η συστηματική εκμετάλλευση των γαλλικών αποικιών, οδηγεί σταδιακά στην ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου για την μεταφορά πρώτων υλών και εξωτικών αγαθών στα αστικά κέντρα και συνάμα στο σχηματισμό μιας κάποιας βιομηχανίας για την επεξεργασία τους (αν και μέχρι τα μισά του αιώνα μιλάμε κυρίως για βιοτεχνία).

Οι εργάτες εξακολουθούν να έχουν συντεχνιακή οργάνωση (compagnonnage) με ιδιαίτερα εχθρικές διαθέσεις η μια συντεχνία προς την άλλη. Από το 1830 κυρίως και μετά, η μετακίνησή τους στα μεγάλα αστικά κέντρα προς αναζήτηση εργασίας, εξομοιώνει τις συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης, τους οδηγεί σε κοινές στερήσεις και αποκλεισμούς με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας κοινής συνείδησης. Οι Γάλλοι εργάτες των πόλεων συνειδητοποιούν την συγκρότηση της κοινής τους τάξης και κάνουν τα πρώτα βήματα προς τη χειραφέτησή τους.

Σε επίπεδο θεωρίας, τα έργα των Φουριέ και Σεν-Σιμόν εγκαινιάζουν για το 19ο αιώνα τις ουτοπικές θεωρίες και επηρεάζουν πλήθος διανοούμενων-αργότερα και εργατών. Οι «ουτοπίες», δεν διατυπώνουν ερωτήματα προκειμένου να φτάσουν σε απαντήσεις, αλλά συνιστούν περισσότερο «προϊόν σύλληψης της ανθρώπινης φαντασίας και δραστηριότητας και συνδέονταν με συγκεκριμένους τόπους, θεωρούμενους ως ιδανικούς». Ενδεικτικό των ουτοπικών κινημάτων είναι και το μυθιστόρημα, Ταξίδι στην Ικαρία, του Ετιέν Καμπέ, με τρομερή εμπορική επιτυχία στους Γάλλους εργάτες το 1845, αλλά και η εμφάνιση μιας σειράς στοχαστών όπως ο Όουεν, ο Γκοντέν και άλλοι. Οι ουτοπίες κάνουν προβολή ενός οράματος αρμονίας, δίχως να υποδεικνύουν την διαδρομή προς αυτό, οι κοινωνίες που οραματίζονται έχουν έντονα ειρηνικά χαρακτηριστικά και οι ίδιοι οι συγγραφείς φαίνεται να παραγκωνίζουν-ως δευτερεύον-το θέμα της πάλης των τάξεων. Τα σχόλια του Benjamin για τους Σεν-Σιμονιστές και την αδυναμία τους να παρέμβουν στα ζητήματα που αφορούν το προλεταριάτο στην πραγματικότητα θα μπορούσε να αποτελέσει-μεταξύ άλλων-βασική αφετηρία κριτικής των περισσότερων ουτοπιστών.

Όσον αφορά τα πρώτα κείμενα μεγάλης απήχησης των ίδιων των εργατών, αυτά εμφανίζονται κοντά στο 1840 και θέτουν το ζήτημα της αδελφοσύνης και του διεθνισμού του κινήματος. Η Flora Tristan με το «μανιφέστο» (1843) όπου διατυπώνεται το περίφημο «η ισχύς εν τη ενώση» και ο Adolphe Boyer με την εφημερίδα εργατών l’Atelier (1840-1850), συντελούν στο να αναπτυχθεί η εργατική αλληλεγγύη, η εμπιστοσύνη στην αξία του προλεταριάτου ως παραγωγική δύναμη και η συστηματική διεκδίκηση βασικών δικαιωμάτων του. Ωστόσο, κοινός τόπος και τρωτό σημείο της παραγωγής κειμένων ως τα μισά του 19ου αιώνα, είτε αυτά προέρχονται από εργάτες είτε από θεωρητικούς, είναι σίγουρα ο πασιφιστικός χαρακτήρας και η αποφυγή κάθε συγκρουσιακής πολιτική. Η ιστορική πραγματικότητα θα κληθεί σύντομα να τα ξεπεράσει.

Από το 1830 (επανάσταση του Ιούλη) έως το 1848 οι εργάτες οργανώνονται και θέτουν σε εφαρμογή πρακτικές άγνωστες στην έως τότε δράση τους. Απεργίες, εξεγέρσεις, και μαζικές συγκρούσεις με διακριτά πια τα αντίπαλα στρατόπεδα ανάμεσα σε εξουσία και προλεταριάτο, οδηγούν τους εργάτες στην αναθεώρηση της ειρηνικής μεθόδου των διεκδικήσεών τους. Κομβικό σημείο θα αποτελέσουν τα γεγονότα του 1848. Η οικονομική κρίση που προηγήθηκε (1846-1847) οδηγεί σε πρωτοφανή έκρηξη της ανεργίας με αποτέλεσμα ένα διαρκή αναβρασμό και δυο επαναστάσεις, αυτήν του Φλεβάρη όπου αδελφωμένος ο λαός ανατρέπει για δεύτερη φορά στην ιστορία της Γαλλίας την Μοναρχία και εκείνη του Ιούνη που θα αποκτήσει στην πορεία της ξεκάθαρα ταξικό χαρακτήρα και θα χωρίσει μια για πάντα αστούς από προλεταριάτο, με τη σφαγή των τελευταίων στους δρόμους του Παρισιού από τον στρατηγό Cavaignac.

Λίγα χρόνια πριν, το 1840, εμφανίζεται στο γαλλικό κοινό το Περί Ιδιοκτησίας, έργο με το οποίο ο Pierre Joseph Proudhon εγκαινιάζει μια νέα εποχή στη σκέψη των Γάλλων εργατών, δίνοντας στην ερώτηση -τι είναι η ιδιοκτησία- την περίφημη απάντηση,  η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Η πορεία προς το 1848 παρουσιάζει μια έντονη κινητικότητα τόσο στο Παρίσι, όσο και σε σημαντικές πόλεις της επαρχίας, με την «κόκκινη» Lyon να ξεχωρίζει, ενώ στην Ευρώπη εγκαινιάζεται ο επιστημονικός σοσιαλισμός με την έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου (1848) που ανοίγει το δρόμο για την Διεθνή Ένωση Εργατών.

Στο Παρίσι οι σοσιαλιστικές θεωρίες σχηματοποιούνται και διαδίδονται μέσα από λέσχες (οι Blanqui, Dézamy, Toussenel στην Société républicaine centrale, ο Barbès στην λέσχη Club de la Révolution, ο Raspail στη λέσχη Club des Amis du Peuple) οι οποίες σε μικρό χρονικό διάστημα δημιουργούν παραρτήματα, συγκεντρώνοντας όλα τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά στοιχεία, ενώ παράλληλα κάθε σοσιαλιστής προσπαθεί να ιδρύσει μια εφημερίδα για τον προπαγανδισμό των νέων ιδεών (ο Raspail την L’Ami du Peuple de 1848, ο Proudhon ως συνεργάτης στην εφημερίδα Représentant de Peuple,  έπειτα στη δική του Le  Peuple). Όσο εξελίσσεται και συγκροτείται η εργατική τάξη σε προλεταριάτο, τόσο τα ουτοπικά συστήματα χάνουν την πρώτη «προοδευτική» εντύπωση που προκάλεσαν. «Οι ‘σχολές’ του ουτοπικού σοσιαλισμού εκφυλίζονται σε ‘σέχτες’. Καθεμιά από αυτές πρότεινε τις μεθόδους της για να περιορίσει το κοινωνικό κακό και για να συμφιλιώσει τις αντιφάσεις των τάξεων. Οι ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού γινόντουσαν όλο και περισσότερο κτήμα της μικρής αστικής τάξης» Ως προς την άτυπη διαίρεση που παρατηρείται ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό που κάνει δειλά την είσοδό του, ο διαχωρισμός δεν είναι πάντα σαφής, όμως η γενική εντύπωση που μένει για την συγκεκριμένη περίοδο συνοψίζεται στο σχόλιο του Έγκελς, «ο σοσιαλισμός σήμαινε το 1847 ένα κίνημα αστών-ο κομμουνισμός ένα κίνημα εργατών»

Ωστόσο οι διεκδικήσεις είναι ακόμα θολές και ο χαρακτήρας ακαθόριστος.  Μετά την ήττα και τη σφαγή των εργατών, το διάταγμα της 28ης Ιούλη 1848 εισάγει μια αυστηρή νομοθεσία για τις λέσχες με ουσιαστικό σκοπό την κατάργησή τους, ενώ οι σοσιαλιστές της γενιάς του ’48 «αποστειρώνονται», εγκαταλείπουν την δράση, ή απλά σιωπούν. Από την άλλη ο μαρξισμός δεν έχει ακόμα διεισδύσει για τα καλά στη Γαλλία με αποτέλεσμα για κάποια χρόνια να εντοπίζεται ένα ιδεολογικό κενό. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν ο Blanqui και ο Proudhon, παρότι καθένας ξεκινά από τελείως διαφορετική βάση.

Ο Louis Auguste Blanqui έχει ζήσει από κοντά όλες τις αιματηρές εξεγέρσεις, χάνοντας συντρόφους και περνώντας χρόνια στη φυλακή, ωστόσο παραμένει άνθρωπος της δράσης, δίχως να ασχολείται ιδιαιτέρως με την μελέτη των θεωρητικών συστημάτων. Για τον ίδιο «κάθε απόχρωση, κάθε σχολή έχει την αποστολή της να εκπληρώσει, το δικό της μέρος να παίξει στο μεγάλο επαναστατικό δράμα». Αυτό που τον απασχολεί είναι ο ένοπλος αγώνας και αναπτύσσει γρήγορα τεχνικές ως προς τη σύσταση οδοφραγμάτων και την τροπή που πρέπει να παίρνουν οι εξεγέρσεις μέσα σε αστικό περιβάλλον (κατάληψη Δημαρχείων, κέντρων εξουσίας κτλ), ενώ από τα γραπτά του φαίνεται να έχει μελετήσει σε βάθος τακτικές του στρατού και γενικότερα των σχεδίων καταστολής που έχουν κατά καιρούς εφαρμοστεί από την εξουσία. Αποκηρύσσει τις ουτοπίες και υποστηρίζει ότι «Ο κομμουνισμός (του μέλλοντος) δεν είναι ουτοπία» αλλά η μόνη εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, που επιταχύνεται μάλιστα από τις καταχρήσεις του καπιταλισμού. Σε αντίθεση με τον Προυντόν, βλέπει την απεργία ως το μόνο σίγουρο όπλο στα χέρια των εργατών και η αλήθεια είναι ότι η επιρροή του στα πλατιά εργατικά στρώματα είναι σαφώς πιο έντονη, ιδιαίτερα μετά το 1848. Οι δυο «επιζήσαντες» του ’48 δεν έχουν κοινό τόπο μασυνεχίζουν να γράφουν και να επηρεάζουν την εργατική τάξη σε τέτοιο βαθμό ώστε ουσιαστικά να μιλάμε για ρεύματα Μπλανκιστών και Προυντονιστών στο εργατικό κίνημα την ευρύτερη περίοδο του 1850-1871. 

Η εικόνα αυτή θα αρχίσει να αλλάζει με την ίδρυση του παρισινού Τμήματος της Α Διεθνούς (αρχές του 1865) από περιορισμένο αρχικά αριθμό εργατών, εκ των οποίων ξεχωρίζουν ο Tolain, Fribourg και ο Limousin με σαφή προσανατολισμό προς τον μουτουαλισμό. Πρόκειται για την πρώτη περίοδο στην οποία κυριαρχούν οι οπαδοί του Προυντόν, όμως πολύ σύντομα, τα βασικά θεωρητικά εργαλεία της θεωρίας του (αποκήρυξη της απεργίας, κατάργηση της πάλης ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία με οργάνωση της ανταλλαγής) παραγκωνίζονται προκειμένου να στηριχτούν απεργιακά κινήματα και εργατικές διεκδικήσεις που ξεσπούν σε αρκετές πόλεις. Η εργατική πρακτική θα βρεθεί σε αντίφαση με σοβαρές πτυχές του προυντονισμού, με αποτέλεσμα ένα είδος συμβιβασμού (compromis) ανάμεσα σε θεωρία και πράξη. Ο Προυντόν πεθαίνει το 1865 και τα πρώτα κείμενα του Μαρξ διεισδύουν στη Γαλλία με την βοήθεια του Lafargue. Η θεωρία του μουτουαλισμού, η ίδρυση της Τράπεζας του Λαού (1849) και η αποτυχία της, οι αντιφάσεις των κειμένων και των κρίσεών του, η γενική απαξίωση της βίας (ακόμα και τον Ιούνη του ’48), και από την άλλη πλευρά οι επαφές των Γάλλων εργατών με την Α΄ Διεθνή και τον μαρξισμό, δεν στέκονται αρκετές για να του στερήσουν τη δημοτικότητα, όμως τα γεγονότα και οι εξελίξεις αφήνουν πίσω τον πατέρα της αναρχίας. Επιρροές του ανιχνεύονται ακόμα και κατά την περίοδο της Κομμούνας, απέχουν όμως πολύ από το να μιλάει κανείς για καθαρά «Προυντονικό» ρεύμα.

 Στην εμπροσθοφυλακή των εργατών της Διεθνούς οι οπαδοί του Προυντόν σύντομα αντικαθίστανται από σοσιαλιστές (Varlin, Lafargue, Benoît Malon) και με αυτόν τον τρόπο γίνεται το πέρασμα στη δεύτερη φάση του γαλλικού τμήματος, αυτή του κολεκτιβισμού. Ο Varlin, εμβληματική προσωπικότητα, μάχιμος συνδικαλιστής και μελλοντικός Κομμουνάρος, διαπιστώνει ήδη από το 1866 τα τρωτά των Προυντονιστών και έρχεται σε ρήξη με τον Tolain μέσα από κείμενα που ακόμα και σήμερα μοιάζουν διαχρονικά. Η κριτική του Μαρξ για τους εργάτες του Παρισιού μοιάζει λίγο σκληρή. Οι Γάλλοι εργάτες μέσα σε είκοσι περίπου χρόνια (1848-1868) και σε συνθήκες τελείως διαφορετικές από αυτές τις Αγγλίας ή της Γερμανίας, έχουν αποκηρύξει ανεπιστρεπτί δυο βασικούς μύθους που αναχαίτιζαν την ως τότε δράση τους: την εμπιστοσύνη στην αστική τάξη και την ελπίδα της ειρηνικής διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους, ενώ ταυτόχρονα είναι σε θέση να «διαβάζουν» την πραγματικότητα, να συνειδητοποιούν κενά και αντιφάσεις, καθώς επίσης-περισσότερο από ποτέ-να δρουν και να μιλούν για λογαριασμό τους, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Τα στοιχεία των συνελεύσεων (1868-1870) που ήρθαν στο φως μόλις το 1980, τα πρακτικά του Παρισινού Τμήματος της Α΄ Διεθνούς, τα κείμενα που διακινούνται σε Παρίσι και επαρχίες, αποτελούν συγκλονιστικές μαρτυρίες που αποδεικνύουν ραγδαία ωρίμανση της πολιτικής σκέψης των εργατών, μεγάλη κινητοποίηση σε πόλεις και επαρχίες, διαρκή επαφή με τον κόσμο και συστηματική αναζήτηση εργαλείων για τη διάδοση του κινήματος. Οι διαφωνίες μέσα στους κόλπους του παραρτήματος της Διεθνούς στο Παρίσι φαίνεται να έχουν ξεκινήσει από την πρώτη μέρα και θα συνεχιστούν κατά τη διάρκεια της Κομμούνας. Σκοπός όμως αυτής της εσωτερικής πάλης δεν μοιάζει η επιβολή μιας γραμμής αλλά η αποσαφήνιση των στόχων και ο δρόμος προς την υλοποίησή τους.

Τελικά και ο ίδιος ο Μαρξ δε θα διστάσει σε επιστολή του προς τον Έγκελς (12-9-1868) να παραδεχτεί ότι: «μια μεγάλη πρόοδος, είναι ότι οι γενναίοι Βέλγοι και Γάλλοι Προυντονιστές που δημαγωγούσαν δογματικά στη Γενεύη (1866) και τη Λοζάνη (1867) ενάντια στα trade-unions κτλ, είναι σήμερα, οι πιο φανατικοί οπαδοί τους»

Η Παρισινή Κομμούνα χαρακτηρίστηκε ως αιφνίδιο και αναπάντεχο γεγονός στην Ευρώπη και από μια άποψη η εξέλιξη των γεγονότων ως τα τέλη του Φθινοπώρου του 1870 ίσως δικαιολογεί αυτήν την εκτίμηση. Από την άλλη όμως, η έντονη κινητοποίηση των εργατών στα μεγάλα αστικά κέντρα (1868-1870) και η προσπάθεια διαμόρφωσης μιας στέρεας ιδεολογικής συγκρότησης (με τις όποιες ρήξεις και διαφωνίες διαμορφώθηκαν στο εσωτερικό των διαφόρων ομάδων) μαρτυρούν έναν αναβρασμό και μια προετοιμασία οργανωμένης αντίστασης σε έναν καινούριο κίνδυνο που μοιάζει ακόμα ασχημάτιστος. Λίγο καιρό μετά, οι συνεδριάσεις του Παρισινού τμήματος, τους μήνες που προηγήθηκαν της Κομμούνας, δείχνουν τους πιο οξυδερκείς, να προβλέπουν πολλά από τα γεγονότα που ακολούθησαν και να θέλουν να μην χαθούν οι ευκαιρίες. 

Την τελευταία περίοδο της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, ο Ναπολέων Γ΄ βρίσκεται από καιρό σε πολιτικό αδιέξοδο. Η εκστρατεία στο Μεξικό, η ανάμιξή του στο ζήτημα της Ιταλίας, η υπογραφή συμβάσεων με την Αγγλία που καταργεί τα προνόμια όσων Γάλλων αστών σχετίζονται με τις αποικίες καθώς και η πολυέξοδη πολιτική του βαρόνου Haussmann για τον «εκσυγχρονισμό» του Παρισιού που συνοδεύτηκε από έντονα φαινόμενα κερδοσκοπίας, στερούν στην πραγματικότητα από τον Αυτοκράτορα τόσο τη στήριξη του κλήρου, όσο κυρίως της αστικής τάξης που αρχίζει να ενοχλείται από την πολιτική του παλιού της «σωτήρα» (1851) και να θυμάται τα οφέλη μιας πιο αντιπροσωπευτικής μορφής πολιτεύματος, στην οποία θα μπορεί να εκπροσωπείται και ενδεχομένως να ελέγχει πλήρως. Έτσι, ιδιαίτερα μετά την εκστρατεία στο Μεξικό (1862) και την ήττα των γαλλικών στρατευμάτων, ο Ναπολέοντας Γ΄ μοιάζει να κάνει μια φιλολαϊκή στροφή, αναζητώντας την στήριξη που του λείπει στους εργάτες της γαλλικής πρωτεύουσας. 

Στα πλαίσια αυτής της «κοινωνικής» αλλαγής συντελείται μια σημαντική υποχώρηση μπροστά στις εργατικές διεκδικήσεις και τις απεργιακές κινητοποιήσεις, το πρώτο δηλαδή ρήγμα (Μάιος 1864) στο νόμο Le Chapelier που παραχωρεί πια  δικαιώματα συνασπισμού (coalition) όχι όμως ένωσης (association) στο προλεταριάτο. Η Δεύτερη Αυτοκρατορία αρχίζει ένα παιχνίδι με τις λέξεις, μιας και σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου, η απεργία μπορεί να προκύψει μόνο σαν αυθόρμητη, τυχαία συνάθροιση και όχι ως ειλημμένη απόφαση σωματείου. Όμως η αρχή έχει ήδη γίνει και οι εργάτες απαντούν με σειρά από απεργίες μεταξύ των οποίων και εκείνη των βιβλιοδετών που κρατάει μήνες και λήγει νικηφόρα το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους.     

Οι νομοθετικές τροποποιήσεις που ακολουθούν είναι πολυάριθμες, χωρίς σαφή προσανατολισμό και έρπουν ανάμεσα σε ψεύτικες ελευθερίες και καταστολή. Ώσπου αρχές Ιούνη του 1868 ακολουθεί ο νόμος για την ελευθερία των δημόσιων συναθροίσεων. Στο εξής «7 πολίτες που χαίρουν όλων των πολιτειακών και πολιτικών δικαιωμάτων τους μπορούν να οργανώσουν στην κοινότητά τους μια δημόσια συνάθροιση εκτός παντός θέματος πολιτικής ή θρησκείας, με μόνη προϋπόθεση να γνωστοποιήσουν στις αρχές, τουλάχιστον 3 μέρες πριν, τον τόπο, την ημέρα, την ώρα και το θέμα.» Από εκείνη την μέρα το Παρίσι ζει στον πυρετό των δημόσιων συγκεντρώσεων. Η «συνάθροιση»- σύμφωνα με το 3ο άρθρο του νόμου- πρέπει να γίνεται σε κλειστό χώρο, προκειμένου να αποφευχθεί προφανώς κάθε εξέλιξή της σε διαδήλωση και να μπορεί ταυτοχρόνως να κατασταλεί με ευκολία κάθε παρεκτροπή. Επιπλέον με αυτόν τον όρο η εξουσία προσπαθεί να εξασφαλίσει ένα πιο περιορισμένο αριθμό συμμετοχών, όμως η ιστορία εξελίσσεται διαφορετικά.

Ήδη από το φθινόπωρο του ίδιου έτους οι συγκεντρώσεις πολλαπλασιάζονται μήνα με το μήνα και προκαλούν την αντίδραση της αστικής τάξης. Οι εργάτες κατηγορούνται για συζήτηση θεμάτων που θίγουν θεσμούς και ως λύση προτείνεται και εφαρμόζεται η παρουσία αστυνομικού σε κάθε συζήτηση ο οποίος μάλιστα, προκειμένου να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σε περίπτωση δίκης, έχει πια επίσημα το ρόλο στενογράφου.  Μέσα σε έξι μήνες οι δικαστές μοιράζουν 84,5 μήνες φυλακή και 6.575 φράγκα πρόστιμο σε 39 ενόχους, ενώ αρκετές συγκεντρώσεις διαλύονται βίαια από την αστυνομία. Οι εργάτες συνεχίζουν τις συναντήσεις τους δίνοντας ευφάνταστους τίτλους στις συζητήσεις που διοργανώνουν: «Η τέχνη της ανατροφής κουνελιών και πώς να βγάλετε 3.000 φράγκα», «άνοδος και πτώση του κρινολίνου στη Γαλλία» και ούτω καθεξής. Ο Αυτοκράτορας βρίσκεται παγιδευμένος σε όλα τα μέτωπα και μάλιστα στην ίδια του την πολιτική, ενώ η αστυνομία και οι δικαστές δεν ξέρουν πια αν πρέπει να κάνουν τα στραβά μάτια ή να στερήσουν από το νόμο κάθε ουσιαστικό νόημα. Ο υπαρχηγός της αστυνομίας ήδη από το Νοέμβρη του 1868 προειδοποιεί τον ανώτερό του ότι οι οπαδοί του Τριντόν και του Μπλανκί έχουν εισβάλλει στις συγκεντρώσεις και διαβάζει σε αυτές το πιο σίγουρο μέσο για την προετοιμασία επανάστασης.

Στο μεταξύ οι συγκεντρώσεις πολλαπλασιάζονται και παίρνουν τεράστιες διαστάσεις. Ξεκινούν στις 8 το βράδυ, με προκαθορισμένους ομιλητές και οι αίθουσες γεμίζουν ασφυκτικά. Στην αρχή οι συγκεντρώσεις αφορούν κάποιες εκατοντάδες κόσμου αλλά μέσα σε λίγους μήνες η συμμετοχή ξεπερνά τα 1.500 άτομα ανά ομιλία. Το ίδιο θέμα συζήτησης συχνά διατηρείται για μέρες και επαναλαμβάνεται, γεγονός που μαρτυρά τη διαρκή προσέλευση ενός κοινού που ανανεώνεται συστηματικά. Οι συζητήσεις αυτές περιέχουν πια ανοιχτά πολιτική και κοινωνική θεματολογία και πραγματοποιούνται σε αίθουσες χορού, σχολεία, τσίρκα και θέατρα, καθώς απαραίτητη προϋπόθεση είναι η φτηνή ενοικίαση του χώρου.  Στις 3 Μάρτη του 1869, 15.000 εργάτες συγκεντρώνονται σε 7 διαφορετικά σημεία της πόλης προκειμένου να ακούσουν μια συζήτηση με θέμα την επανάσταση. Τον Μάη της ίδιας χρονιάς η αστυνομία ανησυχεί καθώς 23.000 κόσμου συμμετέχουν το ίδιο βράδυ σε 18 συγκεντρώσεις ενώ προσμετρώντας εκείνους που δεν βρήκαν θέση, δίνει 70.000 εργάτες σαν νούμερο προσέλευσης.

Περισσότερο θορυβημένη από την αστυνομία είναι οπωσδήποτε η αστική τάξη που ξεκινάει να ασχολείται συστηματικά με τις «συζητήσεις των εργατών» μέσα από εφημερίδες της, ιδιαίτερα τη Journal des économistes.

Σκοπός των οικονομολόγων είναι ο προσεταιρισμός και ο έλεγχος των συζητήσεων αυτών, για αυτό και από πολύ νωρίς ζητούν προκλητικά να λάβουν μέρος, προκειμένου να ανατρέψουν το κλίμα που έχει ήδη διαμορφωθεί και να ασκήσουν προπαγάνδα ως προς το ότι «η πολιτική οικονομία-δηλαδή η ιδιοκτησία» είναι αναγκαία για την κοινωνία. Οι προλετάριοι δέχονται την πρόκληση και οι συζητήσεις διαρκούν σχεδόν δυο μήνες. Άγνωστοι εργάτες, αμόρφωτοι, διαφορετικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών τάσεων, που έχουν διακριθεί στο συνδικαλισμό και τις πρόσφατες συγκεντρώσεις,  έρχονται να αντιμετωπίσουν την αφρόκρεμα των οικονομολόγων της αστικής τάξης (ανάμεσά τους οι Molinari και Horn). Το αποτέλεσμα είναι ένας θρίαμβος για τους εργάτες στον οποίο ο Molinari θα απαντήσει με πικρά σχόλια ζητώντας μάλιστα την διάλυση των συγκεντρώσεων που λίγο καιρό πριν πάσχιζε να δαμάσει. 

Σε διάστημα μικρότερο από 2 χρόνια, πραγματοποιούνται στο Παρίσι περισσότερες από 1000 συγκεντρώσεις, από τις οποίες, σχεδόν το σύνολο των ομιλητών- Μπλανκιστές, Ιακωβίνοι, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, μέλη της Διεθνούς ή μη- θα βρεθεί λίγους μήνες μετά να συμμετέχει ενεργά στην Παρισινή Κομμούνα, ενώ αρκετά από τα ονόματά αυτών των εργατών στελεχώνουν τη λίστα των εκλεγμένων της.

Άρα, δεν είναι καθόλου παράδοξο που το απόγειο της Διεθνούς στη Γαλλία τοποθετείται στο 1870, χρονιά κατά την οποία οι συγκεντρώσεις ανθίζουν και η Διεθνής αριθμεί 16 παραρτήματα στη χώρα. Τα στοιχεία που παραθέτει ο Jacques Rougerie είναι εντυπωσιακά και δείχνουν ότι οι προσχωρήσεις σταματούν να αφορούν μεμονωμένα άτομα αλλά μιλάμε πια για ένταξη ολόκληρων σωματείων/συνδικάτων: «Στο Παρίσι, την τελευταία χρονιά της Αυτοκρατορίας, δεν υπάρχει πρακτικά επάγγελμα που να μην έχει […] το συνδικάτο του. Στο σύνολο, τουλάχιστον μια εκατοντάδα, εκ των οποίων ορισμένα μεγάλου μεγέθους: 6.000 εργάτες χαλκού ενώνονται από τους 10.000 που αριθμεί περίπου το επάγγελμα, 12.000 μηχανικοί από 30.000, 2.500 από τις 3.500 τυπογράφων, 1.000 από τους 1.500 εργάτες σιδήρου. Την άνοιξη του 1870, 54 ενώσεις (ενδεχομένως 40.000 μέλη) προσχώρησαν στην Ομοσπονδία των εργατικών εταιριών, που είχε σχηματιστεί από τον Varlin  τον προηγούμενο Δεκέμβρη, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών»

Ο ρόλος του γαλλικού τμήματός, ίσως δεν πρέπει λοιπόν να μελετάται αποκομμένος από τα παραπάνω στοιχεία. Απεργίες, οργάνωση και συγκεντρώσεις μοιάζουν άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και ανοίγουν το δρόμο για την Κομμούνα του Παρισιού. Οι συγκεντρώσεις του 1868-1870 σε συνδυασμό με την δραστηριοποίηση των μελών της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στη Γαλλία, μοιάζει να συμβάλλουν αποφασιστικά αφενός στην απενοχοποίηση στα μάτια των εργατών τόσο της κατάστασής τους, όσο και της ίδιας της Ένωσης που παρά το παράνομο καθεστώς της, δεν σταματά να έλκει καινούρια μέλη, αφετέρου αφήνει σαν παρακαταθήκη την πολιτική ωρίμανση χιλιάδων εργατών που θέτουν πια κοινά οράματα και αποδεικνύουν- για πρώτη φορά σε προεπαναστατική περίοδο- την ύπαρξη κοινής ταξικής συνείδησης, σηματοδοτώντας έτσι το τέλος των παλιών ψευδαισθήσεων.

Η Κομμούνα, παρά τις όποιες αναφορές της στην ιστορία (ιδίως στη Γαλλική Επανάσταση), δεν έρχεται να κλείσει κάποιο κεφάλαιο από το παρελθόν. Ο ταξικός της χαρακτήρας είναι παρόν από την πρώτη στιγμή και υπαγορεύει τις πράξεις της. Η Παρισινή Κομμούνα εγκαινιάζει μια καινούρια περίοδο και κοιτάζει το μέλλον.   

 

Παράρτημα:

 

1) Απεργία και Αντίσταση. Το παρακάτω κείμενο του Varlin δεν φέρει χρονολογία, θα μπορούσε κανείς όμως-με μια επιφύλαξη- να το εντάξει στα γραπτά του που απευθύνονται στους εργάτες πολεμώντας την θέση που εξέφρασε ο Tolain στο Συνέδριο της Λοζάνης (Σεπτέμβρης 1867) για την απεργία-«όπλο καμιά φορά απαραίτητο αλλά όχι σωστό»- θέση με σαφείς επιρροές από την φιλοσοφία του  Προυντόν   

Varlin: «Η απεργία, η αντίσταση της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο, είναι το μεγάλο ζήτημα του παρόντος για όλους τους εργαζόμενους. […] Με δυο λόγια αυτό που τίθεται και πρέπει να λυθεί είναι το κοινωνικό ζήτημα.

Είναι η απεργία αυτή που θα το λύσει; Όχι, τουλάχιστον όχι με την τωρινή της μορφή. […] η απεργία δεν είναι παρά ένας φαύλος κύκλος, στον οποίο οι προσπάθειές μας μοιάζουν να επιστρέφουν διαρκώς. Ο εργάτης ζητά μια αύξηση μισθού για να απαντήσει στην ακρίβεια που δημιουργεί η κερδοσκοπία. Οι κερδοσκόποι απαντούν στην αύξηση τιμής του εργατικού δυναμικού με μια καινούρια άνοδο της αξίας των προϊόντων.

Γιατί λοιπόν εργάτες, αφοσιωμένοι, ενεργοί και έξυπνοι αφιερώνουν όλη τους την ενέργεια, όλη την επιρροή που είναι ικανοί να ασκήσουν πάνω στους συναδέλφους τους στο να ακολουθήσουν αυτό το κίνημα που ξέρουν πως θα είναι δίχως τέλος; Διότι για αυτούς, το πρωτεύον ζήτημα σε κάθε κοινωνική μεταρρύθμιση, είναι η οργάνωση των επαναστατικών δυνάμεων της εργασίας. Δεν είναι τόσο η μικρή αύξηση του μισθού, η μικρή βελτίωση των συνθηκών εργασίας που μας απασχολούν-όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. […] ο απώτερος σκοπός των προσπαθειών μας, είναι η συνεύρεση των εργατών και η αλληλεγγύη τους. Ως τώρα, μας εκμεταλλεύτηκαν χωρίς έλεος επειδή ήμασταν διαιρεμένοι και χωρίς δύναμη[…] Σήμερα […] είναι η εποχή της αντίστασης.  […]»     

 

 

2) Απεσταλμένος στο 1ο Συνέδριο της Διεθνούς (Γενεύη 2-8 Σεπτέμβρη 1866), ο Varlin εκδηλώνει διαφωνίες ως προς τις θέσεις των Γάλλων Προυντονιστών συντρόφων του όσον αφορά την εργασία των γυναικών.

 Οι Γάλλοι Chemalé, Fribourg, Perrachon, Camélinat είχαν κάνει την εξής πρόταση: «Από φυσική, ηθική και κοινωνική άποψη, η εργασία γυναικών και παιδιών στις βιομηχανίες πρέπει να καταδικαστεί […] ως μια από τις πιο δραστικές αιτίες του εκφυλισμού του ανθρώπινου είδους […]. Η γυναίκα δεν είναι φτιαγμένη για να δουλεύει, η θέση της είναι στην εστία της οικογένειας, είναι η φυσική παιδαγωγός του παιδιού […]»

 

Η απάντηση του Varlin

«[…] δεν μπορούμε να καταδικάσουμε την εργασία των γυναικών με τρόπο γενικευμένο, διότι εσείς που θέλετε να γλιτώσετε την γυναίκα από την πορνεία, πως θα το κατορθώσετε αυτό αν δεν της δώσετε τον τρόπο να κερδίζει τη ζωή της; Τι θα απογίνουν οι χήρες και τα ορφανά; Θα είναι αναγκασμένες είτε να απλώσουν το χέρι είτε να εκπορνευτούν. Το να καταδικάσετε τη γυναικεία εργασία, είναι σαν να αναγνωρίζετε την ελεημοσύνη και να επιτρέπετε την πορνεία[..]» 

 

3) Στα πλαίσια του ίδιου συνεδρίου, ο Varlin και ο σύντροφός του Bourdon, αντιτίθενται στο κείμενο των Προυντονιστών, στο οποίο διατυπώνεται ότι η εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται από την οικογένεια και όχι από το κράτος.

 

«[…] Η οικογένεια μπορεί να  παρέχει σε όλα τα παιδιά ίσα μέσα εκπαίδευσης; Όχι. […] και ενώ ο πατέρας ενός μόνο (παιδιού) θα μπορεί, δίχως να στερείται, να του προσφέρει όχι μόνο πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά επίσης δευτεροβάθμια και ακόμα και ανώτατη, ο πατέρας περισσότερων παιδιών θα τους δώσεις μόλις την βασική εκπαίδευση. Ο γιός του πρώτου θα γίνει διευθυντής εταιριών στις οποίες τα παιδιά του δεύτερου θα είναι οι εργάτες. […] Εξάλλου, ποιος θα επωφεληθεί από την εκπαίδευση του παιδιού; Δεν θα επωφεληθεί ολόκληρη η κοινωνία πολύ περισσότερο από την ίδια την οικογένεια; Λοιπόν, αν είναι η κοινωνία (να επωφεληθεί) ας είναι η ίδια που θα κάνει και τα έξοδα. Το ζήτημα όμως δεν είναι τα έξοδα […] Ο φόβος απορρόφησης του ατόμου από το Κράτος, ο τρόμος της επίσημης εκπαίδευσης κάνει (τους υποστηρικτές της διδασκαλίας από την οικογένεια) να ξεχνούν τα έξοδα της εκπαίδευσης και όλες τις κοινωνικές ανισότητες που εμπεριέχει η ανισότητα της μόρφωσης. […] Όταν ζητάμε η εκπαίδευση να αποτελεί ευθύνη της κοινωνίας, εννοούμε μια κοινωνία αλήθεια δημοκρατική στην οποία ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης θα εξέφραζε την θέληση όλων[…]  »